Κυριακή, Ιανουαρίου 06, 2019

Εορταστικό

Χρῖστος Χριστοβασίλης
(1861 -1937)

Αποτέλεσμα εικόνας για χρήστος χρηστοβασίλης βικιπαιδεια 

Χρήστος Χρηστοβασίλης - Βικιπαίδεια





ΑΝΙΚΗΤΗ ΕΛΠΙΔΑ*
 


Σχετική εικόνα


Ἀνήμερα τὰ Φῶτα, τὸ δειλινὸ τῆς παραμονῆς τοῦ Ἅϊ - Γιαννιοῦ,
ἡ Μήτραινα, ὅπως ὅλες τὶς παραμονὲς τοῦ Ἅϊ - Γιαννιοῦ, ἔσφαξε μιὰ
παχειὰ καὶ μεγάλη κότα, ἀπὸ τὶς δέκα - δώδεκα κοτοῦλες ποὺ εἶχε, τὴ
ζεμάτισε, τὴ μάδησε καὶ τὴν ἔβαλε νὰ βράσῃ. Συγύρισε τὸ σπιτοκάλυβό
της, ἔστρωσε στὴ γωνιὰ τὰ νυφιάτικά της μάλλινα στρωσίδια, ἔδεσε τὴ
σκύλα καὶ περίμενε, ὅπως ὅλες τὶς παραμονές, νἄρθῃ ὁ ξενιτεμμένος της
ὁ Γιάννης, ξημερώνοντας τ’ Ἅϊ - Γιαννιοῦ.



Αὐτὴ ἡ ἱστορία ἐξακολουθοῦσε χρόνια τώρα. Ἦταν ἀκόμα νέα ἡ
Μήτραινα, ὅταν, χήρα, ξεκίνησε τὸ μονάκριβό της, ὁ Γιάννης, γιὰ τὴν
ἔρμη ξενιτειά. Δὲν εἶχε ἀκόμα ἄσπρη τρίχα στὰ κατάμαυρα μαλλιά της,
ὅταν τὸν φίλησε γιὰ ὕστερη φορὰ καὶ τὸν εἶδε ψηλὰ ἀπὸ τὴ ραχούλα μὲ
δακρυόπνιχτα μάτια νὰ χάνεται στὸ μάκρος τοῦ δρόμου καὶ νὰ γίνεται
ἄφαντος.
Χρόνια καὶ χρὸνια ἀπὸ τότε ἡ δόλια Μήτραινα περνοῦσε τὴ ζωή
της μονάχη στὸ σπιτοκάλυβό της, ἔχοντας γιὰ μόνη συντροφιὰ τοὺς
τέσσερους τοίχους, τὸ εἰκόνισμα, τὴ γωνιά, μιὰ γίδα, μιὰ γάτα καὶ
καμμιὰ δεκαριὰ κοτοῦλες μ’ ἕναν ὄμορφο πετεινό, ποὺ τῆς χρησίμευε
κάθε πρωΐ, σὰν ρολόγι, νὰ τὴν ξυπνᾷ, γιὰ ν’ ἀνὰβῃ τὴ φωτιὰ της καὶ ν’
ἀρχινᾷ τὸ ἐργόχειρό της: Ρόκα ἢ πλέξιμο ἢ μπάλωμα ἢ γιὰ νὰ πηγαίνῃ
στὸ λόγγο νὰ κουβαλᾷ ξύλα.

Τὰ νιόπαιδα τοῦ χωριοῦ πήγαιναν κι ἔρχονταν στὴν ξενινειά, ποιὸ
σὲ τρία, ποιὸ σὲ τέσσερα καὶ ποιὸ σὲ πέντε χρόνια, τὸ βαρύ, βαρύ ̇ ἀλλὰ ὁ
Γιάννης τῆς Μήτραινας οὔτε φαινόταν, οὔτε ἀκουγόταν πουθενά! Ὅλος
ὁ κόσμος τὸν θεωροῦσε χαμένο καὶ ὁ προεστὸς τοῦ χωριοῦ τὸν ξέγραψε
ἀπὸ τὸ δεφτέρι του, γιὰ νὰ μὴν πληρώνῃ ἡ κακομοίρα ἡ Μήτραινα τοὺς
φόρους του. Καὶ ὅμως ἡ Μήτραινα ἔσκισε τὰ ροῦχά της, ἅμα ἔμαθε
ὅτι τῆς ξέγραψε ὁ προεστὸς τὸ παιδί της καὶ πῆγε στὸ σπίτι του νὰ
παραπονεθῇ:
- Ἀκοῦς ἐκεῖ, ἔλεγε, βγαίνοντας ἀπὸ τοῦ προεστοῦ, νὰ μοῦ σβήσῃ τὸ
παιδί μου! Τί τὸν μέλει αὐτόν, σὰν πληρώνω ἐγώ;

Εἶχε πάντα τὴν καρδιά της γεμάτη ἐλπίδα καὶ τῆς φαινόταν, ὅτι τὸ
παιδί της εἶναι γερὸ καὶ καλά, ὅτι κέρδιζε χρήματα μὲ τὸ σωρό, κι ὅτι
βρίσκεται στὸ δρόμο νἄρχεται. Ζοῦσε ἡ καημένη μὲ τὸ ἐργατικό, πότε
στ’ ἀμπέλια καὶ πότε στὰ χωράφια χωριανῶν της, κι ἐνῷ ὅλος ὁ κόσμος
τὴν συμπονοῦσε, αὐτὴ δέ τὄβανε κάτω, ἀλλὰ ἀπολογιόταν μὲ θυμό:
- Μὴ σᾶς πέρασε ἡ ἰδέα, ὅτι χάθηκε τὸ παιδί μου καὶ δὲ θὰ μοῦ ἔρθῃ;
αὐτὸ ζῇ καὶ βασιλεύει, δόξα σοι ὁ Θεός! ῎Ετσι μοῦ τὸ λέει ἡ ἐλπίδα, ποὺ
ἔχω μέσα στὴν καρδιά μου!
Κάθε δειλινό, χειμῶνα - καλοκαίρι, ὅταν ἔτρεμε ὁ ἥλιος νὰ βασιλέψῃ,
ἄφηνε τὴν ἐργασία της καὶ γνέθοντες πήγαινε ψηλὰ στὴ ραχούλα, στ’
ἀγνάντια τοῦ χωριοῦ, κι ἐκεῖ καθόταν κι ἀγνάντευε τὸ δρόμο, ὡς μιὰ ὥρα
μακριὰ - ὅσο ἔκοβε τὸ μάτι της - καὶ μὲ ἀνίκητη ἐλπίδα ἀκολουθοῦσε
τοὺς διαβάτες, ποὺ ἔρχονταν, καὶ μονολογοῦσε:
- Νά! αὐτὸς εἶναι! Αὐτὁς ὁ καβαλάρης! Κοίτα, πῶς τρέχει τὸ μουλάρι
του! Καλῶς ὥρισες, παιδί μου!
Καὶ ξεφώνιζε, κι ἄνοιγε τὴν ἀγκαλιά της μ’ ἄφατη χαρά, καὶ
ροβολοῦσε δυὸ - τρία βήματα, ἀλλὰ ὁ καβαλάρης ἐκεῖνος δὲν ἦταν ὁ
Γιάννης τῆς Μήτραινας, οὔτε κἂν χωριανός της, γιατί, ἅμα πλησίαζε
πρὸς τὸ χωριό, ἔπαιρνε τὸν ἄλλον τὸ δρόμο, τραβῶντας γιὰ ξένο χωριό.
Κι ἡ Μήτραινα χαρωπή - χαρωπή, ἔπαιρνε κοντὰ μὲ τὸ βλέμμα της ἄλλον
καβαλάρη διαβάτη γιὰ τὸ Γιάννη της, ὅσο ποὺ κι αὐτὸς ἔπαιρνε ἄλλο
δρόμο. Καὶ δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὴ ραχούλα, παρὰ ὅταν ἄρχιζε νὰ χύνεται τὸ
σκοτάδι ἐπάνω στὴ γῆ. Τότε, γύριζε στὸ σπιτοκάλυβό της γελαστὴ καὶ
χαρωπή, ὅπως πάντα, μὲ τὴν καρδιά της γεμάτη ἐλπίδα, κουνώντας τὸ
κεφάλι της καὶ λέγοντας:
- Ποιὸς ξέρει τὸ μοναχό μου, ποῦ νὰ νυχτώθηκε! Δὲν τὸν ἄφησε ἡ
κούρασι τοῦ δρόμου νὰ φτάσῃ ἀπόψε! Κι αὔριο ἡμέρα τοῦ Θεοῦ ξημερώνει!
Αὔριο ἔρχεται.
Αὐτὴ ἡ δουλειὰ ἐξακολούθησε χρόνια καὶ χρόνια. Ἡ ἐλπίδα φώλιαζε
βαθιὰ στὰ φυλλοκάρδια τῆς Μήτραινας. Καὶ τίποτε δὲ μποροῦσε νὰ τὴν
διώξῃ ἀπὸ κεῖ μέσα. Ὅταν δούλευε μὲ τὴν ἐργατιά, αὐτὴ ἔσερνε πάντα
τὸ τραγούδι καὶ τραγουδοῦσε ὅλο τραγούδια γιὰ τὸν ξενιτεμμένο τὸ γυιὸ
της, ποὺ πάντα ἐρχὸταν καὶ ποτὲ δὲ φαινόταν!
Ὅλος ὁ κόσμος, ἄντρες καὶ γυναῖκες, τὴν ψυχοπονοῦσαν τὴν καημένη
τὴ Μήτραινα κι ἔλεγαν μέσα τους:
- Ὁ Θεὸς νὰ τῆς αὐξαίνῃ τὴν ἐλπίδα τῆς ὀρφανῆς!
῎Ετσι περνοῦσαν τὰ χρόνια καὶ ἡ Μήτραινα ἐξακολουθοῦσε νὰ
ἐλπίζῃ, κι ὅλο νὰ ἐλπίζῃ. Κάθε βράδυ περίμενε τὸ Γιάννη της καὶ κάθε
βράδυ ξενυχτοῦσε ἔρημη καὶ μοναχὴ στὸ σπιτοκάλυβό της, χωρὶς ν’
ἀδημονῇ, χωρὶς ν’ ἀπελπίζεται.
Εἶχε χάσει τὸ λογαρτασμὸ πόσα χρόνια εἶχε ὁ Γιάννης της στὰ ξένα.
Δὲ θυμόταν πόσα χρόνια τῆς βάραιναν τὴ ράχι, κι ἀπὸ τὴν ἠμέρα, ποὺ
ξεκίνησε τὸ μονάκριβό της, εἶχε σκεπάσει τὸν καθρέφτη της, ποὺ εἶχε
κρεμασμένο δεξιὰ στὴν πόρτα της, καὶ ἀπὸ τότε δὲν εἶχε δεῖ τὸ πρόσωπό
της! Τὰ μαλλιά της εἶχαν ἀσπρίσει ὅλα,τὸ πρόσωπό της εἶχε ζαρώσει, ἡ
ράχι της εἶχε κυρτώσει κι αὐτὴ δὲν τὸ γνώριζε!
Ἂν κάθε δειλινὸ ἔβγαινε στ’ ἀγνάντια ἡ Μήτραινα, γιὰ νὰ ἰδῇ τὸ
παιδί της νἄρχεται, ὅμως οὔτε φαῒ ἑτοίμαζε, οὔτε ἔστρωνε, οὔτε τὴ
σκύλα ἔδενε, γιὰ νὰ μὴν ἀλυχτᾷ τοὺς χωριανούς. Μόνο τὴν παραμονὴ
τοῦ Ἅϊ - Γιαννιοῦ ἔκανε αὐτὴ τὴ δουλειά.
Τὸ εἶχε κομποδεμένο ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ὅτι θὰ ἐρχόταν ὁ Γιάννης
της χωρὶς ἄλλο, ξημερώνοντας ἡ γιορτή του. Γι’ αὐτὸ ἀπὸ τὴν παραμονή,
χωρὶς νὰ βγῇ καθόλου στ’ ἀγνάντια, ἔσφαζε τὴν παχύτερή της κότα, τὴ
ζεματοῦσε, τὴ μαδοῦσε καὶ τὴν ἔβανε νὰ βράσῃ, σκούπιζε τὸ σπίτι καλὰ
- καλά, ἔστρωνε καθαρά, κι ἔδενε τὴ σκύλα, γιὰ νἄναι ὅλα ἕτοιμα τὸ
πρωῒ καὶ νὰ μὴν ἔχῃ ἄλλη δουλειά, παρὰ νὰ πάῃ μόνο στὴν ἐκκλησιά
κι οὐδ’ ἄλλο, κι οὐδ’ ἄλλο.
Τόσοι Ἅϊ - Γιάννηδες πέρασαν καρτέρει καὶ καρτέρει, ποὺ μποροῦσαν
νὰ κάμουν ἀκέριο μῆνα, κι ὁ Γιάννης τῆς Μήτραινας δὲ φαινόταν! Τί νὰ
εἶχε γίνει ὁ Γιάννης! Χωρὶς ἄλλο θὰ ἔλειωσαν τὰ κόκκαλά του κάτω
ἀπὸ τὸ μαῦρο μνῆμα χωρὶς κερί, χωρὶς λιβάνι, χωρὶς τρισάγιο, χωρὶς
λουλούδια, χωρὶς δάκρυα!
Ἀλλὰ ποῦ περνοῦσαν αὐτὰ ἀπὸ τὸ νοῦ τῆς Μήτραινας!
Ὅταν ἔβρασε καλὰ ἡ κότα, εἶχε βασιλέψει ὁ ἥλἰος. Τότε ἡ Μήτραινα
τὴν ἔβγαλε ἀπὸ τὴ φωτιά, τὴν ἀπόθεσε ψηλὰ, κι ὕστερα ἔκαμε τὸ
σταυρό της ἐμπρὸς στὸ εἰκόνισμα, παρακαλῶντας τὴν Παναγία καὶ τὸν
Ἅϊ - Γιάννη νὰ τῆς φέρουν τὸ παιδί της γερὸ καὶ καλὰ ἀπὸ τὰ ξένα.
Χάλασε καὶ σκέπασε τὴ φωτιά, ἔσβησε τὸ λυχνάρι καὶ πλάγιασε νὰ
κοιμηθῇ γιατὶ ἦταν περασμένη ἡ ὥρα.
Τὰ πρόσφορα τὰ εἶχε ἕτοιμα ἀπὸ τὴν ἡμέρα τοῦ Σταυροῦ. Τὸ βαθὺ
πρωΐ, νύχτα ἀκόμη, πρὶν λαλήσουν οἱ πετεινοί, ἅμα ἄκουσε τὸ σήμαντρο ̇
τῆς ἐκκλησίας, σηκώθηκε, νίφτηκε, ἄναψε τὸ καντήλι στὸ εἰκόνισμα,
ἔκανε τὸ σταυρό της κι ἄναψε τὴ φωτιά. Ἔφτιασε τρία τέσσερα κεριά,
γέμισε τὸ ροΐ της λάδι, πῆρε τὸ πρόσφορό της καὶ κίνησε γιὰ τὴν ἐκκλησία.
Ξεκινῶντας ἔκλεισε πίσω της τὴν πόρτα μόνο μὲ τὸ μάνταλο, γιὰ νὰ
μπορέσῃ νὰ μπῇ μέσα μονάχο του τὸ ξενιτεμμένο της παιδί. Ἦταν τόσο
βέβαιη, ὅτι θὰ ἐρχόταν χωρὶς ἄλλο ὁ Γιάννης της ἐκεῖνο τὸ πρωΐ!
Στὴν ἐκκλησία κάθισε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς λειτουργίας ὢς τὸ τέλος
καί, ὅπως συνήθιζε πάντα, πῆγε στὴν πύλη τοῦ ἱεροῦ πρώτη - πρώτη,
γιὰ νὰ πάρῃ ἀντίδωρο πρωτύτερα ἀπ’ ὅλο τὸ ἄλλο χωριὸ καὶ νὰ πάῃ
γρήγορα στὸ σπίτι της, νὰ δεχτῇ τὸ παιδί της, ποὺ ἐρχόταν ἀπὸ τὴν
ξενιτειά.
Ἔτσι ἔκανε πάντα, κί ὁ παπᾶς, ποὺ ἤξερε αὐτὴ τὴν ἀδυναμία της,
τῆς ἔδινε ἀντίδωρο πρῶτα ἀπ’ ὅλους ̇ κι αὐτὴ παίρνοντας τ’ ἀντίδωρο
βγῆκε τρεχάτη ἀπὸ τὴν ἐκκλησία κρατῶντας στὸ χέρι τὸ ἀδειανὸ ροῒ
καὶ τράβηξε ἴσια γιὰ τὸ σπιτοκάλυβό της.
Δὲν εἶχε φέξει καλά, ὅταν γύριζε, κι ἡ συννεφιὰ ἡ βαρειά, ποὺ κρεμόταν στὸν αἰθέρα, ἔκανε τὸν οὐρανὸ μαῦρο καὶ φοβερό. Ὁ ἄνεμος φυσοῦσε
δυνατὰ κι ἡ Μήτραινα ἔτρεχε γρήγορα πατῶντας ὅπως τύχαινε μέσα
στὶς λάσπες, γιὰ νὰ φτάσῃ τὸ γρηγορώτερο στὸ σπιτοκάλυβό της καὶ νὰ σφίξῃ στὴν ἀγκαλιά της τὸ παιδί της.
Μπαίνοντας στὴν αὐλὴ κοίταξε ὁλόγυρα, γιὰ νὰ ἰδῇ ἂν εἶναι κανένα
μουλάρι, καὶ μὴ βλέποντας τίποτε ἀπόθεσε κάπου τὸ ροΐ της, βγῆκε στὸ
δρόμο καὶ τράβηξε ἴσια κατὰ τ’ ἀγνάντια. Καὶ ἅμα ἔφτασε στὴ μεριά,
ποὺ εἶχε χωριστῆ μὲ τὸ Γιάννη της, φώναξε μὲ μεγάλη φωνή:
- Γιάννη η η η! Γιάννη, οὔουου!
- ̔Ορίστεεε! ἀπολογήθηκε μιὰ φωνὴ ἀπὸ μακριά.
- Χτύπα γρήγορα, παιδάκι μου, γιατὶ σ’ ἔφαγε τὸ κρύο. Τοῦ ἀπολογήθηκε ἡ Μήτραινα.
Σὲ λίγο τὸ ποδοβολητό τοῦ μουλαριοῦ ἀκουγόταν ξαστερώτερα, ἀλλὰ
ἡ Μήτραινα δὲν τὸ κουνοῦσε ἀπὸ ἐκείνη τὴ μεριά.
Τὸν περίμενε ἐκεῖ τὸ Γιάννη της, ὣς ποὺ ἦρθε.
- Παιδάκι μου! Ψυχούλα μου!
- Μαννούλα μου! Ποιός σοῦ πῆρε τὰ συχαρίκια καὶ βγῆκες τέτοια
ὥρα ἐδῶ, νὰ μὲ καρτερῇς;
- ̔Η ἐλπίδα μου, ψυχούλα μου! ̔Η ἀνίκητη ἐλπίδα μου, ποὺ φώλιαζε
μέσα ἐδῶ, στὴν καρδιά μου βαθιά!
̔Ο Γιάννης κατέβηκε ἀπὸ τὸ μουλάρι, ἡ Μήτραινα ἄνοιξε τὴν
ἀγκαλιὰ καὶ μάννα καὶ παιδὶ ἔγιναν ἕνα ἀπὸ τὸ σφιχταγκάλιασμα.
̓Εκεῖ, στὴν ἴδια τὴν μεριά, ποὺ ἀγκαλιάστηκαν καὶ φιλήθηκαν μάννα
καὶ παιδὶ τὸ πικρὸ ἀγκάλιασμα καὶ φίλημα τοῦ χωρισμοῦ, ἐδῶ καὶ τόσα
χρόνια, ἐκεῖ, στὴν ἴδια τὴ μεριὰ πάλι μάννα καὶ παιδὶ ξαναφιλιόνταν καὶ
ξαναγκαλιάζονταν τὸ χαρμόσυνο φίλημα κι ἀγκάλιασμα τοῦ ἐρχομοῦ.
Κι ἔτσι ἀγκαλιασμένοι ἔφτασαν στὸ σπιτοκάλυβο.
Μιὰ βαρειὰ τουφεκιὰ ἔπεσε στὸν αὐλόγυρο τῆς Μήτραινας, ποὺ
βρόντησε ὅλο τὸ χωριό.
Ἡ χαρὰ τῆς Μήτραινας οὔτε γράφεται οὔτε μολογιέται!
Πρώτη φορά, ἀφότου ξενιτεύτηκε ὁ Γιάννης, θρονιαζόταν ἡ χαρὰ στὸ
ταπεινὸ σπιτοκάλυβο τῆς Μήτραινας.
—Μωρέ τι τρέχει;
Έλεγε ο ένας στον άλλο.
—Κάποιος ξενιτεμένος θα 'ρθε!
Απολογιόνταν.
Σε λίγο όλο το χωριό έμαθε ότι ήρθε ο Γιάννης της κάκως της Μήτραινας από τα ξένα, κι έτρεξαν να τον καλωσορίσουν. Το σπιτοκάλυβό της κάκως της Μήτραινας γέμισε κόσμο κι αχολογούσε από φιλήματα, ευκές και καλωσορίσματα. Ο ουρανός είχε φέξει κι ο ήλιος έβγαινε πίσω από τα σύννεφα.
Κι όταν ο κόσμος τραβήχτηκε και τα λιανοπαίδια πήραν τα καλούδια τους, που τους ήταν ταγμένα τόσες φορές χι έμειναν μάνα και παιδί μοναχοί τους, τότε η κάκω η Μήτραινα κοίταξε καλά-καλά το Γιάννη της, και βλέποντας λίγες άσπρες τρίχες στα μουστάκια του και στα μαλλιά του, του είπε με κάποιον μελαγχολικόν τόνο:
—Άρχισες να γηράζεις, παιδάκι μ', κακό που μ' ηύρε!
—Αμ τι δα! Μισοκαίριασα, μάνα μ'!
Της απολογήθηκε ο Γιάννης.
Της φάνηκε παράξενο της κάκως της Μήτραινας η κουβέντα του Γιάννη της, γιατί της φαίνονταν ότι δεν είχαν περάσει παρά λίγα χρόνια, τρία ή τέσσαρα μοναχά, αφόντας τον ξεκίνησε, ολωσδιόλου αμούστακο, για τα ξένα. Παράξενο της φαίνονταν που τον έβλεπε και μουστακωμένον ακόμα. Σ' αυτό απάνω έπεσε το μάτι στον καθρέφτη της ταμπακιέρας, που 'χε ο Γιάννης τον καπνό του, και της φάνηκε, ότι είδε ένα ξένο πρόσωπο μέσα στο σπίτι. Τρόμαξε. Ήταν αυτή μέσα στον καθρέφτη; Μα πώς ήταν δυνατό! Τότε για να καταλάβει καλύτερα πήγε στο δεξί της θύρας, σήκωσε το σκέπασμα από τον καθρέφτη και, για πρώτη φορά, αφόντας ξενιτεύτηκε ο Γιάννης της, κοίταξε μέσα το πρόσωπό της. Είδε τα μαλλιά της κάτασπρα βαμβάκι και το πρόσωπο της πρόσωπο βάβως! Όλη η δροσιά του προσώπου της ήταν φευγάτη! Αναστέναξε μες από την καρδιά της κι είπε με καημό μεγάλο:
—Γέρασα η καημένη, και δεν το 'ξερα!
Κι ύστερα από λίγη σιωπή, ξανάπε:
—Αφού σ' απόλαψα, παιδάκι μ', το ίδιο κάνει κι αν γέρασα κι αν δεν γέρασα!
Το κοίταγμα μέσα στον καθρέφτη την έκανε να μελαγχολήσει... Κρέμασε τα μούτρα κι άρχισε να συλλογιέται. Συλλογίστηκε, συλλογίστηκε κι άρχισε να κλαίει, και τα δάκρυα της κίνησαν κι έτρεχαν σαν κουμπιά μαργαριτάρι. Πλειότερο από τριάντα χρόνια είχαν περάσει που δεν είχαν δακρύσει τα μάτια της κάκως της Μήτραινας, από την πολλή της την ελπίδα. Έκλαιε, έκλαιε η κάκω η Μήτραινα, που δεν ήξερε ως τότε τι θα ειπεί κλάμα και πόνος. Έκλαιε τα θαμμένα της τα νιάτα σε τριάντα χρονών και πλειότερο ξενιτιά. Όλη η πολύχρονη ξενιτιά του μοναχογιού της έγινε ένα καταπότι και την κατάπιε μονομιάς! Τι κλονισμό που αισθάνονταν εκείνη τη στιγμή μέσα στα τρίσβαθα της καρδιάς της! Όταν η καρδιά κολυμπάει σε πέλαγο ιερής λύπης, η ψυχή βρίσκεται σταυροχεριασμένη μπροστά στον Πλάστη της!
Ο Γιάννης, για να σκορπίσει τη λύπη της, είπε, προσπαθώντας να κρύψει κι αυτός τη συγκίνησή του και τα δάκρυά του:
—Δε μας φέρ'ς να φάμε, μάνα;
—Αλήθεια παιδάκι μ', μου είσαι πεινασμένο!...
Είπε και σηκώθηκε τρικλίζοντας, έστρωσε τραπέζι, κι απόθεκε απάνω τα χουλιάρια, το ψωμί και το προσφάγι, και κάθισαν να φάνε.
Ύστερα από το φαγητό ο Γιάννης έδωκε στη μάνα του μα σακούλα γεμάτη φλωριά, να τα 'χει δικά της, και να δίνει για την ψυχή της, και της διηγήθηκε την ιστορία της ξενιτιάς του:
—Φεύγοντας, μανούλα μ', απεδώ, πήγα στο Βουκουρέστι. Την ίδια μέρα μπήκα σ' έναν αφεντικό, κι ύστερα από μια βδομάδα ξεκινήσαμε μαζί για τη Μολδαβία, όπου είχε το σπίτι του και τα χτήματά του. Έδειξε τόση αγάπη και συμπάθεια για μένα, ο αφεντικός μ', που δεν μολογιέται. Με θεωρούσε σαν παιδί τ'. Εκεί μια μέρα, ύστερα από λίγον καιρό, μόδωκε ένα γράμμα, και το γράμμα αυτό διαλάβαινε ότι είχες πεθάνει εσύ! Μαθόντας αυτήν την είδηση κόπηκα στα κλάματα. Αυτός κι η γυναίκα του προσπάθησαν με κάθε τρόπο να με παρηγορήσ'ν, και στα υστερνά μόταξαν να με κάν'ν παιδί τ'ς και να μ' αρραβωνιάσ'ν με την μοναχοθυγατέρα τ'ς! Δεν ήταν βολετό να παντρευτώ ποτέ εγώ στα ξένα, αλλά ο θάνατος της μάνας  μ’ε μ μου μ’ έκανε να μου φαίνεται
φαρμάκι η γλυκύτατη Πατρίδα, να μου φαίνεται ερημιά! Μέρα με την ημέρα όμως συνήθισα με την ιδέα του θανάτου σου.
Αλλ' η πατρίδα, όσο γλυκιά κι αν είναι, χωρίς μάνα, χωρίς πατέρα, χωρίς αδέρφια, χωρίς πρωτοξάδερφα, όπως ήμουν εγώ έρημος, μου φαίνονταν μαύρη και σκοτεινή, κι έτσι, ύστερα από τρία χρόνια, παντρεύτηκα την θυγατέρα του αφεντικού μ' κι απόφευγα να γνωρίζομαι με πατριώτες, για να μη μου ανοίγει η πληγή της Πατρίδας, που είχα μέσα μου.
—Πέθαναν τα πεθερικά μου γλήγορα, σε δυο χρόνια απάνω, κι ύστερα από λίγα χρόνια πάει κι γυναίκα μου στη γέννα απανωθιό.
Αλλά σ' ένα-δυο μήνες πάει κι αυτό! Τότε πήρα όλο το βιο, που είχαν αφήσει τα πεθερικά μ' και τράβηξα τον ανήφορο μακρύτερα, μέσα στα χιόνια, στην ξακουσμένη Μόσχα της Ρουσίας, κι εκεί ζούσα, σαν έρημος που ήμουν, χωρίς να με ξέρει κανείς, πούθε κρατάει η σκούφια μ'. Τον περασμένο Μάη γένονταν στη Μόσχα η στέψη του αυτοκράτορα της Ρουσίας, κι έτρεξαν από τα τέσσαρα πέρατα του κόσμου, κόσμος και κοσμάκης. Ανάμεσα στους πολλούς υπάρχονταν και κάμποσοι πλούσιοι πατριώτες μας κι η βασίλισσά μας, η Όλγα, με το διάδοχο τον Κωνσταντίνο και το δεύτερό της παιδί, τον Γεώργιο. Ο πόνος της πατρίδας με τραβούσε στο παλάτι που ήταν κονεμένη η βασίλισσα. Πήγα πολλές φορές, για να βλέπω τη βασίλισσα και τα βασιλόπουλα από μακριά. Εκεί γνωρίστηκα μ' έναν υπηρέτη της βασιλικής συνοδείας. Απ' ομιλία σ' ομιλία μ' αυτόν, και με το «πούθε είσαι» και «πούθε είμαι», γνωριστήκαμε πατριώτες! και τι πατριώτες; Χωριανοί! Ήταν ο Κώστας της γειτόνισσάς μας, της Γιώργαινας! Κι όταν του είπα πως είμαι της Μήτραινας του Ζώτου παιδί, με κοίταξε καλά καλά και μου είπε:
—«Μωρέ συ είσ' ο Γιάνν'ς ή το φάντασμα τ';»
—«Εγώ! όλος κι όλος!»
Του είπα και άρχισαν να τρέχ'ν τα δάκρυα μ' ποτάμι, κι η καρδιά μ' να φουσκώνει σα βουνό.
—«Βρε τρισκατάρατε, μου είπε με θυμό, γιατί δε γράφ'ς της μάνας σ'; Γιατί δεν της στέλ'ς χρήματα να ζήσει;......Γιατί τη λησμόνησες;.....Γιατί;.....Γιατί;....
Μου φάνηκε πως άνοιξαν τα ουράνια. Θαμπώθηκα από το φως, που χύθηκε μπροστά μου από την είδηση ότι ζει η μανούλα μ'.
—«Βρε αδερφέ, του λέγω, μη με παραπαίρν'ς έτσι! Εγώ έχω γράμμα εδώ και τριάντα χρόνια, ότι η μάνα μ' είναι πεθαμένη... Θα 'χεις κανένα λάθος...»
—«Τον κακό σου τον καιρό! μου είπε. Η μάνα σ', ωρέ μπουμπουνισμένε, ζει και ζαίνεται με τες αργατιές, και συ κάθεσαι στα ξένα και...»
—«Μα, την ξέρ'ς καλά τη μάνα μ';»
Του είπα.
—«Μωρέ την κάκω τη Μήτραινα δεν ξέρω, τη γειτόνισσα μ'; Για χαμένο μ' έχεις;»
Τότε τον αγκάλιασα σφιχτά και φιλιώντας τον, του είπα για ύστερη φορά να βεβαιωθώ καλύτερα:
—«Αλήθεια, ζει η μάνα μ';»
—«Ζει και παραζεί, σου είπα, και σε καρτεράει κάθε μέρα, και κάθε ώρα και στιγμή!»
Μου φάνηκε ότι κέρδισα ένα βασίλειο. Μου φάνηκε ότι ήμουν πλειο ευτυχισμένος από όλους τους βασιλιάδες του κόσμου, κι όλα τα βασιλόπουλα, που ήταν μαζεμένα εκεί στη Μόσχα.
—«Ζει η μάνα μ', είπα μέσα μ', και με καρτεράει, κι εγώ κάθομαι στα ξένα! Να φύγω το γληγορότερο!»
Κι έτσι, πούλησα ό,τι είχα και δεν είχα, έμασα το ένα μ' και το άλλο μ', κίνησα για εδώ, κι ήρθα γερός και καλά, δόξα σ' ο Θεός.
Και λέγοντας αυτά τα λόγια, έκανε τρεις φορές το σταυρό του, με μεγάλη κατάνυξη.
Η κάκω η Μήτραινα τον ξαναγκάλιασε πάλι, και τον έσφιξε δυνατά στα στεγνωμένα στήθια της, λέγοντας του:
—Καλώς ήρθες, παιδάκι μ', καλώς ήρθες!
Ο Γιάννης, εξακολούθησε:
—Πιστεύω, τον ψεύτικο θάνατο σ' τον έπλασε ο μακαρίτης ο πεθερός μ', για να με κάνει γαμπρό τ'. Αλλά βλέπ'ς; δεν το 'στρεξε το άδικο ο Θεός! Όπως δούλεψε έτσι απόλαψε, κι όπως έστρωσε έτσ' πλάγιασε! Θεός σχωρέσ' τον όμως, ας πούμε τώρα!
Σε λίγο ήρθε κι ο παπάς να σηκώσει το ύψωμα, για τ' όνομα του Γιάννη.
Πρώτη φορά, αφόντας ξενιτεύτηκε ο Γιάννης, θρονιάζονταν η χαρά στο ταπεινό σπιτοκάλυβο της κάκως της Μήτραινας!


Aπό τη συλλογή:  «Διηγήματα τῆς ξενιτειᾶς»

 ***********************************

 Αποτέλεσμα εικόνας για φωτογραφιες  χωριο 19 αιωνας

 Emigration Stories

    INVINCIBLE HOPE
by Christos Christovassilis
 


 


*Adapted by Vassilis C. Militsis
















Before Epiphany, in the afternoon of Saint John, the Baptist’s Eve, old Mitraina, as she always did on this day, she killed a large, fat hen, out of her ten or twelve fowl she raised in the spacious courtyard, she scalded and plucked it, and then put it whole in a large kettle to boil; she then tidied her cottage, spread her bridal doily on the hearth mantelpiece, tied the recalcitrant bitch to the post ring and, as she did on all Saint John’s Eves, she looked forward to the coming of her son from overseas, on the following day, the feast of Saint John, the Baptist.
This story went on for long years. Poor old Mitraina was still young when a beautiful, though orphan, widow saw her only son and the apple of her eye, Yannis, off to the accursed foreign lands.
 Not a white strand could be found in her raven black, curly hair when she kissed him for a last time and saw his figure from the high cliff with eyes drenched in rears fade away along to road until he could no longer be seen.
Since then poor old Mitraina had lived for years and years all alone in her cottage, her only companions being its four walls, the icon shrine in a corner, the hearth, a goat, a cat, a bitch and half a score of hens with a strutting, colorful, polygamist rooster, which also served as an alarm clock to wake her every morning so that she could build the fire; she then took to her embroidery, distaff spinning, knitting, darning or going to the nearby forest to gather firewood and bring it on her shoulders back home.
The youths of the village went overseas for a better fortune, stayed there some three, some four and some five years at the maximum, and then returned home; but Yannis, Mitraina’s son, showed no sign of life! All the people of the village had him for dead, and the chief of the elders struck him off the municipal roll so that poor Mitraina might not pay his fees. Mitraina, however, rent her clothes on hearing that the chief had struck off her son’s name and in fury barged into his house to complain:
“How about that!” she said coming out of the chief’s house; “what’s the idea of striking off my son from his rolls! What does he care as long as I pay the fees myself?”
Her heart was full of hope and she believed her child was sound and safe, he had prospered and now he was on his way back home laden with riches. The poor woman lived on manual labor, sometimes on the vineyards or the fields of her fellow villagers. All the people were compassionate, but she did not give up and she defended her belief:
“Never let it cross your mind that my son is lost and’ll never come back. He’s alive and well, thank God! So the hope in my heart tells me!”
In the afternoons, at all seasons, when the sun was about to set, she would leave off her work and taking along her distaff ascended the high cliff that dominated the whole vista and sat there on the top spinning and gazed at the road as far as she could see, and with her invincible hope she watched the wayfarers and soliloquized:
“There! That’s him! That rider! Look how swift his mule is! Welcome, my sweet child!” she would cry out opening her arms with ineffable joy and hurried down one or two strides; but, alas, the rider was not Yannis, Mitraina’s son – not even one of her village. For on approaching the village, he veered off the road to another village.
But Mitraina, undaunted and joyful espied another rider taking him for her Yannis until the latter sidled off, too. She would not budge from the high cliff before dark fell all around. Then she went back to her cottage cheerful and gay, with her hope always nestled in her heart, nodding and saying to herself:
“Who knows where my lonely one has been overtaken by night! The fatigue of the road prevented him from arriving tonight! Tomorrow is also a God’s day; he’ll be here tomorrow!”
Years and years went by. The hope took deep roots in Mitraina’s heart and nothing could drive it away. While working with the women on the fields it was she who always took up singing songs, followed by the rest of the women, about her son in strange lands, who was always being expected but never showing up.
Everyone, both men and women, sympathized with her and said to themselves: “May God boost the hope of the poor woman!”
Thus the years sped away and Mitraina went on hoping without surcease. Every evening she was waiting for Yannis to come and was spending the night all alone and desolate in her cottage patiently and without despairing. She lost count of how long her Yannis had been in the foreign lands. She could not remember how many years had weighed upon her since her dear one left for abroad. She covered the mirror that hung on the right of the door and since then she had not seen her face! Though her hair went all white, her brow wrinkled and her back humped, she was not aware of it all!
Although every afternoon she ascended to the top of the cliff to see if her son was coming, Mitraina would not prepare her meal; neither would she tidy her place nor tie her bitch so that the beast may not bark at the people. It was only on Saint John’s Eve when she went about these tasks. She was dead sure that Yannis would without fail come early on that day as it was his name day.
That was why she killed her fattest hen, scalded and plucked it, and put it whole in a large kettle to boil; she then tidied her cottage meticulously and tethered the bitch. In this way, she could go to church being free from all house chores.

Many tedious St John’s feasts of expectations elapsed that could be added up and make a month but Mitraina’s Yannis would not show up. What has become of him? Undoubtedly his bones lay under a bleak gravestone without a candle, without incense, without the last rites, without flowers and without having been mourned! However, such thoughts never crossed Mitraina’s mind.
The sun had already set when the hen was well boiled. Mitraina removed the kettle from the fire and put it on a high place. She then crossed herself in front of the icon shrine praying to the Holy Virgin and St John to speed her son safe and sound back home from the foreign lands. She put out the fire and covered the embers with ash, blew out the lamp and lay down to sleep as it was late. The obleys had already been baked the previous day. In the dim morning twilight, even before the rooster’s crow, as soon as she heard the first church bell chime, she got up, washed her sleep off her face, lit the lamp in front of the icon, made the sign of the cross and built the fire in the hearth. Then she made four wax candles, filled the oilcan, took her obleys and set out to go to church.
Before leaving she closed the door only with the outer latch so that her son might get in easily when he came. She was dead sure that her son would come that day without fail! She attended the service from the beginning to the end, as she always did, and she was the first to go and receive the host from the priest before the rest of congregation, because she was in a hurry to go home and welcome her son from abroad.
That was her wonted practice, and the priest, who was aware of her foible, he used to give her first of all the host. She exited the church in a hurry holding the piece of sanctified bread in her hand and the empty oilcan and headed straight to her cottage. The day had barely broken and the clouds that hung in the sky made it bleak and awesome. The wind was blowing hard and Mitraina was running not heeding whether she stepped on water puddles as she was looking forward to getting to her cottage as soon as possible and hug her dear son tight to her bosom. On entering the courtyard she looked around in case she saw a mule. But seeing no pack beast she put down her oilcan and hurried straight to the high hill. When she reached the place where she had long ago parted with her Yannis she cried out in a loud voice:
“Yanniiiis! Heyyy, Yanniiis!”
“Hellooo there!” replied a voice from afar.
“Spur your mule, my son, and come quickly. The cold is getting into your bones,” answered Mitraina back.
Shortly the clatter of the mule grew louder, but Mitraina would not budge from her place. She stood there until Yannis came.
“My little kid! My soul!”
“My dear Mother! Who’s given you the tidings about my coming so you’ve been waiting here at this hour?”
“Hope, sweetheart! My invincible hope that has taken roots deep in my heart!”
Yannis rode off his mule, Mitraina opened her arms and mother and child melded in one bear hug; there at the same place where mother and child had embraced and kissed for the bitter parting so many years before. Now at the same placed they relished the joyous embrace and kiss of the sweet reunion. And tightly embraced they got to the cottage.
A loud gunshot was fired in Mitraina’s courtyard that shook the whole village.
Mitraina’s joy was indescribable!
“Well, what’s going on?” they all wondered.
“Someone must have come back from overseas,” they all concluded
In a short while all the villagers learned of Yannis, Mitraina’s son’s return and they hurried to welcome him. Mitraina’s humble cottage crowded with people, who cheered, kissed and wished the best on the occasion. The sky had already brightened and the sun peeked out of the clouds.
When the visitors retired and the little children received their gifts, mother and son were left alone. Old Mitraina scrutinized her Yannis and observing some white hairs in his head and mustache she remarked in melancholic tones:
“Alas, you’ve begun to grow old, my son!”
“What’s so strange? I’m already past my middle years,” he rejoined.
Old Mitraina found Yannis response strange for it seemed to her that no more than three or four years had gone by since her son, still a stripling set off on his long journey for overseas. She thought it strange to see him wearing a moustache. At that moment she took a glimpse of herself on Yannis’s shiny snuff box and thought she saw a stranger’s face in the house. She was appalled; was that her reflection on the snuff box surface? How could it be possible? In order to verify it she went to the right side of the door, lifted up the cover from the mirror, and for the first time since Yannis had gone away looked at her face. Her hair was cotton white and her face was that of an old woman’s! All its freshness had gone away! She heaved a deep sigh:
“Poor me!” she said bitterly; “I haven’t realized that I’ve grown old.” But then she added: “As long as you’re with me, my sweet son, it’s all the same to me!”
After her look in the mirror she grew sullen and began to brood over the past and at the same time tears beaded on her eyelashes and ran down her cheeks like pearls. Old Mitraina had never cried for over thirty years thanks to her hope that sustained her. She, who had not known what weeping and sorrow meant before, kept on crying. She deplored her lost youth that had been buried in her son’s exile. She lamented the years-long absence of her son, which now became a bitter drug for her to swallow all at once! What shock she might have felt deep in her heart! When the heart is lost in an ocean of holy sorrow, the soul stands bowed before her Creator!
To dispel her sorrow Yannis, struggling himself to curb his emotion and his tears, said:
“Bring us something to eat, Mother.”
“Oh, my dear son is hungry!” she said.
She got up limping, laid the table and put the cutlery, bread and cheese, and sat at the table to eat.
After the meal, Yannis gave his mother a purse filled with gold pieces so that she could dispense it according to her will; then he began to narrate his story:
“Dear Mother, after parting with you, I traveled to Bucharest, where immediately I started work with someone, who was my boss. A week later we set off to Moldavia, where my boss had his residence and his money. He felt for me immensely. He loved me as his own son. On day he handed me a letter containing the sad tidings of your death! I was devastated by the awful news. His wife and he did the best to console me and in the end they suggested I should marry their daughter, as they already considered me their son. It had never crossed my mind to marry abroad, but your alleged death made the sweet otherwise return home seem like poison. Home appeared to be a place of desolation! Day after day I became used to your ‘death’.
”Fatherland without father and mother, without brothers and sisters, in short without kith and kin was to me dark and bleak. So I married my boss’s daughter and shunned my compatriots so that the wound of my homeland within me might not bleed. However, I didn’t prosper.
”Soon my parents-in-law died and two years later my wife died at childbirth, too, leaving an infant behind. But in a couple of months the poor tot followed her mother into the grave.
”Left all alone I made my way farther northward through the snow until I reached the famous city of Moscow in Russia, where I led a lonely and desolate life, a stranger among strangers.
”Last May there was the coronation of the tsar of Russia and from all corners of the world lots of people gathered for the event. Among them there were some wealthy Greeks along with our Queen Olga, the Crown Prince, Constantine and Prince George, her second child. My homesickness attracted me to the palace, where our queen was staying. I would often go there to see her and the princes from afar.
”There, I happen to meet a servant of her retinue. We struck up a conversation and to my surprise I found out that he was one from our village, specifically Kostas, Georgaina’s, our neighbor’s son! When I told him who I was, he looked at me reprovingly and said: ‘Are you really Yannis or his ghost?’
‘It’s certainly me!’ I replied, tears running down my cheeks and my heart beating fast.
‘Then, damn you!’ he said angrily; ‘why don’t you send money to your mother so she can have a decent life? Why have you forgotten all about her?’
”Then I felt as if the very firmament was rent in two and gave off a dazzling light by the tidings that my sweet mother is still alive. I went on to explain about the missive in my possession of your death thirty years ago. I asked him, too, if he really knew you, which he staunchly corroborated.
”Then I hugged him tightly and asked him for a last time if you were still alive and he told me that you’d been expecting me for thirty long years.
”I felt as though I had won a kingdom and I was happier than all the kings and the princes of the world that had gathered in Moscow.
‘It’s a shame that I am still here in exile while my mother is alive,’ I thought. ‘I must leave as soon as possible.’
”So I sold all I had, set out for home and here I am sound and safe, thank God!”
Having told his story, Yannis made the sign of the cross devoutly three times.
Old Mitraina embraced her son again fast to her blighted bosom and told him again:
“Welcome, my sweet son, welcome!”
Yannis went on:
“I believe your death was faked by my father-in-law so I could marry his daughter. But you see, cheats never prosper! He got what he deserved. Anyway, may God forgive him!”
Shortly the priest came to bless the obley on Yannis’s name day.
It was the first time since Yannis had taken the road abroad that joy was enthroned anew in Mitraina’s happy cottage.




Δεν υπάρχουν σχόλια: