Ο Ιβάνοφ έφυγε, ο Πεντάροφσκι νίκησε, αλλά ο Ζάεφ ζορίζεται
Νίκος Γιαννόπουλος
Πηγή: epohi.gr
Με τη νίκη του Στέβο Πεντάροφσκι στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών της Βόρειας Μακεδονίας η κυβέρνηση του Ζόραν Ζάεφ απαλλάχθηκε από ένα ενοχλητικό βαρίδι. O απερχόμενος πρόεδρος Γκιόργκε Ιβάνοφ πολέμησε όσο μπορούσε, μέχρις εσχάτων θα έλεγε κανείς, τη Συμφωνία των Πρεσπών, τάχθηκε φανατικά υπέρ της «αποχής» στο δημοψήφισμα του περασμένου Σεπτεμβρίου και όταν η Συμφωνία, ως νόμος του κράτους πλέον, ήρθε στο γραφείο του, αυτός την απέπεμψε, αναγκάζοντας τον Ζάεφ να προχωρήσει σε κοινοβουλευτικές ακροβασίες, έτσι ώστε το κείμενο να κυρωθεί και να τεθεί, τελικά, επίσημα σε ισχύ.
Ο νέος πρόεδρος, ο οποίος εκλέχθηκε με ποσοστό που έφτασε στο 51%, εκφράστηκε με ιδιαίτερα θερμά λόγια για τη Συμφωνία καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου (δεν θα μπορούσε βέβαια να γίνει διαφορετικά, αφού επρόκειτο για υποψηφιότητα που υποδείχθηκε και στηρίχθηκε από το κυβερνών σοσιαλιστικό κόμμα), χωρίς το γεγονός να του στερήσει την εκλογή, σε μία διαδικασία, όμως, στην οποία η συμμετοχή μόλις που ξεπέρασε το 46% (με συμμετοχή κάτω από το 40% οι εκλογές θα ήταν άκυρες).
Κάτι η κόπωση από την ένταση που έφερε στη χώρα η διαδικασία ψήφισης της Συμφωνίας των Πρεσπών, κάτι η παραδοσιακή αποστροφή για την πολιτική σε μία κοινωνία η οποία υποφέρει από το brain drain, τους εξαιρετικά χαμηλούς μισθούς και τη διαφθορά, οι πολίτες δεν έκαναν ουρές μπροστά από τις κάλπες. Και αυτό ήταν αναμενόμενο.
Ο Ζάεφ πλέον έχει την ευκαιρία να κυβερνήσει απρόσκοπτα για τον επόμενο χρόνο, μέχρι να φτάσει η ώρα για τις βουλευτικές εκλογές του 2020. Εξέλιξη που θεωρητικά τον συμφέρει, αφού έχει βγει από το διάβα του ο μεγάλος σκόπελος των Πρεσπών. Είναι πράγματι έτσι; Μάλλον όχι.
Τα προβλήματα
Η κυβέρνηση Ζάεφ έχει να αναμετρηθεί όχι τόσο με το ακραίο εθνικιστικό, σχεδόν φασιστικό, VMRO, αλλά κυρίως με τον εαυτό της. Στα τρία προηγούμενα χρόνια, από τις πρόωρες εκλογές του 2016 και έπειτα, η φήμη του πρωθυπουργού και των υπουργών επλήγη από ιστορίες απλού καθημερινού νεποτισμού, οι οποίες προφανώς και δεν είναι άγνωστες εν γένει στα Βαλκάνια. Το γεγονός, όμως, προκάλεσε (και προκαλεί ακόμα) κυβερνητική φθορά, μειώνει την κυβερνητική αξιοπιστία και δημιουργεί προβλήματα ακόμα και νομιμοποίησης.
Το εξαιρετικά σημαντικό πρόβλημα της χώρας, η απώλεια του εργατικού δυναμικού στις νέες ηλικίες, που μεταναστεύουν μαζικά, όχι μόνο δεν λύνεται αλλά διογκώνεται, με συνέπεια η οικονομία της Βόρειας Μακεδονίας να πλήττεται βαρύτατα. Αλλά και αυτοί που μένουν πίσω, έχουν να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο των χαμηλών μισθών, άρα την ανέχεια και τη φτωχοποίηση, ιδίως αν εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα που παραμένει μεγάλος ασθενής (παρά και τις επενδύσεις του ελληνικού κεφαλαίου).
Στο δημόσιο τα πράγματα είναι σαφώς καλύτερα, αλλά οι θέσεις προφανώς δεν φτάνουν για όλους. Ακόμα όμως και εν έτει 2019, το κρυφό όνειρο ενός κατοίκου της Βόρειας Μακεδονίας είναι να διοριστεί σε οποιαδήποτε θέση του κρατικού μηχανισμού για να εξασφαλίσει στοιχειώδη εργασιακή ασφάλεια και καλύτερες αμοιβές. Όμως στο δημόσιο παρατηρούνται εκτεταμένα φαινόμενα διαφθοράς, τα οποία η κυβέρνηση Ζάεφ δεν έχει ακόμα πατάξει (οι κακές γλώσσες αναφέρουν μάλιστα ότι δεν το επιθυμεί κιόλας ή δεν το επιδιώκει με προσήλωση).
Είναι χαρακτηριστικό ότι η κριτική που δέχεται εξ’ αριστερών το κυβερνητικό σοσιαλιστικό κόμμα αφορά ακριβώς αυτό το φαινόμενο: Τη διαφθορά που κατατρώει τις σάρκες του κράτους, που έτσι και αλλιώς δεν έχει μεγάλες δυνατότητες. Κατηγορείται, επίσης, και για κάτι άλλο το κόμμα του κυρίου Ζάεφ. Για μαζικούς διορισμούς σε νευραλγικές και καλά αμειβόμενες του στενού δημοσίου, αλλά και στις ΔΕΚΟ. Παραδείγματα: η κόρη του προέδρου του κοινοβουλίου Ταλάτ Τζαφέρι διορίστηκε στην εταιρία ηλεκτρισμού, ενώ η βουλευτής Μίρα Στοϊτσέφκα έχει «βολέψει» τόσο τον άνδρα της όσο και το γιο της στον κρατικό μηχανισμό (χώρια που αποκαλείται και Μίρα…Ντίζελ για το γεγονός ότι ταξιδεύει συνεχώς χρεώνοντας κρατικούς λογαριασμούς).
Υπάρχουν και άλλα που δεν έχει νόημα να αναφέρουμε. Αυτό που έχει σημασία είναι να τονιστεί ότι η γειτονική αυτή χώρα ούτε τον εθνικισμό έχει νικήσει, ούτε τα δομικά οικονομικά της προβλήματα έχει επιλύσει, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για τις σχέσεις με την Ελλάδα. Η εποχή που ανατέλλει μετά τη νίκη του Στέβο Πενταρόφσκι θα μπορούσε, υπό άλλες συνθήκες, να χαρακτηριστεί και ως μεγάλη ευκαιρία για απρόσκοπτη ανάπτυξη και προώθηση φιλοδυτικής ατζέντας. Οι συνθήκες, όμως, παραμένουν πιεστικές τόσο κοινωνικά όσο και οικονομικά. Και πρέπει να έχουμε πάντα κατά νου ότι σε μία χώρα που πριν από μόλις 15 χρόνια έφτασε μία ανάσα από τον εμφύλιο πόλεμο, τα πάντα είναι πιθανά.
Με τη νίκη του Στέβο Πεντάροφσκι στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών της Βόρειας Μακεδονίας η κυβέρνηση του Ζόραν Ζάεφ απαλλάχθηκε από ένα ενοχλητικό βαρίδι. O απερχόμενος πρόεδρος Γκιόργκε Ιβάνοφ πολέμησε όσο μπορούσε, μέχρις εσχάτων θα έλεγε κανείς, τη Συμφωνία των Πρεσπών, τάχθηκε φανατικά υπέρ της «αποχής» στο δημοψήφισμα του περασμένου Σεπτεμβρίου και όταν η Συμφωνία, ως νόμος του κράτους πλέον, ήρθε στο γραφείο του, αυτός την απέπεμψε, αναγκάζοντας τον Ζάεφ να προχωρήσει σε κοινοβουλευτικές ακροβασίες, έτσι ώστε το κείμενο να κυρωθεί και να τεθεί, τελικά, επίσημα σε ισχύ.
Ο νέος πρόεδρος, ο οποίος εκλέχθηκε με ποσοστό που έφτασε στο 51%, εκφράστηκε με ιδιαίτερα θερμά λόγια για τη Συμφωνία καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου (δεν θα μπορούσε βέβαια να γίνει διαφορετικά, αφού επρόκειτο για υποψηφιότητα που υποδείχθηκε και στηρίχθηκε από το κυβερνών σοσιαλιστικό κόμμα), χωρίς το γεγονός να του στερήσει την εκλογή, σε μία διαδικασία, όμως, στην οποία η συμμετοχή μόλις που ξεπέρασε το 46% (με συμμετοχή κάτω από το 40% οι εκλογές θα ήταν άκυρες).
Κάτι η κόπωση από την ένταση που έφερε στη χώρα η διαδικασία ψήφισης της Συμφωνίας των Πρεσπών, κάτι η παραδοσιακή αποστροφή για την πολιτική σε μία κοινωνία η οποία υποφέρει από το brain drain, τους εξαιρετικά χαμηλούς μισθούς και τη διαφθορά, οι πολίτες δεν έκαναν ουρές μπροστά από τις κάλπες. Και αυτό ήταν αναμενόμενο.
Ο Ζάεφ πλέον έχει την ευκαιρία να κυβερνήσει απρόσκοπτα για τον επόμενο χρόνο, μέχρι να φτάσει η ώρα για τις βουλευτικές εκλογές του 2020. Εξέλιξη που θεωρητικά τον συμφέρει, αφού έχει βγει από το διάβα του ο μεγάλος σκόπελος των Πρεσπών. Είναι πράγματι έτσι; Μάλλον όχι.
Τα προβλήματα
Η κυβέρνηση Ζάεφ έχει να αναμετρηθεί όχι τόσο με το ακραίο εθνικιστικό, σχεδόν φασιστικό, VMRO, αλλά κυρίως με τον εαυτό της. Στα τρία προηγούμενα χρόνια, από τις πρόωρες εκλογές του 2016 και έπειτα, η φήμη του πρωθυπουργού και των υπουργών επλήγη από ιστορίες απλού καθημερινού νεποτισμού, οι οποίες προφανώς και δεν είναι άγνωστες εν γένει στα Βαλκάνια. Το γεγονός, όμως, προκάλεσε (και προκαλεί ακόμα) κυβερνητική φθορά, μειώνει την κυβερνητική αξιοπιστία και δημιουργεί προβλήματα ακόμα και νομιμοποίησης.
Το εξαιρετικά σημαντικό πρόβλημα της χώρας, η απώλεια του εργατικού δυναμικού στις νέες ηλικίες, που μεταναστεύουν μαζικά, όχι μόνο δεν λύνεται αλλά διογκώνεται, με συνέπεια η οικονομία της Βόρειας Μακεδονίας να πλήττεται βαρύτατα. Αλλά και αυτοί που μένουν πίσω, έχουν να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο των χαμηλών μισθών, άρα την ανέχεια και τη φτωχοποίηση, ιδίως αν εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα που παραμένει μεγάλος ασθενής (παρά και τις επενδύσεις του ελληνικού κεφαλαίου).
Στο δημόσιο τα πράγματα είναι σαφώς καλύτερα, αλλά οι θέσεις προφανώς δεν φτάνουν για όλους. Ακόμα όμως και εν έτει 2019, το κρυφό όνειρο ενός κατοίκου της Βόρειας Μακεδονίας είναι να διοριστεί σε οποιαδήποτε θέση του κρατικού μηχανισμού για να εξασφαλίσει στοιχειώδη εργασιακή ασφάλεια και καλύτερες αμοιβές. Όμως στο δημόσιο παρατηρούνται εκτεταμένα φαινόμενα διαφθοράς, τα οποία η κυβέρνηση Ζάεφ δεν έχει ακόμα πατάξει (οι κακές γλώσσες αναφέρουν μάλιστα ότι δεν το επιθυμεί κιόλας ή δεν το επιδιώκει με προσήλωση).
Είναι χαρακτηριστικό ότι η κριτική που δέχεται εξ’ αριστερών το κυβερνητικό σοσιαλιστικό κόμμα αφορά ακριβώς αυτό το φαινόμενο: Τη διαφθορά που κατατρώει τις σάρκες του κράτους, που έτσι και αλλιώς δεν έχει μεγάλες δυνατότητες. Κατηγορείται, επίσης, και για κάτι άλλο το κόμμα του κυρίου Ζάεφ. Για μαζικούς διορισμούς σε νευραλγικές και καλά αμειβόμενες του στενού δημοσίου, αλλά και στις ΔΕΚΟ. Παραδείγματα: η κόρη του προέδρου του κοινοβουλίου Ταλάτ Τζαφέρι διορίστηκε στην εταιρία ηλεκτρισμού, ενώ η βουλευτής Μίρα Στοϊτσέφκα έχει «βολέψει» τόσο τον άνδρα της όσο και το γιο της στον κρατικό μηχανισμό (χώρια που αποκαλείται και Μίρα…Ντίζελ για το γεγονός ότι ταξιδεύει συνεχώς χρεώνοντας κρατικούς λογαριασμούς).
Υπάρχουν και άλλα που δεν έχει νόημα να αναφέρουμε. Αυτό που έχει σημασία είναι να τονιστεί ότι η γειτονική αυτή χώρα ούτε τον εθνικισμό έχει νικήσει, ούτε τα δομικά οικονομικά της προβλήματα έχει επιλύσει, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για τις σχέσεις με την Ελλάδα. Η εποχή που ανατέλλει μετά τη νίκη του Στέβο Πενταρόφσκι θα μπορούσε, υπό άλλες συνθήκες, να χαρακτηριστεί και ως μεγάλη ευκαιρία για απρόσκοπτη ανάπτυξη και προώθηση φιλοδυτικής ατζέντας. Οι συνθήκες, όμως, παραμένουν πιεστικές τόσο κοινωνικά όσο και οικονομικά. Και πρέπει να έχουμε πάντα κατά νου ότι σε μία χώρα που πριν από μόλις 15 χρόνια έφτασε μία ανάσα από τον εμφύλιο πόλεμο, τα πάντα είναι πιθανά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου