Η ΑΤΑΚΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Τα πρόσωπα
1.Αντρέας: ο προικοθήρας αραβωνιαστικός που απαιτεί χρήματα για παντρευτεί την κοπέλα που αγαπά.
2. Ειρήνη: η φτωχιά , αλλά αξιοπρεπής ερωτευμένη αρραβωνιαστικιά , που, μολονότι ο πατέρας της υποκύπτει στον εκβιασμό του υποψήφιου γαμπρού και βρίσκει τα χρήματα για την προίκα, διαλύει τον αρραβώνα αρνούμενη να γίνει αντικείμενο μιας αθέμιτης συναλλαγής.
[...]
Κι ο Αντρέας* στενοχωρημένος εκοίταζε τα δύο
πλάσματα, που αγαπιόνταν, που υπόφερναν
εξαιτίας του και που τώρα δεν εμιλούσαν.
Τέλος ο πατέρας της είπε, σφίγγοντάς την στην
αγκαλιά του: "Σ' εδυστύχεψε!"
Δεν είπε ποιος. Ο νους του ήταν ίσως για τη
γυναίκα του, μα ο Αντρέας ενόμισε πως τα λόγια
τον εχτυπούσαν εκείνον, κι είπε: "Έφταιξα. μα
τώρα εδιορθωθήκανε όλα. Την Κυριακή βάζω
στεφάνι. Εδώ τα κλειδιά του κομού. είπε να μου τα
δώκεις τα χίλια".
"Και ξαναγοράζεις" του 'πε η Ρήνη* πικρά "και
την αγάπη; Ω, τι έκαμες!" Κι εβάλθηκε να κλαίει.
"Την αγάπη;" ερώτησε αχνίζοντας. "και δεν την
έχω;"
"Όχι!" του αποκρίθηκε "όχι! για λίγα χρήματα
ήσουνε έτοιμος να με πουλήσεις και χωρίς αυτά δε
μ' έπαιρνες. πάει τώρα η αγάπη. Επέταξε το πουλί!"
"Θα ξανάρθει" της απολογήθηκε λυπημένος, "στη
ζεστή τη φωλιά του. Η ζωή μας θα' ναι
παράδεισος!"
"Όχι!" του 'πε. "έπειτα απ' ό,τι έκαμες όχι! κι α
σ' αγαπούσα, δε θα ερχόμουνα μαζί σου. Είμαι
δουλεύτρα. ποιόνε έχω ανάγκη;" Και σε μία στιγμή
ξακολούθησε: "Γιατί ν' αδικηθούν τα αδέρφια μου;"
"Σ' εδυστύχεψε!" είπε πάλι πικρά ο πατέρας*,
που τώρα ήταν ξενέρωτος. "Γιατί να μην τα δώσει
από την αρχή όπως τση τό 'πα; Ανάθεμά τα τα
τάλαρα!"
"Πάμε!" είπε ο Αντρέας.
"Όχι!" του 'πε μ' απόφαση. "εδώ είναι ο
χωρισμός μας. θα πάω σε ξένα μέρη, σε ξένον
κόσμο, σ' άλλους τόπους. θα δουλέψω για με και
για να κουναρήσω* το παιδί που θα γεννηθεί. Θα
μου δώσει η μάνα γράμματα για να 'βρω αλλού
εργασία. θα τα πάρει από τες κυράδες της. Όχι, δεν
έρχομαι! Είμαι δουλεύτρα. ποιόνε έχω ανάγκη;" Κι
έπειτα από μία στιγμή σα ν' απαντούσε σε κάποια
της σκέψη εξαναφώναξε: "Δεν έρχομαι, δεν
έρχομαι!"
Ο Αντρέας την εκοίταξε ξεταστικά κι
εκατάλαβε πως όλα τα λόγια θα 'ταν χαμένα.
"Ανάθεμά τα τα τάλαρα!" εφώναξε πάλι
απελπισμένος. "Πάει η ευτυχία μου!"
Κι εβγήκε στο δρόμο.
Τα πρόσωπα
1.Αντρέας: ο προικοθήρας αραβωνιαστικός που απαιτεί χρήματα για παντρευτεί την κοπέλα που αγαπά.
2. Ειρήνη: η φτωχιά , αλλά αξιοπρεπής ερωτευμένη αρραβωνιαστικιά , που, μολονότι ο πατέρας της υποκύπτει στον εκβιασμό του υποψήφιου γαμπρού και βρίσκει τα χρήματα για την προίκα, διαλύει τον αρραβώνα αρνούμενη να γίνει αντικείμενο μιας αθέμιτης συναλλαγής.
[...]
Κι ο Αντρέας* στενοχωρημένος εκοίταζε τα δύο
πλάσματα, που αγαπιόνταν, που υπόφερναν
εξαιτίας του και που τώρα δεν εμιλούσαν.
Τέλος ο πατέρας της είπε, σφίγγοντάς την στην
αγκαλιά του: "Σ' εδυστύχεψε!"
Δεν είπε ποιος. Ο νους του ήταν ίσως για τη
γυναίκα του, μα ο Αντρέας ενόμισε πως τα λόγια
τον εχτυπούσαν εκείνον, κι είπε: "Έφταιξα. μα
τώρα εδιορθωθήκανε όλα. Την Κυριακή βάζω
στεφάνι. Εδώ τα κλειδιά του κομού. είπε να μου τα
δώκεις τα χίλια".
"Και ξαναγοράζεις" του 'πε η Ρήνη* πικρά "και
την αγάπη; Ω, τι έκαμες!" Κι εβάλθηκε να κλαίει.
"Την αγάπη;" ερώτησε αχνίζοντας. "και δεν την
έχω;"
"Όχι!" του αποκρίθηκε "όχι! για λίγα χρήματα
ήσουνε έτοιμος να με πουλήσεις και χωρίς αυτά δε
μ' έπαιρνες. πάει τώρα η αγάπη. Επέταξε το πουλί!"
"Θα ξανάρθει" της απολογήθηκε λυπημένος, "στη
ζεστή τη φωλιά του. Η ζωή μας θα' ναι
παράδεισος!"
"Όχι!" του 'πε. "έπειτα απ' ό,τι έκαμες όχι! κι α
σ' αγαπούσα, δε θα ερχόμουνα μαζί σου. Είμαι
δουλεύτρα. ποιόνε έχω ανάγκη;" Και σε μία στιγμή
ξακολούθησε: "Γιατί ν' αδικηθούν τα αδέρφια μου;"
"Σ' εδυστύχεψε!" είπε πάλι πικρά ο πατέρας*,
που τώρα ήταν ξενέρωτος. "Γιατί να μην τα δώσει
από την αρχή όπως τση τό 'πα; Ανάθεμά τα τα
τάλαρα!"
"Πάμε!" είπε ο Αντρέας.
"Όχι!" του 'πε μ' απόφαση. "εδώ είναι ο
χωρισμός μας. θα πάω σε ξένα μέρη, σε ξένον
κόσμο, σ' άλλους τόπους. θα δουλέψω για με και
για να κουναρήσω* το παιδί που θα γεννηθεί. Θα
μου δώσει η μάνα γράμματα για να 'βρω αλλού
εργασία. θα τα πάρει από τες κυράδες της. Όχι, δεν
έρχομαι! Είμαι δουλεύτρα. ποιόνε έχω ανάγκη;" Κι
έπειτα από μία στιγμή σα ν' απαντούσε σε κάποια
της σκέψη εξαναφώναξε: "Δεν έρχομαι, δεν
έρχομαι!"
Ο Αντρέας την εκοίταξε ξεταστικά κι
εκατάλαβε πως όλα τα λόγια θα 'ταν χαμένα.
"Ανάθεμά τα τα τάλαρα!" εφώναξε πάλι
απελπισμένος. "Πάει η ευτυχία μου!"
Κι εβγήκε στο δρόμο.
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου