Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 21, 2020

Για ένα ΣΥΡΙΖΑ μαχητικό και συγκρουσιακό, ένα λαϊκό πρόμαχο, έναν υπερασπιστή των πληβείων, κάποιον που να μπορεί πραγματικά να κοντράρει την αυθαιρεσία και την εκμετάλλευση και να πείθει ότι μπορεί να ανέλθει στην εξουσία και, αν το πετύχει, θα φέρει αποτελέσματα

Δείτε το νέο σήμα του ΣΥΡΙΖΑ - ΤΑ ΝΕΑ

 

Το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ: αναστηλωτής θεσμών και πρόμαχος των πληβείων

Χρίστος Κανελλόπουλος

Η επανάκαμψη της Νέας Δημοκρατίας στα ιστορικά ποσοστά της θέτει σκληρά διλήμματα στον ΣΥΡΙΖΑ

Η επανάκαμψη της Νέας Δημοκρατίας στα ιστορικά ποσοστά της θέτει σκληρά διλήμματα στον ΣΥΡΙΖΑ. Εάν θέλει να επιστρέψει στην εξουσία, πρέπει να αυξήσει σημαντικά την εκλογική επιρροή του, ενσωματώνοντας (και όχι απλώς συμμαχώντας με) γειτονικές ή φιλικές πολιτικές δυνάμεις και ψηφοφόρους, ακριβώς όπως έκαναν παλιότερα το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ. Και το έκαναν όχι από κάποια υποτιθέμενη πολιτική βουλιμία ή λαϊκισμό, αλλά επειδή αυτό υπαγορεύει η αμείλικτη λογική αυτού του εκλογικού συστήματος τόσο σε κόμματα όσο και σε ψηφοφόρους.

Τα γεγονότα είναι γνωστά. Οχτώ χρόνια πριν, συνέβη μια πολιτική ανατροπή πρωτοφανής για τη χώρα μας και την Ευρώπη. Ένα μικρό κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς υποκατέστησε στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης το ένα από τα δύο κόμματα του παραδοσιακού δικομματισμού, κυριάρχησε στον αριστερό πόλο του κομματικού συστήματος και τρία μόλις χρόνια μετά ανήλθε στην κυβερνητική εξουσία. Πριν ένα χρόνο νικήθηκε στις ευρωεκλογές, συνετρίβη, σε πρωτοφανή έκταση για κυβερνητικό κόμμα, στις αυτοδιοικητικές εκλογές και πέτυχε ένα για πολλούς ανέλπιστο ποσοστό στις κατοπινές βουλευτικές εκλογές που δεν απείχε πολύ από τις επιδόσεις του 2015. Ποσοστό που θα μπορούσε μάλιστα να είναι και ελαφρώς μεγαλύτερο, αν το ΚΙΝΑΛ, εκμεταλλευόμενο τη συγκυρία, δεν κατόρθωνε μέσα από την κινητοποίηση παλαιών δικτύων και προσωπικών δεσμών στην επαρχία να πείσει κάποιους από τους παλαιούς ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ να του δώσουν μια τελευταία ευκαιρία να αλλάξει τον συσχετισμό δυνάμεων με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Κι όμως σήμερα, οι χαμηλές δημοσκοπικές πτήσεις του ΣΥΡΙΖΑ και η πλήρης επικοινωνιακή επικράτηση της ΝΔ έχουν ρίξει το κόμμα σε κατήφεια και σύγχυση. Σύγχυση, γιατί προβλήματα πολιτικής στρατηγικής και επικοινωνίας επιχειρείται να λυθούν οργανωτικά. Κι επειδή το πρόβλημα της χαμηλής ταύτισης των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ με την ιδεολογία του κόμματος («πόσο κοντά αισθάνεστε στο κόμμα που ψηφίσατε» - μάλλον ο βασικός λόγος για την απόκλιση δημοσκοπήσεων και αποτελεσμάτων των βουλευτικών εκλογών) ξορκίζεται κλίνοντας την «αριστερά» και τις «αριστερές αξίες» σε όλες τις πτώσεις, χωρίς να γίνεται σοβαρή προσπάθεια να δοθεί ένα πιο συγκεκριμένο και πιο επεξεργασμένο πολιτικό και προγραμματικό περιεχόμενο στους όρους. Να διατυπωθεί δηλαδή και να επικοινωνηθεί ένας λόγος για την οικονομία, την εργασία, τους μικρομεσαίους, που να προκαλεί ταυτίσεις, να κερδίζει ακροατήρια, να εξηγεί και να ερμηνεύει την πραγματικότητα (πού είμαστε, τι φταίει, τι πρέπει να κάνουμε) και να μπορεί να εκτοπίζει τις αντίστοιχες ερμηνείες της Νέας Δημοκρατίας -όπως έκανε με επιτυχία το 2014-15.

Η σύγχυση επιτείνεται από το εσωκομματικό πινγκ-πονγκ μεταξύ «Σοσιαλδημοκρατίας» και «Ριζοσπαστικής Αριστεράς», από τις ασάφειες και τις παρανοήσεις των όρων. Ούτε η κυβερνητική πρακτική του ΣΥΡΙΖΑ ούτε οι προγραμματικές του εξαγγελίες έδειξαν ποτέ να υπερβαίνουν τον ορίζοντα της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας, ενώ οι τραυματικές εμπειρίες του 2015 και της επιτροπείας μάλλον έκαναν το ΣΥΡΙΖΑ περισσότερο άτολμο και ανέμπνευστο. Οι στείρες αντιπαραθέσεις γύρω από ταμπέλες εμποδίζουν το ΣΥΡΙΖΑ να μελετήσει και να εμπνευστεί από την εμπειρία και των δύο πολιτικών παραδόσεων για να την υπερβεί προτείνοντας κάτι περισσότερο ταιριαστό με τον 21ο αιώνα. Πού εντάσσεται άραγε η πολιτική κληρονομιά που μας αφήνουν ο Τζέρεμυ Κόρμπυν και ο Μπέρνι Σάντερς; Στη Σοσιαλδημοκρατία ή στη Ριζοσπαστική Αριστερά; Στην πραγματικότητα, σε τίποτα από τα δύο, αλλά σε κάτι νέο που αλλού τις συνεχίζει κι αλλού τις υπερβαίνει.

Τα αποτελέσματα των περσινών εκλογών πρέπει να διαβαστούν προσεκτικά. Η μεγάλη αποτυχία στις αυτοδιοικητικές εκλογές (δεν ήταν σημαντικά καλύτερα ούτε τα αποτελέσματα του 2014) αποκάλυψαν το έλλειμμα γείωσης του ΣΥΡΙΖΑ στις τοπικές κοινωνίες, αλλά και την επείγουσα ανάγκη να επανακάμψουν οι αυτοδιοικητικές συνεργασίες του προοδευτικού χώρου. Στις δημοτικές εκλογές του 1954, λίγα μόλις χρόνια μετά έναν εμφύλιο στον οποίο βρέθηκαν σε απέναντι στρατόπεδα, το Κέντρο και η Αριστερά κατέβασαν κοινούς υποψήφιους στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τον Πειραιά και νίκησαν τη μετεμφυλιακή Δεξιά και στους τρεις δήμους.

Στην κεντρική πολιτική, όμως, το στρατηγικό πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ είναι διαφορετικό και τίθεται από το ίδιο το εκλογικό σύστημα. Μετά το διάλειμμα απλής αναλογικής, εγχείρημα εξαρχής μετέωρο -σε καμία χώρα δεν επικράτησε η απλή αναλογική μονομερώς, χωρίς ευρεία συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων- θα επανέλθουμε στο πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα που, στη μια ή την άλλη μορφή του, επικρατεί εδώ και δεκαετίες στη χώρα μας. Δηλαδή, σε αυτό στο οποίο κυβέρνηση κάνει μόνο το πρώτο κόμμα, σε αντίθεση με την Ισπανία, την Πορτογαλία, τις σκανδιναβικές χώρες, που μπορούν να κυβερνηθούν από προοδευτικούς συνασπισμούς, ακόμα και υπό την ηγεσία του δεύτερου κόμματος -όπως ήταν οι πρώτες κυβερνήσεις Κόστα και Σάντσεθ.

Η επιδίωξη όμως της πρωτιάς επηρεάζει και διαμορφώνει την εκλογική συμπεριφορά και τις κομματικές στρατηγικές πολύ περισσότερο απ’ όσο γίνεται συνήθως κατανοητό. Η επανάκαμψη της Νέας Δημοκρατίας στα ιστορικά ποσοστά της, θέτει σκληρά διλήμματα στον ΣΥΡΙΖΑ. Εάν θέλει να επιστρέψει στην εξουσία, πρέπει να αυξήσει σημαντικά την εκλογική επιρροή του, ενσωματώνοντας (και όχι απλώς συμμαχώντας με) γειτονικές ή φιλικές πολιτικές δυνάμεις και ψηφοφόρους, ακριβώς όπως έκαναν παλιότερα το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ. Και το έκαναν όχι από κάποια υποτιθέμενη πολιτική βουλιμία ή λαϊκισμό, αλλά επειδή αυτό υπαγορεύει η αμείλικτη λογική αυτού του εκλογικού συστήματος τόσο σε κόμματα όσο και σε ψηφοφόρους. Το μέτωπο και η σύμπραξη προοδευτικών δυνάμεων αναγκαστικά θα γίνει εσωτερικά του ΣΥΡΙΖΑ, και όχι εξωτερικά, και σε βάρος της ιδεολογικής συνοχής.

Καλείται μάλιστα ο ΣΥΡΙΖΑ να αναμετρηθεί και με τη διάψευση της αυταπάτης ότι ο εκάστοτε κυρίαρχος του προοδευτικού πόλου κληρονομεί, εκτός από τους ψηφοφόρους, και τα μίντια του χώρου. Από τότε που το κομματικό μας σύστημα απέκτησε δυο ιδεολογικά και κοινωνικά διακριτούς πόλους εναλλαγής στην εξουσία (Λαϊκό Κόμμα - Βενιζελικοί, αργότερα Δεξιά-Κέντρο), εδώ και 100 χρόνια δηλαδή, για πρώτη φορά η μια πλευρά είναι τόσο συντριπτικά αδύναμη ως προς τη μηντιακή στήριξη.

Στις βουλευτικές εκλογές του 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφάνισε εντυπωσιακά άνισες επιδόσεις στους δήμους της Αθήνας, που απηχούσαν μάλιστα και τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος. Σε προάστια μεσαίων και ανώτερων εισοδημάτων έχασε με διψήφιες διαφορές ακόμα και 15 ή 20 μονάδων. Σε λαϊκά/εργατικά προάστια κέρδισε ή ήρθε οριακά ισόπαλος. Είναι επείγουσα ανάγκη ο ΣΥΡΙΖΑ να αποκαταστήσει σχέσεις εμπιστοσύνης με προοδευτικά τμήματα της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας και των επαγγελματιών. Από την άλλη, η ταξικότητα της ψήφου παραείναι σαφής για να την παραβλέψουμε. Παρά την απογοήτευση από τη συνθηκολόγηση του μνημονίου, τη λιτότητα, τη Συμφωνία των Πρεσπών (που δεν άρεσε και τόσο στους ψηφοφόρους του), παρά τη μηντιακή επικράτηση της ΝΔ σε όλες τις ιδεολογικές μάχες, μεγάλο τμήμα των λαϊκών/εργατικών στρωμάτων εξακολουθεί να βλέπει το ΣΥΡΙΖΑ, όπως εύστοχα το έχει πει ο Πωλ Μέησον, σαν την, έστω ραγισμένη, ασπίδα του. Ωστόσο, τα ποσοστά αυτά παραμένουν χαμηλά για τις απαιτήσεις ενός κόμματος που θέλει να είναι κόμμα των εργαζομένων. Και το ΠΑΣΟΚ, αλλά και τα ισχυρά κόμματα της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας, πετύχαιναν κάποτε ποσοστά απόλυτης πλειοψηφίας, ακόμα και 60-70%, στα στρώματα της μισθωτής εργασίας.

Η διαφορά είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να επιχειρήσει κάτι τέτοιο σε μια κοινωνία με διαλυμένο εργατικό κίνημα, αποξενωμένη από συλλογικές και κομματικές λειτουργίες, έστω και πελατειακές, με πολίτες-ναυαγούς, εκτεθειμένους στην αυθαιρεσία κάθε ισχυρού. Γιατί αυτή είναι η βιωμένη εμπειρία των λαϊκών και εργατικών στρωμάτων στη σημερινή Ελλάδα: Όχι μια «κανονική» δημοκρατία με αμερόληπτους θεσμούς και ανεξάρτητη δικαιοσύνη, αλλά αντίθετα μια χώρα που νοσεί, όπου οι ισχυροί μπορούν να αγοράζουν εύνοια, όπου οι απλοί εργαζόμενοι υφίστανται bullying και εξευτελισμούς από παραβατικούς και ημι-μαφιόζους εργοδότες, (ακρο)δεξιούς συνδικαλιστές και εργολάβους - κομματάρχες, και οι μικρομεσαίοι συνθλίβονται από τις τράπεζες και τη γραφειοκρατία. Στις κρατικές υπηρεσίες, στους δήμους, στην αστυνομία ή τη δικαιοσύνη, οι περισσότεροι δεν περιμένουν να συναντήσουν τίποτα καλύτερο από το μακρύ χέρι της Δεξιάς και των μηχανισμών της.

Αυτός, λοιπόν, ο κόσμος θα συστρατευτεί μόνο με ένα ΣΥΡΙΖΑ μαχητικό και συγκρουσιακό, που μπορεί να χτυπάει το χέρι στο τραπέζι σε κάθε χώρο όπου ασκείται εξουσία, με ένα κόμμα που κινητοποιεί και οργανώνει για να αναστηλώσει θεσμούς δημοκρατίας, νομιμότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Θα συστρατευτεί με ένα λαϊκό πρόμαχο, έναν υπερασπιστή των πληβείων, κάποιον που να μπορεί πραγματικά να κοντράρει την αυθαιρεσία και την εκμετάλλευση και να πείθει ότι μπορεί να ανέλθει στην εξουσία και, αν το πετύχει, θα φέρει αποτελέσματα.

* Πολιτικός επιστήμονας και μέλος της γραμματείας του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων και Εξωτερικής Πολιτικής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πώς η Ρωσία με τους «Βορειοκορεάτες» αποκτά μια νέα δύναμη

  Πώς η Ρωσία με τους «Βορειοκορεάτες» αποκτά μια νέα δύναμη pelop.gr  Πελοπόννησος Newsroom ...