Μπορεί
ο Μεγάλος Περίπατος της Αθήνας να ναυάγησε και η κάμπια η Καραφατμέ να
έφαγε το γρασίδι της Ομόνοιας, όμως η Ακρόπολη πλέον έχει νέο φωτισμό
και με αυτή την αφορμή ταξιδεύουμε στην Αθήνα του 19ου αιώνα για δούμε
τι έγραψαν πέντε ξένοι περιηγητές όταν αντίκρισαν το μνημείο για πρώτη
φορά.
Τον Ιούλιο του 1806 ο Σατωβριάνδος, μετά το ταξίδι του
στην Αμερική, ξεκίνησε για τους Αγίους Τόπους. Από το Παρίσι πέρασε στο
Μιλάνο, στη Βενετία, στην Τεργέστη, στην Πελοπόννησο και από εκεί στην
Αττική. Τις εμπειρίες του κατέγραψε στο έργο του «Οδοιπορικό από το
Παρίσι στην Ιερουσαλήμ και από την Ιερουσαλήμ στο Παρίσι». Αποσπάσματα
περιλαμβάνονται στο «Οδοιπορικό του 1806 – Πελοπόννησος, Αττική, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη» (μετάφραση: Αριστέα Κομνηνέλλη), το οποίο κυκλοφόρησε πέρυσι από το Μεταίχμιο.
Ο Γάλλος συγγραφέας περιγράφει την Αθήνα εκείνης της εποχής ως ένα μέρος
που επισκέπτονταν πολλοί λάτρεις της αρχαιότητας, καθώς ήταν στον δρόμο
προς την Κωνσταντινούπολη και η πρόσβαση δια θαλάσσης ήταν εύκολη. Το
πρώτο πράγμα που του τράβηξε το βλέμμα όταν βρέθηκε με το άλογό του στην
Ιερά Οδό ήταν «η Ακρόπολη φωτισμένη από τον ήλιο καθώς ανέτελλε:
ήταν ακριβώς μπροστά μου από την άλλη πλευρά της πεδιάδας και έμοιαζε να
ακουμπά στον Υμηττό που ήταν το φόντο του πίνακα. Σε ένα συγκεχυμένο
σύνολο, φαίνονταν τα κιονόκρανα των Προπυλαίων, οι κίονες του Παρθενώνα
και ο ναός του Ερεχθέα, οι επάλξεις ενός τείχους φορτωμένου με κανόνια,
τα γοτθικά απομεινάρια των χριστιανών και οι καλύβες των μουσουλμάνων».
|
Ο Σατωβριάνδος όπως τον φιλοτέχνησε ο Ζιροντέ ντε Ρουσύ (1810)
|
|
Χαρακτηρίζει
την Ακρόπολη το πιο καλοδιατηρημένο μνημείο της Αθήνας. Για μεγάλο
διάστημα λειτουργούσε σαν εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο, ενώ την
εποχή που την επισκέφτηκε χρησιμοποιούνταν ως αποθήκη. Ενδιαφέρον έχει ο
τρόπος που αντιμετωπίζει την κλοπή των μαρμάρων από τον λόρδο Έλγιν. «Οι
Άγγλοι που επισκέφτηκαν την Αθήνα μετά το πέρασμα του Έλγιν οικτίρουν
και οι ίδιοι τα καταστροφικά αποτελέσματα μιας αγάπης για τις τέχνες
τόσο αστόχαστης. Υποστηρίζουν πως ο λόρδος Έλγιν, για να δικαιολογηθεί,
είχε πει πως μόνο οι Γάλλοι αφαίρεσαν από την Ιταλία τα αγάλματά της και
τους πίνακές της· αλλά δεν
ακρωτηρίασαν τους ναούς για να αποσπάσουν τα ανάγλυφα, ακολούθησαν απλώς
το παράδειγμα των Ρωμαίων που απογύμνωσαν την Ελλάδα από τα
αριστουργήματα της ζωγραφικής και της αγαλματοποιίας. Τα μνημεία των
Αθηνών, αποσπασμένα από τους τόπους για τους οποίους είχαν φτιαχτεί, θα
χάσουν όχι μόνο ένα μέρος της ομορφιάς τους σε σχέση με το σύνολο αλλά
και από την ομορφιά τους αυτή καθαυτήν. Το φως είναι εκείνο που τονίζει
τη λεπτότητα ορισμένων γραμμών και ορισμένων χρωμάτων: έτσι, καθώς το
φως αυτό θα λείπει από τον ουρανό της Αγγλίας, οι γραμμές αυτές και τα
χρώματα θα εξαφανιστούν ή θα μείνουν κρυμμένα». _____________
Όταν το 1837 ο Γερμανός αρχαιολόγος και ελληνιστής Γιόχαν Πάουλ Ερνστ Γκρέβερους επισκέφτηκε
την Ελλάδα θεώρησε ότι η πόλη θα είχε την αίγλη που αποτυπώνει ο
Θουκυδίδης και ο Παυσανίας στα έργα τους. Από τις πρώτες σελίδες του «Ταξίδι στην Ελλάδα» (Εκδόσεις Κλειδάριθμος, μετάφραση: Σάββας Μαυρίδης)
είναι εμφανές ότι δεν ικανοποιήθηκε από την εικόνα της καθημερινότητας
που αντίκρισε. Τον ενόχλησε η απουσία ανάπτυξης, οι κλέφτες, το υψηλό
κόστος ζωής. Οι γυναίκες του φαίνονται μάλλον αδιάφορες εμφανισιακά («Αν
συναντήσεις κάποια πολύ ωραία γυναίκα αυτή σίγουρα θα είναι αλλοδαπή»),
πίστευε ότι οι Έλληνες ζήλευαν και μισούσαν τους Δυτικούς, ενώ οι
ζητιάνοι κουβαλούσαν «μπροστά στη μύτη του ξένου όλη τη βρομιά και την αθλιότητά τους, χωρίς να υπολογίζουν κανέναν».
|
|
|
Η δυτική πλευρά του Παρθενώνα από το πινέλο του Έντουαρντ Ντόντουελ (1821)
|
|
Όσο αρνητικά είναι τα σχόλιά του για τους Αθηναίους της εποχής, τόσο εκθειαστικά είναι όσα γράφει για το αρχαίο μνημείο. «Η
θέα της Ακρόπολης, η οποία διακρίνεται από διάφορα δρομάκια που
κατευθύνονται από τον βορρά προς τον νότο, είναι συγκλονιστική. Εδώ κι
εκεί συναντά κανείς πλατείες καλυμμένες με σωρούς ερειπίων. Κήπους και
δέντρα δεν βλέπεις πουθενά, με εξαίρεση λίγους φοίνικες, από τους
οποίους ένας βρίσκεται στην οδό Ερμού, καλωσορίζοντας τον διαβάτη που
επέλεξε να περάσει από αυτή». Σύντομα ωστόσο ξαναβρίσκει τον εαυτό του και γράφει «Κάποιοι
άλλοι αρχαίοι ναοί στην Αθήνα, όπως για παράδειγμα το Θησείο, δεν μου
προξενούν φοβερή εντύπωση. Οι διαστάσεις τους και συγκεκριμένα η
αναλογία του μήκους προς το ύψος τους δίνουν την εικόνα έργων που
χτίστηκαν σε συνθήκες πίεσης και με διάθεση μικροπρέπειας».
Το έργο του Γκρέβερους παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον γιατί γράφει χωρίς
να στρογγυλεύει όσα σκέφτεται –πάντα ωστόσο με το αφ’ υψηλού βλέμμα της
πλειονότητας των περιηγητών της εποχής.
Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν παρότι έγραψε ποιήματα,
θεατρικά, μυθιστορήματα και οδοιπορικά άφησε το στίγμα του στην ιστορία
ως ένας από τους σπουδαιότερους παραμυθάδες. Από τις 31 Οκτωβρίου 1840
έως τις 31 Ιουλίου 1841, σε ηλικία 35 χρόνων ταξίδεψε στη Γερμανία, την
Ιταλία, την Ελλάδα και την Ανατολή (τη σημερινή Τουρκία). Τις εμπειρίες
του κατέγραψε στο «Παζάρι ενός ποιητή», μέρος του οποίου κυκλοφόρησε στα
ελληνικά με τον τίτλο «Οδοιπορικό στην Ελλάδα» (Εκδόσεις Εστία, μετάφραση από τα δανέζικα: Allan Lund, συνεργάτης για την απόδοση στα ελληνικά: Λουκία Θεοδώρου). Στην Αθήνα όπου εκείνη την εποχή υπήρχε μια σημαντική παροικία Δανών η Ακρόπολη φάνταζε «σαν γιγάντιος βασιλικός θρόνος» που υψωνόταν πάνω από τα μικρά σπίτια. «Η
καρδιά της αρχαίας Αθήνας είναι ο ίδιος ο μοναδικός βράχος της
Ακρόπολης με τα μαρμάρινα ερείπιά του. Οι αναμνήσεις της απλώνονται ως
την εποχή του θρύλου. Όταν άνθιζε το ραβδί του Ααρών, εδώ έβγαζε
καινούρια βλαστάρια η δάφνη της Αθηνάς και η αλμυρή πηγή του Ποσειδώνα
ανάβλυζε απ’ αυτό το βράχο».
Οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο Άντερσεν για να περιγράψει όσα είδε είναι
προσεκτικά διαλεγμένες. Εδώ ένα απόσπασμα από ένα σούρουπο που επέστρεφε
στην πόλη: «Ο ήλιος σίμωνε στα βουνά, όταν ανεβήκαμε στα άλογά μας·
μα πριν φτάσουμε στην Αθήνα, έπεσε κιόλα σκοτεινό το βράδυ. Η Ακρόπολη
έλαμπε, όλη φωτισμένη από πολλές φωτιές, ένα θαυμάσιο θέαμα εκεί ψηλά
στον γαλανό αέρα. Όλο και περισσότερο, ενώ πλησιάζαμε στην Αθήνα,
βλέπαμε πάνω απ’ την πόλη κάτι σαν τη λάμψη μιας αίγλης. Ήταν το
αντιφέγγισμα απ’ όλα τα φώτα και τις λαμπάδες που φώτιζαν τα σπίτια».
|
|
|
Σκίτσο του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν κατά την παραμονή του στην Αθήνα
|
|
Στα τέλη του 1850, έξι χρόνια προτού εκδοθεί η «Μαντάμ Μποβαρί», ο Γκιστάβ Φλομπέρ μαζί
με τον φίλο του Μαξίμ Ντι Καν επισκέφτηκαν την Ελλάδα (μετά την
Αίγυπτο, τη Συρία και τη γεωγραφική περιοχή που βρίσκεται σήμερα η
Τουρκία). Τις εντυπώσεις του από το ταξίδι κατέγραψε στα «Carnets de
Voyages» τα οποία εκδόθηκαν τρεις δεκαετίες μετά τον θάνατό του. Στο
βιβλίο «Ταξίδι στην Ελλάδα» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ολκός (Πρόλογος: Κ.Θ. Δημαράς, μετάφραση: Παύλος Ζάννας) περιλαμβάνεται το μέρος του οδοιπορικού του στη χώρα μας και από εκεί είναι το απόσπασμα που ακολουθεί.
«Σήμερα, 23 Ιανουαρίου, Πέμπτη, πήγα να αποχαιρετήσω την Ακρόπολη.
Μέσα στον Παρθενώνα, στη βάση μιας πλάκας, ένας μηρός φαγωμένος, εντελώς
γκρίζος. Φυσούσε δυνατά, ο ήλιος βασίλευε, ο ουρανός ήταν κατακόκκινος
πάνω από την Αίγινα, πίσω από τους κίονες των Προπυλαίων, ο ουρανός
απλώνονταν με χρώμα κίτρινο κροκάτο. Καθώς επέστρεφα από το ναό του
Ποσειδώνα, δυο μεγάλα πουλιά ξεπετάχτηκαν πάνω από το αέτωμα και έφυγαν
ανατολικά, κατά την μεριά της Σμύρνης, της Ασίας. Σπρώχνοντας την πόρτα
της Ακρόπολης, παρατήρησα πως έτριζε πονεμένα, σαν πόρτα σιταποθήκης.
Βγήκα και κοίταζα το θέατρο του Ηρώδη, όταν ένας στρατιώτης ήρθε να μου
πουλήσει για δύο δραχμές, μια μικρή γυναικεία φιγούρα με τα μαλλιά της
ανασηκωμένα στην κορυφή του κεφαλιού. Μια γυναίκα με κουρελιασμένα
ρούχα, και που την είδα μόνο από πίσω, ανέβαινε το κάστρο. Πηγαίνοντας
στον Παρθενώνα και επιστρέφοντας εκεί, κοίταξα για πολλήν ώρα εκείνο το
στήθος με τους ολοστρόγγυλους μαστούς που είναι φτιαγμένοι για να σε
τρελάνουν από έρωτα. Χαίρε Αθήνα! Αλλού, τώρα!».
Τον Φεβρουάριο του 1852 ο Γάλλος δημοσιογράφος και μυθιστοριογράφος Εντμόν Αμπού
πέρασε από το λιμάνι της Μασσαλίας στον Πειραιά και ταξίδεψε στη χώρα
μας δύο ολόκληρα χρόνια. Ο Αμπού δεν προσέγγισε την Ελλάδα με τη διάθεση
που το έκαναν οι φιλέλληνες περιηγητές, δηλαδή ψάχνοντας να βρει
συνδέσεις με το ένδοξο παρελθόν. Είδε τη χώρα με τα μάτια του
δημοσιογράφου, προσπάθησε δηλαδή να καταγράψει ρεαλιστικά ό,τι αφορούσε
τη ζωή, τους ανθρώπους, τη διοίκηση, τη θρησκεία, τους ηγεμόνες και την
οικονομία του νεοσύστατου κράτους. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου που
κυκλοφόρησε το 1854 περνούν εικόνες της Μάνης, της Σύρας, της Αίγινας,
της Λακωνίας, της Αρκαδίας και της Αττικής, που φαίνεται στον περιηγητή
τόπος ξερός αλλά και μαγικός ταυτόχρονα.
Ο Αμπού μεταξύ άλλων αναφέρεται στον ολιγαρκή χαρακτήρα των Ελλήνων,
θεωρεί ότι δεν έχουν βίαια πάθη ούτε πάσχουν από ψυχικές νόσους, τις
οποίες κατά τη γνώμη του έχουν πάρει εργολαβία οι κάτοικοι των Ιόνιων
Νήσων. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, οι Έλληνες δεν αγαπούν τη γεωργία αλλά
το εμπόριο και μελετούν από ανάγκη ή από ματαιοδοξία, ενώ τους βρίσκει
ζηλόφθονες και απείθαρχους.
Στην καταγραφή του με τίτλο «Η Ελλάδα του Όθωνα» (Εκδόσεις Μεταίχμιο, μετάφραση: Αριστέα Κομνηνέλλη) μαθαίνουμε ότι ζει στον βράχο της Ακρόπολης «ένα
όμορφο είδος γερακιού που ονομάζεται βραχοκιρκινέζος. Το μικρό αυτό
πουλί θηρευτής κυνηγά μόνο ακρίδες. Πάντως δεν του λείπει το θάρρος.
Όταν έρχεται, τον Απρίλιο, διώχνει από την Ακρόπολη τα κοράκια που την
έχουν κατακλύσει. Όταν φεύγει, τον Οκτώβριο, τα κοράκια επιστρέφουν
θριαμβευτικά και καταλαμβάνουν το πεδίο μάχης, λερώνοντας, σε ένδειξη
χαράς, όλα τα μνημεία».
Καλό απόγευμα και καλό διάβασμα,
Έμυ
ΥΓ.: Στα αποσπάσματα που υπάρχουν μέσα σε εισαγωγικά διατηρείται η ορθογραφία και η σύνταξη των πρωτότυπων κειμένων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου