Τρίτη, Αυγούστου 24, 2021

Μια ιστορία αντίστασης στην Ολλανδία


Γρά­φει η Άν­νε­κε Ιω­αν­νά­του

Το μυ­θι­στό­ρη­μα «Το κο­ρί­τσι με τα κόκ­κι­να μαλ­λιά» του Ολ­λαν­δού συγ­γρα­φέα Τεν ντε Βρις (Theun de Vries, 1907-2005) γρά­φτη­κε στα χρό­νια του Ψυ­χρού Πο­λέ­μου και ήταν φόρος τιμής για την αγω­νί­στρια της Αντί­στα­σης Χάννι Σχαφτ (Hannie Schaft, 1920-1945) η οποία εκτε­λέ­στη­κε λίγο πριν από την απε­λευ­θέ­ρω­ση στα 21 της χρό­νια. Η πε­ρί­πτω­σή της απο­σιω­πή­θη­κε μετά το Δεύ­τε­ρο Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο την εποχή του Ψυ­χρού Πο­λέ­μου λόγω των κομ­μου­νι­στι­κών ιδε­ω­δών της Σχαφτ. Αρ­γό­τε­ρα αυτό άλ­λα­ξε και στο Χάρ­λεμ (πόλη της Ολ­λαν­δί­ας κοντά στο Άμ­στερ­νταμ) υπάρ­χει το μνη­μείο της. Το μυ­θι­στό­ρη­μα έγινε και ται­νία και γρά­φτη­κε ένα βιο­γρα­φι­κό ρε­πορ­τάζ. Το όνομα της Χάννι Σχαφτ έγινε σύμ­βο­λο αντί­στα­σης και υπέρ­τα­της θυ­σί­ας. Ο συγ­γρα­φέ­ας είχε αφιε­ρώ­σει τότε (το 1956) το βι­βλίο στη νέα γενιά για να μάθει για τον αντι­στα­σια­κό αγώνα των νέων αν­θρώ­πων στη διάρ­κεια της να­ζι­στι­κής κα­το­χής της Ολ­λαν­δί­ας. Αφιέ­ρω­σε την 14η έκ­δο­ση (το 1991) στην τότε νέα γενιά. Το κεί­με­νο που ακο­λου­θεί είναι οι τε­λευ­ταί­ες σε­λί­δες του βι­βλί­ου στις οποί­ες ο συγ­γρα­φέ­ας εκ­φρά­ζει νοερά αυτό που θα μπο­ρού­σαν να ήταν οι τε­λευ­ταί­ες σκέ­ψεις και αι­σθή­μα­τα της Σχαφτ τις τε­λευ­ταί­ες στιγ­μές πριν πε­θά­νει κάπου στους αμ­μό­λο­φους κοντά στη Βό­ρεια Θά­λασ­σα, όπου εκτε­λέ­στη­κε στα μου­λω­χτά.

Η με­τά­φρα­ση από τα ολ­λαν­δι­κά είναι της Άν­νε­κε Ιω­αν­νά­του.

Επι­στο­λή της 19-5-1945 που απευ­θύ­νε­ται σε όλες τις πα­ρά­νο­μες ορ­γα­νώ­σεις μήπως γνω­ρί­ζουν πού βρί­σκε­ται η Χάννι Σχαφτ η οποία είχε συλ­λη­φθεί από τη γερ­μα­νι­κή Sicherheitsdienst στις 21-3-1945.

 

 

 

 

 

Ο θά­να­τος. Αυτός ο δι­στα­κτι­κός ανοι­ξιά­τι­κος ήλιος είναι ο θά­να­τος. Ο θά­να­τος είναι πα­ντού γύρω μου. Στους αμ­μό­λο­φους, στο σκλη­ρό χορ­τά­ρι που τσού­ζει στους αστρά­γα­λούς μου, στη θά­λασ­σα που δεν τη βλέπω, αλλά που τη νοιώ­θω σαν ανάσα, στον νη­φά­λιο αέρα που φυ­σά­ει και στα σύν­νε­φα στα οποία μοιά­ζω να ανε­βαί­νω σιγά σιγά τώρα που ανε­βαί­νω το λόφο. Ο θά­να­τος είναι πίσω μου: τέσ­σα­ρεις φα­σί­στες με πι­στό­λια και πο­λυ­βό­λα. Το ήξερα, μόλις μου είπαν ότι έπρε­πε να γυ­ρί­σω πίσω στο Χάρ­λεμ για μια ανά­κρι­ση, αλλά δεν στα­μά­τη­σαν που­θε­νά στο Χάρ­λεμ. Το κα­τά­λα­βα εντε­λώς όταν στη Ζέβεχ στρι­μώ­χθη­κε άλλος ένας ασφα­λί­της στο αυ­το­κί­νη­το κρα­τώ­ντας φτυά­ρι και όταν το κο­τσά­νι του φτυα­ριού χτύ­πη­σε στα γό­να­τά μου. Όχι, το ήξερα νω­ρί­τε­ρα. Όταν ο Άου­γκουστ με έβγα­λε από το κελλί και με έβαλε να φο­ρέ­σω το παλτό μου και με πήγε στο αυ­το­κί­νη­το. Όταν το αυ­το­κί­νη­το έβγαι­νε από τον προ­αύ­λειο χώρο, εγώ ανά­με­σα σε δύο ασφα­λί­τες. Αυτοί με πήγαν με αυ­το­κί­νη­το από το κελλί μου προς το θά­να­τό μου. Αυτοί είναι τα δη­μιουρ­γή­μα­τα του θα­νά­του, φο­ρά­νε τις απαρ­χαιω­μέ­νες μά­σκες όλων όσων στρέ­φο­νται ενά­ντια στη ζωή. Με πήραν μαζί τους σε αυ­τούς τους αμ­μό­λο­φους για να πε­ρά­σουν τις σφαί­ρες τους μέσα στο κορμί μου, έτσι όπως θα ήθε­λαν να γε­μί­σουν με σφαί­ρες όλη τη ζωή, αν η ζωή θα συ­μπυ­κνω­νό­ταν σε μία γι­γά­ντια μορφή με την οποία θα μπο­ρού­σαν να τε­λειώ­σουν για πάντα ακόμα τούτη την ώρα του δικού τους τέ­λους. Για να μεί­νουν μόνοι τους με το θά­να­τό τους.

Ξαφ­νι­κά το ξέρω: δεν επι­τρέ­πε­ται να σκέ­φθο­μαι όπως σκέ­φτο­νται αυτοί. Δεν μπο­ρεί να υπάρ­χει τί­πο­τα το κοινό ανά­με­σα στους δο­λο­φό­νους μου και μένα. Αυτοί ξε­μό­λα­ραν το θά­να­το από το σάπιο εσω­τε­ρι­κό τους στους δι­κούς μας αμ­μό­λο­φους και στη δική μας γη, όπως ένας βάλ­τος απλώ­νει τους θα­νά­σι­μους ατμούς του προς όλες τις με­ριές. Νο­μί­ζουν ότι μπο­ρούν να με πνί­ξουν στο βάλτο τους, όπως το έκα­ναν με τό­σους κι άλ­λους τό­σους. Τώρα τό­μα­θα καλά ότι ο βάλ­τος είναι μέσα τους, αλλά όχι μέσα σε μένα, όχι γύρω μου. Εγώ πε­θαί­νω, αλλά η άνοι­ξη και ο ήλιος μέ­νουν αψε­γά­δια­στα. Η Ολ­λαν­δία θα απε­λευ­θε­ρω­θεί. Δεν θα πάρει πολύν καιρό. Ήμουν με τη χώρα μου και ήμουν με τους αν­θρώ­πους μου. Ακόμα ζω μαζί τους, ανα­σαί­νω με την ανάσα τους. Περ­πα­τώ και τα πόδια μου είναι εδώ, στη γη της Ολ­λαν­δί­ας όπου ο βάλ­τος δεν πιά­νει. Σε λίγο θα είμαι χώμα της Ολ­λαν­δί­ας και οι δο­λο­φό­νοι δεν θα μπο­ρέ­σουν να μου κά­νουν τί­πο­τα. Χού­γκο, πα­τέ­ρα και μη­τέ­ρα, Αν και Τίνκα. Σύ­ντρο­φοί μου. Σας φω­νά­ζω. Φω­νά­ζω στον κα­θέ­να. Οι φα­σί­στες σβή­νουν τα μάτια και την ανα­πνοή μου και τα πόδια μου θα μεί­νουν κάτω, στο σκλη­ρό χορ­τά­ρι. Όλα όσα ήμουν, μια αν­θρώ­πι­νη φι­γού­ρα με ένα αν­θρώ­πι­νο όνομα που βα­δί­ζει προς την κα­τα­στρο­φή της, επει­δή έτσι το ήθε­λαν Γερ­μα­νοί φα­σί­στες. Φω­νά­ζω σε όλους. Πετάω από πάνω μου αυτό το θά­να­το, γιατί τον υπο­δέ­χο­μαι από τα δικά τους χέρια. Τα θυ­μά­μαι όλα, την αγάπη μου και το μίσος μου, σε κάθε βήμα ανα­γνω­ρί­ζω όλα όσα είχα για χα­μέ­να: να τα, τα χωριά και οι πό­λεις, να τους, τους αμ­μό­λο­φους. Αυτά θα μεί­νουν. Το κο­ρί­τσι με τα κόκ­κι­να μαλ­λιά που το κυ­νη­γού­σαν τόσον καιρό, σε λίγο δεν θα υπάρ­χει, αλλά οι δο­λο­φό­νοι δεν κα­τα­λα­βαί­νουν ότι γλι­τώ­νω απ’ αυ­τούς – σε αυτό το λεπτό, στο οποίο ελευ­θε­ρώ­νο­μαι απ’ αυ­τούς και το θά­να­τό τους και ταυ­τί­ζο­μαι για πάντα με αυτό που μένει πίσω- τους ζω­ντα­νούς, αυ­τούς που αγα­πούν και τους μελ­λο­ντι­κούς – κοντά σε όλα όσα ο φα­σί­στας δεν θα κάνει ποτέ δικά του.https://ww2gravestone.com/sites/default/files/uploads/Laatstefoto_hannie_in%20gevangenis.jpg?e4e775&e4e775

Η πλα­γιά αυτού του αμ­μό­λο­φου είναι τρα­χιά και αντι­στέ­κε­ται. Την τε­λευ­ταία φορά που περ­νού­σα από τους αμ­μό­λο­φους είχε χιόνι. Τώρα είναι απαλ­λαγ­μέ­νοι από το χει­μώ­να. Μου θυ­μί­ζουν τους αμ­μό­λο­φους των παι­δι­κών μου χρό­νων. Το τέλος επι­στρέ­φει στην αρχή. Σε αυ­τούς τους αμ­μό­λο­φους περ­πά­τη­σα παιδί. Εκεί, ίσως ήταν αυτή η γούβα από άμμο που έκα­τσα με τον πα­τέ­ρα μου για να ξε­κου­ρα­στού­με. Ήμουν πολύ μικρή, τεσ­σά­ρων ή πέντε χρο­νών. Δεν μπο­ρού­σα να κάτσω για πολύ, άρ­χι­σα να παίζω γύρω από τον πα­τέ­ρα μου. Απο­μα­κρύν­θη­κα. Ξαφ­νι­κά έπεσα πάνω σε κου­νέ­λι που είχε πια­στεί σε πα­γί­δα. Το άγ­γι­ξα. Τρό­μα­ξα σαν να είχε τρυ­πη­θεί το χε­ρά­κι μου. Το κου­νέ­λι ήταν σκλη­ρό, άκαμ­πτο και χωρίς ζωή. Ήταν το πρώτο νεκρό πλά­σμα που είδα και άγ­γι­ξα. Ο αέρας έπαι­ζε μέσα στο άσπρο και γκρί­ζο τρί­χω­μά του. Σπά­νια έχω κλά­ψει τόσο πολύ και τόσο απελ­πι­σμέ­να. Ο πα­τέ­ρας έτρε­ξε κοντά μου, ανα­στα­τω­μέ­νος. Με σή­κω­σε και με πήγε γρή­γο­ρα μα­κριά απ’ αυτό το ση­μείο. Στο σπίτι μου έδω­σαν γλυκά και ένα και­νούρ­γιο παι­χνί­δι που προ­ο­ρι­ζό­ταν για τα γε­νέ­θλιά μου. Ήμουν απα­ρη­γό­ρη­τη. Δεν μπο­ρού­σα να πω τί­πο­τα. Έκλα­ψα μέχρι να απο­κοι­μη­θώ.

Σε λίγο θα κοι­μη­θώ με μάτια στε­γνά κι ας απε­χθά­νο­μαι πε­ρισ­σό­τε­ρο αυ­τούς που μας έστη­σαν τις θα­νά­σι­μες πα­γί­δες τους απ’ ό, τι μι­σού­σα τον κακό άντρα που είχε πα­γι­δέ­ψει το κου­νέ­λι.

Είμαι στη μέση του λόφου. Το χορ­τά­ρι λυ­γί­ζει μπρο­στά μου στον αέρα. Θα ήθελα να στα­μα­τή­σω για να κοι­τά­ξω γύρω μου, για τε­λευ­ταία φορά. Αντι­λή­φθη­καν ότι δί­στα­ζα άθελά μου; Κάτι σφυ­ρί­ζει και περ­νά­ει ξυστά από το κε­φά­λι μου. Γρή­γο­ρα βάζω το χέρι μου στο ση­μείο. Τρέ­χει αίμα από το αυτί μου. Γυ­ρί­ζω και τους βλέπω να στέ­κο­νται πίσω μου, τέσ­σα­ρεις άντρες, ο ένας με φτυά­ρι, τε­ντώ­νουν το λαιμό τους, τις δει­λές μά­σκες τους, στα μάτια τους το βλέμ­μα νι­κη­μέ­νων που θέ­λουν ακόμα να βα­σα­νί­ζουν…Ο ψηλός με τα αναι­μι­κά χείλη είχε πυ­ρο­βο­λή­σει. Το βλέπω από το χέρι του με το πι­στό­λι ακόμα ση­κω­μέ­νο, από τον πα­νι­κό στα νεκρά του μάτια. Φο­βού­νται, όλοι τους.

Χα­μο­γε­λώ πε­ρι­φρο­νη­τι­κά. Λέω: κι όμως εγώ πυ­ρο­βο­λώ κα­λύ­τε­ρα από σένα! Συ­νε­χί­ζω το δρόμο μου. Μου φαί­νε­ται σαν να έχει διεισ­δύ­σει μέχρι εδώ η θά­λασ­σα, σαν να πλημ­μυ­ρί­ζει η κοι­λιά των αμ­μό­λο­φων από κάτω μου με αμ­μώ­δες νερό. Ο ήλιος λά­μπει πίσω από μια γάζα από σύν­νε­φα με ένα φως που με ζα­λί­ζει και τυ­φλώ­νει. Ξαφ­νι­κά γε­μί­ζω από φως, ήλιο και θό­ρυ­βο. Κρα­τά­ει πολύ λίγο. Κάτω από μένα κά­ποιος φω­νά­ζει, λέ­ξεις γερ­μα­νι­κές, απαί­σιους ήχους σαν μου­γκρη­τά, σαν μα­στι­γώ­μα­τα. Ο θό­ρυ­βος μέσα μου τους υπο­δέ­χε­ται, όπως μια θά­λασ­σα που ξε­πλέ­νει ένα κομ­μά­τι ξύλο που επι­πλέ­ει. Το φως κόβει και θη­ριεύ­ει, το φως γί­νε­ται πόνος. Πρέ­πει να μείνω όρθια. Δεν είναι πια φως αυτό. Δεν είναι πια φωνές αυτές. Είναι φα­σι­στι­κές σφαί­ρες από πο­λυ­βό­λο όπλο. Γέ­μι­σα με τη λύσσα των σφαι­ρών τους που σφυ­ρο­κο­πούν. Πέφτω.

Φώ­να­ξα κά­ποιο όνομα; Δεν είμαι τί­πο­τα πια παρά μο­νά­χα πόνος και γη. Θέλω να δω τον ήλιο. Ήμουν κομ­μου­νί­στρια. Η κομ­μου­νί­στρια χαι­ρε­τί­ζει τον ήλιο.

Ήλιε, χαι­ρέ­τα με κι εσύ!
Ο ήλιος δεν υπάρ­χει πια.
Ο πόνος δεν υπάρ­χει πια.

Κα­τά­θε­ση ενός από τους δο­λο­φό­νους της Χάννι Σχαφτ, του Ολ­λαν­δού Μά­αρ­τεν Κέπερ (Maarten Kuiper) ο οποί­ος κα­τη­γο­ρεί τους Γερ­μα­νούς. Αφού με την πρώτη βολή η αγω­νί­στρια δεν έπεσε και μπλό­κα­ρε το πι­στό­λι του Γερ­μα­νού, ο Κέπερ την απο­τε­λεί­ω­σε για να μην πο­νά­ει άλλο το πλη­γω­μέ­νο κο­ρί­τσι! Η πα­ρού­σα κα­τά­θε­ση έγινε στις 13-8-1947 στην αστυ­νο­μία και ο κα­τη­γο­ρού­με­νος είπε ότι είχε κα­τα­θέ­σει ήδη τριά­ντα φορές λέ­γο­ντας κάθε φορά το ίδιο πράγ­μα…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ_________________

https://ww2gravestone.com/sites/default/files/uploads/Hannie_Schaft.jpg?e4e775&e4e775Schaft, Jannetje Johanna "Hannie". - WW2 Gravestone

______________­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­_­__

Άν­νε­κε Ιω­αν­νά­του, Doctoral κλα­σι­κής φι­λο­λο­γί­ας, νε­ο­ελ­λη­νι­κής και συ­γκρι­τι­κής γλωσ­σο­λο­γί­ας του Πα­νε­πι­στη­μί­ου της Ου­τρέ­χτης. Κρι­τι­κός λο­γο­τε­χνί­ας, με­τα­φρά­στρια. Με­τέ­φρα­σε το «Η εξέ­γερ­ση του Σπάρ­τα­κου» του Ρί­γκο­μπερτ Γκί­ντερ, καθώς και το «Αντι-Ντί­ρινγκ» του Φρί­ντριχ Εν­γκελς. Από τον Απρί­λη του 1996 ήταν πα­ρα­γω­γός ρα­διο­φω­νι­κής εκ­πο­μπής για το βι­βλίο στον «902 Αρι­στε­ρά στα FM» και από τον Απρί­λη του 2007 τη­λε­ο­πτι­κής εκ­πο­μπής για το βι­βλίο στον ίδιο σταθ­μό.

______________________________

Het Meisje Met Het Rode Haar - Το κορίτσι με τα κόκκινα μαλλιά (1981)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΟΙ ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΠΟΥ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥΣ ΑΠΟ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ 25 ΕΩΣ ΚΑΙ ΤΟ... ΝΟΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2026

  filmy.gr ΠΡΟΣΕΧΩΣ ΣΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ 25 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2025 Καποδίστριας Γιάννης Σμαραγδής 2025 Μπομπ Σφουγγαράκης: Η Αναζήτηση του Τετραγωνοπαντελ...