Κυριακή, Αυγούστου 08, 2021

Ο μαγικός ρεαλισμός ενός κατασκευαστή μικρών γοητευτικών ιστοριών

 

Μέσα στον Felisberto Hernández γεννιέται συχνά ένα φυτό

Ένα ποίημα κατ’ επίφαση και μια κατ’ επίφαση εξήγηση των ιστοριών του Φελισμπέρτο Ερνάντεθ, πρώην πιανίστα από την Ουρουγουάη και μετέπειτα εκκεντρικού συγγραφέα.

 

Felisberto Hernández

(1902- 1964)

μετάφραση-παρουσίαση: Νάνσυ Αγγελή

Πηγή: 1-2.gr

______________________________________


Για την καλλιτεχνική δημιουργία που μοιάζει με βλαστό…

Αναγκασμένος ή προδομένος από τον ίδιο μου τον εαυτό να πω πώς φτιάχνω τις ιστορίες μου, θα προσφύγω σε εξηγήσεις εξωτερικής φύσεως. Δεν είναι εντελώς αυθόρμητες, με την έννοια ότι δεν παρεμβαίνει σ’ αυτές η συνείδηση. Αυτό θα μου ήταν απωθητικό. Δεν καταδυναστεύονται από μια θεωρία της συνείδησης. Αυτό θα μου ήταν εντελώς απωθητικό.Θα προτιμούσα να πω πως αυτή η παρέμβαση είναι μυστηριώδης. Οι αφηγήσεις μου δεν έχουν λογική δομή. Παρά την συνεχή και σθεναρή επαγρύπνηση της συνείδησης, κι αυτή ακόμη μου είναι άγνωστη. Ορισμένες φορές νομίζω πως σε κάποια γωνιά μέσα μου θα γεννηθεί ένα φυτό. Αρχίζω να το παρακολουθώ στενά πιστεύοντας πως σ’ αυτήν την γωνιά έχει συντελεστεί κάτι παράξενο που μπορεί, όμως, να έχει καλλιτεχνική κατάληξη. Θα ήμουν ευτυχισμένος αν η σκέψη αυτή δεν ναυαγούσε τελείως. Αλλά, πρέπει να περιμένω δεν ξέρω πόσο καιρό. Δεν ξέρω πώς να κάνω το φυτό να βλαστήσει, ούτε με ποιο τρόπο μπορώ να ευνοήσω ή να φροντίσω την ανάπτυξή του. Προαισθάνομαι μόνο, ή τουλάχιστον αυτό επιθυμώ, να έχει φύλλα από ποίηση, ή τουλάχιστον κάτι που να μετατρέπεται σε ποίηση όταν το κοιτούν ορισμένα μάτια. Πρέπει να προσέξω να μην πιάνει πολύ χώρο, να μην προσπαθεί να είναι όμορφο ή πολύ έντονο, αλλά να είναι το φυτό που είναι προορισμένο να γίνει και να το βοηθήσω προς τον σκοπό αυτό. Επιπλέον, θα μεγαλώσει υπό το βλέμμα κάποιου στον οποίο δεν θα δώσει σημασία αν του προσφέρει υπερβολικές περιποιήσεις ή μεγαλεία. Αν γίνει ένα φυτό με αυτοπεποίθηση, θα εκπέμπει μια ποιητικότητα φυσική για την οποία δεν θα έχει επίγνωση. Θα πρέπει να είναι σαν ένας άνθρωπος που πρόκειται να ζήσει ποιος ξέρει πόσο, με τις δικές του προσωπικές ανάγκες, με μια διακριτική περηφάνια, ελαφρώς αδέξιο και που θα μοιάζει αυθόρμητο. Αυτό το ίδιο δεν θα γνωρίζει τους νόμους που το διέπουν, αν και υπάρχουν βαθιά μέσα του και η συνείδηση δεν φτάνει να τους αγγίξει. Παρά το γεγονός πως δεν θα ξέρει τον βαθμό ή τον τρόπο με τον οποίο η συνείδηση θα επέμβει, θα επιβάλει στο τέλος την θέλησή του και θα μάθει στην συνείδηση να μην ενεργεί με βάση τις συμβάσεις.

Το πιο σίγουρο απ’ όλα είναι πως εγώ ο ίδιος δεν γνωρίζω πώς φτιάχνω τις ιστορίες μου, γιατί καθεμιά απ’ αυτές έχει την δική της ζωή, προσωπική και παράξενη. Ξέρω, όμως, πως ζουν τσακωμένες με την συνείδηση προκειμένου να αποφύγουν τους ξένους που αυτή φέρνει.

«Κατ’ επίφαση εξήγηση των ιστοριών μου», 1955

Φ. Ε

 

 

Το λευκό φόρεμα

στην  María Isabel G.

I

Εγώ βρισκόμουν απ’ την έξω πλευρά του μπαλκονιού. Απ’ την μέσα πλευρά ήταν ανοιχτά τα δυο παντζούρια του παραθύρου και συνέπιπτε να βρίσκονται ακριβώς απέναντι το ένα απ’ το άλλο. Η Μαρίσα στεκόταν όρθια αγγίζοντας σχεδόν με την πλάτη της το ένα απ’ τα παντζούρια.

Δεν έμεινε, όμως, για πολύ σ’ αυτή τη θέση, γιατί την φώναξαν από μέσα. Όταν έφυγε η Μαρίσα, δεν ένιωσα την απουσία της στο παράθυρο. Το αντίθετο. Ένιωσα πως τα παντζούρια κοιτάζονταν από ώρα στα μάτια και πως εκείνη περίσσευε ανάμεσά τους. Η παρουσία της είχε μπει εμπόδιο σ’ εκείνο το συμμετρικό κενό το οποίο γέμιζε κάτι απτό, όπως ήταν το κοίταγμα των παντζουριών.

II

Μέσα σε λίγο καιρό ανακάλυψα το πιο σημαντικό, το πιο βασικό απ’ όλα και σχεδόν το πιο μοναδικό σε σχέση με τα δυο παντζούρια: Τις θέσεις, την ηδονή που προκαλούσε κάθε συγκεκριμένη θέση και τον πόνο που συνεπαγόταν η διατάραξή της. Οι θέσεις ηδονής ήταν δύο μόνο: Όταν τα παντζούρια βρισκόταν σε συμμετρία το ένα απέναντι απ’ το άλλο και κοιτάζονταν σταθερά στα μάτια κι όταν ήταν εντελώς κλειστά και ήταν μαζί. Αν καμιά φορά η Μαρίσα έσπρωχνε τα παντζούρια προς τα πίσω κι αυτά περνούσαν την θέση στην οποία βρισκόταν το ένα απέναντι απ’ το άλλο, ένιωθα μια ένταση να καταλαμβάνει κάθε μυ του σώματός μου. Εκείνες τις στιγμές, έβαζα τα δυνατά μου έτσι ώστε να κλείσουν όσο ήταν απαραίτητο προκειμένου να βρεθούν σε μια απ’ τις θέσεις ηδονής: το ένα απέναντι απ’ το άλλο. Σε αντίθετη περίπτωση, πίστευα πως ένα σιωπηλό και αμετάβλητο μίσος θα συσσωρευόταν με τον καιρό, τις συνέπειες του οποίου η συνείδησή μας δεν ήταν σε θέση να υποψιαστεί.

III

Οι πιο τρομερές κι ανησυχητικές στιγμές μιας εκ των δυο θέσεων ηδονής, συνέβαιναν μερικά βράδια τη στιγμή που έπρεπε να αποχωριστούμε ο ένας τον άλλο.

Εκείνη απειλούσε να κλείσει τα παντζούρια αλλά ποτέ δεν κατέληγε να τα κλείσει.

Αγνοούσε αυτήν την σφοδρή σωματική επιθυμία που είχαν τα παντζούρια να βρεθούν επιτέλους μαζί το συντομότερο δυνατό.

Μέσα στο σκοτεινό κενό που έμενε ανάμεσα στα δυο φύλλα, χωρούσε ακριβώς το κεφάλι της Μαρίσα. Το πρόσωπο είχε κάτι το ασυναίσθητο κι αθώο που χαμογελούσε μπροστά στην καθυστέρηση του αποχωρισμού, κι αυτό το κάτι δεν γνώριζε τίποτα γι’ αυτό το άλλο κάτι, σκληρό και απειλητικά ασαφές, που ελλόχευε πίσω από την καθυστέρηση του κλεισίματος.

IV

Ένα βράδυ ήμουν καταχαρούμενος γιατί κατάφερα να μπω στο εσωτερικό και να επισκεφτώ την Μαρίσα. Εκείνη μου πρότεινε να βγούμε στο μπαλκόνι. Έπρεπε, όμως, να περάσουμε ανάμεσα απ’ τα παντζούρια, αυτούς τους κολλιτσίδες. Δεν ήξερε κανείς τι να σκεφτεί μπροστά σ’ αυτό το άχαρο τελετουργικό. Έμοιαζε σαν να σκεφτόταν κάτι για μας πριν περάσουμε και κάτι αφού θα περνούσαμε. Περάσαμε. Μετά από λίγη ώρα κουβεντιάζοντας κι έχοντας εγώ ξεχάσει το ζήτημα των παντζουριών, ένιωσα να με αγγίζουν απαλά στην πλάτη σαν να ήθελαν να με υπνωτίσουν. Αμέσως μόλις γύρισα να δω, βρέθηκα με τα παντζούρια στο πρόσωπο μου. Ένιωσα σαν να μας είχαν θάψει ανάμεσα στο μπαλκόνι και σ’ αυτά. Σκέφτηκα τότε να πηδήξω κάτω και να πάρω την Μαρίσα από κει.

 

Φώτο: SilviaGrav

V

 

Ένα πρωί ήμουν καταχαρούμενος γιατί παντρευτήκαμε. Όταν, όμως, η Μαρίσα πήγε ν’ ανοίξει την δίφυλλη ντουλάπα ένιωσα το ίδιο πρόβλημα με τα παντζούρια του παραθύρου, με το άνοιγμα που έχασκε.

Ένα βράδυ η Μαρίσα είχε βγει. Πήγα να πάρω κάτι από την ντουλάπα και την στιγμή που την άνοιγα ένιωσα τρομερά ένοχος για τα φύλλα. Τα άνοιξα, όμως. Άθελα μου έμεινα για λίγα λεπτά ακίνητος. Το κεφάλι μου έμεινε επίσης ακίνητο όμοια με τα πράγματα που υπήρχαν στην ντουλάπα κι ένα λευκό φόρεμα της Μαρίσα που έμοιαζε με την Μαρίσα χωρίς κεφάλι, χέρια ή πόδια.

 

 

 

Ένας πρόλογος εν είδει επιλόγου

Ακολουθεί απόσπασμα από τον πρόλογο που έγραψε ο Julio Cortázar
για την συγκεντρωτική έκδοση του έργου του
Felisberto Hernández
«
Novelas Y Cuentos Caracas, Biblioteca Ayacucho», 1985:

«Αυτό το γράμμα σου το χρωστούσα αν και δεν φτάνει ούτε κατά διάνοια στο ύψος αυτών που σου γράφουν άλλοι, πολύ πιο ικανοί. Σ’ εμένα συνέβη αυτό που τόσο καλά περιέγραψες: “Θέλησα να μην σκαλίσω τις αναμνήσεις και προτίμησα να τις αφήσω να 

πέσουν σε ύπνο βαθύ, εκείνες όμως ονειρεύτηκαν”. Τώρα αρχίζει ο δεύτερος ύπνος, αυτός που ξεκινά στις δυο τα ξημερώματα. Άσε με να σε αποχαιρετήσω με λέξεις που δεν είναι δικές μου, αλλά που θα μου άρεσε τόσο να σου είχα γράψει. Στις έγραψε η Παουλίνα, επίσης κατά το ξημέρωμα, συνοψίζοντας όλα όσα είχε νιώσει διαβάζοντάς σε: Οι πιο ανεπαίσθητες σχέσεις των πραγμάτων, ο χορός δίχως μάτια των πιο αρχαίων στοιχείων, η φωτιά κι ο άπιαστος καπνός, ο ψήλος θόλος του συννέφου και το μήνυμα της μοίρας πάνω στο πιο απλό χορτάρι. Όλα τα θαυμαστά και σκοτεινά του κόσμου βρίσκονταν μέσα σου».

Θα σ’ αγαπώ πάντα.

Julio Cortázar

 

 

Μπορείτε να ακούσετε εδώ μερικές συνθέσεις του Φελισμπέρτο

Παρτιτούρα για πιάνο του Φελισμπέρτο Ερνάντεθ, 1922

 

Crepúsculo/Λυκόφως - Felisberto Hernández || Sergio Elena - Piano (2008) 

 

 

Por qué leer a Felisberto Hernández por el bien propio y de todos los  lectores - WMagazín

Felisberto Hernández - Wikipedia

Felisberto Hernandez - Κανείς δεν άναβε τα φώτα | CultureNow.gr

 
Felisberto Hernandez - Κανείς δεν άναβε τα φώτα | CultureNow.gr
_______________________________________________


Φε­λισ­μπέρ­το Ἐρ­νάν­τεθ (Felisberto Hernández): Ἡ μπά­λα


μπά­λα

(La Pelota)

ΤΑΝ ἤ­μουν ὀ­χτὼ χρο­νῶν πέ­ρα­σα ἕ­να με­γά­λο χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα μα­ζὶ μὲ τὴν για­γιά μου σ’ ἕ­να φτω­χι­κὸ σπι­τά­κι. Ἕ­να ἀ­πό­γευ­μα τῆς ζή­τη­σα πολ­λὲς φο­ρὲς μιὰ πο­λύ­χρω­μη μπά­λα ποὺ ἔ­βλε­πα συ­νέ­χεια στὸ κα­τά­στη­μα. Στὴν ἀρ­χὴ ἡ για­γιά μου μοῦ εἶ­πε ὅ­τι δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ μοῦ τὴν ἀ­γο­ρά­σει καὶ νὰ μὴν τὴν ἐ­νο­χλοῦ­σα ἄλ­λο. Με­τὰ μὲ ἀ­πεί­λη­σε πὼς θὰ μὲ δεί­ρει, ἀλ­λὰ με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο, ἀ­π’ τὴν πόρ­τα τοῦ σπι­τιοῦ —ἕ­τοι­μος νὰ τρέ­ξω ἂν χρει­α­ζό­ταν— τῆς ξα­να­ζή­τη­σα νὰ μοῦ ἀ­γο­ρά­σει τὴν μπά­λα. Πέ­ρα­σαν λί­γα λε­πτὰ κι ὅ­ταν ση­κώ­θη­κε ἀ­π’ τὴν ρα­πτο­μη­χα­νή, ἐ­γὼ βγῆ­κα ἔ­ξω τρέ­χον­τας. Ἀλ­λά, ἐ­κεί­νη, δὲν μὲ πῆ­ρε στὸ κυ­νή­γι, πα­ρὰ ἄρ­χι­σε νὰ ψά­χνει μέ­σα σὲ ἕ­να μπα­οῦ­λο καὶ νὰ βγά­ζει ἔ­ξω κου­ρέ­λια. Ὅ­ταν κα­τά­λα­βα ὅ­τι σκό­πευ­ε νὰ φτιά­ξει μιὰ μπά­λα ἀπ’ τὰ κου­ρέ­λια, θύ­μω­σα πο­λύ. Αὐ­τὴ ἡ μπά­λα δὲν θὰ ἦ­ταν πο­τὲ σὰν ἐ­κεί­νη τοῦ κα­τα­στή­μα­τος. Ὅ­σο τὴν γέ­μι­ζε καὶ τὴν ἔ­ρα­βε μοῦ ἔ­λε­γε ὅ­τι δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ μοῦ ἀ­γο­ρά­σει τὴν ἄλ­λη κι ὅ­τι δὲν ὑ­πῆρ­χε ἄλ­λη λύ­ση ἀ­π’ τὸ νὰ συμ­βι­βα­στῶ μ’ αὐ­τή. Τὸ χει­ρό­τε­ρο ἦ­ταν ὅ­τι μου ἔ­λε­γε ὅ­τι αὐ­τὴ μὲ τὰ κου­ρέ­λια θὰ ἦ­ταν πιὸ ὡ­ραῖ­α, αὐ­τὸ μὲ ἐ­ξόρ­γι­ζε. Ὅ­ταν τὴν εἶ­χε σχε­δὸν τε­λει­ώ­σει, εἶ­δα πὼς τῆς ἔ­δι­νε σχῆ­μα καὶ γιὰ μιὰ στιγ­μὴ ἐ­ξε­πλά­γην καὶ ἕ­να χα­μό­γε­λο ζω­γρα­φί­στη­κε στὸ πρό­σω­πό μου, ἀ­μέ­σως, ὅ­μως, πεί­σμω­σα πά­λι. Ὅ­ταν τὴν κλώ­στη­σα στὸν τοῖ­χο τῆς αὐ­λῆς τὸ λευ­κὸ ὕ­φα­σμα τοῦ κα­λύμ­μα­τός της γέ­μι­σε λά­σπες. Ὅ­σο τὴν τί­να­ζα, ἡ μπά­λα ἔ­χα­νε τὸ σχῆ­μα της. Μὲ ἔ­θλι­βε νὰ τὴν βλέ­πω τό­σο ἄ­σχη­μη, αὐ­τὸ δὲν ἦ­ταν μπά­λα, ἐ­γὼ εἶ­χα ἀ­κό­μα στὸ μυα­λό μου τὴν ἄλ­λη κι ἄρ­χι­σα ξα­νὰ νὰ θυ­μώ­νω. Ἀ­φοῦ τὴν κλώ­τση­σα μὲ ὅ­σο θυ­μὸ εἶ­χα, εἶ­δα πὼς ἡ μπά­λα ἄρ­χι­σε νὰ κου­νι­έ­ται: ἔ­παιρ­νε δι­κές της κα­τευ­θύν­σεις καὶ πή­γαι­νε σὲ μέ­ρη ποὺ δὲν ἦ­ταν αὐ­τὰ ποὺ ἐ­γὼ εἶ­χα στὸ μυα­λό μου. Ἦ­ταν σὰν νὰ εἶ­χε δι­κή της θέ­λη­ση καὶ ἔ­μοια­ζε μὲ ζω­ά­κι. Ἔ­κα­νε πράγ­μα­τα ποὺ μὲ ἔ­κα­ναν νὰ σκέ­φτο­μαι ὅ­τι οὔ­τε ἐ­κεί­νη ἤ­θε­λε νὰ παί­ξει μα­ζί μου. Με­ρι­κὲς φο­ρὲς γι­νό­ταν ἐ­πί­πε­δη καὶ ἔ­τρε­χε μὲ τό­ση δυ­σκο­λί­α ποὺ ἦ­ταν γε­λοῖ­ο νὰ τὴ βλέ­πεις, ξαφ­νι­κὰ ἔ­μοια­ζε σὰν νὰ ἤ­θε­λε νὰ στα­μα­τή­σει, με­τὰ ὅ­μως, ἀ­πο­φά­σι­ζε νὰ κά­νει ἄλ­λες μιὰ-δυ­ὸ βόλ­τες. Μιὰ ἀ­πὸ τὶς φο­ρὲς ποὺ τὴν χτύ­πη­σα μὲ ὅ­λη μου τὴ δύ­να­μη, δὲν κου­νή­θη­κε ἀ­π’ τὴν θέ­ση της κι ἄρ­χι­σε νὰ πε­ρι­στρέ­φε­ται μὲ ἰ­λιγ­γι­ώ­δη τα­χύ­τη­τα. Θέ­λη­σα νὰ τὸ ἐ­πα­να­λά­βω, ἀλ­λὰ δὲν τὰ κα­τά­φε­ρα. Ὅ­ταν κου­ρά­στη­κα νὰ τὸ προ­σπα­θῶ, σκέ­φτη­κα ὅ­τι αὐ­τὸ ἦ­ταν ἕ­να πο­λὺ χα­ζὸ παι­χνί­δι, ὅ­τι ὅ­λη τὴν προ­σπά­θεια ἔ­πρε­πε νὰ τὴν κά­νω ἐ­γώ. Εἶ­χε πλά­κα νὰ χτυ­πᾶς τὴν μπα­λά, ἀλ­λὰ με­τὰ κου­ρα­ζό­σουν νὰ τρέ­χεις συ­νέ­χεια νὰ τὴν πιά­σεις. Ἔ­τσι, τὴν πα­ρά­τη­σα στὴ μέ­ση της αὐ­λῆς. Με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο ἄρ­χι­σα πά­λι νὰ σκέ­φτο­μαι τὴν μπά­λα τοῦ κα­τα­στή­μα­τος καὶ νὰ ζη­τά­ω ἀ­π’ τὴν για­γιά μου νὰ μοῦ τὴν ἀ­γο­ρά­σει. Ἐ­κεί­νη ἀρ­νή­θη­κε πά­λι, μὲ ἔ­στει­λε ὅ­μως νὰ πά­ω νὰ πά­ρω γλυ­κὸ ἀ­πὸ κυ­δώ­νι. (Ὅ­ταν ἦ­ταν γι­ορ­τι­νὴ μέ­ρα ἢ ὅ­ταν εἴ­μα­σταν στε­να­χω­ρη­μέ­νοι τρώ­γα­με γλυ­κὸ ἀ­πὸ κυ­δώ­νι.) Τὴ στιγ­μὴ ποὺ δι­έ­σχι­ζα τὴν αὐ­λὴ γιὰ νὰ πά­ω στὸ κα­τά­στη­μα, εἶ­δα τὴν μπά­λα νὰ στέ­κε­ται τό­σο ἥ­συ­χα ποὺ μοῦ ἦρ­θε ἡ ὄ­ρε­ξη νὰ τὴν κλω­τσή­σω δυ­να­τὰ στὸ κέν­τρο. Ἀ­ναγ­κά­στη­κα νὰ τὸ προ­σπα­θή­σω πολ­λὲς φο­ρὲς γιὰ νὰ τὸ κα­τα­φέ­ρω, ἀλ­λὰ ἐ­πει­δὴ πή­γαι­να στὸ κα­τά­στη­μα ἡ για­γιά μου μοῦ πῆ­ρε τὴν μπά­λα καὶ μοῦ εἶ­πε ὅ­τι θὰ μοῦ τὴν ἔ­δι­νε με­τά. Στὸ κα­τά­στη­μα δὲν θέ­λη­σα νὰ κοι­τά­ξω τὴν ἄλ­λη, ἂν καὶ ἔ­νι­ω­θα τὸ βλέμ­μα της πά­νω μου μὲ τὰ ἔν­το­να χρώ­μα­τά της. Ἀ­φοῦ φά­γα­με τὸ γλυ­κό, ἐ­γὼ ἄρ­χι­σα νὰ θέ­λω πά­λι τὴν μπά­λα ποὺ μοῦ εἶ­χε πά­ρει ἡ για­γιά μου, ὅ­ταν μοῦ τὴν ἔ­δω­σε ὅ­μως κι ἔ­παι­ξα λί­γο, γρή­γο­ρα βα­ρέ­θη­κα. Ἀ­πο­φά­σι­σα τό­τε νὰ τὴν ἀ­φή­σω δί­πλα στὴν αὐ­λό­πορ­τα κι ὅ­ταν θὰ περ­νοῦ­σε κά­ποι­ος νὰ τὴν κλω­τσοῦ­σα. Κά­θι­σα πά­νω της καὶ πε­ρί­με­να, ἀλ­λὰ δὲν πέ­ρα­σε κα­νείς. Με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο στα­μά­τη­σα γιὰ νὰ συ­νε­χί­σω νὰ παί­ζω καὶ ὅ­πως κοί­τα­ξα τὴν μπά­λα μοῦ φά­νη­κε πιὸ γε­λοί­α ἀ­πὸ πο­τέ. Εἶ­χε γί­νει πλά­κα σὰν τη­γα­νό­ψω­μο. Στὴν ἀρ­χὴ μοῦ φά­νη­κε ἀ­στεῖ­ο καὶ τὴν ἔ­βα­ζα στὸ κε­φά­λι μου, τὴν πε­τοῦ­σα στὸ ἔ­δα­φος γιὰ ν’ ἀ­κού­σω τὸν ξε­ρὸ ἦ­χο ποὺ ἔ­βγα­ζε κα­θὼς ἔ­σκα­γε στὸ χῶ­μα καί, τέ­λος, τὴν γύ­ρι­ζα στὸ πλά­ι καὶ τὴν ἔ­κα­να νὰ τρέ­χει σὰν νὰ ἦ­ταν ρό­δα.

Ὅ­ταν μὲ κα­τέ­λα­βαν ἐκ νέ­ου ἡ κού­ρα­ση καὶ ἡ θλί­ψη, πῆ­γα νὰ πῶ στὴ για­γιά μου ὅ­τι αὐ­τὸ δὲν ἦ­ταν μπά­λα, ὅ­τι ἦ­ταν ἕ­να τη­γα­νό­ψω­μο κι ὅ­τι ἂν δὲν μοῦ ἀ­γό­ρα­ζε αὐ­τὴν τοῦ κα­τα­στή­μα­τος, θὰ πέ­θαι­να ἀ­πὸ στε­να­χώ­ρια. Ἐ­κεί­νη ἄρ­χι­σε νὰ γε­λά­ει καὶ τραν­τα­ζό­ταν ἡ με­γά­λη της κοι­λιὰ καὶ ἐ­γὼ τό­τε ἔ­σκυ­ψα τὸ κε­φά­λι μου πά­νω της καὶ χω­ρὶς νὰ κου­νη­θῶ κά­θη­σα σὲ μιὰ κα­ρέ­κλα ποὺ ἡ για­γιά μου ἔ­φε­ρε κον­τά της. Ἡ κοι­λιά της ἦ­ταν σὰν μιὰ με­γά­λη ζε­στὴ μπά­λα ποὺ ἀ­νέ­βαι­νε καὶ κα­τέ­βαι­νε μὲ τὴν ἀ­να­πνο­ή της μέ­χρι ποὺ ἀ­πο­κοι­μή­θη­κα.

 

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴν ἱ­στο­σε­λί­δα Talleres Bbarravento (Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση Mon­te­vi­deo, 1945):

http://talleresbarravento.cl/la-pelota-un-cuento-de-felisberto-hernandez/

Φε­λισ­μπέρ­το Ἐρ­νάν­τεθ (Felisberto Hernández) (Μοντεβιδέο, Οὐ­ρου­γου­άη 1902-1964). Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ συγ­γρα­φέ­ας, ὑ­πῆρ­ξε μου­σι­κo­συν­θέ­της καὶ πι­α­νί­στας. Στὰ δε­κα­έ­ξι του χρό­νια, λό­γῳ τῆς οἰ­κο­νο­μι­κῆς δυ­σχέ­ρειας τῆς οἰ­κο­γέ­νειάς του, ἄρ­χι­σε νὰ ἐρ­γά­ζε­ται σὰν κα­θη­γη­τὴς πιά­νου, ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα συ­νό­δευ­ε μου­σι­κὰ ται­νί­ες βω­βοῦ κι­νη­μα­το­γρά­φου. Λί­γα χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα ἄρ­χι­σε ἐμ­φα­νί­σεις σὰν σό­λο μου­σι­κὸς καὶ συν­θέ­της, θή­τευ­σε μα­θη­τὴς τοῦ Guillermo Kolischer, ἱ­δρυ­τῆ τοῦ μου­σι­κοῦ Ὠ­δεί­ου τῆς πό­λης, καὶ ἔ­φτα­σε νὰ θε­ω­ρεῖ­ται ἕ­νας ἀρ­κε­τὰ κα­λὸς πι­α­νί­στας. Ὡ­στό­σο, πα­ρὰ τὶς μου­σι­κές του ἐ­πι­δό­σεις, ἡ λο­γο­τε­χνί­α μπῆ­κε ἀ­πὸ νω­ρὶς στὴν ζω­ὴ τοῦ Φε­λισ­μπέρ­το Ἐρ­νάν­τεθ σὲ τέ­τοι­ο βαθ­μὸ, ὥ­στε νὰ ἀ­πο­φα­σί­σει νὰ τῆς ἀ­φο­σι­ω­θεῖ ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ ἀ­πὸ τὸ 1925 καὶ με­τά. 

Ὄ­χι τυ­χαῖ­α, λοι­πόν, ὁ κό­σμος τῆς μου­σι­κῆς, ἔ­χει κυ­ρί­αρ­χο ρό­λο στὰ ἔρ­γα του, τό­σο ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ στὴ θε­μα­τι­κή τους, ὅ­σο καὶ σὲ ἐ­πί­πε­δο γρα­φῆς. Δὲν πρό­κει­ται, ὡ­στό­σο, γιὰ μιὰ με­λω­δί­α ἁρ­μο­νι­κή, μιᾶς ποὺ ὁ Ἐρ­νάν­τεθ, πα­ρα­μορ­φώ­νει ἢ λα­θεύ­ει σκό­πι­μα στὴν σύν­τα­ξη προ­κει­μέ­νου νὰ ἐκ­φρά­σει αὐ­τὸ ποὺ θέ­λει.

 Ἡ ἀ­νορ­θο­δο­ξί­α αὐ­τὴ βρί­σκε­ται συ­χνὰ στὸ στό­χα­στρο τῶν ἐ­πι­κρι­τῶν του, ἀλ­λὰ χά­ρη σ’ αὐ­τὸν τὸν προ­σω­πι­κὸ τρό­πο γρα­φῆς καὶ κυ­ρί­ως στὴν λο­ξὴ μα­τιὰ τῶν ἱ­στο­ρι­ῶν του, ἱ­στο­ρί­ες βα­σι­σμέ­νες κα­τὰ κύ­ριο λό­γο σὲ ἀ­να­μνή­σεις ἀ­πὸ τὴν παι­δι­κὴ καὶ νε­α­νι­κή του ἡ­λι­κί­α, ὁ Φε­λισ­μπέρ­το Ἐρ­νάν­τεθ εἶ­ναι γιὰ πολ­λοὺς ἕ­νας μο­να­δι­κὸς δη­μι­ουρ­γός. 

Τὰ δι­η­γή­μα­τά του, τὰ ὁ­ποῖ­α με­τα­φρά­στη­καν με­τα­γε­νέ­στε­ρα σὲ δι­ά­φο­ρες γλῶσ­σες, χα­ρα­κτη­ρί­στη­καν πρω­τί­στως ὡς φαν­τα­στι­κὲς ἱ­στο­ρί­ες, ἀλ­λὰ γιὰ τὸν Κορ­τά­θαρ, ἕ­νας τέ­τοι­ος χα­ρα­κτη­ρι­σμὸς εἶ­ναι ἐλ­λι­πὴς καὶ πε­ρι­ο­ρι­στι­κός. 

Πα­ρὰ τὶς δι­ά­φο­ρες με­τα­φρα­στι­κὲς πρω­το­βου­λί­ες, ὡ­στό­σο, καὶ κυ­ρί­ως τὸ ἀ­δι­αμ­φι­σβή­τη­το τα­λέν­το του ἢ τὸ ἄ­κρως πρω­τό­τυ­πο καὶ προ­σω­πι­κὸ συγ­γρα­φι­κό του σύμ­παν (ὁ Χου­ὰν Κάρ­λος Ὀ­νέ­τι, ὁ Γκαρ­θί­α Μάρ­κες ἢ ὁ Ἴ­τα­λο Καλ­βί­νο εἶ­ναι με­τα­ξὺ ἄλ­λων θαυ­μα­στές του, ἐ­νῶ στὶς προ­σπά­θει­ες τῆς Κρι­στί­να Πέ­ρι Ρό­σι ὀ­φεί­λε­ται σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ ἡ δι­ά­δο­ση τοῦ ἔρ­γου του στὴν Ἱ­σπα­νί­α), τὸ ἔρ­γο τοῦ Φε­λισ­μπέρ­το Ἐρ­νάν­τεθ δὲν ἔ­γι­νε πο­τὲ εὐ­ρέ­ως γνω­στὸ καὶ πα­ρα­μέ­νει μέ­χρι σή­με­ρα στὸ πε­ρι­θώ­ριο τῶν λο­γο­τε­χνι­κῶν ρευ­μά­των, ἕ­νας ἐ­λεύ­θε­ρος σκο­πευ­τὴς ἔ­ξω ἀ­πὸ κά­θε κα­τη­γο­ρι­ο­ποί­η­ση.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἱ­σπα­νι­κά:

Νάν­συ Ἀγ­γε­λῆ (Εὔ­βοι­α, 1982). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α καὶ ἀ­πὸ τὸ 2008 ζεῖ στὴν Ἱ­σπα­νί­α ὅ­που ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν λο­γο­τε­χνι­κὴ με­τά­φρα­ση καὶ τὴν δι­δα­σκα­λί­α ξέ­νων γλωσ­σῶν. Εἶ­ναι τα­κτι­κὴ συ­νερ­γά­τις τοῦ ἱ­στό­το­που γιὰ τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα «Πλα­νό­διον – Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι». Δι­η­γή­μα­τα καὶ με­τα­φρά­σεις της συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται σὲ δι­ά­φο­ρα πε­ρι­ο­δι­κὰ τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου κα­θὼς καὶ στὰ συλ­λο­γι­κὰ ἔρ­γα Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι (2014- 2016), ἐκδ. Γα­βρι­η­λί­δης. Ἔ­χει ἐκ­δό­σει δύ­ο συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των. Ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Σμί­λη κυ­κλο­φο­ρεῖ ἡ συλ­λο­γὴ μι­κρῶν πε­ζῶν Ἡ νο­η­τὴ εὐ­θεί­α ποὺ ἑ­νώ­νει ἕ­να σῶ­μα μ’ ἕ­να ἄλ­λο. Ἔ­χει δη­μι­ουρ­γή­σει τὸ μπλὸγκ με­τα­φρα­στι­κῶν δειγ­μά­των ἱ­σπα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας στὰ ἑλ­λη­νι­κά: http://nancyangeli.blogspot.com.es/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

The Music of John Williams - E.T., Indiana Jones, Stars Wars... – Stars Wars... – ARTE Concert

🇫🇷 Οι απειλητικές φανφάρες του Star Wars, το ηρωικό κάλεσμα του Indiana Jones, οι τρυφερές μελωδίες του E.T. ή τα μαγευτικά λάιτμοτιφ του...