Αριστερά: ραντιέρης* ή παραγωγός ιδεών;
Συντάκτης:
Τάσος Τσακίρογλου
Η άνοδος της Ακροδεξιάς σε ολόκληρη την Ευρώπη έχει
βασικούς κοινωνικοπολιτικούς πυλώνες δύο διαδοχικές διαδικασίες σε βάθος
δεκαετιών: αφενός τη συνολική μετατόπιση του πολιτικού φάσματος προς τα
δεξιά και αφετέρου –πιο πρόσφατα– τη δαιμονοποίησή της από εκείνες
ακριβώς τις ελίτ που ευθύνονται για τη δυναμική επανεμφάνισή της.
Η Δεξιά, όπως έδειξε περίτρανα η περίπτωση Σαρκοζί το 2007 και όπως δείχνει η περίπτωση Μητσοτάκη σήμερα, υιοθέτησε την αντιμεταναστευτική ατζέντα και την πολιτική του «νόμου και της τάξης», προκειμένου να διεμβολίσει την Ακροδεξιά, πουλώντας όμως στην ιδεολογία της τελευταίας την ψυχή της.
Παράλληλα, εδώ και πολλά χρόνια τα κόμματα της Σοσιαλδημοκρατίας (Μπλερ, Σρέντερ, Θαπατέρο κ.ά.), εγκλωβισμένα στη δίνη μιας ανεξέλεγκτης παγκοσμιοποίησης, εγκατέλειψαν τις κεϊνσιανές τους αρχές και πρωτοστάτησαν στη διάδοση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και στην κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους.
Την ίδια ώρα, στη βάση ενός «πολιτικού ρεαλισμού» και μιας αντίληψης ότι μπορεί να υπάρξει διαχείριση του νεοφιλελευθερισμού «με ανθρώπινο πρόσωπο», βλέπουμε την προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να μεταλλαχθεί στη Σοσιαλδημοκρατία της «μεταμνημονιακής εποχής», δηλαδή σε ένα ΠΑΣΟΚ της εποχής μας.
Επίσης, στη Γερμανία, την προσπάθεια ενός κομματιού του Die Linke, υπό τους Σάρα Βάγκενκνεχτ και Οσκαρ Λαφοντέν, να προσεταιριστούν ψηφοφόρους του ακροδεξιού AfD, προσχωρώντας εν μέρει στην ατζέντα του για το μεταναστευτικό.
Ολες αυτές οι κινήσεις πανευρωπαϊκά είχαν δεξιό και συντηρητικό πρόσημο, πριμοδοτώντας πάντα το πρωτότυπο: εκείνες τις δυνάμεις που, όπως η Λεπέν, καταγγέλλουν την τεχνοκρατική και ανάλγητη Ευρώπη για τη δήθεν πλημμυρίδα του μεταναστευτικού, για την απώλεια θέσεων εργασίας, για την αλλοίωση της εθνικής ταυτότητας, το ψαλίδισμα της εθνικής κυριαρχίας και την αγνόηση από τις ελίτ της βούλησης του «απλού λαού».
Ετσι, η ηγέτιδα του Εθνικού Μετώπου και οι ομοϊδεάτες της μπορούν να κομπάζουν για τη γενικότερη τάση προς τα δεξιά και να ερμηνεύουν αυτή την εξέλιξη ως προσχώρηση στις δικές τους θέσεις, οι οποίες έφτασαν να θεωρούνται η «κανονικότητα». Σ’ αυτή τη βάση η Λεπέν επαίρεται πως αυτή η «κανονικοποίηση» δείχνει ότι έχει ξεπεραστεί πλέον η «παλιά αντίθεση ανάμεσα σε Αριστερά και Δεξιά».
Σε δεύτερο χρόνο, οι βασικοί υπαίτιοι αυτών των εξελίξεων, η Δεξιά και η Σοσιαλδημοκρατία, δηλαδή οι πολιτικοί εκπρόσωποι των νεοφιλελεύθερων ελίτ, «ανησυχώντας ήδη για το Brexit και τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ, υποστηρίζουν τώρα ότι η δημοκρατία βρίσκεται σε κίνδυνο και κρούουν τον κώδωνα για μια πιθανή επιστροφή του “φασισμού”... Αυτή η άνοδος και ο πολλαπλασιασμός των κινημάτων “κατά του κατεστημένου” σηματοδοτούν την κρίση της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας» (άρθρο της Σαντάλ Μουφ στην «Γκάρντιαν»: «Οι λαϊκιστές βρίσκονται σε άνοδο, αλλά αυτή μπορεί να είναι η κατάλληλη στιγμή και για τους προοδευτικούς», 10/9/18).
Αρα, η προσδοκία ότι θα υπάρξει ένα αντι-ακροδεξιό και αντιφασιστικό μέτωπο στην Ευρώπη είναι τουλάχιστον αβάσιμη και οδηγεί σε νέες ψευδαισθήσεις για τις επικείμενες εξελίξεις, μετά την τραγική κατάληξη των προηγούμενων ότι η νεοφιλελεύθερη Ε.Ε. μπορεί να μεταρρυθμιστεί στη βάση της λογικής και των αρχών του Διαφωτισμού. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να επιδιωχθεί ένα ενιαίο μέτωπο από τα κάτω, δηλαδή σε επίπεδο πολιτών-ψηφοφόρων, στη βάση της πιο πλατιάς δημοκρατικής γραμμής.
Και η Αριστερά;
Ενας από τους βασικούς λόγους κυριαρχίας της νεοφιλελεύθερης ιδεοληψίας υπήρξε αναμφίβολα η αδυναμία της Αριστεράς (σε όλες της τις αποχρώσεις) να αρθρώσει έναν συνεκτικό και ριζοσπαστικό λόγο. Οπως γράφουν οι Λικ Μπολτανσκί και Αρνό Εσκέρ στο θαυμάσιο βιβλίο τους «Η επέκταση του πεδίου της Δεξιάς» (εκδόσεις Πόλις), «για καιρό η Αριστερά κατηγορούνταν ότι είχε μια άκαμπτη και παρωχημένη ιδεολογία.
Ωστόσο, αυτό που προκαλεί έκπληξη σήμερα είναι ότι δεν έχει καθόλου ιδεολογία και, ως εκ τούτου, ότι αποτυγχάνει η δράση της όχι επειδή στηρίζεται σε εσφαλμένες αναλύσεις, αλλά επειδή δεν υπάρχει καμία ανάλυση που ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΕΙ ΣΕ ΣΥΝΕΙΔΗΤΗ ΔΡΑΣΗ» (τα κεφαλαία δικά μου).
Η αποϊδεολογικοποίηση των τελευταίων δεκαετιών και η στροφή στην τεχνοκρατική διαχείριση οδήγησαν στο να θεωρείται περίπου γραφικός όποιος μιλά για ιδέες. «Σε όλη την Ευρώπη, τα κόμματα εξουσίας, είτε δεξιά είτε αριστερά, δεν στρατολογούν πια διανοούμενους, αλλά επικοινωνιολόγους...
Μια ακραία περίπτωση μεταϊδεολογικού αντιπολιτικού εκλεκτικισμού αποτελεί ο Ντόναλντ Τραμπ... ο οποίος μπορεί να αλλάξει γνώμη για τα πάντα, από τη μία μέρα στην άλλη, αλλά χωρίς να εγκαταλείπει έναν “αντισυστημικό” προσανατολισμό» (Εντσο Τραβέρσο: «Τα νέα πρόσωπα του φασισμού», εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου).
Σήμερα πρέπει κάποιος να είναι αφελής για να στηριχτεί σε έναν ακραία συντηρητικό όπως ο Μάνφρεντ Βέμπερ, ο οποίος προαλείφεται για πρόεδρος της Κομισιόν, ή στον υπουργό Εσωτερικών της Γερμανίας Χορστ Ζεεχόφερ, ο οποίος θεωρεί το μεταναστευτικό «μητέρα όλων των προβλημάτων». Και φυσικά δεν νοείται να γίνει η Αριστερά «κολυμβήθρα του Σιλωάμ» για το «ξέπλυμα» της γερμανικής ή της γαλλικής Σοσιαλδημοκρατίας, πρωτεργατών και συνεργών στην πιο σκληρή νεοφιλελεύθερη πολιτική, η οποία έστειλε μαζικά εκλογική πελατεία στην Ακροδεξιά και στους ναζιστές.
Η Αριστερά δεν μπορεί να έχει μόνη πολιτική έναν στείρο καταγγελτισμό για την Ακροδεξιά, ο οποίος απλώς τη δυναμώνει, αφού στα μάτια των οπαδών της υποκρύπτει τον σνομπισμό και την υπεροψία μιας ελίτ που βλέπει σ’ αυτούς μόνο έναν χύδην όχλο, καθυστερημένο και αμόρφωτο.
Οπως λέει η Μουφ, πρέπει να μπορέσουμε να δούμε στην αντισυστημικότητά τους έναν πυρήνα ανεκπλήρωτων δημοκρατικών αιτημάτων και να επεξεργαστούμε ένα σχέδιο για την υλοποίησή τους. Αλλιώς η Ευρώπη μετά τις ευρωεκλογές και για τα επόμενα χρόνια θα ξυπνήσει σε ένα άλλο, εφιαλτικό, τοπίο.
Η προειδοποίηση είναι σαφής: «Η Αριστερά είναι καταδικασμένη στην ήττα εάν δεν εγκαταλείψει τη στάση του ραντιέρη που διαχειρίζεται ένα συμβολικό κεφάλαιο, το οποίο έχει αφήσει να εξανεμιστεί εδώ και πολύ καιρό» (Raphael Glucksmann: «Εναντίον της αντιδραστικής σκέψης», εκδόσεις Πόλις).
* Ραντιέρης: (συχνά με αρνητική έννοια) ο εισοδηματίας, ο προσοδούχος, αυτός που λαμβάνει εισόδημα προερχόμενο από τόκους και ενοίκια.
Η Δεξιά, όπως έδειξε περίτρανα η περίπτωση Σαρκοζί το 2007 και όπως δείχνει η περίπτωση Μητσοτάκη σήμερα, υιοθέτησε την αντιμεταναστευτική ατζέντα και την πολιτική του «νόμου και της τάξης», προκειμένου να διεμβολίσει την Ακροδεξιά, πουλώντας όμως στην ιδεολογία της τελευταίας την ψυχή της.
Παράλληλα, εδώ και πολλά χρόνια τα κόμματα της Σοσιαλδημοκρατίας (Μπλερ, Σρέντερ, Θαπατέρο κ.ά.), εγκλωβισμένα στη δίνη μιας ανεξέλεγκτης παγκοσμιοποίησης, εγκατέλειψαν τις κεϊνσιανές τους αρχές και πρωτοστάτησαν στη διάδοση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και στην κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους.
Την ίδια ώρα, στη βάση ενός «πολιτικού ρεαλισμού» και μιας αντίληψης ότι μπορεί να υπάρξει διαχείριση του νεοφιλελευθερισμού «με ανθρώπινο πρόσωπο», βλέπουμε την προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να μεταλλαχθεί στη Σοσιαλδημοκρατία της «μεταμνημονιακής εποχής», δηλαδή σε ένα ΠΑΣΟΚ της εποχής μας.
Επίσης, στη Γερμανία, την προσπάθεια ενός κομματιού του Die Linke, υπό τους Σάρα Βάγκενκνεχτ και Οσκαρ Λαφοντέν, να προσεταιριστούν ψηφοφόρους του ακροδεξιού AfD, προσχωρώντας εν μέρει στην ατζέντα του για το μεταναστευτικό.
Ολες αυτές οι κινήσεις πανευρωπαϊκά είχαν δεξιό και συντηρητικό πρόσημο, πριμοδοτώντας πάντα το πρωτότυπο: εκείνες τις δυνάμεις που, όπως η Λεπέν, καταγγέλλουν την τεχνοκρατική και ανάλγητη Ευρώπη για τη δήθεν πλημμυρίδα του μεταναστευτικού, για την απώλεια θέσεων εργασίας, για την αλλοίωση της εθνικής ταυτότητας, το ψαλίδισμα της εθνικής κυριαρχίας και την αγνόηση από τις ελίτ της βούλησης του «απλού λαού».
Ετσι, η ηγέτιδα του Εθνικού Μετώπου και οι ομοϊδεάτες της μπορούν να κομπάζουν για τη γενικότερη τάση προς τα δεξιά και να ερμηνεύουν αυτή την εξέλιξη ως προσχώρηση στις δικές τους θέσεις, οι οποίες έφτασαν να θεωρούνται η «κανονικότητα». Σ’ αυτή τη βάση η Λεπέν επαίρεται πως αυτή η «κανονικοποίηση» δείχνει ότι έχει ξεπεραστεί πλέον η «παλιά αντίθεση ανάμεσα σε Αριστερά και Δεξιά».
Σε δεύτερο χρόνο, οι βασικοί υπαίτιοι αυτών των εξελίξεων, η Δεξιά και η Σοσιαλδημοκρατία, δηλαδή οι πολιτικοί εκπρόσωποι των νεοφιλελεύθερων ελίτ, «ανησυχώντας ήδη για το Brexit και τη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ, υποστηρίζουν τώρα ότι η δημοκρατία βρίσκεται σε κίνδυνο και κρούουν τον κώδωνα για μια πιθανή επιστροφή του “φασισμού”... Αυτή η άνοδος και ο πολλαπλασιασμός των κινημάτων “κατά του κατεστημένου” σηματοδοτούν την κρίση της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας» (άρθρο της Σαντάλ Μουφ στην «Γκάρντιαν»: «Οι λαϊκιστές βρίσκονται σε άνοδο, αλλά αυτή μπορεί να είναι η κατάλληλη στιγμή και για τους προοδευτικούς», 10/9/18).
Αρα, η προσδοκία ότι θα υπάρξει ένα αντι-ακροδεξιό και αντιφασιστικό μέτωπο στην Ευρώπη είναι τουλάχιστον αβάσιμη και οδηγεί σε νέες ψευδαισθήσεις για τις επικείμενες εξελίξεις, μετά την τραγική κατάληξη των προηγούμενων ότι η νεοφιλελεύθερη Ε.Ε. μπορεί να μεταρρυθμιστεί στη βάση της λογικής και των αρχών του Διαφωτισμού. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να επιδιωχθεί ένα ενιαίο μέτωπο από τα κάτω, δηλαδή σε επίπεδο πολιτών-ψηφοφόρων, στη βάση της πιο πλατιάς δημοκρατικής γραμμής.
Και η Αριστερά;
Ενας από τους βασικούς λόγους κυριαρχίας της νεοφιλελεύθερης ιδεοληψίας υπήρξε αναμφίβολα η αδυναμία της Αριστεράς (σε όλες της τις αποχρώσεις) να αρθρώσει έναν συνεκτικό και ριζοσπαστικό λόγο. Οπως γράφουν οι Λικ Μπολτανσκί και Αρνό Εσκέρ στο θαυμάσιο βιβλίο τους «Η επέκταση του πεδίου της Δεξιάς» (εκδόσεις Πόλις), «για καιρό η Αριστερά κατηγορούνταν ότι είχε μια άκαμπτη και παρωχημένη ιδεολογία.
Ωστόσο, αυτό που προκαλεί έκπληξη σήμερα είναι ότι δεν έχει καθόλου ιδεολογία και, ως εκ τούτου, ότι αποτυγχάνει η δράση της όχι επειδή στηρίζεται σε εσφαλμένες αναλύσεις, αλλά επειδή δεν υπάρχει καμία ανάλυση που ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΕΙ ΣΕ ΣΥΝΕΙΔΗΤΗ ΔΡΑΣΗ» (τα κεφαλαία δικά μου).
Η αποϊδεολογικοποίηση των τελευταίων δεκαετιών και η στροφή στην τεχνοκρατική διαχείριση οδήγησαν στο να θεωρείται περίπου γραφικός όποιος μιλά για ιδέες. «Σε όλη την Ευρώπη, τα κόμματα εξουσίας, είτε δεξιά είτε αριστερά, δεν στρατολογούν πια διανοούμενους, αλλά επικοινωνιολόγους...
Μια ακραία περίπτωση μεταϊδεολογικού αντιπολιτικού εκλεκτικισμού αποτελεί ο Ντόναλντ Τραμπ... ο οποίος μπορεί να αλλάξει γνώμη για τα πάντα, από τη μία μέρα στην άλλη, αλλά χωρίς να εγκαταλείπει έναν “αντισυστημικό” προσανατολισμό» (Εντσο Τραβέρσο: «Τα νέα πρόσωπα του φασισμού», εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου).
Σήμερα πρέπει κάποιος να είναι αφελής για να στηριχτεί σε έναν ακραία συντηρητικό όπως ο Μάνφρεντ Βέμπερ, ο οποίος προαλείφεται για πρόεδρος της Κομισιόν, ή στον υπουργό Εσωτερικών της Γερμανίας Χορστ Ζεεχόφερ, ο οποίος θεωρεί το μεταναστευτικό «μητέρα όλων των προβλημάτων». Και φυσικά δεν νοείται να γίνει η Αριστερά «κολυμβήθρα του Σιλωάμ» για το «ξέπλυμα» της γερμανικής ή της γαλλικής Σοσιαλδημοκρατίας, πρωτεργατών και συνεργών στην πιο σκληρή νεοφιλελεύθερη πολιτική, η οποία έστειλε μαζικά εκλογική πελατεία στην Ακροδεξιά και στους ναζιστές.
Η Αριστερά δεν μπορεί να έχει μόνη πολιτική έναν στείρο καταγγελτισμό για την Ακροδεξιά, ο οποίος απλώς τη δυναμώνει, αφού στα μάτια των οπαδών της υποκρύπτει τον σνομπισμό και την υπεροψία μιας ελίτ που βλέπει σ’ αυτούς μόνο έναν χύδην όχλο, καθυστερημένο και αμόρφωτο.
Οπως λέει η Μουφ, πρέπει να μπορέσουμε να δούμε στην αντισυστημικότητά τους έναν πυρήνα ανεκπλήρωτων δημοκρατικών αιτημάτων και να επεξεργαστούμε ένα σχέδιο για την υλοποίησή τους. Αλλιώς η Ευρώπη μετά τις ευρωεκλογές και για τα επόμενα χρόνια θα ξυπνήσει σε ένα άλλο, εφιαλτικό, τοπίο.
Η προειδοποίηση είναι σαφής: «Η Αριστερά είναι καταδικασμένη στην ήττα εάν δεν εγκαταλείψει τη στάση του ραντιέρη που διαχειρίζεται ένα συμβολικό κεφάλαιο, το οποίο έχει αφήσει να εξανεμιστεί εδώ και πολύ καιρό» (Raphael Glucksmann: «Εναντίον της αντιδραστικής σκέψης», εκδόσεις Πόλις).
* Ραντιέρης: (συχνά με αρνητική έννοια) ο εισοδηματίας, ο προσοδούχος, αυτός που λαμβάνει εισόδημα προερχόμενο από τόκους και ενοίκια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου