Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 14, 2018


Andrea Marcolongo: «Η υπέροχη γλώσσα: 9 λόγοι για να αγαπήσεις τα αρχαία ελληνικά»

 Ανθούλα Δανιήλ,  δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας.




Andrea Marcolongo: «Η υπέροχη γλώσσα: 9 λόγοι για να αγαπήσεις τα αρχαία ελληνικά»
Είπα «σ’ αγαπώ» σε δυϊκό αριθμό, έναν αριθμό της ελληνικής γλώσσας που σημαίνει εμείς οι δυο – μόνο εμείς.Με την παραπάνω φράση η Ιταλίδα ελληνίστρια Αντρέα Μαρκολόνγκο εκφράζει την αγάπη της στην ελληνική γλώσσα. Ο Πρόλογος στην ελληνική έκδοση του βιβλίου της H υπέροχη γλώσσα: 9 λόγοι για ν’ αγαπήσεις τα αρχαία ελληνικά μάς υπενθυμίζει εκείνο το una faccia una razza, γιατί η αγάπη που δείχνει η συγγραφέας για την ελληνική γλώσσα –τη γλώσσα της ομορφιάς, της περηφάνιας, της ακεραιότητας του πνεύματος, όπως γράφει, και που αντανακλά τη συγκίνησή της, να βλέπει τις ιταλικές της λέξεις να ιστορούν την ελληνική γλώσσα, τη γλώσσα που η Βιρτζίνια Γουλφ αποκάλεσε Magic Language– έχει, ίσως, την αιτία της σ’ αυτή τη φράση που μας θέλει συγγενείς.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2016 σε 100.000 αντίτυπα στην Ιταλία και τώρα μεταφράζεται και σε άλλες γλώσσες. Η υπέροχη συγγραφέας, που μοιάζει σαν εκσυγχρονισμένη Πριμαβέρα του Σάντρο Μποτιτσέλι, έρχεται από μακριά, από τα αρχαία μας ελληνικά, για να επιβεβαιώσει και το ρηθέν από τον ποιητή Οράτιο: Graecia capta ferum victorem cepit στο παρόν. Πραγματωμένο σε βιβλίο-ύμνο, απολαμβάνουμε τον ενθουσιασμό της Ιταλίδας ελληνίστριας που δεν φείδεται συναισθηματικών διατυπώσεων και έκφρασης έρωτα για την ελληνική γλώσσα, που δεν είναι νεκρή αλλά «καρποφόρα».
Οι λόγοι, στους οποίους συνοψίζει τα πορίσματά της, είναι η «όψη» (ρήματα, χρόνοι), η «σιωπή» (ήχοι, πνεύματα, τόνοι), «τρία γένη, τρεις αριθμοί» (εγώ, εμείς, οι δυο εμείς), «οι πτώσεις», η «ευκτική», η μετάφραση.
Ο Χρόνος είναι η φυλακή μας, λέει, και οι Έλληνες εκφράζονταν με τρόπο που έδινε σημασία στην εντύπωση των πράξεων όταν μιλούσαν, στο πώς συνέβαιναν τα πράγματα· όχι τη στιγμή αλλά την εξέλιξη, όχι τον χρόνο αλλά την όψη. Το «είναι» ανήκει στ’ αλήθεια στο πράγμα, το «ήταν» και το «θα είναι» ανήκουν στο «διάβα».
 Από την κατάληξη της λέξης καταλάβαιναν τη θέση της στο κείμενο και στην κατάληξή της συγκεντρωνόταν η αξία της. Χάρη στις πτώσεις η ελληνική γλώσσα –αρχαία και νέα– όταν ομιλεί σκέπτεται και σκέπτεται όταν γράφει.
Ο Χρόνος είναι η φυλακή μας, λέει, και οι Έλληνες εκφράζονταν με τρόπο που έδινε σημασία στην εντύπωση των πράξεων όταν μιλούσαν, στο πώς συνέβαιναν τα πράγματα· όχι τη στιγμή αλλά την εξέλιξη, όχι τον χρόνο αλλά την όψη. Το «είναι» ανήκει στ’ αλήθεια στο πράγμα, το «ήταν» και το «θα είναι» ανήκουν στο «διάβα». Γιατί το «ήμουν» πέρασε και το «θα είμαι» δεν υπάρχει ακόμα. Το είμαι τώρα μετράει. Τίποτα δεν είναι αμετακίνητο στον χρόνο και πάντα θα μεταμορφώνεται (τα πάντα ρει). Κι όμως, ενώ όλα αλλάζουν, όλα μένουν· τα ρήματα «μένω» και «σε περιμένω» έχουν την ίδια σημασία. Η όψη των ρημάτων εξέφραζε την κατάσταση των πραγμάτων και η όψη είναι η πιο ένδοξη κληρονομιά της ινδοευρωπαϊκής, γράφει η Marcolongo. Και δεν παραλείπει να στήσει μικρά δρώμενα, για να μας δείξει αυτό που συμβαίνει, συνέβη ή έχει ήδη συμβεί.
Tα ρήματα «οικώ», «βασιλεύω», «θνήσκω», «βιώ» δηλώνουν κάτι που συμβαίνει τώρα, σχεδόν πάντα στον ενεστώτα. Το «ήκω» σημαίνει έχω φθάσει και πιο απλά: «να με». Το «έοικα» και το «δέδοικα» μόνο παρακειμένου μπορεί να είναι, γιατί είναι αποτέλεσμα πράξεων που έχουν προηγηθεί, ενώ ο ενεστώτας δείχνει μια πράξη που γίνεται τώρα και δεν έχει ολοκληρωθεί: «βιβρώσκω», εξακολουθώ να τρώω. «Μιιμνήσκω», προσπαθώ να θυμηθώ: ποιος είναι αυτός; «Ερωτεύομαι τώρα, χμ!».
Ο αόριστος είναι ο χρόνος της νοσταλγίας για πράγματα που έζησα και δεν θα ξαναζήσω ποτέ και αντιστέκεται, αλλά η αντίστασή του είναι μια άλλη μορφή υποταγής. Ο παρακείμενος δηλώνει ότι οι συνέπειες των πράξεων του παρελθόντος ισχύουν ακόμη. Ο μέλλων χρόνος δεν υπάρχει… υπάρχει η βουλητική του φύση, «μέλλω» – «πρόκειται να / είμαι έτοιμος να». Το «μέλλω» δεν διαθέτει άλλα θέματα, είναι παρόν και μέλλον μαζί.
Μας είναι άγνωστο το πώς προφέρονταν οι λέξεις που είναι βουβές σαν τα μάρμαρα της Ακρόπολης. Έχουμε το αλφάβητο, αλλά δεν έχουμε τον ήχο του. Κι όμως, η ελληνική γλώσσα είχε μουσική, ο τόνος ήταν μελωδικός, το τονούμενο φωνήεν χαρακτηριζόταν όχι από την ένταση της φωνής, αλλά από την άρση της. Ο ρυθμός της είναι ποσοτικός, στηρίζεται στην εναλλαγή μακρού-βραχέος. Τα φωνήεντα, όταν ενώνονται, σχηματίζουν διφθόγγους. Μια συλλαβή ανάλογα με τη θέση της στη λέξη είναι φύσει ή θέσει μακρά, άρα δίνει μουσική στην εκφορά της. Αυτή η μουσικότητα, όμως, άρχισε να χάνεται τον 2ο μ.Χ. αι. κι έτσι, ενώ ο ρυθμός άλλαξε αλλά η γραφή δεν άλλαξε, δεν καταλάβαμε την αλλαγή. Το πνεύμα, ο τόνος, τα σημεία στίξης, όλα διευκολύνουν τους νεότερους αναγνώστες και οφείλουμε ευγνωμοσύνη στους Αλεξανδρινούς, που με τόσο κόπο τα επινόησαν για να διευκολύνουν τη δική μας κατανόηση.
Τρία ήταν τα γένη των ανθρώπων, σύμφωνα με τον πλατωνικό μύθο· το αρσενικό, που καταγόταν από τον ήλιο, το θηλυκό από τη γη και το ενδιάμεσο από τη σελήνη. Αυτό ήταν σφαιρικό, σαν μπάλα ή μήλο, είχε τέσσερα πόδια και τέσσερα χέρια, δυο πρόσωπα, είχε δύναμη μεγάλη και θέλησε να τα βάλει με τους θεούς. Και τότε, όλους τους εκπροσώπους του είδους, τους έκοψε ο Δίας στα δυο και τους έριξε στη γη να περπατούν όρθιοι στα δυο τους πόδια. Από τότε ο έρωτας, «της αρχαίας φύσεως συναγωγεύς», ωθεί το ένα μισό να ζητά απελπισμένα το άλλο μισό του: «Η επιθυμία να γίνουμε από δύο ένα». Μα, μάτια, αυτιά, χέρια, πόδια, εμείς οι δυο! Όλα είναι διπλά! Ο δυϊκός εκφράζει έναν εσώτερο δεσμό, το ζευγάρι, το αντίθετο στη μοναξιά· είναι συναισθηματικός αριθμός.
Η πτώση των λέξεων είναι μια συντακτική κατηγορία της γλώσσας. Από την κατάληξη της λέξης καταλάβαιναν τη θέση της στο κείμενο και στην κατάληξή της συγκεντρωνόταν η αξία της. Χάρη στις πτώσεις η ελληνική γλώσσα –αρχαία και νέα– όταν ομιλεί σκέπτεται και σκέπτεται όταν γράφει.
 Ο Χρόνος είναι η φυλακή μας, λέει, και οι Έλληνες εκφράζονταν με τρόπο που έδινε σημασία στην εντύπωση των πράξεων όταν μιλούσαν, στο πώς συνέβαιναν τα πράγματα· όχι τη στιγμή αλλά την εξέλιξη, όχι τον χρόνο αλλά την όψη. Το «είναι» ανήκει στ’ αλήθεια στο πράγμα, το «ήταν» και το «θα είναι» ανήκουν στο «διάβα».
«Μια έγκλιση που την έλεγαν επιθυμία: η ευκτική» είναι η έγκλιση της μη πραγματικότητας, και αυτή, η μη πραγματικότητα, εξαρτάται από τον τρόπο που βλέπει ο άνθρωπος τον κόσμο. Μια ντελικάτη γραμμή ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην επιθυμία μπορεί να κάνει το ενδεχόμενο, πιθανότητα, πραγματικότητα ή να παραμείνει μη πραγματικότητα: «Ας ήταν ο Έρωτας πιο δυνατός απ’ όλους!». Και καταλήγει ρωτώντας: γιατί μόνο στην ελληνική γλώσσα μια έγκλιση παραπάνω; Ποιοίην αν –θα μπορούσα να γράφω ποιήματα (καημός), έτσι για να «αντιμετωπίσουμε μια επιθυμία και τη δύναμη που απαιτείται για να την εκφράσουμε πρώτα απ’ όλους στον εαυτό μας». Τελικά πώς μεταφράζεται; Με όλα τα εργαλεία της επιστήμης, αλλά πρωτίστως να ξεκολλήσουμε από τα λεξικά και «ν’ αφουγκραζόμαστε αυτό που μας λέει το κείμενο».
MARCOLONGOΗ Αντρέα Μαρκολόνγκο μάς μιλάει με τον δικό της ποιητικό, συναισθηματικό, ερωτικό τρόπο για την ελληνική γλώσσα, σαν να λέει αλλιώς εκείνα που μας δίδαξε ο Αχιλλέας Τζάρτζανος: φθογγολογικό, τυπολογικό, ετυμολογικό, υφολογικό. Μιλάει ανατρέχοντας στη θεωρία, στην εμπειρία, στην παρατήρηση, στα αρχαία κείμενα. Δραματοποιεί τον γραμματικό κανόνα, μοιράζει ρόλους στις λέξεις και, πάντα γοητευμένη από αυτό που γράφει, καταφέρνει να μας μεταδώσει τον ενθουσιασμό της και να μας καθίσει στο μαθητικό θρανίο, στο πανεπιστημιακό έδρανο, στο γραφείο μας, πάνω από το βιβλίο της, λέγοντας και ξαναλέγοντας τις αρχαίες αλήθειες που είναι και τωρινές (ενεστώτας), να μας ξαναθυμίσει πόσο υπέροχη γλώσσα είναι τα αρχαία ελληνικά (ενεστώτας), να μας δείξει έναν τρόπο να βλέπουμε τον κόσμο (ενεστώτας). Και ακόμα, να μας επισημάνει πως η επιλογή της κατάλληλης λέξης μέσα σε ένα κείμενο διδάσκει γλώσσα, επικοινωνία, συνεννόηση, πολιτική, κοινωνιολογία, ηθική, ιστορία, λογοτεχνία και αγάπη. Αγάπη που δεν κουράστηκε ποτέ να επαναλαμβάνει η πρέσβειρα της ελληνικής γλώσσας, Αντρέα Μαρκολόνγκο, για την υπέροχη γλώσσα, τα αρχαία ελληνικά.
Η υπέροχη γλώσσα: 9 λόγοι για να αγαπήσεις τα αρχαία ελληνικά
Andrea Marcolongo
μετάφραση: Άννα Παπασταύρου
Εκδόσεις Πατάκη
243 σελ.
ISBN 978-960-16-7754-5
Τιμή € από 8,21 έως 11,90

Δανιήλ, Ανθούλα




Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, μετεκπαιδεύτηκε στη ΣΕΛΜΕ και πήρε πτυχίο με άριστα. Έλαβε διδακτορικό τίτλο με άριστα ομοφώνως στην Νεοελληνική Φιλολογία. Υπηρέτησε στη δημόσια Εκπαίδευση και στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας, όπου ασχολήθηκε με την επιμέλεια και έκδοση του παιδικού περιοδικού "Αερόστατο" το οποίο απευθύνεται στα Ελληνόπουλα του εξωτερικού. Συνεργάζεται με ιδιωτικά σχολεία για την ενημέρωση συναδέλφων σε θέματα που αφορούν το μάθημα της Γλώσσας και της Λογοτεχνίας. Συνεργάστηκε, επίσης, με το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο για τη συγγραφή των βιβλίων Έκφραση- Έκθεση Γ' Λυκείου (ομάδα Νίκου Γρηγοριάδη) και Έκθεση Ιδεών - Αόγος Δημιουργικός (επίβλεψη Γιώργου Μπαμπινιώτη). Συνεργάστηκε με το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο για το DVD "Δώδεκα Έλληνες Λογοτέχνες", με επιλογή και συγγραφή κειμένων και επιμέλεια. Έκανε επιλογή υλικού και αφήγηση στο αφιέρωμα για τον Στρατή Μυριβήλη στηνς Εκπαιδευτική Τηλεόραση της ΕΡΤ. Επίσης, μαζί με την Αγγελική Κορκοβέλου έγραψε το βιβλίο " Ο Ελληνικός Κινηματογράφος" για το ΙΔΕΚΕ.
Ήταν μέλος κριτικών επιτροπών για βιβλία Λογοτεχνίας και Γλώσσας. Ταξίδεψε για εκπαιδευτικούς λόγους στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια, στο Μπουρούντι και στις Βρυξέλλες. Δίδαξε Γλώσσα- Έκφραση και Λογοτεχνία σε πολλά επιμορφωτικά κέντρα (Αθήνα, Πειραιά, Μυτιλήνη, Κυκλάδες κ.ά). Έλαβε μέρος σε πολλά σεμινάρια, συνέδρια, ημερίδες, αφιερώματα και παρουσιάσεις βιβλίων. Έχει εκδώσει βιβλία για τους ποιητές Γιώργο Σεφέρη και Οδυσσέα Ελύτη καθώς και μελέτες για την ποίηση και την πεζογραφία, γενικά. Άρθρα της, μελέτες και βιβλιοκρισίες δημοσιεύονται σε εφημερίδες και περιοδικά. Είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ S11E06: ΨΩΜΙ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Δεν έχουμε χούντα. Δεν έχουμε χούντα. Δεν έχουμε χούντα. Επειδή ξέρουμε ότι θα μας υπενθυμίσετε πολλές φορές ότι δεν έχουμε χούντα, το λέμε ...