Δεν
έχει σημασία τι, δεν υπάρχει θέμα, δεν υπάρχουν απόλυτες στιλιστικές
λύσεις, μόνο το ψυχικό αποτέλεσμα που έχουν τα σχήματα και τα χρώματα σε
αυτόν που κοιτάζει το έργο, ακριβώς όπως ανάμεσα σε εσένα και το τελάρο
σου: ταξίδεψε, αφέσου να παρασυρθείς, αποφάσισε εσύ πώς θέλεις να είναι
το έργο σου.
Αυτό έγραφε ο Βασίλι Καντίνσκι στο έργο του «Για το πνευματικό στην τέχνη», ένα κείμενο 100 σελίδων, όπου υπάρχει ο σπόρος όλης αυτής της καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας του αφηρημένου, που σύμφωνα με τους ειδικούς στο έργο του είχε μόνο μία πατρίδα: την ίδια την τέχνη.
Είναι επίσης το κείμενο με το οποίο καταγράφεται ίσως για πρώτη φορά η γέννηση ενός σύγχρονου κινήματος, της αφηρημένης τέχνης. Και ο Καντίνσκι ήταν ο πατέρας της - ή έστω ένας από αυτούς.
Ο πρωτοπόρος ζωγράφος, ήδη λέκτορας Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας, πήγε στο Μόναχο για να σπουδάσει ζωγραφική σε ηλικία 30 ετών.
Εκεί, ήδη επηρεασμένος από τα έντονα χρώματα της επαρχίας στην πατρίδα του, συγκινημένος από τη μουσική του Βάγκνερ και έχοντας γνωρίσει τους ιμπρεσιονιστές, βουτάει στα νέα καλλιτεχνικά κινήματα και αναγεννιέται.
Ζωγραφίζει ασταμάτητα, σπουδάζει και διδάσκει τέχνη. Η ζωή του παρακολουθεί την ιστορία της Ευρώπης: φλέγεται από το καινούργιο στην τέχνη, ενώ η πολιτική ζωή σημαδεύεται από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Επιστρέφει στη Ρωσία, αλλά κι εκεί δεν τον χωρά ο τόπος. Οι αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού δεν μπορούν να συμβαδίσουν με το δικό του όραμα για τη ζωγραφική.
Αναγκάζεται να φύγει. Επιστρέφει στη Γερμανία, έως ότου ανεβαίνουν στην εξουσία οι ναζί και εκείνος παίρνει πάλι τον δρόμο.
Τελευταία πατρίδα η Γαλλία, όπου θα μείνει έως τον θάνατό του το 1944.
Ρώσος, Γερμανός και Γάλλος. Νατουραλισμός, ρεαλισμός, πουαντιγισμός, φοβισμός, ιμπρεσιονισμός, Μπαουχάους, αφηρημένη ζωγραφική. Νομικός, οικονομολόγος, ζωγράφος, θεωρητικός της τέχνης, εκδότης του «Αλμανάκ του Γαλάζιου Καβαλάρη» και μέλος της ομώνυμης ομάδας αβανγκάρντ καλλιτεχνών. Και πόσα ακόμα...
Δεν υπήρχαν όρια και εμπόδια για τον Καντίνσκι, ήταν πάντα έτοιμος να μάθει το καινούργιο, να βυθιστεί στο νέο, στην τέχνη.
Αλλά με έναν τρόπο βαθιά ουμανιστικό: η τέχνη δεν είχε τόπο και πατρίδα για κείνον, δεν είχε ούτε σύνορα. Και το μεγαλύτερο επίτευγμά του ήταν ότι κατόρθωσε, μέσω του Αλμανάκ αρχικά, και του συνολικού έργου του στη συνέχεια, να βάλει κάθε καλλιτεχνική δημιουργία να σταθεί ισότιμα πλάι στην άλλη.
Η ζωγραφική με τη μουσική, η αφηρημένη τέχνη με τις κινέζικες μάσκες, οι παιδικές ζωγραφιές δίπλα στον Πικάσο και τον Μιρό και ούτω καθεξής.
Ο Βασίλι Καντίνσκι κατόρθωσε το ακατόρθωτο στην τέχνη: δημιούργησε σύστημα, έθεσε όρους και αντικειμενικούς κανόνες στη ζωγραφική του, όρισε τα μαθηματικά του συναισθήματος: μοναδικό κίνητρο της τέχνης είναι να μπορεί να συγκινήσει. Να γεννήσει συναισθήματα σε αυτόν που την παράγει και σε αυτόν που την απολαμβάνει.
Σύμφωνα με την Αντζελα Λαμπ, ειδική στο έργο του Καντίνσκι και άλλων μεγάλων της αφηρημένης ζωγραφικής, όπως ο Κλέε και ο Μπρακ, όλη αυτή η ενέργεια που κρύβουν τα έργα του αποτελεί ένα προσωπικό σχέδιο που τον είχε καταλάβει σαν εμμονή: μια εσωτερική ανάγκη. Και όπως εξηγεί η ιστορικός τέχνης, «αυτή η ανάγκη εκφράζεται μέσα από τη φόρμα, το σχήμα, το χρώμα».
Έχει σημασία δηλαδή γιατί σε έναν πίνακα ο κύκλος είναι κόκκινος και στον άλλο είναι κίτρινος, «θέλει να προκαλεί δονήσεις και συναισθήματα».
Όλα είναι ζωγραφισμένα με τρόπο ελεγχόμενο και συστηματικό, αποπνέουν ένταση και δύναμη, μια «μέθοδος» που «γεννήθηκε μέσα του χάρη στις σπουδές του στη Νομική και την Οικονομία. Όλα συνέτειναν σε έναν σκοπό: όχι μόνο να μεταδώσει, αλλά να πείσει».
Και αυτό έρχεται να μας πει ένα περιστατικό από τη ζωή του. Οταν ολοκλήρωσε τη Σύνθεση IV (Composition IV), εξαντλημένος, βγήκε να κάνει μια βόλτα.
Επιστρέφοντας στάθηκε ξανά μπροστά στο έργο. Οταν το κοίταξε προσεκτικά, έπεσε στα γόνατα και άρχισε να κλαίει με λυγμούς.
Αυτό έγραφε ο Βασίλι Καντίνσκι στο έργο του «Για το πνευματικό στην τέχνη», ένα κείμενο 100 σελίδων, όπου υπάρχει ο σπόρος όλης αυτής της καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας του αφηρημένου, που σύμφωνα με τους ειδικούς στο έργο του είχε μόνο μία πατρίδα: την ίδια την τέχνη.
Είναι επίσης το κείμενο με το οποίο καταγράφεται ίσως για πρώτη φορά η γέννηση ενός σύγχρονου κινήματος, της αφηρημένης τέχνης. Και ο Καντίνσκι ήταν ο πατέρας της - ή έστω ένας από αυτούς.
Ο πρωτοπόρος ζωγράφος, ήδη λέκτορας Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας, πήγε στο Μόναχο για να σπουδάσει ζωγραφική σε ηλικία 30 ετών.
Εκεί, ήδη επηρεασμένος από τα έντονα χρώματα της επαρχίας στην πατρίδα του, συγκινημένος από τη μουσική του Βάγκνερ και έχοντας γνωρίσει τους ιμπρεσιονιστές, βουτάει στα νέα καλλιτεχνικά κινήματα και αναγεννιέται.
Ζωγραφίζει ασταμάτητα, σπουδάζει και διδάσκει τέχνη. Η ζωή του παρακολουθεί την ιστορία της Ευρώπης: φλέγεται από το καινούργιο στην τέχνη, ενώ η πολιτική ζωή σημαδεύεται από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Επιστρέφει στη Ρωσία, αλλά κι εκεί δεν τον χωρά ο τόπος. Οι αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού δεν μπορούν να συμβαδίσουν με το δικό του όραμα για τη ζωγραφική.
Αναγκάζεται να φύγει. Επιστρέφει στη Γερμανία, έως ότου ανεβαίνουν στην εξουσία οι ναζί και εκείνος παίρνει πάλι τον δρόμο.
Τελευταία πατρίδα η Γαλλία, όπου θα μείνει έως τον θάνατό του το 1944.
Ρώσος, Γερμανός και Γάλλος. Νατουραλισμός, ρεαλισμός, πουαντιγισμός, φοβισμός, ιμπρεσιονισμός, Μπαουχάους, αφηρημένη ζωγραφική. Νομικός, οικονομολόγος, ζωγράφος, θεωρητικός της τέχνης, εκδότης του «Αλμανάκ του Γαλάζιου Καβαλάρη» και μέλος της ομώνυμης ομάδας αβανγκάρντ καλλιτεχνών. Και πόσα ακόμα...
Δεν υπήρχαν όρια και εμπόδια για τον Καντίνσκι, ήταν πάντα έτοιμος να μάθει το καινούργιο, να βυθιστεί στο νέο, στην τέχνη.
Αλλά με έναν τρόπο βαθιά ουμανιστικό: η τέχνη δεν είχε τόπο και πατρίδα για κείνον, δεν είχε ούτε σύνορα. Και το μεγαλύτερο επίτευγμά του ήταν ότι κατόρθωσε, μέσω του Αλμανάκ αρχικά, και του συνολικού έργου του στη συνέχεια, να βάλει κάθε καλλιτεχνική δημιουργία να σταθεί ισότιμα πλάι στην άλλη.
Η ζωγραφική με τη μουσική, η αφηρημένη τέχνη με τις κινέζικες μάσκες, οι παιδικές ζωγραφιές δίπλα στον Πικάσο και τον Μιρό και ούτω καθεξής.
Ο Βασίλι Καντίνσκι κατόρθωσε το ακατόρθωτο στην τέχνη: δημιούργησε σύστημα, έθεσε όρους και αντικειμενικούς κανόνες στη ζωγραφική του, όρισε τα μαθηματικά του συναισθήματος: μοναδικό κίνητρο της τέχνης είναι να μπορεί να συγκινήσει. Να γεννήσει συναισθήματα σε αυτόν που την παράγει και σε αυτόν που την απολαμβάνει.
Σύμφωνα με την Αντζελα Λαμπ, ειδική στο έργο του Καντίνσκι και άλλων μεγάλων της αφηρημένης ζωγραφικής, όπως ο Κλέε και ο Μπρακ, όλη αυτή η ενέργεια που κρύβουν τα έργα του αποτελεί ένα προσωπικό σχέδιο που τον είχε καταλάβει σαν εμμονή: μια εσωτερική ανάγκη. Και όπως εξηγεί η ιστορικός τέχνης, «αυτή η ανάγκη εκφράζεται μέσα από τη φόρμα, το σχήμα, το χρώμα».
Έχει σημασία δηλαδή γιατί σε έναν πίνακα ο κύκλος είναι κόκκινος και στον άλλο είναι κίτρινος, «θέλει να προκαλεί δονήσεις και συναισθήματα».
Όλα είναι ζωγραφισμένα με τρόπο ελεγχόμενο και συστηματικό, αποπνέουν ένταση και δύναμη, μια «μέθοδος» που «γεννήθηκε μέσα του χάρη στις σπουδές του στη Νομική και την Οικονομία. Όλα συνέτειναν σε έναν σκοπό: όχι μόνο να μεταδώσει, αλλά να πείσει».
Και αυτό έρχεται να μας πει ένα περιστατικό από τη ζωή του. Οταν ολοκλήρωσε τη Σύνθεση IV (Composition IV), εξαντλημένος, βγήκε να κάνει μια βόλτα.
Επιστρέφοντας στάθηκε ξανά μπροστά στο έργο. Οταν το κοίταξε προσεκτικά, έπεσε στα γόνατα και άρχισε να κλαίει με λυγμούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου