Ο
Ευάγγελος Βενιζέλος κάλεσε τον Αλέξη Τσίπρα «αντί για γραβάτα, να
φορέσει φιόγκο». Και αφού κατακεραύνωσε την κυβέρνηση για «ταπεινωτική,
καθυστερημένη και ατελή προσχώρηση στην πολιτική του PSI», υποστήριξε
ότι η χθεσινή συμφωνία στο Εurogroup είναι μακράν κατώτερη του
«γενναίου», όπως λέει, και ονομαστικού κουρέματος του χρέους κατά 106
δις που ο ίδιος είχε πετύχει ως υπουργός Οικονομικών.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε επίσης να αποδομήσει την συμφωνία με σημείο αναφοράς το 2012, αναλαμβάνοντας και πάλι ρόλο εκπροσώπου του Αντώνη Σαμαρά. Όπως είπε, η ρύθμιση για το χρέος «απέχει πολύ, όχι μόνον από τις προσδοκίες που είχε καλλιεργήσει η κυβέρνηση, αλλά και από τις δεσμεύσεις που είχε εξασφαλίσει η Ελλάδα από τους εταίρους της ήδη από το 2012».
Θα μπορούσε να είναι δίκαιη κριτική από την αντιπολίτευση, εάν δεν βασιζόταν σε εξόχως επιλεκτική – καίτοι νωπή – μνήμη. Κι εάν δεν αναπαρήγαγε δύο βολικούς, όσο και επώδυνους μύθους, της μνημονιακής μας περιπέτειας.
Η συμφωνία του 2012
Ο πρώτος μύθος είναι πως η χθεσινή συμφωνία ήταν απλώς η επιβεβαίωση της λύσης που είχε δρομολογήσει από το 2012 η κυβέρνηση Σαμαρά. Τον Νοέμβριο του 2012 το Eurogroup είχε πράγματι δεσμευτεί για μια σειρά μέτρων ελάφρυνσης του χρέους ανάλογα με αυτά που υιοθετήθηκαν χθες – επιμηκύνσεις, επιστροφή κερδών ομολόγων κ.λ.π. – , τα οποία θα τίθεντο σταδιακά σε εφαρμογή όταν η Ελλάδα θα άρχιζε να εμφανίζει πρωτογενή πλεονάσματα. Και είχε, πράγματι, θέσει ως στόχο τα εν λόγω μέτρα να οδηγήσουν το ελληνικό χρέος κάτω από το 110% του ΑΕΠ το 2022, όπως σωστά θυμήθηκε χθες ο Πήτερ Σπίγκελ των Financial Times.
Θα ήταν όντως μια καλή συμφωνία εάν δεν εμπεριείχε μια «ξεχασμένη» παράμετρο κι εάν δεν είχε εξ αρχής υπονομευθεί τόσο από τους δανειστές όσο και από την ίδια την ελληνική κυβέρνηση. Το στοιχείο της συμφωνίας που «ξεχνούν» οι κύριοι Μητσοτάκης, Σαμαράς και Βενιζέλος είναι πως έθετε τον στόχο για τα πρωτογενή πλεονάσματα στο 4,5%. «Ξεχνούν» εν ολίγοις, πως με στόχο πλεονάσματος 4,5%, όσες επιμηκύνσεις κι εάν γίνουν, μια χρεοκοπημένη οικονομία δεν πάει πουθενά αλλού εκτός από τα… βράχια.
Το δεύτερο στοιχείο που – βολικά - λησμονούν είναι πως εκείνη τη συμφωνία δεν την υπερασπίστηκαν ούτε οι ίδιοι οι εμπνευστές της. Το 2014 η ελληνική οικονομία είχε αρχίσει να αποδίδει πλεονάσματα και με βάση την απόφαση του Eurogroup έπρεπε να αρχίσει η εφαρμογή των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους. Ούτε οι δανειστές όμως τα εφάρμοσαν, ούτε η κυβέρνηση Σαμαρά τα διεκδίκησε. Και αμφότεροι επιβεβαίωσαν στην πράξη πως η συμφωνία του 2012 δεν ήταν παρά το «φύλο συκής» που χρειαζόταν το ΔΝΤ για να μπει και στο δεύτερο Μνημόνιο χωρίς άμεσα μέτρα μείωσης του χρέους.
Προς πλήρη επίρρωση τούτου, δε, Αντώνης Σαμαράς και Ευάγγελος Βενιζέλος είχαν αναγάγει σε … περίπου εθνικό αδίκημα οποιαδήποτε αναφορά σε μη βιώσιμο χρέος: «Όποιος διακηρύσσει ότι το χρέος μας είναι "μη βιώσιμο" δεν πηγαίνει σε "νέα διαπραγμάτευση". Λέει στις αγορές να ΜΗΝ τον δανείσουν! Και πηγαίνει σε νέο αναγκαστικό δανεισμό με νέους επαχθείς όρους!», έγραφε τότε, σε άρθρο του στην «Καθημερινή» ο Αντώνης Σαμαράς. Προκαλώντας – και τότε και τώρα – το εύλογο ερώτημα: πώς ακριβώς… δρομολογείς αναδιάρθρωση σε ένα χρέος που ο ίδιος χαρακτηρίζεις απολύτως βιώσιμο;
Το «έπος» του PSI
Ο δεύτερος μύθος είναι τα οφέλη του PSI. Το οικονομικό «έπος» του Ευάγγελου Βενιζέλου έχει αποδομήσει ήδη, ανοιχτά, από το 2015 το ίδιο το ΔΝΤ αναγνωρίζοντας ότι «ήταν πολύ λίγο και ήρθε πολύ αργά». Το πόσο «λίγο» ήταν το έχει πει επίσης η Τράπεζα της Ελλάδας στο βιβλίο «Το χρονικό της μεγάλης κρίσης 2008-2013». Εκεί, αποδεικνύει με απλούς και καθαρούς αριθμούς ότι από τη συνολική μείωση του χρέους κατά 137,9 δισ. ευρώ που έγινε με το PSI τον Φεβρουαρίου του 2012 και την επαναγορά ομολόγων το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, το καθαρό όφελος ήταν μόλις 51,2 δισ. ευρώ. Και τούτο, λόγω της λάθος διαδικασίας του ίδιου του PSI, τις πρόσθετες ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών που αυτό δημιούργησε, καθώς και την ανάγκη χρηματοδότησης των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού – ήτοι, των ελλειμμάτων που επίσης το PSI προκάλεσε στα ασφαλιστικά ταμεία.
Για την ιστορία, και με βάση τουλάχιστον την πρώτη ανάγνωση, η χθεσινή συμφωνία στο Eurogroup θα αποφέρει στην Ελλάδα καθαρό όφελος σε όρους ελάφρυνσης του χρέους της τάξης των 50 δις. Αντίστοιχο είναι το όφελος – άλλα 50 δις – που υπολογίζεται ότι έχει ήδη υπάρξει από τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος τα οποία εφαρμόστηκαν πέρσι. Δεν πρόκειται προφανώς για ονομαστικό κούρεμα – μπορεί όμως και να πρόκειται για την πραγματική πολιτική απόσταση ανάμεσα στην… γραβάτα και τον φιόγκο…
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε επίσης να αποδομήσει την συμφωνία με σημείο αναφοράς το 2012, αναλαμβάνοντας και πάλι ρόλο εκπροσώπου του Αντώνη Σαμαρά. Όπως είπε, η ρύθμιση για το χρέος «απέχει πολύ, όχι μόνον από τις προσδοκίες που είχε καλλιεργήσει η κυβέρνηση, αλλά και από τις δεσμεύσεις που είχε εξασφαλίσει η Ελλάδα από τους εταίρους της ήδη από το 2012».
Θα μπορούσε να είναι δίκαιη κριτική από την αντιπολίτευση, εάν δεν βασιζόταν σε εξόχως επιλεκτική – καίτοι νωπή – μνήμη. Κι εάν δεν αναπαρήγαγε δύο βολικούς, όσο και επώδυνους μύθους, της μνημονιακής μας περιπέτειας.
Η συμφωνία του 2012
Ο πρώτος μύθος είναι πως η χθεσινή συμφωνία ήταν απλώς η επιβεβαίωση της λύσης που είχε δρομολογήσει από το 2012 η κυβέρνηση Σαμαρά. Τον Νοέμβριο του 2012 το Eurogroup είχε πράγματι δεσμευτεί για μια σειρά μέτρων ελάφρυνσης του χρέους ανάλογα με αυτά που υιοθετήθηκαν χθες – επιμηκύνσεις, επιστροφή κερδών ομολόγων κ.λ.π. – , τα οποία θα τίθεντο σταδιακά σε εφαρμογή όταν η Ελλάδα θα άρχιζε να εμφανίζει πρωτογενή πλεονάσματα. Και είχε, πράγματι, θέσει ως στόχο τα εν λόγω μέτρα να οδηγήσουν το ελληνικό χρέος κάτω από το 110% του ΑΕΠ το 2022, όπως σωστά θυμήθηκε χθες ο Πήτερ Σπίγκελ των Financial Times.
Θα ήταν όντως μια καλή συμφωνία εάν δεν εμπεριείχε μια «ξεχασμένη» παράμετρο κι εάν δεν είχε εξ αρχής υπονομευθεί τόσο από τους δανειστές όσο και από την ίδια την ελληνική κυβέρνηση. Το στοιχείο της συμφωνίας που «ξεχνούν» οι κύριοι Μητσοτάκης, Σαμαράς και Βενιζέλος είναι πως έθετε τον στόχο για τα πρωτογενή πλεονάσματα στο 4,5%. «Ξεχνούν» εν ολίγοις, πως με στόχο πλεονάσματος 4,5%, όσες επιμηκύνσεις κι εάν γίνουν, μια χρεοκοπημένη οικονομία δεν πάει πουθενά αλλού εκτός από τα… βράχια.
Το δεύτερο στοιχείο που – βολικά - λησμονούν είναι πως εκείνη τη συμφωνία δεν την υπερασπίστηκαν ούτε οι ίδιοι οι εμπνευστές της. Το 2014 η ελληνική οικονομία είχε αρχίσει να αποδίδει πλεονάσματα και με βάση την απόφαση του Eurogroup έπρεπε να αρχίσει η εφαρμογή των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους. Ούτε οι δανειστές όμως τα εφάρμοσαν, ούτε η κυβέρνηση Σαμαρά τα διεκδίκησε. Και αμφότεροι επιβεβαίωσαν στην πράξη πως η συμφωνία του 2012 δεν ήταν παρά το «φύλο συκής» που χρειαζόταν το ΔΝΤ για να μπει και στο δεύτερο Μνημόνιο χωρίς άμεσα μέτρα μείωσης του χρέους.
Προς πλήρη επίρρωση τούτου, δε, Αντώνης Σαμαράς και Ευάγγελος Βενιζέλος είχαν αναγάγει σε … περίπου εθνικό αδίκημα οποιαδήποτε αναφορά σε μη βιώσιμο χρέος: «Όποιος διακηρύσσει ότι το χρέος μας είναι "μη βιώσιμο" δεν πηγαίνει σε "νέα διαπραγμάτευση". Λέει στις αγορές να ΜΗΝ τον δανείσουν! Και πηγαίνει σε νέο αναγκαστικό δανεισμό με νέους επαχθείς όρους!», έγραφε τότε, σε άρθρο του στην «Καθημερινή» ο Αντώνης Σαμαράς. Προκαλώντας – και τότε και τώρα – το εύλογο ερώτημα: πώς ακριβώς… δρομολογείς αναδιάρθρωση σε ένα χρέος που ο ίδιος χαρακτηρίζεις απολύτως βιώσιμο;
Το «έπος» του PSI
Ο δεύτερος μύθος είναι τα οφέλη του PSI. Το οικονομικό «έπος» του Ευάγγελου Βενιζέλου έχει αποδομήσει ήδη, ανοιχτά, από το 2015 το ίδιο το ΔΝΤ αναγνωρίζοντας ότι «ήταν πολύ λίγο και ήρθε πολύ αργά». Το πόσο «λίγο» ήταν το έχει πει επίσης η Τράπεζα της Ελλάδας στο βιβλίο «Το χρονικό της μεγάλης κρίσης 2008-2013». Εκεί, αποδεικνύει με απλούς και καθαρούς αριθμούς ότι από τη συνολική μείωση του χρέους κατά 137,9 δισ. ευρώ που έγινε με το PSI τον Φεβρουαρίου του 2012 και την επαναγορά ομολόγων το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, το καθαρό όφελος ήταν μόλις 51,2 δισ. ευρώ. Και τούτο, λόγω της λάθος διαδικασίας του ίδιου του PSI, τις πρόσθετες ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών που αυτό δημιούργησε, καθώς και την ανάγκη χρηματοδότησης των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού – ήτοι, των ελλειμμάτων που επίσης το PSI προκάλεσε στα ασφαλιστικά ταμεία.
Για την ιστορία, και με βάση τουλάχιστον την πρώτη ανάγνωση, η χθεσινή συμφωνία στο Eurogroup θα αποφέρει στην Ελλάδα καθαρό όφελος σε όρους ελάφρυνσης του χρέους της τάξης των 50 δις. Αντίστοιχο είναι το όφελος – άλλα 50 δις – που υπολογίζεται ότι έχει ήδη υπάρξει από τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος τα οποία εφαρμόστηκαν πέρσι. Δεν πρόκειται προφανώς για ονομαστικό κούρεμα – μπορεί όμως και να πρόκειται για την πραγματική πολιτική απόσταση ανάμεσα στην… γραβάτα και τον φιόγκο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου