4η Αυγούστου
ΤΟΥ ΑΛΚΗ
ΡΗΓΟΥ*
Πηγή: Η Αυγή της Κυριακής (Αναγνώσεις) /avgi.gr
To δικτατορικό καθεστώς, που επιβλήθηκε από τον Βασιλιά Γεώργιο
τη νύκτα της 4ης Αυγούστου 1936, με εκτελεστικό του όργανο «τον πιστό του υπηρέτη» και αποτυχημένο
πολιτικό Ιωάννη Μεταξά, δεν είναι φασιστικό, κι ας επιχειρεί από την πρώτη
στιγμή της ύπαρξής του να μοιάσει με τέτοιο.
Είναι ένα τυπικό αστυνομικό «κράτος εκτάκτου ανάγκης», που λόγω του
επερχόμενου παγκόσμιου πολέμου έχει ανάγκη για λόγους στρατηγικούς η Μεγάλη
Βρετανία στην νοτιοανατολική Μεσόγειο. Ένα αυταρχικό καθεστώς το οποίο
συνενώνει κάτω από το στέμμα, που εκφράζει ανοικτά τα βρετανικά συμφέροντα, το
παλιό γερμανόφιλο πολιτικο-οικονομικό προσωπικό που συμβολίζει ο Μεταξάς, και
εξουδετερώνει με αυτό τον τρόπο την αυξανόμενη επικίνδυνα μετά την οικονομική
κρίση γερμανική διείσδυση στη χώρα. Ένα καθεστώς στο οποίο το κυρίαρχο
καπιταλιστικό σύστημα όχι απλά παραμένει αλώβητο, αλλά στηρίζεται με κάθε μέσο,
ακόμη και με την ύπαρξη για πρώτη φορά Αστικού Κώδικα. Ενώ αναστέλλει το
Σύνταγμα και τις κατοχυρωμένες Ελευθερίες παίρνει, αμέσως με την επιβολή του,
ευνοϊκά μέτρα υπέρ των ξένων ομολογιούχων των παλιών δανείων, κυρίως των
Βρετανών, που είχε παγώσει η Κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου.
Πρόκειται για ένα καθεστώς βέβαια του οποίου τα εξωτερικά
χαρακτηριστικά απλά μιμούνται τα φασιστικά πρότυπα. Όχι ότι ο διαχειριστής του
δεν εμπνέεται από τα κυρίαρχα στην εποχή φασιστικά και ναζιστικά ιδεολογήματα –
όπως και πολλοί από τους πολιτικούς του αντιπάλους για να είμαστε ειλικρινείς. Το
ιδεολογικό του πιστεύω είναι όμως πιο σύνθετο και αντιφατικό, αποτελεί ένα
αμάλγαμα αυταρχικών και παρωχημένων αριστοκρατικών μεσαιωνικών αντιλήψεων: «Εγώ καθόρισα τον δρόμο μου προ πολλού. Είμαι
στρατιώτης και ευγενής και θέτω εις την υπηρεσίαν του Βασιλέως μου το ξίφος
μου, του αφιερώνω δε την ζωήν μου και την διάνοιάν μου. Μου είναι αδιάφορον αν
ο Βασιλεύς είναι καλός ή κακός, επιβλαβής ή ωφέλιμος. Δεν εξετάζω αν οι πράξεις
του προξενούν καλόν ή κακόν εις το έθνος, τον ακολουθώ τυφλώς εις ό,τι θέλει, η
θέλησίς του είναι δι’ εμέ νόμος… Ανήκω εις την αριστοκρατίαν εκείνην ήτις
επολέμησεν υπέρ του Βασιλέως της πολύ πριν η γεννηθή η Νέα Ελλάς. Επομένως
πατρίς δι’ εμέ δεν είναι η από του 1821 γεννηθείσα, διότι ως Μεταξάς ανήκω εις
το γένος όπερ υπήρξεν πρότερον της πατρίδος ταύτης…»
Κατανοεί ταυτόχρονα πλήρως τη δοτή του εξουσία. Ότι δεν είναι
εκφραστής ενός μαζικού κινήματος, όπως το Φασιστικό και το Ναζιστικό που
κυριαρχούν την περίοδο αυτή στην Ευρώπη αλλά είναι ανύπαρκτα στην Ελλάδα. Ότι δεν
έχει κατακτήσει δυναμικά την εξουσία. Ότι δεν βασίζεται καν σε ένα μαζικό κόμμα
όπως τα αντίστοιχα πρότυπά του. Ότι το καθεστώς του δεν έχει ένα θετικό –έστω
ολοκληρωτικό και απάνθρωπο– ιδεολογικό-πολιτικό πρόταγμα. Όλα αυτά επιχειρεί να
τα υπερβεί με τον τρόμο, τα βασανιστήρια και τα δίκτυα καταδοτών της «Ειδικής Ασφάλειας», την οποία συγκροτεί
με επικεφαλής τον πιστό του φίλο, απότακτο βασιλικό ταγματάρχη Κ. Μανιαδάκη και
την δημιουργία φασιστικού τύπου Νεολαίας, η οποία όμως μαζικοποιείται μόνο όταν
μετά το 1938 γίνεται υποχρεωτική για νέους, δασκάλους και καθηγητές γυμνασίων, Ακριβώς
γι’ αυτό σε όλη την διάρκεια του βίου της δικτατορίας τρέμει μην τον παύσει «ο Βασιλεύς και αφέντης του» ο οποίος
άλλωστε κρατά ως προσωπικό του φέουδο την εξωτερική πολιτική, και βέβαια τον
στρατό. Έτσι, ενώ συγκεντρώνει στα χέρια του κάθε εξουσία, και είναι ταυτόχρονα
Πρωθυπουργός, υπουργός Εξωτερικών, Στρατού, Ναυτικού, Αεροπορίας και λίγο
αργότερα και Εσωτερικών και Εθνικής Παιδείας, διαλύει την ΓΣΕΕ που την
μετατρέπει σε υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας με γραμματέα τον ίδιο τον
Υπουργό, ανακηρύσσει τον εαυτό του σε «Πρώτο
Εργάτη, Πρώτο Αγρότη, και Εθνικό και χαλύβδινο Κυβερνήτη», αμφιβάλλει για
τους πάντες, φοβάται ακόμη και την ησυχία: «Ησυχία
απόλυτος, τόση που με ανησυχεί, Έτσι είναι η ησυχία;» γράφει.
Το «Νέον Εθνικόν Κράτος» –όπως ονόμασε ο ίδιος το ιδιότυπο καθεστώς
του– οικοδομείται με έναν αρνητικό πολιτικό μύθο αντι-φιλελεύθερου ατομικισμού,
αντικοινοβουλευτισμού και αντικομμουνισμού –όπου κομμουνισμός σημαίνει για το
καθεστώς κάθε τι το μοντέρνο και προοδευτικό– και ενός πατριδοκάπηλου
επιλεκτικού εθνικισμού. Ταυτίζει Κράτος, Έθνος και Λαό, με παράλληλη αποθέωση
της νεολαίας και θεοποίηση μιας συντεχνιακής κρατικής ιεραρχίας, ως
υποκατάστατο της κουρελιασμένης Μεγάλης Ιδέας. Και το ιδεολογικό του παραλήρημα
συνεχίζεται με την –κατά μίμηση του Γ’ Ράιχ– εφεύρεση του Γ΄ Ελληνικού
Πολιτισμού… «Γυρίζουμε πίσω εις τας πηγάς
εκείνας από τας οποίας έρρευσε το νερό του Ελληνισμού καθαρό και αγνό για να
αναβαπτισθούμε εκεί μέσα και να ξαναγίνουμε Έλληνες και τότε να ορμήσουμε εις
ένα νέον μέλλον και όχι εις το μέλλον του αφανισμού. Θέλομεν ιδικόν μας
Πολιτισμόν Ελληνικόν. Δεν θέλομεν ξένους πολιτισμούς… Η δημιουργία του Γ΄
Ελληνικού Πολιτισμού (δεν) είναι κάτι το οποίον να είναι ανώτερον των δυνάμεων
του Ελληνικού Λαού. Να μην σας τρομάζουν οι πολιτισμοί μας οι οποίοι επέρασαν.
Δεν ήσαν τέλειοι … Ο Αρχαίος πολιτισμός, μεγάλος εις την τέχνην, μεγάλος εις
την επιστήμην, χωλός εις την θρησκείαν … χωλότερος ακόμη εις την πολιτικήν του
εξέλιξη. Δεν πιστεύω, αν μελετήση κανείς από σας την ιστορίαν, να θαυμάζη τας
σκέψεις των πολιτικών, οι οποίοι οδήγησαν εις τον Πελοποννησιακόν πόλεμον … ή
τους πολιτικούς οι οποίοι αντέδρασαν εις την Μακεδονικήν Ηγεμονίαν … Ο
Μεσαιωνικός Ελληνισμός υπήρξεν αναμφισβητήτως από απόψεως τέχνης και επιστήμης
πολύ πιο καθυστερημένος από τον Αρχαίον Ελληνισμόν. Αλλά από απόψεως
Θρησκευτικής ήτο πολύ ανώτερος και εδημιούργησεν ένα θρησκευτικό ιδεώδες …το
οποίον μας συνεκράτησε και μας συγκρατεί και σήμερον. Εδημιούργησεν δε από
απόψεως πολιτικής Κράτος. Διότι το Κράτος το μεσαιωνικόν, το Ελληνικόν … ήτο
ένα από τα καλύτερα και ισχυρότερα της εποχής εκείνης, αν όχι το ανώτερον όλων.
Δεν έχετε νέοι Έλληνες την φιλοδοξίαν από τους δύο αυτούς πολιτισμούς να
σχηματίσετε τον ιδικόν μας πολιτισμόν…»
«Φορείς του πολιτισμού αυτού θα
είναι πλην των υπηρεσιών του Υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού, ολόκληρον το
Υπουργείον Παιδείας, αι υπηρεσίαι Διοικήσεως και Αυτοδιοικήσεως, η Εθνική
Οργάνωσις Νεολαίας, η Εθνική Συνομοσπονδία των εργατών, οι αγροτικοί
Συνεταιρισμοί, οι Οίκοι Αγρότου, μέγα μέρος των υπό την προστασίαν του
Υπουργείου Πρόνοιας ιδρυμάτων». Και βέβαια η Ειδική Ασφάλεια η οποία «αδέσμευτη δικονομικών κανόνων … που δεν
εξυπηρετούν … να επιβάλλωσι τας νομίμους κυρώσεις» σύμφωνα με τον Μανιαδάκη.
Και σειρά απαγορεύσεων που συντάσσει ο ίδιος ο Μεταξάς, από την διάλυση των
κομμάτων, την καθιέρωση προληπτικής λογοκρισίας, όπου απαγορεύεται «οιαδήποτε κρίσις περί του έργου της
Κυβερνήσεως εκτός αν είναι ευμενής», μέχρι την απαγόρευση του ρεμπέτικου,
ακόμη και της ύπαρξης… κατσικιών. Ενώ επιβάλλεται «όπως εκθύμως και ενθουσιωδώς δι’ άρθρων, σχολίων και πάσης φύσεως
δημοσιευμάτων συμβάλλωσι (πάντες) εις το αναμορφωτικόν και δημιουργικόν έργον
της Κυβερνήσεως».
Διότι ο Γ΄ Ελληνικός Πολιτισμός «είναι
έργον μιας εποχής, ενός ολόκληρου λαού, οδηγούμενου από έναν εμψυχωτήν, εις τον
οποίον πιστεύει, και όστις δι’ όλων των οργάνων του Κράτους και της Κοινωνίας,
εμπνέει και κατευθύνει απ’ ευθείας και προσωπικώς…» διότι «το Νεον Κράτος έχει το δικαίωμα και το
καθήκον να ρυθμίζει όπως αυτό κρίνει, δυνάμεις εθνικάς, φυσικάς υδατοπτώσεις
κλπ».
Ζαλισμένος απ’ όλα αυτά ο Γιάννης Μαλώσης, φίλος του καθεστώτος, ρωτά
τον Μανιαδάκη «Επιτέλους υπουργέ μου, τι καθεστώς έχουμε, Φασισμό, Ναζισμό…»,
για να πάρει την ρεαλιστικά αποστομωτική απάντηση: «Τι λες βρε κόπανε! Εμείς
είμαστε 4η Αυγούστου και ό,τι βγει…»!
Ό,τι βγει λοιπόν, αρκεί βέβαια να εξασφαλιστεί, όπως δηλώνει ο ίδιος ο
Μεταξάς, ότι «Η κυβέρνησίς μου θα μείνει
διαρκώς εις την εξουσίαν, διότι το έργον το οποίον έχει να εκτελέση δεν
μετράται ούτε με χρόνια ούτε με μήνες» μια που «αι δικτατορίαι είναι συνδεδεμέναι με τας τύχας του δικτάτορος και δεν
έχουν διάδοχον άλλον πλην του χάους».
Πάντως, μπορεί να μετρηθεί, σύμφωνα με στοιχεία της ίδιας της Ειδικής
του Ασφάλειας, με τις 100 χιλιάδες πολίτες που πέρασαν από τα κολαστήριά της,
τα συστηματικά βασανιστήρια, τον πάγο, το ρετσινόλαδο, τη γάτα, τη φάλαγγα, τις
οπερετικές τελετές, τις ατέλειωτες παρελάσεις, τις θριαμβικές αψίδες υποδοχής
του δικτάτορος, που «λατρείας διψά η ψυχή
του», και στις οποίες τα όργανα του Κράτους «εντέλλονται όπως διοργανώνουν αυθόρμητους υποδοχάς», όπου «σκόπιμον θεωρούμεν [η υποδοχή μας] δέον να γίνεται δια ζητωκραυγών και ουχί
μόνο δια χειροκροτημάτων». Επίσης με το δημόσιο κάψιμο σειράς κλασικών βιβλίων,
τις δολοφονίες αντιπάλων, τις φυλακίσεις, τις εξορίες χιλιάδων πολιτών όλου του
πολιτικού φάσματος, την γενικευμένη τρομοκρατία, την ραγδαία σύμφωνα με την
ΟΥΝΡΑ επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης των πολιτών, όπου μόνο το 17% έχει
εισόδημα πάνω από το όριο επιβίωσης και τους …λόγους του δικτάτορα .
Ακατάπαυστους λόγους για κάθε θέμα και κάθε περίσταση.
Μια που, όπως γράφει διεισδυτικά ο Ασημάκης Πανσέληνος στο ανεπανάληπτο
εκείνο Τότε που ζούσαμε, ο Μεταξάς
υπήρξε τελικά «μια ιδιοφυία κοινωνικού παιδονόμου»! Αυτό το καθεστώς με το
άνοιγμα των ασκών του πολέμου που τόσο φοβόταν ο δικτατορίσκος του Γλύξμπουργκ,
όπως παρατηρεί ο Γιώργος Σεφέρης, βρίσκεται να παραπαίει σε μια επιπλέον
αντίφαση, με τεράστιες συνέπειες στην ψυχολογία «των βρυκολάκων» υπουργών,
στρατηγών και διπλωματών του. Να βρίσκεται διαχειριστής του πιο επικίνδυνου
πολέμου της ιστορίας μας, αναγκαστικά με το μέρος εκείνων που πολεμούσαν τις φασιστικές
δυνάμεις. Αλλά το ίδιο το καθεστώς και ο επικεφαλής του ήθελαν να είναι και
αυτό φασιστικό. Πώς να συνδυάσει αυτά τα πράγματα; Πώς να συνειδητοποιήσει ότι
ο λαϊκός χείμαρρος της 28ης δεν επικύρωνε αλλά καταργούσε την 4η Αυγούστου και
το οπερετικό της καθεστώς; Γι’ αυτό είναι φυσικό να τον «ανησυχεί η αισιοδοξία του κόσμου»! Τελικά βέβαια το αυθόρμητο λαϊκό
πνεύμα αναγκάζει την κυβερνώσα τάξη, παρά τις φοβίες και τις παλινωδίες της, να
διαχειριστεί αυτόν τον πόλεμο έστω και από το υπόγειο του ξενοδοχείου της
Μεγάλης Βρετανίας «με τους σκοτεινούς διαδρόμους και τις απελπισμένες
χειρονομίες».
Η νικηφόρα πορεία του πολέμου που υπερβαίνει τους «σχεδιασμούς» του
επιτελείου εκφεύγει αυτού του άρθρου, όχι όμως και οι αντιφατικότητες του καθεστώτος
και του επικεφαλής του, που δεν πολεμάει «δια την νίκην αλλά δια την τιμήν των
όπλων» και το οποίο προσπαθεί να εκμεταλλευτεί όσο γίνεται, αλλά καλού κακού
στέλνει στο μέτωπο επίλεκτες δυνάμεις χωροφυλακής για να παρακολουθούν το
φρόνημα των στρατιωτών. Προς τιμή τους, οι περισσότεροι διοικητές μονάδων όχι
μόνο αρνούνται να τους δεχτούν αλλά διατάσσουν και να τους δέσουν στα δέντρα αν
τολμήσουν να εμφανιστούν στις μονάδες του. Φυσάει άλλος αγέρας εκεί ψηλά !
Και η προσωπική τραγική πορεία του Δικτάτορα με τις νοσηρές σκέψεις,
τις φοβίες, τα χιλιάδες ερωτηματικά, την εμμονή στη φασιστική ιδεολογία, σβήνει
ξαφνικά στις 29 Γενάρη 1941, και «άρχισαν όλες εκείνες οι αηδίες που γίνονται
όταν πεθάνει κανείς κυβερνήτης… για να σέβονται οι άνθρωποι τους ρέστους που
ζουν», γράφει ο Πανσέληνος, που δεν βρέθηκε τρόπος να χαράξει στον τάφο του το
παρακάτω επιτύμβιο:
«Στα χέρια επάνω οι φίλοι μου οι πιστοί
με έφεραν στο σπίτι το στερνό μου
δι΄ εγκυκλίου με κλάψαν όλοι οι Έλληνες
που με είχαν αγαπήσει δια νόμου»
*Ο Άλκης Ρήγος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1946. Σπούδασε Πολιτική Επιστήμη στην Πάντειο Α.Σ.Π.Ε. και είναι διδάκτορας της ίδιας σχολής από το 1987, με τίτλο διδακτορικής διατριβής "Κοινωνικές διαστάσεις της πολιτικής σκηνής στη Β΄ Ελληνική Δημοκρατία (1924 -1935)". Διδάσκει Πολιτική Επιστήμη, Ελληνική Πολιτική και Κοινωνικά Κινήματα στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου από το 1975 ως επιστημονικός βοηθός και στη συνέχεια ως μέλος του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού.
Υπηρέτησε στη βαθμίδα του καθηγητή στο ίδιο τμήμα. Για τη διετία 2001- 2003 εκλέχτηκε πρόεδρος του
τμήματος και είναι μέλος της Συγκλήτου του Παντείου Πανεπιστημίου.
Παράλληλα είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης, του
Διοικητικού της Συμβουλίου από το 1994 και Γενικός Γραμματέας 1998
-2000, καθώς και της Συντακτικής Επιτροπής της Επιθεώρησης Πολιτικής
Επιστήμης . Επίσης ανάμεσα σε σειρά άλλών συμμετοχών του σε
επιστημονικές εταιρίες, συλλόγους και ενώσεις πολιτών είναι και μέλος
της Ελληνικής Ενώσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Συνεργάτης του
Δικτύου Κινήσεων για τα Πολιτικά Κινήματα Δικαιώματα, της Κίνησης
ενάντια στον Ρατσισμό και του Δικτύου Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων
και Μεταναστών. Ιδρυτικό μέλος του "Συνδέσμου Θεόφιλος Βεϊκος για την
κριτική σκέψη και την Φιλοσοφική Παιδεία" καθώς και του Σωματείου "Φίλοι
του Ιδρύματος Σάκη Καράγιωργα". Ταυτόχρονα συμμετέχει ενεργά στα
πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα και ιδιαίτερα στα συνδικαλιστικά του
Πανεπιστημιακού χώρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου