Τετάρτη, Ιανουαρίου 02, 2019

Για τον Γεώργιο Δροσίνη




«Αλλάζουν όλα;» του Μ. Γ. Μερακλή

«Αλλάζουν όλα;»

Όλα αλλάζουν. Είναι αυτό μια κοινή εμπειρία. Πάνω σ’ αυτή διαμορφώθηκε και η αντίληψη ότι η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, μολονότι, στοχαστικότερα αν το δει κανείς, υπάρχουν πράγματα που επαναλαμβάνονται. Δεν τα αφήνει η Ιστορία πίσω της. Υπάρχει η μνήμη που τα ανακαλεί. Αυτή υπήρξε κίνητρο της οργάνωσης ενός συνεδρίου με θεματικό πλαίσιο τον Γεώργιο Δροσίνη (1859-1951), και οι ανακοινώσεις που έγιναν «ανακάλεσαν» τον ποιητή και, συν τοις άλλοις, την απαράμιλλη αρχαιογνωσία του. Η παλαιότερη λαϊκή λέξη «ανακάλημα» σήμαινε τη συνομιλία (επαφή) ζωντανών με πεθαμένους. Συνιστούν οι τέτοιες «ανακλήσεις» ένα είδος πραγματικότητας, που μπορεί να χάνεται αλλά και να επανέρχεται κατά καιρούς.
Αυτά σκεπτόμουν διαβάζοντας το βιβλίο (ανατύπωση της ανακοίνωσής του) του φιλολόγου και κατ’ επανάληψιν προέδρου της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων Αναστασίου Άγγ. Στέφου, διδάκτορα της Γαλλίδας Jacqueline de Romilly, ιδιαίτερα γνωστής κλασικής φιλολόγου, με τον τίτλο Η αρχαία ελληνική γραμματεία στην ποίηση του Γεωργίου Δροσίνη.
Ένα διπλό «ανακάλημα» προέκυψε από το συνέδριο, χάρη στην ανακοίνωση του Στέφου: της ποίησης του Δροσίνη, που είναι πλήρης από τη σχεδόν εξαφανισμένη στους κύκλους των λογοτεχνών ελληνική αρχαιογνωσία αφενός (πληροφορούμαι ότι το ίδιο συμβαίνει με την ανακοίνωση του αρχαιολόγου Αντώνη Μαστραπά, που ασχολήθηκε με την πεζογραφία, κατεξοχήν με το μυθιστόρημα του ποιητή Έρση, αρχαιοελληνικό όνομα), και αφετέρου της σχεδόν πλήρως εξαφανισμένης στη σύγχρονη ποίηση αξίας της σαφήνειας.
Ο Δροσίνης είχε φοιτήσει στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών αλλά και στη Λειψία, και είχε μεταφράσει αρχαιοελληνικά ποιήματα. Και, προπάντων, οιονεί βάφτισε όλη την ποίησή του μέσα στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Στο τέλος της ανακοίνωσής του ο Στέφος επαναβεβαίωσε, μετά το πλήθος των τεκμηρίων που παρέθεσε, ότι το έργο του Δροσίνη «αποτελεί όντως ένα αληθινό ορυχείο αρχαιογνωσίας, με εμφανές το μυθολογικό υπόστρωμα σε όλες τις ποιητικές του συλλογές. Αναμφίβολα τα αξιόλογα αυτά μεταλλεύματα είναι απόρροια της εκπληκτικής αρχαιομάθειάς του, καθώς και της ευρύτερης ενασχόλησής του με την αρχαία ελληνική γραμματεία, διαχρονικά σε όλες τις διαστάσεις της, παράλληλα με τις γνώσεις του βυζαντινής φιλολογίας όσο και της νεοελληνικής ιστορίας: τρεις πυλώνες που οικοδομούν περίτεχνα την ποίησή του, αλλά και την πεζογραφία του». Για τους αρχαίους μύθους δεν περιορίζεται βέβαια σε ξηρές παραπομπές-πηγές. Λογικά τον είλκυσαν οι ωραίες, χαριτωμένες εν πολλοίς, ιστορίες τους. Άλλωστε αυτό είταν και το ζητούμενο.
Στην πρώτη συλλογή του, Ιστοί Αράχνης (1880), έκανε ο Δροσίνης ποίημα τον «εξαιρετικής ωραιότητας νεανία, τον Άδωνι, αγαπημένο της θεάς Αφροδίτης», ο οποίος «σκοτώθηκε σε κυνήγι, από αγριόχοιρο, και από το αίμα του βλάστησε ανεμώνη:
Αν από του Αδώνιδος το αίμα,
Εβλάστησε αβρόν, ως λέγουν θρέμμα
Η ανεμώνη.
Κατά κανόνα ο Δροσίνης δεν περνούσε στους στίχους του και τους συμβολισμούς, που συνήθως περιείχαν οι μύθοι. Γι’ αυτό παρεμβαίνει κάθε φορά ο κύριος Στέφος, διασαφηνίζοντας τα σύμβολα. Στην προκειμένη περίπτωση γράφει: «Ο Άδωνις εξάλλου λατρευόταν από τους Αρχαίους για την ανάπτυξη της βλάστησης (Αδώνιδος κήποι). προς τιμήν του εορτάζονταν τα Αδώνια, με γιορτές μεγαλοπρεπείς, στη διάρκεια των οποίων θρηνούσαν το θάνατο και χαίρονταν την ανάστασή του», ενώ έχει πιο πάνω πει, για να κάνει κατανοητή αυτή την περιοδικότητα θανάτου και ζωής. η Αφροδίτη, που αγαπούσε τον Άδωνι, «επέτυχε από τον Δία την οιονεί ανάστασή του, για ένα χρονικό διάστημα». Σε τέτοιες περιπτώσεις η Λαογραφία συμβάλλει πολύ στην καλύτερη κατανόηση των δεδομένων. Πιο κάτω θα δώσω ένα τέτοιο παράδειγμα.
Υπάρχει και η ασάφεια, που κρύβει ένα βάθος, και ο αναγνώστης κανονικά πρέπει να το αποσαφηνίσει, για να είναι η αισθητική του χαρά πιο όμορφη. Αλλά υπάρχει και η αβαθής ασάφεια, εκζητημένη, κυρίαρχη στην τωρινή ποίηση ως επί το πλείστον.
Μία σκέψη, διατυπωμένη από τον Ευριπίδη, σε τραγωδία που δεν έφτασε ώς εμάς (Πολύειδος), πέρασε ωστόσο στον πλατωνικό διάλογο Γοργίας, είναι: ποιος ξέρει αν η ζωή είναι θάνατος για εμάς και ο θάνατος ζωή; Ο Δροσίνης την έκανε ποίημα, μάλιστα από τις πιο επιτυχημένες αφομοιώσεις του αρχαίου δανείου:
Τι λοιπόν; Της ζωής μου το σύνορο
Θα το δείχνει ένα ορθό κυπαρίσσι;
Κι απ’ ό,τι είδαμε, ακούσαμε, αγγίξαμε
Τάφου γη θα μας έχει χωρίσει;…
Κάτι ανέγγιχτο, ανάκουστο, αθώρητο,
Μήπως κάτω απ’ τους τάφους ανθίζει
Κι ό,τι μέσα μας κρύβεται αγνώριστο
Μήπως πέρα απ’ το θάνατο αρχίζει;
Μήπως είν’ η αλήθεια στο θάνατο
Κι η ζωή μήπως κρύβει την πλάνη;
Ό,τι λέμε πως ζει μήπως πέθανε
Κι ειν’ αθάνατο ό,τι έχει πεθάνει;
Το μικρό αυτό ποίημα μπορεί κανείς να το αγαπήσει και για τη διαυγέστατη σαφήνειά του. Είταν η εποχή της παλαμικής σχολής της Ηθογραφίας, εποχή της σαφήνειας του λόγου (και είναι λάθος ο ισχυρισμός ότι η σαφήνεια είναι εχθρός της ποίησης). Κι αυτή συνεχίστηκε και στη δεκαετία του 1920.
Η απομάκρυνση από τη σαφήνεια άρχισε από την εμφάνιση του υπερρεαλισμού (surrealisme, στη Γαλλία, 1924 και εξής). Στην Ελλάδα ήρθε αργότερα. Οι Έλληνες ποιητές δεν περίμεναν βέβαια να τον γνωρίσουν όταν θα ερχόταν εδώ, όσοι τουλάχιστον είχαν άμεσην επαφή με την Ευρώπη. Αυτοί έπαιρναν και μια γεύση από το νεοφανή modernisme, εν γένει. Ο Ελύτης είχε αρχίσει να δημοσιεύει ποιήματά του το 1935, που μαρτυρούσαν κάποιαν επίδραση, το 1940, δημοσιεύτηκαν οι Προσανατολισμοί. Οι δεδηλωμένοι Έλληνες υπερρεαλιστές παρουσιάστηκαν το 1935 o Εμπειρίκος (Υψικάμινος), το 1938 o Εγγονόπουλος (Μη(ν) ομιλείτε εις τον οδηγόν). Πρώτος από όλους τους νεωτερικούς υπήρξε ο Σεφέρης, με το πρώτο του βιβλίο Στροφή, δημοσιευμένο το 1931. Ο τίτλος του καθαρά προδήλωνε τη στροφή που έπαιρνε η ποίησή του, κατά κανένα τρόπο πάντως αγγίζοντας το σουρεαλισμό, ίσως όμως από εκεί πήρε την ιδέα μιας σκόπιμης περισσότερης ασάφειας, για να σκεπάζει κάπως το κατά το μάλλον ή ήττον θλιμμένο υποκειμενισμό του. Πάντα με συγκινεί ο στίχος του από το ποίημα «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά»: Δεν θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί/ αυτή η χάρη. Είναι αυτό σαν μια νοσταλγία της απλότητας.
Υπάρχει και η ασάφεια, που κρύβει ένα βάθος, και ο αναγνώστης κανονικά πρέπει να το αποσαφηνίσει, για να είναι η αισθητική του χαρά πιο όμορφη. Αλλά υπάρχει και η αβαθής ασάφεια, εκζητημένη, κυρίαρχη στην τωρινή ποίηση ως επί το πλείστον. Φαντάζομαι το συνέδριο για τον Δροσίνη σαν ένα διάλειμμα απλού και καθαρού λόγου, γιατί η συζήτηση είταν για κείνον, που τόσο αγάπησε, στην ποίηση, αλλά και στην πεζογραφία του, στην έκφρασή του, την απλότητα και τη σαφήνεια του λόγου.
Στις 114 υποσημειώσεις του Στέφου βρήκα παραπομπές και στον Νικόλαο Πολίτη, δημιουργό της λαογραφίας στην Ελλάδα, στο corpus των παραδοσιακών λαϊκών παραδόσεων (θρύλων), που αυτός τις εξέδωσε. Θα έλεγα ότι αυτές είναι συνέχεια των αρχαίων μύθων. Σε ορισμένες από αυτές είναι διακριτά θέματα, πίστεις σε θαυμαστά γεγονότα, φόβοι, η εθιμική ζωή, η οποία, μαζί με τις παραδόσεις, σχηματίζουν τις βάσεις ενός πνευματικού παραδοσιακού πολιτισμού. Και είναι εδώ που η λαογραφία ζευγαρώνει με τη λογοτεχνία (ασφαλώς και τη λόγια) και παίζει ένα συμπληρωματικό ρόλο.
Ανέφερε ο Στέφος, μιλώντας για τον Άδωνη, τους «Αδώνιδος κήπους». Στο ερώτημα, τι είναι οι «κήποι» αυτοί, απαντά η λαογραφία, αρχαιοδιφικό μέρος της (το μέρος αυτό δεν καλύπτει διόλου το σύνολό της. είναι μια επιστήμη και κοινωνική, φιλολογική, ιστορική, φιλοσοφική).
Αντιγράφω από το βιβλίο του αγαπημένου μαθητή του Πολίτη Γεωργίου Μέγα, Ελληνικές γιορτές και έθιμα λαϊκής λατρείας, την επόμενη σελίδα, όπου ο ίδιος είχε παρατηρήσει στο παρελθόν τη συνήθεια γυναικών των Σερρών «να τοποθετούν, στη διάρκεια της περιφοράς του Επιταφίου, επάνω σε τραπέζι, μπροστά στο κατώφλι της εξώθυρας, την εικόνα του Εσταυρωμένου, ανάμεσα σε άνθη, αναμμένα κεριά και θυμιάματα. Δίπλα τοποθετούν ένα πιάτο με χλόη φακής ή κριθαριού, την οποία έχουν φυτέψει, γι’ αυτόν το σκοπό, κάποια ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής. Το έθιμο συναντάται και σε άλλες περιοχές, της Ανατολικής Μακεδονίας, και θυμίζει τους κήπους του Αδώνιδος. Όπως είναι γνωστό, στη γιορτή του Άδωνη οι γυναίκες, ντυμένες πένθιμα, τοποθετούσαν επάνω σε νεκροκρέβατο κέρινα ομοιώματα του Άδωνη, τα “είδωλα”, γύρω από τα οποία έβαζαν άνθη και τους λεγόμενους “κήπους”, δηλαδή γλάστρες όπου είχαν φυτέψει μάραθα ή άλλα φυτά που γρήγορα μαραίνονται, αλλά και γρήγορα ξανανθίζουν, για να συμβολίσουν την πρόωρα μαραμένη νεότητα του Άδωνη, δηλαδή την ακμή της άνοιξης που γρήγορα διαβαίνει, την οποία εκπροσωπούσε ο Άδωνης».
Πολλοί μακρινοί, προϊστορικοί άνθρωποι έχουν συνειδητοποιήσει τη σταθερά εναλλαγή των εποχών του έτους, που την έβλεπαν και σαν ένα θαύμα. Την είχαν κάνει θρησκευτικό μύθο. Τον έκαναν έπειτα λατρευτική τελετουργία. Τελικά τον έκαναν ποίηση. Αυτό το τελευταίο, για εμάς πιο πολύ. Εκείνοι ζούσαν έτσι κι αλλιώς στην ποιητική, που συνδύαζε πραγματικότητα και υπερβατικότητα, προϊστορία τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: