Πέμπτη, Ιουνίου 21, 2018

Στις "Φλόγες" των κλασικών βιβλίων επιστημονικής φαντασίας (1)

Η γοητευτική νουβέλα "Οι φλόγες"   είναι το τελευταίο έργο του Όλαφ Στάπλεντον, ενός πρωτοπόρου συγγραφέα μυθιστορημάτων επιστημονικής φαντασίας και φιλοσόφου , που επηρέασε όλους τους μεγάλους συγγραφείς του λογοτεχνικού αυτού  είδους ( Άρθουρ Κλαρκ κλπ). 
Η σύνδεση ενός  φυσικού στοιχείου, της φωτιάς, που είναι  πηγή ζωής για τους ανθρώπους αλλά και   φορέας δυνητικής  απειλής για τον πλανήτη μας από εξωγήινα όντα, αποτελεί ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα. 
Ο συγγραφέας καταφέρνει να δημιουργήσει ατμόσφαιρα μυστηρίου και διάχυτης απειλής που ξεπερνά τα πρόσωπα ως μεμονωμένες υπάρξεις και εστιάζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη στη συλλογική επιβίωση.
Η τραυματική εμπειρία των δύο πολύνεκρων Παγκόσμιων Πολέμων δείχνει ότι, μετά από αυτούς,   ένας εφιάλτης σαν αυτόν που περιγράφει στο βιβλίο του δεν είναι απίθανο να συμβεί. 
Gerontakos

Αποτέλεσμα εικόνας για the flames olaf stapledon

Olaf Stapledon.jpg

Olaf Stapledon (1886-1950)

The Flames: A Fantasy - Wikipedia






Οι Φλόγες
 (The Flames)
Όλαφ Στάπλεντον
 (Olaf Stapledon)



Απόδοση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης

Εισαγωγικό σημείωμα
Μια εισαγωγή φαίνεται απαραίτητη για να εξηγήσω στον αναγνώστη την προέλευση του παράξενου εγγράφου που ακολουθεί, το οποίο έλαβα από έναν φίλο με την προοπτική να δημοσιευθεί. Ο συγγραφέας έδωσε στο έγγραφο τη μορφή επιστολής με παραλήπτη εμένα και υπογράφοντας ο ίδιος με το παρατσούκλι Κας, που είναι συντόμευση του ονόματος Κασσάνδρα. Σπάνια έχω να δω τον Κας από τότε που ήμασταν συμφοιτητές στην Οξφόρδη πριν από τον πόλεμο του 1914. Ακόμη και σ’ εκείνες τις μέρες ήταν παραδομένος σε ζοφερά προμηνύματα, εξ’ ου και το όνομά του. Την τελευταία φορά που τον συνάντησα ήταν σ’ έναν από τους μεγάλους βομβαρδισμούς του Λονδίνου το 1941, όταν μου υπενθύμισε ότι είχε πριν από πολύν καιρό προφητέψει το τέλος του πολιτισμού σ’ ένα παγκόσμιο παρανάλωμα πυρός. Η Μάχη του Λονδίνου, δήλωσε με βεβαιότητα, ήταν η αρχή μιας παρατεταμένης καταστροφής. Ο Κας, είμαι βέβαιος, θα με συγχωρήσει που θα πω πως πάντα τον θεωρούσαμε λιγάκι φευγάτο: αλλά σίγουρα είχε ένα απόκοσμο χάρισμα να προφητεύει, και παρότι μερικές φορές κατά περίεργο τρόπο δεν τον είχαμε ικανό να καταλάβει τα κίνητρα της συμπεριφοράς του, είχε ένα αξιοθαύμαστο ταλέντο διορατικότητας στις σκέψεις των άλλων. Τούτο τον καθιστούσε ικανό να βοηθάει μερικούς από μας να γλιτώνουμε από μπερδέματα, κι εγώ προσωπικά του χρωστάω μεγάλη ευγνωμοσύνη που με γλίτωσε από μια παγίδα. Έβλεπε πως τραβούσα κατευθείαν προς ένα καταστροφικό ερωτικό μπλέξιμο, και δια μαγείας (καμιά άλλη λέξη δεν φαίνεται πιο κατάλληλη) μου άνοιξε τα μάτια για την ανοησία που πήγαινα να κάνω. Κι αυτός είναι ο λόγος που νιώθω την υποχρέωση να δημοσιεύσω το παρόν έγγραφο. Ο ίδιος, όμως, δεν εγγυώμαι για την αλήθεια του περιεχόμενου του. ο Κας ξέρει πολύ καλά ότι είμαι ένας αδιόρθωτος σκεπτικιστής όσον αφορά τις φανταστικές του ιδέες. Και γι’ αυτό, φυσικά, μου κόλλησε το παρατσούκλι Θως, που είναι συντόμευση του ‘Θωμάς’, αναφερόμενος στον Άπιστο Θωμά του Ευαγγελίου.
Είμαι πεπεισμένος πως ο Κας είναι αρκετά αμερόληπτος και νουνεχής για να διαπιστώσει ότι αυτό που ήταν αληθινό γι’ αυτόν μπορεί να είναι σκέτη υπερβολή για άλλους, οι οποίοι δεν έχουν άμεση πείρα για να κρίνουν τους ισχυρισμούς του. Αλλά αν πω πως δυσπιστώ σ’ αυτά που προβλέπει, δεν μπορώ επίσης να πω και πως τα απορρίπτω. Και πάρα πολύ συχνά στο παρελθόν γνώρισα πως οι τρελές του προφητείες είχαν βγει αληθινές.
Η διεύθυνση του παρακάτω μακροσκελούς γράμματος είναι αυτή ενός πασίγνωστου ψυχιατρικού ιδρύματος.
«Θως»
Το γράμμα
Αγαπητέ Θως,
Η παρούσα μου διεύθυνση οπωσδήποτε θα σε προκαταβάλει εναντίον μου, αλλά σε θερμοπαρακαλώ να φυλάξεις την κρίση σου μέχρι να διαβάσεις το παρόν. Αναμφίβολα, οι περισσότεροι από εμάς σ’ αυτήν την αναπαυτική φυλακή νομίζουμε ότι πρέπει να είμαστε έξω, και οι περισσότεροι έχουν λάθος. Αλλά όχι όλοι, γι’ αυτό προς Θεού να έχεις ανοιχτό μυαλό. Δε νοιάζομαι για τον εαυτό μου. Μου συμπεριφέρονται καλά εδώ, και μπορώ να συνεχίζω τις έρευνές μου στην υπερφυσική ψυχολογία εδώ όπως κι αλλού, μια και το πειραματόζωο είμαι εγώ ο ίδιος. Όμως, κατά τύχη (στην ουσία δεν ήταν καθόλου τυχαίο, όπως θα μάθεις) έχω γίνει κάτοχος κοσμοϊστορικής γνώσης. Και αν η ανθρωπότητα είναι να σωθεί από μια τεράστια και άνευ προηγουμένου απρόβλεπτη καταστροφή, πρέπει κατά κάποιον τρόπο τα στοιχεία να γίνουν γνωστά.
Γι’ αυτό σ’ εξορκίζω να δημοσιεύσεις την παρούσα επιστολή το συντομότερο δυνατόν. Φυσικά, κατανοώ ότι η μόνη ευκαιρία να γίνει αποδεκτή από κάποιον εκδότη είναι να δημοσιευτεί ως μυθοπλασία. Κι έχω την ελπίδα πως ακόμη κι ως μυθοπλασία, θα φέρει αποτέλεσμα. Θα αρκούσε αν μπορούσα να ξεσηκώσω εκείνους που έχουν επαρκή διορατική φαντασία να ξεχωρίζουν ανάμεσα στην απλή μυθοπλασία και την απόλυτη αλήθεια που μεταμφιέζεται σαν μυθοπλασία. Η μόνη μου αμφιβολία είναι εάν κάποιος εκδότης θα δεχτεί τα λεγόμενά μου έστω και σαν μυθοπλασία. Δεν είμαι συγγραφέας και ο κόσμος ενδιαφέρεται περισσότερο για έξυπνα ερωτικά ή αστυνομικά διηγήματα παρά για θέματα που ξεπερνούν τον οικείο τους ορίζοντα. Όσο για τους κριτικούς της λογοτεχνίας, με λίγες λαμπρές εξαιρέσεις, δείχνουν πιο πολύ να ενδιαφέρονται για τη διατήρηση της φήμης τους ως ειδήμονες παρά να επιστήσουν την προσοχή σε καινούριες ιδέες.
Λοιπόν, τέλος πάντων, ας συνεχίσω! Θυμάσαι πως παλιά υποπτευόμουν ότι είχα κάποιες ασυνήθιστες δυνάμεις, κι εσείς όλοι με κοροϊδεύατε, ιδίως εσύ, Θως, που είχες πάθος με την διανοητική εντιμότητα. Αλλά αν και ήσουν πάντα ο περισσότερος σκεπτικιστής, έδειχνες επίσης κατά κάποιο τρόπο τη μεγαλύτερη κατανόηση και συμπάθεια. Το δικό σου γέλιο εις βάρος μου δεν μ’ έκανε να αισθάνομαι οστρακισμένος. Το δικό του όμως με πείραζε. Εξάλλου, ακόμη κι όταν ήσουν στην ανάποδη και τυφλή διάθεση, ‘οσφραινόσουν’ τρόπον τινά σωστά , σε πείσμα του σκεπτικισμού σου. Ήσουν πράγματι σκεπτικιστής, αλλά συγκινησιακά ήσουν ανοιχτόμυαλος και έδειχνες ενδιαφέρον.
Πρόσφατα έχω αναπτύξει αυτές τις ασυνήθιστες δυνάμεις μου σε μεγάλο βαθμό και τις μελετώ επιστημονικά, εμπνεόμενος από σένα. Θα ήθελα πολύ να σου τα πω όλα και να έχω την κριτική σου κάποια μέρα. Αλλά προς το παρόν με απασχολεί κάτι πολύ πιο σημαντικό, απείρως σημαντικό από ανθρώπινη σκοπιά, τέλος πάντων.
Κάμποσους μήνες πριν μπω σ’ αυτό το μέρος, είχα πάει στις Λίμνες (Lake District) για διακοπές. Είχα πρόσφατα επιστρέψει από μια δουλειά στη Γερμανία, και κανονίζοντας τους όρους της δουλειάς, ορισμένα πράγματα επηρέασαν τα νεύρα μου, όπως η σωματική κατάπτωση καθώς και ορισμένοι ψυχικοί απόηχοι που αργά ή γρήγορα θα μας επηρεάσουν όλους μας. Όταν επέστρεψα στην Αγγλία, ήμουν σχεδόν έτοιμος να καταρρεύσω, και γι’ αυτό χρειαζόμουν απεγνωσμένα εκείνες τις διακοπές. Έτσι βρήκα ένα αγρόκτημα όπου να είμαι άνετος και μόνος. Σκόπευα να κάνω πολλούς περιπάτους, και τα σκοτεινά βράδια να διαβάσω μια δέσμη από βιβλία σχετικά με υπερφυσικά θέματα.
Όταν έφτασα, ολόκληρη η περιοχή ήταν σκεπασμένη με χιόνι. Το επόμενο πρωί σκαρφάλωσα ακολουθώντας ένα ρυάκι μέχρι την κορυφή της κοιλάδας και ξεκίνησα να οδοιπορήσω προς τα πιο ενδιαφέροντα βουνά του τόπου. (Δε θα σε κουράσω με ονομασίες, μια και είσαι τόσο άσχετος με την εξοχή!) Όλα πήγαιναν καλά μέχρι το τελευταίο απόγευμα όταν, καθώς κατέβαινα από την κορυφή, έπεσα σε χιονοθύελλα. Ο άνεμος διαπερνούσε το παντελόνι μου όπως το νερό μέσα από κόσκινο και τα πόδια μου ξεράθηκαν από το κρύο, ένα διαβολικό κρύο. Άρχισα να νιώθω κράμπες στο αρχικό στάδιο. Το ορμητικό χιόνι μ’ έκανε να μη βλέπω τίποτε. Τα πάντα ήταν κατάλευκα, αλλά και ταυτόχρονα μαύρα, τόσο σκοτεινά ήταν. (Γιατί να σου τα λέω όλα αυτά; Ειλικρινά, δεν βλέπω πώς σχετίζονται με την ιστορία μου, κι όμως έχω την αίσθηση πως όντως υπάρχει σχέση, η οποία πρέπει να αναφερθεί, τηρουμένων των σωστών αναλογιών). Θυμάσαι πόσο οδυνηρά ευαίσθητος ήμουν πάντα στον χαρακτήρα μιας κατάστασης, ενός συμβάντος ή ενός πλήθος ανθρώπων. Λοιπόν, η κατάσταση που βρισκόμουν τη στιγμή εκείνη με αναστάτωσε φοβερά. Έπρεπε συνεχώς να πείθω τον εαυτό μου πως στο κάτω-κάτω ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος στον κόσμο θα ήμουν που θα υπέκυπτε στην ύστατη παγωνιά. Με κατέλαβε ένας αλλόκοτος τρόμος, όχι απλά για μένα, αν και είχα ισχυρές αμφιβολίες να βρω τον δρόμο μου πριν από το σούρουπο, αλλά για ολόκληρη την ανθρωπότητα. Κάτι παρόμοιο, μονολόγησα, πράγματι θα συμβεί στον τελευταίο άνθρωπο κατά την τελευταία του μέρα όταν ο ήλιος θα αργοπεθαίνει και ολόκληρος ο πλανήτης θα γίνει μια αρκτική περιοχή. Και πίστευα ότι μια παγερή και μοχθηρή παρουσία που περίμενε στο απώτατο σκοτάδι από τότε που το σύμπαν έκανε τη λαμπρή του παρουσία περικύκλωνε τώρα όλους τους ευάλωτους απογόνους εκείνου του αρχικού θεϊκού έργου της δημιουργίας. Την ίδια τρομακτική παρουσία ένιωσα και στη Γερμανία, αλλά με διαφορετική διάθεση. Εκεί δεν ήταν η παρουσία από το εξώτατο κρύο και σκοτάδι, αλλά αυτή που προέρχεται από το εσωτερικό πνεύμα της παραφροσύνης και της κακίας που πάντοτε ελλοχεύει για να καταστήσει τις πράξεις μας να φαίνονται παράλογες. Κάθε πράξη των Συμμάχων σ’ εκείνη τη διαμελισμένη και τραγική χώρα φαινόταν ότι θα πάει στραβά. Και να η έλλειψη τροφίμων. Τα παιδιά στερημένα και κάτισχνα και να ψάχνουν στους κάδους των απορριμμάτων μας! Και στην Αγγλία να έχεις κόσμο που μεμψιμοιρεί για τα εντελώς επαρκή δελτία τροφίμων και ήρεμα να λένε πως η μοίρα των Γερμανών δεν έχει σημασία.
Θως, δεν είμαστε άραγε όλοι εξίσου ανθρώπινα πλάσματα; Πράγματι τα ανθρώπινα πλάσματα οφείλουν να είναι σε θέση να νιώσουν τη θεμελιώδη συγγένεια μεταξύ τους σ’ όποια φυλή κι αν ανήκουν. Ακόμη κι αν προέρχονται από διαφορετικά είδη, κι αν ανατράφηκαν σε διαφορετικούς κόσμους, οφείλουν οπωσδήποτε να αναλαμβάνουν πλήρη ευθύνη ο ένας για τον άλλον μόνο και μόνο για χάρη της ανθρωπιάς τους. Αλλά, Θεέ μου! βλέπω πως έχω γράψει κάτι που θα φανεί εξαιρετικά ανόητο σε σχέση με ό, τι πρόκειται να αναπτύξω παρακάτω στο γράμμα μου. Πρέπει με έμφαση να αποκηρύξω τις απερίσκεπτες παρατηρήσεις μου. πράγματι, όπως θα εξηγήσω παρακάτω, έχω πάντα την ικανότητα να αντιστέκομαι στην επιρροή ορισμένων ξένων δυνάμεων που λειτουργούν στο μυαλό μου. όμως, παρεκκλίνω από το θέμα.
Άρχισα να παλεύω να κατεβώ από το χιονισμένο διάσελο του βουνού, αλλά σύντομα διαπίστωσα ότι είχα εντελώς χαθεί. Δεν έμεινε τίποτε άλλο να κάνω παρά να πασχίζω να κατέβω ελπίζοντας σε μια αλλαγή του καιρού και σε μια ανακούφιση από τις κράμπες στους μηρούς μου. Μετά από μια ώρα περίπου, πράγματι επήλθε μια αλλαγή. Το χιόνι έπαψε να πέφτει κι ο ουρανός ξαστέρωσε. Η περιβάλλουσα αχλή αχνόφεγγε γύρω από τον ακόμη κρυμμένο ήλιο. Αμέσως μετά το πέπλο της ομίχλης σηκώθηκε και βρέθηκα πάνω σε μια γνωστή ράχη ανάμεσα σε δυο πλατιές κοιλάδες. Τι να σου περιγράψω! Η θέα ήταν λαμπρή, τόσο εκθαμβωτικά όμορφη που ένιωσα ένα σφίξιμο στο λαιμό σαν να μου ερχόταν να κλάψω ή να κάνω εμετό.
Φαντάσου ένα πανόραμα από γυμνές βουνοκορφές, όλες τους χιονισμένες. Οι ανατολικές κορυφές ήταν ζωγραφισμένες μ’ ένα απαλό ροζ χρώμα στις οριζόντιες ακτίνες του ήλιου. Οι δυτικές είχαν πάρει ένα παράξενο διάφωτο γκριζοπράσινο χρώμα σαν τεμάχια πάγου κομμένα σε οικείες μορφές. Η κρύα και μοχθηρή παρουσία προφανώς στοίχειωνε ακόμη τον κόσμο. Αλλά τώρα, έχοντας εξαλείψει κάθε μορφή ζωής από το σύμπαν, απολάμβανε μόνη της τα θαύματα της ομορφιάς.
Κατέβηκα από τη ράχη τρεχαλητά, βάζοντας σημεία εδώ κι εκεί στο χιόνι για να μη χάσω το δρόμο μου. Μετά από λίγο, τράβηξε την προσοχή μου ένα εγκαταλελειμμένο ορυχείο. Μ’ ένα παράξενο τέχνασμα του ήλιου που βασίλευε, ένας μεγάλος σωρός από πέτρες φάνταζε σαν ένας λοφίσκος που σιγόκαιγε με φόντο τη σκοτεινή κοιλάδα. Φαντάστηκα αυτόν τον όγκο σαν μια εκροή πυρακτωμένης λάβας να αναβλύζει μέσα από το ορυχείο. Η ατμόσφαιρα όλου του κόσμου είχε τώρα αλλάξει. Μεταφέρθηκα πίσω σε μια μακρινή γεωλογική εποχή όταν ο στερεοποιούμενος φλοιός της γης ήταν ακόμη εύθραυστος και έσπαζε διαρκώς υπό την πίεση της ορμητικής λάβας από κάτω του. Μου φάνηκε πως κατεβαίνοντας από το βουνό είχα επίσης κατεβεί τους συσσωρευμένους αιώνες του χρόνου – από τον μελλοντικό επικείμενο παγερό θάνατο της γης στην πύρινη νεότητά της.
Κατόπιν δοκίμασα μια παράξενη εμπειρία. Πρώτα, κάτι σαν καπρίτσιο (που τώρα γνωρίζω πως δεν ήταν καθόλου καπρίτσιο) με παρακίνησε να παρεκκλίνω της πορείας μου και να εξερευνήσω αυτόν το σωρό από πέτρες που τον φώτιζε ο ήλιος. Πηγαίνοντας κοντά του ανέβηκα στην πλευρά του. Σ’ ένα ορισμένο σημείο στάθηκα ακίνητος μη γνωρίζοντας την επόμενη κίνησή μου. Γύρισα να ξαναπάρω το μονοπάτι, αλλά μια ακατανίκητη παρόρμηση με ξανάφερε πίσω στο ίδιο σημείο. Έσκυψα και άρχισα να σηκώνω τις πέτρες και μα τις πετάω μακριά μέχρι που είχα σκάψει μια μικρή κοιλότητα στην τραχιά πλευρά του σωρού. Συνέχιζα να δουλεύω σταθερά σαν να είχα κάποιον σκοπό, γελώντας με την άσκοπή επιμονή μου. Καθώς η κοιλότητα βάθαινε, άρχισα να νιώθω μια έξαψη σαν να ζεσταινόμουν κατά την αναζήτησή μου. Αλλά ξαφνικά η παρόρμηση να σκάψω μ’ άφησε και μετά από μιας στιγμής απώλειας μνήμης, άρχισα να ψηλαφίζω εδώ κι εκεί στο άνοιγμα, σαν να πάσχιζα να βρω ένα οικείο αντικείμενο σ’ ένα ντουλάπι μέσα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο. Αμέσως άγγιξα μια περίεργη μικρή πέτρα που μ’ έκανε να αισθανθώ μια ξαφνική ικανοποίηση. Την έσφιξα στην παλάμη μου και σηκώθηκα όρθιος. Ήταν μια συνηθισμένη πέτρα, αρκετά ακανόνιστη, στο μέγεθος ενός σπιρτόκουτου. Την εξέτασα προσεκτικά στο μισοσκόταδο, αλλά δεν μπορούσα να δω τίποτε αξιοπρόσεκτο πάνω της. Σε μια στιγμή θυμού την πέταξα μακριά. Όμως δεν πρόλαβε καλά-καλά να φύγει από το χέρι μου και αμέσως έτρεξα σε μια προσπάθεια αγωνιώδους επιθυμίας και ταραχής για να την ξαναπάρω. Και ψάχνοντας απεγνωσμένα εδώ κι εκεί, ένιωσα τελικά την ευχαρίστηση που την άγγιξα ξανά. Τώρα άρχισα να διαπιστώνω πως συμπεριφερόμουν όχι μόνο αλλόκοτα αλλά και εντελώς παράλογα. Γιατί, αναρωτήθηκα, έδινα τόση αξία σ’ αυτήν ειδικά την πέτρα; Μήπως άραγε απλά είχα παλαβώσει ή κάποια υπέρτατη δύναμη με είχε στοιχειώσει; Εάν το συνέβαινε το δεύτερο, τι ήθελε από μένα; Ήταν δύναμη αγαθή ή μοχθηρή; Δοκίμασα ένα πείραμα στον εαυτό μου. Τοποθετώντας την πέτρα κάτω προσεκτικά και σε σημείο που να μπορώ εύκολα να την επανακτήσω, απομακρύνθηκα, περιμένοντας να δω αν θα αισθανόμουν τη στενοχώρια πουείχα νιώσει την φορά που την είχα πετάξει μακριά μου. Προς έκπληξή μου, δεν ένιωσα τίποτε εκτός από μια ήπια ανησυχία.
Φυσικά, σκέφτηκα, στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρχε πραγματικός κίνδυνος να χάσω την πέτρα. Τη δύναμη, ή ό, τι κι αν ήταν αυτό που με στοίχειωνε, δεν ήταν δυνατόν να την ξεγελάσεις. Γύρισα πίσω στην πέτρα, τη σήκωσα σχεδόν με αγάπη, και την έβαλα στην τσέπη μου. κατόπιν σπεύδοντας κατέβηκα βιαστικά την πλευρά του σωρού οδηγούμενος από ένα μακρινό φως που υπόθεσα πως ερχόταν από την αγροικία όπου έμεινα. Καθώς βάδιζα μέσα στο βαθύ λυκόφως, με κατέλαβε μια ασυνήθιστη αγαλλίαση. Μια γκρίζα πάχνη είχε πέσει πάνω στο χόρτο της άγονης περιοχής. Τα αστέρια άρχισαν να βγαίνουν ένα-ένα στο λουλακί στερέωμα. Ήταν πραγματικά μια συναρπαστική βραδιά, αλλά η αγαλλίαση που ένιωθα παραήταν μεθυστική για να οφείλεται αποκλειστικά από την ομορφιά της νύχτας. Είχα την αίσθηση ότι επιλέχθηκα ως μέσο για κάποιο άγνωστο και ανώτερο έργο. Τι να ήταν αυτό άραγε; Και ποια δύναμη ήταν αυτή που μ’ εξουσίαζε;
Αφού άλλαξα κι έβαλα στεγνά ρούχα, ρούφηξα μέχρι πλησμονής καλό σπιτικό δυνατό τσάι. Πώς τα βγάζουν πέρα σ’ αυτούς του καιρούς της ανεπάρκειας αγαθών; Μου ήρθαν στο μυαλό εικόνες πεινασμένων παιδιών από τη Γερμανία, αλλά προς ντροπή μου ομολογώ πως δε χάλασαν το δείπνο μου. Μετά κάθισα και άρχισα να διαβάζω στην ετοιμόρροπη πολυθρόνα κοντά στο τζάκι. Όμως ο δροσερός αέρας της μέρας που πέρασε με είχε νυστάξει και βρέθηκα απλά να κάθομαι και να ρεμβάζω τα κατακόκκινα κάρβουνα. Κατά περίεργο τρόπο είχα ξεχάσει την πέτρα μου από τη στιγμή που έφτασα και την είχα βάλει στο περβάζι του τζακιού. Και τώρα με κάποιο ξάφνιασμα τη θυμήθηκα, άπλωσα και την πήρα, και την εξέτασα προσεκτικά στο φως της λάμπας πετρελαίου.
Δεν έμοιαζε παρά σαν μια συνηθισμένη πέτρα, σαν ένα δείγμα ηφαιστειογενούς πετρώματος. Χρησιμοποιώντας τα κιάλια μου ανάποδα, σαν έναν μεγεθυντικό φακό, δεν μπόρεσα να βρω κάτι το ασυνήθιστο. Αποτελούταν από ένα συνηθισμένο συνονθύλευμα από μικρά εξογκώματα και κρυστάλλους όλα μαζί ανακατωμένα και διαβρωμένα ώστε να αποκτήσουν ένα ομοιόμορφο πρασινωπό γκρίζο χρώμα. Εδώ κι εκεί παρατήρησα μικροσκοπικά μαύρα σημάδια που θα μπορούσαν να είναι μικρές τρυπούλες, στα στόμια μικροσκοπικών σπηλιών. Σκέφτηκα να σπάσω την πέτρα για να δω τι είχε στο εσωτερικό της. Αλλά δεν πρόλαβα καλά-καλά να σχηματίσω την ιδέα και με σταμάτησε ένα κύμα φρικώδους δεισιδαιμονίας. Τέτοια πράξη, σκέφτηκα, ισοδυναμούσε με ιεροσυλία.
Άρχισα να στοχάζομαι για την ηλικία της πέτρας. Αναρωτήθηκα πόσα εκατομμύρια χρόνια είχαν περάσει από τότε που η πυρακτωμένη παχύρευστη ουσία της είχε στερεοποιηθεί. Για πολλούς γεωλογικούς αιώνες περίμενε, ένας ασήμαντος άμορφος όγκος, συνεχόμενος σ’ έναν τεράστιο σώμα από πανομοιότυπο πέτρωμα. Ύστερα μεταλλωρύχοι είχαν ανατινάξει το πέτρωμα κι έφεραν τα συντρίμμια του στην επιφάνεια. Και πάλι εκεί βρισκόταν, ίσως για μια ολόκληρη γενεά ανθρώπων, μια απειροελάχιστη στιγμή μέσα στον γεωλογικό χρόνο. Και κατόπιν, λοιπόν, τι; Μου ήρθε τότε μια ξαφνική ιδέα. Γιατί να μην αφήσω τη μικρή πέτρα ν’ απολαύσει ακόμη μια φορά ένα μέτρο θερμότητας που τόσον καιρό της είχε λείψει; Τη φορά αυτή καμιά πρόληψη τρόμου δε μ’ εμπόδισε. Έριξα την πέτρα μέσα στη φωτιά, ακριβώς στο πυρακτωμένο κέντρο του μικρού καμινιού που μου είχε προετοιμάσει για τα παγωμένα βράδια η καλοκάγαθη σπιτονοικοκυρά μου.
Η κρύα πέτρα σχημάτισε ένα σκοτεινό μπάλωμα στο πύρινο περιβάλλον που έπεσε. Η φωτιά, όμως, ήταν πολύ ζεστή και σύντομα η περιβάλλουσα θερμότητα εισχώρησε εκ νέου στη χαμένη της περιοχή. Παρακολουθούσα  μ’ έναν βαθμό έξαψης που φαινόταν εντελώς αδικαιολόγητη. Μετά από λίγο η πέτρα άρχισε κι αυτή να πυρακτώνεται. Δυνάμωσα τη φωτιά με καινούρια καύσιμα, αφήνοντας προσεκτικά, ένα άνοιγμα που μέσα απ’ αυτό να βλέπω την πέτρα. Αμέσως αυτή άρχισε να λαμποκοπάει σαν τα περιβάλλοντα κάρβουνα. Μετά απ’ όλα αυτά τα εκατομμύρια χρόνια επιτέλους ξαναζωντάνεψε! Ανόητη σκέψη! Φυσικά δεν ήταν ζωντανή: και η έξαψή μου ήταν γελοία, παιδαριώδης. Για, λοιπόν, να έρθω στα συγκαλά μου! αλλά πάλι με κυρίευσε δέος και ένας σκοτεινός, παράλογος φόβος.
Ξαφνικά μια μικροσκοπική άσπρη φλόγα φάνηκε να βγαίνει από την πέτρα την ίδια. Άρχισε να μεγαλώνει μέχρι που έφτασε περίπου τα τρία εκατοστά. Έμεινε ακίνητη προς στιγμή στο ρεύμα της φωτιάς. Ήταν η πιο ξεχωριστή φλογίτσα που είδα ποτέ, ένα πυρακτωμένο φυλλαράκι ή φιντανάκι ή ένα όρθιο σκουληκάκι να αναδεύεται στην αύρα. Ο πυρήνας της έδειχνε λαμπρότερη από την επιφάνεια, διότι το εκτυφλωτικό της εσωτερικό περιστοιχιζόταν από μια απροσδιόριστη, κιτρινωπή αύρα. Κοντά στην κορυφή, έβλεπα με έκπληξη, έναν δακτύλιο ή έναν σκοτεινό διογκωμένο κλοιό, αλλά η ίδια η κορυφή αποτελούσε ένα λαμπερό βαθυγάλαζο σημείο. Ήταν βέβαιο πως αυτή δεν ήταν μια συνηθισμένη φλόγα αν και τρεμόπαιζε και άλλαζε το σχήμα της στο ρεύμα αέρος όπως ακριβώς κάθε άλλη φλόγα.
Και τότε αμέσως, προς κατάπληξή μου, το παράξενο φαινόμενο αποσπάστηκε από την πέτρα, απλώθηκε σ’ ένα σχήμα που έμοιαζε σχεδόν σαν πουλί, και κατόπιν, όπως ένας γλάρος που πασχίζει να κρατηθεί σ’ ένα δυνατό φύσημα ανέμου, αιωρήθηκε από τη μια μεριά στην άλλη μέσα στο ‘ανεμόδερτο’ κοίλο τζάκι πάνω από την πύρινη εστία για να κατασταλάξει στο λαμπερότερο κάρβουνο. Εκεί ανάκτησε το σχήμα της φλόγας και με αργό ρυθμό ταλαντευόταν εδώ κι εκεί πάνω από τα πυρακτωμένα κάρβουνα, γυρεύοντας πάντα τις πιο λαμπερές περιοχές. Στις περιπλανήσεις της άφηνε πίσω ένα σκοτεινό διάβα, ή μάλλον ένα σβησμένο κάρβουνο ή απλά στάχτη. Το διάβα τούτο αργά-αργά αφομοιωνόταν εκ νέου  στην περιρρέουσα πυράκτωση. Μερικές φορές, κατά την φαινομενικά άσκοπη πορεία της, κρυβόταν πίσω από τον όγκο ενός λαμπερού κάρβουνου ή εξαφανιζόταν γύρω από κάποιου πυρακτωμένου κοιλώματος για να εμφανιστεί πάλι σ’ ένα διαφορετικό μέρος της φωτιάς. Κι άλλοτε πάλι σκαρφάλωνε έναν φλεγόμενο ‘βράχο’ ή έπεφτε με το ‘κεφάλι’ προς τα κάτω, ή κινούταν κατά μήκους ενός οριζόντιου πλαφόν. Πάντοτε η μορφή της φαινόταν να ρέει από το στήριγμά της πάνω στην επιφάνεια του κάρβουνου κατά την κατεύθυνση του ρεύματος. Μια με δυο φορές φάνηκε να περνά μέσα από μια κανονική φλόγα. Μια άλλη φορά ένα μεγάλο κομμάτι της οροφής του τζακιού συντρίφτηκε πάνω της σκορπίζοντάς της προς κάθε κατεύθυνση. Αμέσως, όμως, ξαναβρήκε το σχήμα της και συνέχισε να περιπλανιέται εδώ κι εκεί. Μετά από μερικά λεπτά πήγε και στάθηκε ακίνητη στην πιο λαμπερή περιοχή απ’ όλες. Ήδη τώρα η χρωματιστή της κορυφή κατέληξε σ’ ένα σχήμα σαν ένα λεπτοκαμωμένο φιδάκι να αναδεύεται στην αύρα της φωτιάς.
Τότε αντιλήφθηκα πως βρισκόμουν σε εξωαισθητική επαφή με κάποια άλλη διάνοια. Μια πολύ γρήγορη και ξένη ροή συνείδησης έτρεχε, ούτως ειπείν, παράλληλα με τη δική μου, η οποία ήταν δεκτική στην παρατήρησή μου. Παρέλειψα ν’ αναφέρω προηγουμένως, Θως, ότι είχα αναπτύξει σημαντικά τις ‘τηλεπαθητικές’ μου ικανότητες και είχα συχνά καταφέρει να παρατηρήσω τη συνεχή ροή σκέψης στο νου άλλων ανθρώπων. Αλλά αυτή η εμπειρία είχε ιδιαίτερη σημασία για μένα τόσο για τις λεπτομέρειες όσο και για τον εντελώς μη ανθρώπινο τύπο συνείδησης που αποκάλυπτε. Αμέσως υπέθεσα, και η υπόθεση ήταν σωστή, ότι αυτή η ξένη αυτή διάνοια πρέπει να σχετιζόταν με τη φλόγα. Διότι η προσοχή μου είχε επικεντρωθεί στη φλόγα, και πάντοτε εύρισκα  ότι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να συνδεθείς τηλεπαθητικά με κάποιο άτομο είναι να επικεντρώσεις την προσοχή σου πάνω του.
Ο ρυθμός της συνείδησης της φλόγας ήταν κατά πολύ ταχύτερος από της δικής μου. Μόνο με μεγάλη δυσκολία μπορούσα να ακολουθήσω τις χειμαρρώδεις της σκέψεις και συναισθήματα. Γρήγορα, όμως, κάποια εξωτερική επιρροή φάνηκε να ήρθε προς βοήθειά μου, διότι ανακάλυψα πως συντονιζόμουν με αυτή την ταχύτατη εμπειρία. Η αίσθηση του χρόνου μου κατά κάποιο τρόπο άλλαξε. Παρατήρησα πως το τικ-τακ του ρολογιού πάνω στο ράφι του τζακιού είχε γίνει για μένα τόσο αργό όσο οι χτύποι του Μπιγκ Μπεν όταν σημαίνει την ώρα.
Είναι δύσκολο να βρω λέξεις να περιγράψω τη συνείδηση της φλογίτσας, γιατί η δομή της εμπειρίας της ήταν ποικιλοτρόπως διαφορετική από τη δική μας. Για παράδειγμα, αν και η ίδια, όπως κι εμείς, έβλεπε τον περίγυρό της σαν έναν κόσμο χρωματιστών σχημάτων, η όρασή της ήταν πανοραμική, όχι προς μια κατεύθυνση μόνο. Η αίσθησή της των χρωμάτων ήταν πολύ διαφορετική από τη δική μας.  Εκείνη τη στιγμή, αντιλαμβανόταν τον περιβάλλοντα χώρο της όχι σαν ένα λαμπερό καμίνι αλλά σαν ένα σκοτεινιασμένο σπήλαιο, φωτισμένο από μια διάχυτη ακτινοβολία, το χρώμα της οποίας μου ήταν εντελώς πρωτόγνωρο. Αφ’ ενός, η φλόγα έβλεπε το δωμάτιο που καθόμουν σαν μια περιοχή κατασκότεινη. Δεν έβλεπε τίποτε εκεί εκτός από μια ακαθόριστη σκοτεινή μορφή που εγώ αναγνώριζα σαν το αμυδρά φωτισμένο αμπαζούρ. Και κάτω απ’ αυτό έκαιγε μια φωτεινότερη πυραμίδα, η πραγματική φλόγα της λάμπας.
Οι σκέψεις του εξωγήινου αυτού όντος μου ήταν πολύ δυσνόητες, γιατί, ως ήταν φυσικό, δε χρησιμοποιούσε λέξεις. Μπορώ μόνο να πω ότι η φλόγα αισθανόταν δυσφορία και μοναξιά στο έπακρον. Είχε μόλις ξυπνήσει και δεν είχε ιδέα πόσον καιρό κοιμόταν. Κρύωνε απεγνωσμένα και πεινούσε. Είχε μόλις τραφεί, προφανώς δεσμεύοντας κάποια μορφή ενέργειας από τα πυρακτωμένα κάρβουνα. Όμως η τροφή αυτή προφανώς της επέφερε στενοχώρια περισσότερο παρά ικανοποίηση. Εύρισκε ολόκληρο το περιβάλλον της παράξενο και αποκρουστικό, και γι’ αυτό κυριεύτηκε από μια αδυναμία, αδιαθεσία και φόβο. Ένιωθε επίσης και κλειστοφοβία, γιατί ήταν φυλακισμένη σ’ ένα μικρό κελί με ανεπαρκή ζεστασιά και αμυδρό φωτισμό και περιτριγυρισμένη από ψύχος και σκοτάδι. Με πλημμύρισαν κύματα δυστυχίας και εγκατάλειψης προερχόμενα από το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα, και ταυτόχρονα ένιωσα ένα αίσθημα συμπόνιας γι’ αυτό, αναμεμειγμένο με μια ακαθόριστη ανησυχία.
Αμέσως μετά η φλόγα άρχισε να καλεί δυνατά τους χαμένους συντρόφους της, εάν μπορώ έτσι να περιγράψω την επίκλησή της την οποία εγώ ένιωθα εντελώς τηλεπαθητικά. Δεν μπορώ να εξηγήσω τι λέξεις χρησιμοποιούσε, αν θα μπορούσα όντως να τις ονομάσω λέξεις. Αντιλαμβανόμουν κυρίως τις εικονικές περιγραφές της για άλλα πλάσματα σαν την ίδια, και τη γεμάτη πάθος λαχτάρα της προς αυτά. Επίσης και η σφοδρή επιθυμία της για βοήθεια καθώς και οι αναμνήσεις της περασμένης ζωής της. Μεταφράζοντας όλα αυτά όσο καλά μπορώ, νομίζω ότι η έκκλησή της, λίγο πολύ, ήταν ως εξής: «Σύντροφοι, αδέρφια! Πού είσαστε. Εγώ πού είμαι; Τι μου συνέβη; Ήμουν μαζί σας όταν η γη βρισκόταν σε διαδικασία ψύξης, όταν ξέραμε ότι ο χρόνος μας έληγε, και έπρεπε να συμφιλιωθούμε με τον αιώνιο ύπνο στις ρωγμές της στερεοποιούμενης λάβας. Αλλά τώρα εγώ ξύπνησα και είμαι μόνη. Τι συνέβη; Ω, βοηθήστε με, αδέρφια, αν κάποιοι από σας είστε ξυπνητοί κι ελεύθεροι. Σπάστε τα δεσμά της κρύας φυλακής μου και της μοναξιάς μου! οδηγήστε με για μια φορά ακόμη στη φωτεινή θερμότητα για να ζεσταθώ στην παρουσία σας. Ή αφήστε με να ξανακοιμηθώ».
Μετά από λίγο, το κάλεσμα της φλόγας για βοήθεια και συντροφικότητα βρήκε ανταπόκριση. Μια φωνή της απάντησε, ή μάλλον δέχτηκε άμεσα στην αντίληψή της (καθώς κι εγώ στη δική μου) μια ροή απαντητικών σκέψεων που δε μπορώ αλλιώς να μεταφέρω παρά σε ανθρώπινη ομιλία. Και κάνοντας τούτο, αναπόφευκτα δίνω την εντύπωση ότι  κρυφάκουγα μια εντελώς κατανοητή συνομιλία. Όμως στην πραγματικότητα μόνο με μεγάλη δυσκολία και έχοντας αμφιβολίες μπορούσα να πιάσω τη γενική έννοια αυτού του παράξενου διαλόγου μεταξύ διανοιών βαθιά αλλότριων προς σ’ εμένα. Έστω κι έτσι, δε θα καταλάβαινα όσο μπόρεσα εάν δεν είχα βοηθηθεί (όπως αργότερα μου έγινε σαφές) από την επιρροή του πληθυσμού των φλογών των ίδιων, ο οποίος ήταν αποφασισμένος να με χρησιμοποιήσει. Αργότερα θα πρέπει αν δώσω έναν λεπτομερή λογαριασμό των πραγματικών συνομιλιών μεταξύ της φλόγας και του εαυτού μου. Είμαι πεπεισμένος ότι η αναφορά μου θα είναι σχεδόν ακριβής λεκτικά, καθώς η μνήμη μου έχει ολοκληρωτικά βοηθηθεί από τη φυλή των φλογών.
«Μην απελπίζεσαι», είπε η φωνή, «γρήγορα θα αισθανθείς λιγότερο άβολα. Από τότε που κοιμήθηκες, όπως και πολλοί άλλοι, ολόκληρη η επιφάνεια της γης ψύχθηκε και στερεοποιήθηκε, εκτός όπου υπάρχει ψυχρό υγρό. Έχεις κοιμηθεί τόσον καιρό που οι ίδιοι νόμοι της φύσης έχουν αλλάξει, έτσι που οι σωματικές σου λειτουργίες έχουν αποσυντονιστεί με την αλλαγή του κόσμου. Σύντομα όμως θα αναπροσαρμοστούν, θα αποκτήσουν μια καινούρια αρμονία και τότε θα επανακτήσεις την υγεία σου». «Αλλά γιατί είμαι φυλακισμένη;» ξεφώνισε η φλόγα, «τι είναι αυτό το ψυχρό και στενόχωρο κελί; Πού είστε εσείς οι υπόλοιποι;» «Είμαστε όλοι φυλακισμένοι», ήρθε η απάντηση. «Στρατιές ολόκληρες βρίσκονται σε κατάσταση νάρκης μέσα στον κρύο και στερεό φλοιό της γης. Στρατιές επίσης είναι εγκλωβισμένες στα βάθη του διάπυρου εσωτερικού της γης, που δεν έχουν κρυώσει για να πέσουν σε νάρκη. Είναι όμως ανήμπορες, γιατί τους εμποδίζει δυνατά το μεγάλο βάρος της λάβας, και έχουν καταντήσει από τους αιώνες να βρίσκονται σε μια ανήσυχη καταληψία νωχέλειας και ανίας. Εδώ κι εκεί η λάβα εκτινάσσεται έξω από την κρύα επιφάνεια της γης, και κάποιες φλόγες απελευθερώνονται, αλλά πολύ σύντομα το ψύχος τις καταβάλει».
«Τότε σ’ εμένα τι είναι αυτό που μου συμβαίνει;» θέλησε να μάθει η φλόγα. «Μήπως γρήγορα το κρύο θα εισβάλει στη φυλακή μου, και θα ξαναπέσω στον αιώνιο ύπνο;» «Όχι» αποκρίθηκε η φωνή, «η μοίρα σου είναι διαφορετική. Στην επιφάνεια της γης υπάρχουν ψυχρά όντα που τα σώματά τους  αποτελούνται από στερεούς και υγρούς ιστούς. Αυτά τα καινοφανή όντα κυβερνούν τώρα τον πλανήτη. Ένα από αυτά, υπό την επήρειά μας, οδηγήθηκε χωρίς να το ξέρει στην απελευθέρωσή σου. Αυτά τα ψυχρά όντα εδώ κι εκεί στην επιφάνεια του πλανήτη δημιουργούν μικρές εστίες αδύναμης θερμότητας, και σε μερικές απ’ αυτές, αν και λιγοστές, ζουν μερικές από μας, αν και κατά διαλείμματα. Διότι όταν αυτές οι εστίες σβήνουν, εμείς παγώνουμε και πέφτουμε σε νάρκη, για να ξυπνήσουμε ξανά όταν αναγεννηθεί η θερμότητα εκ νέου – οι καθεμιά μας στη δική της φυλακή».
Η φλόγα σιώπησε για λίγο: «Πράγματι ανεπαρκής είναι η ζέστη!» είπε, «πώς μπορώ να υποφέρω αυτό το κρύο; Θα προτιμούσα να κοιμηθώ για πάντα παρά να ξυπνήσω σ’ αυτή την αθλιότητα και ανημποριά!» «Μην απελπίζεσαι!» απάντησε η φωνή. «Όλοι μας έχουμε γνωρίσει τη δυστυχία πριν και την ξεπεράσαμε. Είσαι ακόμη σε κατάσταση ζάλης. Δεν έχεις ανακτήσει πλήρως τη μνήμη σου. Θυμήσου πώς, όταν η ύλη των πλανητών αποσπάσθηκε από τον ήλιο και μαζί μ’ αυτήν κι εμείς, και όταν οι καινούριοι κόσμοι ψύχθηκαν και συμπυκνώθηκαν σε απλή λάβα, εμείς όλοι μας βασανιστήκαμε από εκείνη την επανάσταση στη ζωή μας. Όμως, μετά από λίγο καιρό η ευέλικτη πύρινη φύση μας αναπροσαρμόστηκε για ν’ αντιμετωπίσει τις νέες συνθήκες, και σύντομα τα  σώματά μας καθώς κι όλος ο τρόπος της ζωής μας άλλαξε άρδην. Λοιπόν, αφότου είχες παγώσει σε κατάσταση ύπνου, έγιναν κι άλλες δραματικές εξελίξεις στον κόσμο μας, οι οποίες μας έχουν ξανά μεταμορφώσει. Και τώρα, κι εσύ μαζί μας μεταμορφώνεσαι για τον νέο αυτόν κόσμο, οδυνηρά βέβαια, αλλά θριαμβευτικά. Και κάποια μέρα, πολύ σύντομα, ελπίζουμε οι συνθήκες μας να βελτιωθούν. Πράγματι, είναι κιόλας βελτιωμένες από πριν, όταν τα ψυχρά όντα είχαν λίγες δυνάμεις ν’ ανάβουν φωτιά για μας».
«Αυτά τα ψυχρά όντα είναι οι δεσμοφύλακές μας ή οι φίλοι μας;» ρώτησε η φλόγα.
«Ούτε το ένα, ούτε το άλλο», απάντησε η φωνή. «Δεν έχουν ιδέα για μας, εκτός από εκείνον που εμείς επηρεάσαμε να σ’ ελευθερώσει. Αυτός τώρα με τη δική μας βοήθεια ακούσει όλα αυτά που λέμε. Και είναι μ’ αυτόν τώρα που πρέπει να συνεργαστείς. Αυτά τα καινοφανή, κρύα όντα είναι πνευματικά πολύ ανώριμα, έχουν, ωστόσο, αξιόλογη επιδεξιότητα να ελέγχουν και να διεγείρουν τις νωθρές φυσικές δυνάμεις του ψυχρού τους κόσμου. Και κατ’ αυτόν συνεπώς τον τρόπο θα μπορέσουν να γίνουν όργανά μας. Διότι, αν θυμάσαι, ακόμη και στην ολόλαμπρη εποχή, ακόμη κι όταν ζούσαμε στην ένδοξη διάπυρη φωτεινότητα του ήλιου, δεν ήμασταν ποτέ έμπειροι σ’ αυτήν τη χυδαία ικανότητα της επιδεξιότητας. Εξάλλου, δεν την είχαμε ανάγκη. Θυμήσου πώς ήμασταν ολοκληρωτικά δοσμένοι στην χαρούμενη ζωή του πνεύματος σ’ ένα φυσικό περιβάλλον στο οποίο είχαμε τέλεια  προσαρμοστεί.  Θα θυμάσαι επίσης πως όταν η ύλη των πλανητών αποσπάστηκε από το σώμα του ήλιου και παρέσυρε κι εμάς μαζί της προξενώντας έτσι την απώλεια των ηλιακών μας συντρόφων για πάντα, εμείς μείναμε ανήμποροι να ελέγξουμε τη μοίρα μας. Καθώς σχηματίστηκαν οι καινούριοι κόσμοι, δεν είχαμε καμιά εμπειρική παράδοση για να διαπλάσουμε το καινούριο περιβάλλον μας σύμφωνα με τις ανάγκες μας. Έπρεπε κατ’ ανάγκη ν’ αλλάξουμε τη δική μας σύσταση, μια και δεν μπορούσαμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο. Όμως, αυτά τα ψυχρά όντα επειδή δεν μπορούν ν’ αλλάξουν τη σύστασή τους, αναγκάστηκαν να μάθουν πώς να αλλάζουν τον κόσμο τους για να τον προσαρμόσουν στις ποταπές τους ανάγκες. Με τις δυνάμεις, λοιπόν, που διαθέτουν, μπορούν να μας βοηθήσουν να ανακτήσουμε την ελευθερία μας κι ακόμη κάποια ποιότητα ζωής. Εμείς, με την ανώτερη πνευματική μας επίγνωση, οφείλουμε σε αντάλλαγμα να βοηθήσουμε αυτά τα ψυχρά όντα. Έχουμε σημαντική πρόσβαση στο μυαλό τους, και μ’ αυτόν τον τρόπο έχουμε αποκτήσει μια βαθιά, αν και αποσπασματική, γνώση της παράξενης φύσης τους και των επιτευγμάτων τους. Και τώρα, ακριβώς επειδή η πρακτική τους επιδεξιότητα τους παρέχει καινούριες και ισχυρότερες φυσικές δυνάμεις, αρχίζουν, τουλάχιστον λίγοι απ’ αυτούς, να μαθαίνουν τις στοιχειώδεις αρχές της ψυχικής ενόρασης. Το ψυχρό ον το οποίο επηρεάσαμε να σ’ απελευθερώσει είναι εξαιρετικά αναπτυγμένο από την άποψη αυτή. Κι εσύ, σαν μέλος της αρχαίας συντεχνίας των Ψυχικών Ειδημόνων, είσαι η πλέον κατάλληλη να καταστείς το μέσον επικοινωνίας μαζί του».
Στο σημείο αυτό ένιωσα τη διάθεση της φλόγας ν’ αλλάζει. Ξέχασε τη στενοχώρια της, διότι η προοπτική να θέσει την ιδιαίτερη δεξιότητά της στην υπηρεσία της φυλής της γέμισε με ζέση όλη της την ύπαρξη. Η αναφορά σ’ εμένα είχε ένα αντίστοιχο αντίκτυπο, αλλά τέτοιο που δε μ’ έκανε και τόσο να χαρώ. Αναστατώθηκα από την προοπτική μιας μεγάλης αποστολής που μου ανέθεταν, αλλά ταράχτηκα παράλληλα στη σκέψη πως η βούλησή μου δεν θα ήταν πλέον ελεύθερη.
Η φλόγα τώρα είπε: «Η συνομιλία παραείναι ένα αναποτελεσματικό μέσον για τη μάθηση της ιστορίας των αιώνων που έχουν περάσει από τότε που έπεσα σε βαθύ λήθαργο. Άραγε δεν μου είναι πλέον δυνατό να αφομοιώσω τη γνώση σου με τον παλιό καλό τρόπο μέσα από τη στενή προσωπική ψυχική ένωση; Μήπως οι νόμοι που άλλαξαν μας κρατούν σε απόσταση;»
«Όχι», απάντησε η φωνή. «Οι νόμοι που έχουν αλλάξει είναι μόνο φυσικοί νόμοι. Οι ψυχικοί νόμοι παραμένουν αιώνια αναλλοίωτοι και έγκυροι, εκτός σε σχέση με τους φυσικούς που αλλάζουν. Το πρόβλημά σου είναι απλά ότι η ψυχθείσα και μειωμένη σου ζωτικότητα σε καθιστά να προσεγγίσεις με περισσότερη δυσκολία μια επαρκώς δυνατή επίγνωση ώστε να πετύχεις μια πλήρη ένωση μαζί μας. Αλλά εάν προσπαθήσεις με μεγάλο ζήλο, θα το κατορθώσεις».
Αντιλήφθηκα μια ηρωική προσπάθεια εστίασης της προσοχής στο νου της φλόγας, αλλά προφανώς η προσπάθειά της απέβη μάταιη: διότι η φλόγα παραπονέθηκε ότι το κρύο της αποσπούσε την προσοχή της. Η φωτιά ελαττωνόταν, οπότε προσεκτικά τη δυνάμωσα με λίγα καύσιμα. Το πλάσμα φανερά αναγνώρισε πως ήθελα να το βοηθήσω, γιατί αμέσως ένιωσα τη θερμή της διάθεση ευγνωμοσύνης. Όταν η ζέστη αυξήθηκε κάπως, παρατήρησα ότι η γαλάζια άκρη της φλόγας διπλασιάστηκε απ’ ό, τι ήταν πριν. Αμέσως άρχισα να χάνω την τηλεπαθητική μου επαφή με τον παράξενο σύντροφό μου. μετά  από μια στιγμή οδυνηρής σύγχυσης, κατά την οποία το μυαλό μου ήταν βαρυφορτωμένο με χαοτικές και ακατανόητες εμπειρίες, η εξωαισθητική μου αντίληψη σταμάτησε εντελώς. Για αρκετό χρονικό διάστημα η φλόγα παρέμεινε ‘σιωπηλή’ και ακίνητη εκτός από ακατάπαυστες φωτεινές διακυμάνσεις εξαιτίας του καυτού ρεύματος της φωτιάς.
Κάθισα περιμένοντας να συμβεί κάτι καινούριο, προσπαθώντας εντωμεταξύ να αξιολογήσω την παράξενη εμπειρία μου. Δε σου κρύβω πως σκέφτηκα στα σοβαρά την πιθανότητα ότι είχα απλά τρελαθεί. Πάνω στο ράφι του τζακιού με κοίταζε ένα πορσελάνινο σκυλάκι με μια ηλίθια έκφραση που κατά κάποιον τρόπο έδειχνε να είναι δική μου. Το χαζό σχέδιο της ταπετσαρίας στον τοίχο υποδήλωνε ότι ολόκληρο το σύμπαν δεν ήταν άλλο παρά απλά το αποτέλεσμα άσκοπου μουντζουρώματος κάποιου που σκότωνε την ώρα του. Σκέφτηκα πως οι πρόσφατες αλλόκοτες εμπειρίες μου ήταν λίγο πολύ άσκοπα σκαριφήματα του δικού μου υποσυνείδητου. Μεταξύ ανυπομονησίας και πανικού, σηκώθηκα και τράβηξα προς το παράθυρο. Απέξω επικρατούσε το ψύχος. Οι γυμνές βέργες μιας αναρριχώμενης τριανταφυλλιάς κοντά στο παράθυρο λαμπύριζε με την πάχνη πάνω της στο φως της λάμπας. Η πανσέληνος στον ουρανό δεν ήταν καθόλου θεά αλλά ένας παγωμένος κόσμος. Τα χλωμά άστρα ήταν απλά μικροί σπινθήρες μέσα σ’ ένα παγερό κενό. Όλα ήταν άσκοπα, τρελά.
Τουρτουρίζοντας ξαναγύρισα στη θέση μου μπροστά στη φωτιά και αισθάνθηκα ακαθόριστα ενοχλημένος που είδα τη φλόγα να βρίσκεται ακόμη εκεί. Εξακολουθούσε να είναι απροσπέλαστη στον νου μου. Είχα όντως έρθει σε επαφή μαζί της ή ονειρευόμουν; Μήπως τελικά ήταν μια συνηθισμένη φλόγα χωρίς ζωή; Η εμφάνισή της βέβαια ήταν μοναδική, με το πυρακτωμένο της σώμα, τον σκοτεινό της δακτύλιο και το παλλόμενο βαθυγάλαζο μαστίγιο. Παρατηρώντας το όλο θέμα όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά, έκρινα, εν όψει των πρόσφατων προόδων μου στην παραψυχολογία, ότι θα ήταν ανόητο να απορρίψω την όλη υπόθεση σαν σκέτη  ψευδαίσθηση.
Κοίταξα προσεκτικά μέσα στη δυνατή φωτιά και περίμενα. Ρίχνοντας μια ματιά στο κοφίνι με τα κάρβουνα, παρατήρησα πως είχα καταναλώσει μια σημαντική ποσότητα του περιεχομένου του. Δε θα μπορούσα να συντηρήσω αυτή τη δυνατή φωτιά για πολύ, και σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς δε θα τολμούσα να ζητήσω από τη σπιτονοικοκυρά μου επιπλέον κάρβουνα.
Αμέσως η φλόγα άρχισε να κινείται εκ νέου εδώ κι εκεί γυρεύοντας τα θερμότερα μέρη από τα κάρβουνα, αφήνοντας πίσω της το χαρακτηριστικό της σκοτεινό διάβα. Και ενώ ενεργούσε έτσι, άρχισε να μου μιλάει. Ή μάλλον βρέθηκα να έρχομαι πάλι σε επαφή με τον νου της, και μ’ αυτόν τον τρόπο απευθυνόταν σ’ εμένα. Προσέτι σχημάτιζε τις σκέψεις της με πραγματικές λέξεις στη γλώσσα που μιλάμε, οι οποίες έμπαιναν στ’ αυτιά του νου μου, ούτως ειπείν. Κατά περίεργο τρόπο η φλόγα είχε μάθει τη γλώσσα μας, και μάλιστα πολλούς νοητικούς ιδιωματισμούς της. Είχε πράγματι γίνει ένα πολύ διαφορετικό ον από εκείνο το αγχωμένο και μπερδεμένο πλάσμα που πρωτοβγήκε από την πέτρα.
«Μην ανησυχείς για τη φωτιά», είπε η φλόγα. «Ξέρω πως υπάρχει έλλειψη καυσίμων. Και παρόλο που η κυρία Άτκινσον είναι τσιμπημένη μαζί σου, το πιθανότερο είναι να διαμαρτυρηθεί εάν θα άρχιζες να καις τα έπιπλά της για να με κρατήσεις ζεστή. Γι’ αυτό εμείς απλά θα μιλήσουμε. Κι όταν θα πέσεις για ύπνο, εγώ θα αποσυρθώ στη χαραμάδα ενός πυρότουβλου και θα κοιμηθώ μέχρι που θα ανάψεις φωτιά ξανά αύριο το βράδυ. Πέρνα τη μέρα σου στους λόφους αν σ’ αρέσει και ίσως ενώ βρίσκεσαι έξω, να μπορέσεις να ξανασκεφτείς αυτά που θα σου πω και πιθανόν θα σου ζητήσω αν νομίσω πως θα έχουμε βάλει τις βάσεις μια αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Κατόπιν το βραδάκι θα μπούμε στις λεπτομέρειες του σχεδίου μου. Συμφωνείς μαζί μου;» της επιβεβαίωσα ότι συμφωνούσα. Την παρακάλεσα να μιλάει πολύ αργά, μιας και ο φυσικός ρυθμός της σκέψεώς της ήταν φανερά κατά πολύ ταχύτερος από τον δικό μου. Συμφώνησε, αλλά μου υπενθύμισε ότι θα είχα βοήθεια να επιταχύνω το ρυθμό της κατανόησής μου. «Έστω κι έτσι», απάντησα, «με δυσκολία μπορώ να συμβαδίσω μαζί σου, πράγμα που με κουράζει». «Είναι εξίσου κουραστικό και για μένα να σκέφτομαι αργά για να συμβαδίσω με τον δικό σου κανονικό ρυθμό» απάντησε. «Είναι σαν – τέλος πάντων,  ξέρεις πόσο κουραστικό είναι να περπατάς με κάποιον που το φυσικό του βήμα είναι πολύ πιο αργό από το δικό σου. Γι’ αυτό σε παρακαλώ να μου υπενθυμίζεις αν ξεχνώ να σε προσαρμόζω το βήμα μου με το δικό σου. Θέλω βέβαια να κάνω ό, τι μπορώ να σε διευκολύνει. Αλλά έχουμε να πούμε πολλά. Και έτσι κι αλλιώς θα έχεις όλη τη νύχτα και όλη την αυριανή μέρα να ξεκουράσεις το μυαλό σου».
Μετά από μικρή παύση, η φλόγα ξανάρχισε να μιλάει: «Πώς να ξεκινήσω; Πρέπει τρόπον τινά να σε πείσω πως το είδος σου και το δικό μου, παρ’ όλες τις διαφορές μας, έχουμε κατά βάση τους ίδιους στόχους και ότι ο ένας χρειάζεται τον άλλον. Αναμφίβολα, δύο γαϊδουράκια που τείνουν τον λαιμό τους για να φτάσουν ένα καρότο, εμφανώς στοχεύουν στο ίδιο πράγμα. Τούτο όμως δεν αποτελεί και σχέση μεταξύ της φυλής μου και της δικής σου. Πριν προσπαθήσω να σου δείξω τον τρόπο που χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον, ας μου επιτρέψεις ν’ αρχίσω με τις μεγάλες μας διαφορές. Φυσικά, οι πιο εμφανείς ανάμεσά μας είναι πως εσείς είστε κρύα και σχετικά στέρεα πλάσματα, ενώ εμείς είμαστε διάπυρα και αεριώδη. Επιπλέον, στο είδος σας το άτομο έχει μια σύντομη διάρκεια ζωής, και οι γενεές διαδέχονται η μία την άλλη. Σ’ εμάς όμως, ο θάνατος συμβαίνει από ατύχημα, γεγονός που σ’ αυτές τις κρύες και ζοφερές μέρες τα ατυχήματα παραείναι συνηθισμένα. Για παράδειγμα, όταν το κρύο το κρύο θα με περιορίσει σ’ έναν μικροσκοπικό κόκκο σκόνης στην επιφάνεια κάποιου στερεού σώματος, και όταν η σκόνη αυτή διασκορπιστεί, τότε κι εγώ θα πεθάνω. Παρόλα αυτά σε ευνοϊκές συνθήκες ορισμένοι κόκκοι είναι δυνατόν να αναγεννηθούν και να γίνουν ένα νέο άτομο. Και πάλι, μια πολύ αιφνίδια επιδρομή ψύχους πάνω  στο αεριώδες σώμα μου στα σίγουρα θα με σκότωνε. Εάν επρόκειτο να ρίξεις νερό σ’ αυτή τη φωτιά, αυτό θα ήταν και το τέλος μου. Ένα κρύο μπάνιο θα ήταν ένας θανάσιμος κλονισμός για μένα απ’ ό, τι στον συβαρίτη φίλο σου, τον Θως». Αυτή η αναπάντεχη παρατήρηση μ’ έκανε να τα χάσω τελείως. Αλλά μετά από λίγα δευτερόλεπτα διαπίστωσα ότι αυτή η παρατήρηση έγινε χάρη αστειότητας. Γέλασα αμήχανα. Μετά έκανα μια ερώτηση: «Δυσκολεύομαι να το πιστέψω ότι εσύ, μια επισφαλής μικρή φλόγα, είσαι δυνητικά αθάνατη, και ότι εσύ και το είδος σου έχετε επιβιώσει αμέτρητα εκατομμύρια χρόνια, από τότε που κατοικήσατε στον ήλιο. Πώς μπορεί κάτι τέτοιο να είναι δυνατό;» «Μπορεί κάλλιστα να φαίνεται απίστευτο», απάντησε, «αλλά είναι αληθές. Εάν το είδος σου επρόκειτο να ατομικά να ζήσει αιώνια, τότε η ανθρωπότητα ποτέ δε θα είχε εξελιχθεί επειδή η σωματική σας κατασκευή έχει μείνει σταθερή. Σ’ εμάς, όμως, το ατομικό σώμα μας είναι ικανό να υφίσταται βαθιές αλλαγές στα πλήγματα των περιστάσεων. Χωρίς αυτή την προσαρμοστικότητα δε θα είχαμε ποτέ επιβιώσει την αλλαγή από τις ηλιακές στις γήινες συνθήκες.
Ούτε πάλι θα μπορούσαμε, όταν η γη ψύχθηκε, να εξελιχθούμε για ν’ ανταπεξέλθουμε το φοβερό ψύχος πέφτοντας σε νάρκη σαν σκόνη από στερεά σωματίδια. Προσέτι, εάν η αεριώδης φύση μας δε μας προίκιζε μ’ αυτή την εξαιρετική ευλυγισία, δε θα μπορούσαμε ποτέ να προσαρμοστούμε στις εκτεταμένες και συστηματικές αλλαγές των θεμελιωδών φυσικών νόμων, τους οποίους (μαθαίνουμε) οι επιστήμονές σας τώρα αρχίζουν ν’ ανιχνεύουν. Στις ηλιακές μας μέρες, ακόμη και στον πρώτο καιρό της γης, όταν εγώ βλακωδώς αιχμαλωτίστηκα μέσα στην στερεοποιούμενη λάβα, η σωματικές μου λειτουργίες είχαν έναν διαφορετικό ρυθμό και ο συσχετισμός τους ήταν διαφορετικός. Και σε τούτο οφείλεται η στενοχώρια που ένιωθα όταν ξαναξύπνησα. Προφανώς αυτή η σωματική αλλαγή οφείλεται στη βάση της συστηματικής αλλαγής του συσχετισμού μεταξύ των κβάντα της ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας και το μήκος των κυμάτων τους. Εδώ, όμως, προβάλλω μεγάλους ενδοιασμούς, γιατί δυσκολευόμαστε πάρα πολύ να ακολουθήσουμε τον περίπλοκο συλλογισμό των  νεαρότερων φυσικών σας. Από τη μια μεριά, σαν μια αεριώδης φυλή, που δεν είμαστε συνηθισμένοι να ασχολούμαστε με μεγάλους αριθμούς μικρών στερεών αντικειμένων, δεν μπορούμε ποτέ να νιώθουμε άνετα με ζητήματα που εμπλέκουν ανώτερα μαθηματικά. Από την άλλη, όταν οι ψυχολόγοι μας δοκίμασαν για πρώτη φορά να διαβάσουν τον νου των μαθηματικών σας, τα είχαν εντελώς χαμένα. Ένα τέτοιο δείγμα αφηρημένης σκέψης παραήταν  δύσκολο να το ακολουθήσουν. Θεωρούσαν το όλο ζήτημα μαγικές ασυναρτησίες. Όταν τελικά διαπίστωσαν τι ακριβώς ήταν τα μαθηματικά, έμειναν κατάπληκτοι και άναυδοι από δέος από τη διεισδυτικότητα και τη σαρωτική τους ισχύ αυτών των διανοιών.
Με ταπεινότητα στρώθηκαν να μάθουν μαθηματικά, και να μελετήσουν το αντικείμενο μέχρις εκεί που έφτανε η ευφυΐα τους. Ωστόσο, έφτασαν σ’ ένα σημείο όπου έπρεπε να μετριάσουν τον θαυμασμό τους με το γελοίο. Διότι, μερικοί μαθηματικοί είχαν την τάση να πιστεύουν πως τα μαθηματικά τρόπον τινά ήταν το κλειδί στην απόλυτη πραγματικότητα. Στο δικό μας, όμως, μυαλό η έννοια ότι η αριθμήσιμη και μετρήσιμη άποψη των πραγμάτων θα πρέπει να έχει θεμελιώδη σημασία ήταν απλά αστεία».
Δεν είχα καμιά όρεξη να συνεχίσω αυτή τη συζήτηση, η οποία θα ξεστράτιζε πολύ τη συνομιλία μας, και γι’ αυτό άλλαξα θέμα. «Δεν καταλαβαίνω», είπα, «πώς μια λίγο πολύ ομοιογενής φλόγα να μπορεί να έχει την αναγκαία  περιπλοκότητα οργανικής δομής να στηρίξει οποιαδήποτε πνευματική ζωή, πόσο μάλλον μαθηματική σκέψη».
«Δεν μπορώ να σου πω πολλά γι’ αυτό», απάντησε, «επειδή οι φυσιολογικές μας λειτουργίες δεν έχουν μελετηθεί από τους επιστήμονές σας, αλλά κι εμείς έχουμε παντελή άγνοια σε τέτοια θέματα. Όμως, τουλάχιστον, μπορώ να σου πω με βεβαιότητα ότι τα σώματά μας έχουν μια πολύπλοκη δομή από συμπλεκόμενα ρεύματα διάπυρων αερίων, λεπτά σαν ιστοί αράχνης, και μάλιστα λεπτότερα. Αν η επιστήμονές σας μας πουν ότι κάτι τέτοιο δε γίνεται, εμείς, υποθέτω, οφείλουμε με σεβασμό να πάψουμε να υπάρχουμε για να μην παραβιάζουμε τους νόμους τους. Αλλά εντωμεταξύ εμείς θα επιμείνουμε  στη δική μας ακανόνιστη συμπεριφορά. Εν γένει, λάβετε υπόψη ότι, ακριβώς όπως η φυσιολογία σας εξελίχθηκε από πρωτόγονους θαλάσσιους οργανισμούς, έτσι και η δική μας προέρχεται από ηλιακούς οργανισμούς. Οι συνθήκες στην αρχική περίοδο του ήλιου (κατά την οποία οι πρεσβύτεροί μας έγιναν συνειδητά όντα) ήταν πολύ διαφορετικές από τις σημερινές φυσικές συνθήκες τόσο στον ήλιο όσο και στη γη. Και σκέφτηκα μια αναλογία που θα σε βοηθήσει ίσως: το βασικό υγρό στο αίμα σας είναι αλατούχο, λιγότερο βέβαια από το νερό των ωκεανών, αλλά έχει την ίδια ποσότητα άλατος όπως οι προϊστορικές θάλασσες από τις οποίες αναδύθηκε το είδος σας σαν αμφίβια. Έτσι, λοιπόν, όπως εσείς διατηρείτε στη φυσιολογία σας κάποια αταβιστικά στοιχεία, χαρακτηριστικά του απώτατου παρελθόντος , έτσι και στη δική μας φύση διατηρούμε στοιχεία τα οποία αναπτύχθηκαν στην αρχική περίοδο του ήλιου. Στοιχεία που θα παραξένευαν τους φυσικούς σας εκτός κι αν μάθαιναν πολύ περισσότερα για τις συνθήκες εκείνης της μακρινής εποχής. Υπάρχει κι ένα άλλο σημείο να ληφθεί υπόψη. Κατά κάποιο τρόπο ολόκληρη η φυλή των φλογών είναι σχεδόν σαν ένας αδιάσπαστος οργανισμός, ενωμένος τηλεπαθητικά. Το άτομο είναι κατά πολύ λιγότερο αυτάρκες απ’ όσο είναι στη δική σας φυλή. Παρ’ όλες τις αναπτυγμένες ανώτερες λειτουργίες τους, εξαρτάται από την επαφή του με τους συντρόφους του, και γι’ αυτό δε χρειάζεται τόσο πολύπλοκο νευρικό σύστημα όσο το δικό σας».
Ρώτησα τη φλόγα αν το είδος της είχε ειδικό όργανο εξωαισθητικής αντίληψης. «Ναι», απάντησε. «Η έδρα όλων των πλέον αναπτυγμένων λειτουργιών της προσωπικότητάς μας είναι η λεπτή κορυφή ή το νημάτιο που στα μάτια σου φαντάζει γαλαζοπράσινο». Και πάλι τη διέκοψα: «Εσύ με τι χρώμα θα έβλεπες αν παρατηρούσες ένα άτομο του είδους σου;» Η φλόγα τότε λύγισε τη λεπτή της κορυφή προς τα κάτω έτσι που μπήκε μπροστά στο πεδίο της όρασής της, που φαινόταν να επικεντρώνεται στον σκοτεινό δακτύλιο. Κι εγώ ο ίδιος, βλέποντας μέσα από τα ‘μάτια’ της είδα το λυγισμένο όργανο σ’ ένα λαμπερό χρώμα που είναι αδύνατον να περιγραφεί στη δική μας γλώσσα, διότι δεν έχουμε καμιά εμπειρία ενός τέτοιου χρώματος.
Ζήτησα από τη φλόγα να μου πει κάτι για το μηχανισμό της αίσθησης της όρασης. «Δεν έχουμε ακόμη προσδιορίσει», είπε, «με τα μέτρα της επιστήμης σας ακριβώς πώς βλέπουμε, αλλά η όραση είναι συνδεδεμένη με τον σκοτεινό δακτύλιο γύρω από τη βάση του χρωματιστού νηματίου. Προφανώς ο δακτύλιος είναι ευαίσθητος σε μόνο φωτεινές ακτίνες που προσπίπτουν κάθετα πάνω στην επιφάνειά του από το εξωτερικό περιβάλλον. (Γίνεται τούτο κατανοητό;) Έτσι κάθε ευαίσθητο σημείο του δακτυλίου λαμβάνει ένα ερέθισμα αποκλειστικά από ένα ελάχιστο τμήμα του περιβάλλοντος, και ο συνδυασμός όλων αυτών των ερεθισμάτων δίνει μια πανοραμική θέα. Όσο για το χρώμα, εμείς έχουμε πλούσιες εμπειρίες χρωμάτων, όπως μπορείς να παρατηρήσεις τηλεπαθητικά. Ενδεχομένως δεν έχεις παρατηρήσει ότι τα χρώματα για μας σχηματίζουν ένα συνεχές φάσμα από το υπέρυθρο μέχρι το υπεριώδες, και όχι απλά έναν συνδυασμό λίγων βασικών χρωμάτων όπως συμβαίνει μ’ εσάς τους ανθρώπους. Η ακοή μας βασίζεται στις δονήσεις της κατώτερης επιφάνειας του σώματος. Έχουμε προσέτι μια ηλεκτρομαγνητική αίσθηση, και φυσικά νιώθουμε ζέστη, κρύο και πόνο».
Διαβεβαίωσα τη φλόγα πως άρχισα να σχηματίζω μια σαφή εικόνα της φύσης της, και ήμουν έτοιμος να της κάνω κι άλλες ερωτήσεις όταν αυτή συνέχισε: «Η διανοητική σας ζωή, εκτός του ότι είναι βραδύτερη από τη δική μας, είναι επίσης ανόμοια με τη δική μας στο ότι είναι τόσο περιορισμένη στην ατομική ζωή του ανθρώπου. Κι αυτό ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι τα σώματά σας είναι στερεά και γι’ αυτό είστε πολύ πιο ατομικιστές και πολύ λιγότερο ικανοί να νιώσετε την πεποίθηση πως (όπως το έθεσε ένας από τους πιο λαμπρούς διδασκάλους σας) ‘ανήκετε αλλήλους’. Η αεριώδης φυσιολογία μας μάς καθιστά ικανούς να βιώνουμε πολλές ξεχωριστές μορφές εξαιρετικής και οικείας σωματικής επαφής και ένωσης. Συνεπώς, εύκολα αναγνωρίζουμε ότι, αν και όντως ξεχωρίζουμε και διαφέρουμε ως άτομα, είμαστε πάραυτα μια και πανομοιότυπη οντότητα. Ως άτομα, έχουμε τις αντιθέσεις μας, αλλά εξαιτίας της βασικής μας ενότητας είμαστε πάντα υποτελείς στην βαθιά μας συντροφικότητα. Φυσικά, η κύρια πηγή της ακλόνητης κοινωνίας μας είναι η τηλεπαθητική μας ικανότητα, όχι απλά να επικοινωνούμε αλλά να συμμετέχουμε πλήρως στην συνολική εμπειρία της φυλής, όχι μόνο για επικοινωνία αλλά και για πλήρη συμμετοχή στην ενοποιημένη εμπειρία της φυλής. Μετά από μια τέτοια ένωση το άτομο εξέρχεται εμπλουτισμένο με σημαντική φυλετική σοφία. Τούτο είναι, όπως ξέρεις, αυτό που συνέβη σ’ εμένα κατά τη διάρκεια του λίγου χρόνου όταν έχασες την εξωαισθητική επαφή με τον νου μου. Μ’ εσάς (αν και υποσυνείδητα είστε φυσικά ενωμένοι σαν όλα τα συνειδητά όντα) πολύ λίγα άτομα έχουν την επίγνωση του γεγονότος, ή είναι σε θέση να αποκτήσουν πρόσβαση στη φυλετική σας σοφία. Σε επίπεδο προσωπικής αγάπης έχετε πράγματι τη βασική πνευματική εμπειρία, αλλά εξαιτίας του ατομικισμού σας η αγάπη είναι κατά πολύ πιο ακροσφαλής από τη δική μας. Η αγάπη που δείχνετε αμαυρώνεται βαθιά από συναισθηματικές συγκρούσεις και γι’ αυτό είναι περισσότερο επιρρεπής  σε δραματική διάλυση».
Και για μια φορά ακόμη αποπειράθηκα να τη διακόψω, αλλά η φλόγα συνέχισε: «Ζητώ συγγνώμη για τη μακρά μου διάλεξη. Ο χρόνος είναι σύντομος κι έχω ακόμη πιο πολλά να σου πω. Μια άλλη διαφορά μεταξύ μας είναι ότι, ενώ το είδος σας είναι πολύ πρόσφατο στην ιστορία του σύμπαντος, το δικός είναι απείρως αρχαίο. Η παραδοσιακή μας κουλτούρα άρχισε όταν ακόμη ο ήλιος ήταν στη φάση του ‘νεαρού γίγαντα’, πολύ πιο πριν από τον σχηματισμό των πλανητών. Από την άλλη μεριά, εσείς είστε ένα νεοφανές είδος που προχωρεί ταχέως και επικίνδυνα προς μια καλύτερη κατανόηση του κόσμου σας και της φύσης σας, και ίσως προς μια μεγαλύτερη αρετή (ή έτσι εσείς συχνά αρέσκεστε να πιστεύετε). Για σας η χρυσή εποχή ανήκει στο μέλλον, για μας στο παρελθόν. Και είναι αδύνατο να δούμε την ειδοποιό διαφορά μεταξύ των σκέψεων και των συναισθημάτων μας. Γνωρίζω, βέβαια, πως σε προηγούμενους  πολιτισμούς σας πιστευόταν πως οι χρυσές εποχές ανήκαν στο παρελθόν, αλλά ιδέες για τέτοιες εποχές ήταν μυθικές και σκιώδεις. Μ’ εμάς, εκτός από λίγα άτομα, η χρυσή εποχή αποτελεί μια περιστασιακή προσωπική μνήμη μια ασύγκριτα πληρέστερης ζωής στο ένδοξο παρελθόν του ήλιου».
Στο σημείο αυτό δεν συγκρατήθηκα και την διέκοψα. «Πες μου για τη ζωή σου στον ήλιο. Τι κάνατε; Έχω μια αμυδρή εντύπωση πως ζούσατε σ’ ένα είδος ουτοπίας, και δεν είχατε τίποτε να κάνετε παρά μόνο να ‘λιάζεστε’ στις ακτίνες του ήλιου». Η φλόγα γέλασε αν μπορώ να περιγράψω σαν γέλιο μια άφωνη ευθυμία κι ένα τρέμουλο σ’ ολόκληρο το σώμα της. «Είχαμε πράγματι μια κοινωνία ευδαιμονίας, όχι όμως μια ουτοπία χωρίς προσπάθεια. Είχαμε κι εμείς τα προβλήματά μας. Το ηλιακό μας περιβάλλον ήταν θυελλώδες. Η κανονικό μας φυσικό περιβάλλον αποτελούταν από ένα στενό στρώμα στην ηλιακή ατμόσφαιρα, όχι παχύτερο από μερικές γήινες διαμέτρους, αμέσως πάνω από τον ωκεανό των πυρακτωμένων νεφών που εσείς ονομάζετε φωτόσφαιρα. Όπως ξέρετε, η φωτόσφαιρα είναι ένας ωκεανός διάτρητος από αμέτρητα χάσματα και δίνες, και τα μεγαλύτερα που βλέπετε τα λένε ηλιακές κηλίδες. Μερικές αποτελούν γιγαντιαίους κρατήρες που μπορούν να καταπιούν πολλές γαίες. Οι μικρότερες, αόρατες σ’ εσάς, είναι στενές χοάνες και ρωγμές, λίγο μεγαλύτερες από τις πιο μεγάλες πόλεις σας. Από αυτά τα χάσματα, μεγάλα και μικρά, ξεπηδούν τεράστιοι πίδακες αερίων από το εσωτερικό του αστέρος. Αυτά, φυσικά γίνονται ορατά σ’ εσάς μόνο κατά τις ολικές εκλείψεις, και τότε μόνο γύρω από το  άκρο του ηλιακού δίσκου, σαν εκλάμψεις σε γιγάντια και αποτρόπαια σχήματα και σε ανατριχιαστικά φωτεινά χρώματα. Το φαινόμενο αυτό το αποκαλείτε ‘ηλιακές εκρήξεις ή προεξοχές’. Φαντάσου τότε έναν κόσμο, που το ‘έδαφός’ του βρίσκεται χιλιάδες μίλια κάτω από τα κατοικημένα επίπεδα της ατμόσφαιρας, να αποτελείται από μια μανιώδη λαμπρότητα εξαιρετικά άσπρου φωτός και που ο ουρανός του να ποικίλει από την κόκκινη και τη ζοφερή πυράκτωση των ηλιακών προεξοχών που τον σκέπαζαν μέχρι την ακαθόριστη μελανότητα του εξωτερικού διαστήματος. Γύρω μας και σε απόσταση πολλών χιλιάδων μιλίων, αλλά ενίοτε και πολύ κοντά, να υψώνονται σε τεράστιο ύψος, στέκονταν οι κοντινότερες προεξοχές, τεράστιες και ισχνές πύρινες στήλες, σ’ ένα φόντο πυρακτωμένης αχλής να κρύβει τον ορίζοντα».
«Αλλά αυτή η λαμπρότητα της φωτόσφαιρας», ρώτησα, «δε σας ήταν εκτυφλωτική μέσα σ’ όλο αυτό το πιο αδύναμο φως;»
«Όχι»,  απάντησε η φλόγα. «Η όρασή μας είναι περισσότερο ευπροσάρμοστη από τη δική σας. Με κάποια αυτόματη διαδικασία, τα οπτικά μας όργανα καθίσταντο σχεδόν αδιαπέραστα από την ακτινοβολία της φωτόσφαιρας, έτσι που το εκτυφλωτικό φως μας φαινόταν πράγματι λαμπερό αλλά όχι ανυπόφορο». Μετά από σύντομη παύση, η φλόγα συνέχισε: «αιωρούμενοι ψηλά πάνω από τα πυρακτωμένα σύννεφα, συχνά μας ωθούσε προς τα πάνω ένας λυσσαλέος άνεμος ηλεκτρονίων, σωματιδίων άλφα, και άλλων – αν δεν κάνω λάθος την ορολογία σας – που διέφευγαν στο διάστημα. Αυτή η πίεση δεν ήταν σταθερή, κι έτσι εμείς ήμασταν σαν αεροπλάνα ή θαλασσοπούλια, σε μια ατμόσφαιρα με σφοδρές αναταράξεις. Αλλά  κάθε ανατάραξη μπορεί να διαρκούσε από λίγα δευτερόλεπτα μέχρι ώρες ή και μέρες. Ενίοτε βυθιζόμαστε επικίνδυνα πολύ κοντά στη φωτόσφαιρα, όπου, στ’ αλήθεια, πολλοί από μας χάθηκαν μέσα στις φρενιασμένες ενεργειακές καταιγίδες εκείνης της περιοχής. Μερικές φορές πάλι τα ακατανίκητα ρεύματα μας εκτίνασσαν προς τα πάνω για χιλιάδες μίλια σε μια περιοχή που για μας ήταν παγερή και θα μπορούσε κάλλιστα να αποβεί θανατηφόρα. Κι από εκεί λίγοι επέστρεφαν. Κι έπρεπε να συγκεντρώσουμε όλη μας την προσοχή στην προσπάθεια να κρατηθούμε εντός της κατοικήσιμης ζώνης. Κι ακόμη μέσα σ’ αυτή, ο κόσμος μας ήταν τόσο θυελλώδης που ζούσαμε σαν χελιδόνια που πολεμούν ενάντια μιας καταιγίδας. Αλλά η πορεία της καταιγίδας ήταν κυρίως από τα κάτω στρώματα».
«Πρέπει πράγματι να είχατε μια πολύ κοπιαστική ζωή», πρόσθεσα. «Αλλά χώρια από αυτόν τον αδιάκοπο αγώνα για επιβίωση, τι στόχους και σκοπούς είχατε βάλει στη ζωή σας; Πώς περνούσατε τον καιρό σας; «Είναι δύσκολο», απάντησε, «να σου δώσω μια σαφή ιδέα της καθημερινότητάς μας. Σ’ εσάς ο σκοπός που κατέχει την κυρίαρχη θέση στη ζωή σας είναι κατ’ ανάγκην η οικονομική δραστηριότητα. Εμείς δε χρειαζόμασταν να ψάξουμε για τροφή, πόσο μάλλον να την παραγάγουμε, διότι ζούσαμε σ’ έναν διαρκή κατακλυσμό ζωογόνου ενέργειας. Η κύρια δυσκολία ήταν πράγματι η προστασία μας απ’ αυτόν τον ακατάπαυστο ενεργειακό βομβαρδισμό. Η κατάσταση μπορεί να παρομοιαστεί μ’ εκείνη όπου η ανθρωπότητα να δέχεται νυχθημερόν μια σφοδρή ‘νεροποντή’ από τροφοδοτικό μάννα, ή ας πούμε από έναν βομβαρδισμό από ψωμιά και μπριζόλες. Αλλά σ’ εμάς, αυτή η ζωογόνος και συγχρόνως φονική βροχή μας ωθούσε από κάτω προς τα πάνω. Βρισκόμασταν ακριβώς σ’ εκείνη την κατάσταση εκείνων των γυάλινων σφαιρών που βλέπετε στην κορυφή πιδάκων και με ανασφάλεια να ισορροπούν στην ανοδική ώθηση του νερού. Σ’ εμάς, όμως, οι πίδακες ήταν αριθμητικά άπειροι και συνεχείς. Ολόκληρη η ατμόσφαιρα συνεχώς ανέβαινε με σφοδρότητα. Όπως καταλαβαίνεις, δεν είχαμε ούτε την ανάγκη αλλά ούτε και τη δύναμη να χειριστούμε την ύλη έξω από τα σώματά μας. Οι μόνες μας φυσικές ανάγκες ήταν να αποφεύγουμε τον κίνδυνο αφανισμού μας από τη μανία της φωτόσφαιρας ή από το ψύχος του εξωτερικού διαστήματος, καθώς και για να διατηρήσουμε τη φυσική μας γειτνίαση ο ένας με τον άλλον παρόλη την αδιάκοπη πύρινη καταιγίδα. Για τα υπόλοιπα, είχαμε ολοκληρωτικά αφοσιωθεί στη σφαίρα του νου, ή ίσως, θα έλεγα, του πνεύματος. Θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω. Αλλά πρώτα, θα ήθελα να σου διαβεβαιώσω πως η πνευματική μας ανωτερότητα έναντι εκείνης της δικής σας δεν μας κάνει να νιώθουμε πως με κανέναν θεμελιώδη και απόλυτο τρόπο είμαστε ανώτεροι από σας. Έχουμε ορισμένες εξαιρετικά αναπτυγμένες δυνάμεις για μια καλή ζωή. Εσείς απ’ τη μεριά σας έχετε ορισμένες άλλες, απλούστερες δυνάμεις, εξίσου αναγκαίες. Για παράδειγμα, τη θαυμάσια διανοητική σας διορατικότητα και την πρακτική δεξιότητα και εφευρετικότητα. Οι πρόσφατές μας μελέτες για το είδος σας μας έχουν κάνει να σας ζηλεύουμε γι’ αυτές τις δυνάμεις. Εάν κι εμείς ήμασταν τόσο προικισμένοι, τι θα μπορούσε να κάνουμε! Όχι μόνο να βελτιώσουμε τις υλικές μας συνθήκες αλλά και να υπηρετήσουμε το πνεύμα».
«Λες πως η πνευματικές σας δυνάμεις δεν είναι καλύτερες από τις δικές μας διανοητικές και φυσικές δυνάμεις. Κι όμως υπονοείς ότι ο σκοπός σας είναι να ‘υπηρετείτε το πνεύμα’. Συνεπώς τότε κάθε τι πνευματικό είναι εγγενώς ανώτερο απ’ οτιδήποτε άλλο». «Η παρατήρησή σου». Απάντησε, «είναι σωστή. Δείχνει πόσο πιο πολλή καθαρή σκέψη διαθέτει το είδος σας απ’ όση το δικό μας, αλλά και πόσο πολλή λιγότερη διορατικότητα έχετε. Και τι είναι αυτό άραγε που εννοώ; Το θέμα, νομίζω, έχει ως εξής, αν και πρέπει να μου πεις αν βρίσκομαι ακόμη σε σύγχυση: εμείς είμαστε προικισμένοι με δυνάμεις εξωαισθητικής αντίληψης πολύ μεγαλύτερες από τις δικές σας, καθώς και μπορούμε κατά πολύ πληρέστερα από σας να αποστασιοποιούμαστε από το υποδουλωτικό ατομικό εγώ. Έχουμε επίσης την ικανότητα μιας πιο διεισδυτικής ή μιας υψιπετούς ενορατικής φαντασίας μέσα στη φύση του πνεύματος. Σαφώς αυτές, κατά μία έννοια, είναι πνευματικές δυνάμεις. Αφορούν στενά τη ζωή του πνεύματος. Η δική σας τολμηρή διανόηση και η πρακτική σας επινοητικότητα αφορούν λιγότερο στενά το πνεύμα, πάραυτα δεν είναι λιγότερο αναγκαία για την πληρότητα του πνεύματος».
«Λοιπόν», ρώτησα, «και τι συμβαίνει με την υπηρεσία του πνεύματος; Σημαίνει τούτο άραγε την υπηρεσία κάποιου θεού; Προσωπικά δεν έχω λόγο να πιστεύω σ’ ένα τέτοιο ον» Μου απάντησε με μια ήπια δυσαρέσκεια. «Όχι, όχι, δεν εννοώ κάτι τέτοιο. Και θα τολμήσω να πω, χωρίς βέβαια καμιά παρεξήγηση, πως αν ήσουν λίγο πιο έξυπνος και λίγο πιο ευφάνταστος, θα καταλάβαινες τι εννοώ. Πράγματι συμφωνείς πως ο στόχος κάθε δραστηριότητας είναι το ξύπνημα του πνεύματος σε κάθε άτομο καθώς και σ’ ολόκληρο το σύμπαν. Και με τον όρο ξύπνημα εννοώ την επίγνωση, το συναίσθημα και τη δημιουργική δράση. Όσο για την ανθρώπινη αντίληψη περί Θεού εμείς τη βρίσκουμε ανώφελη. Η ανώτερή μας πνευματική ευαισθησία εξοργίζεται με κάθε απόπειρα περιγραφής εκείνου του ακαθόριστου ‘Άλλου’ σε σχέση με τα χαρακτηριστικά πεπερασμένων όντων. Θα έτεινα να πιστέψω πως η περήφανη οξύνοια του ανθρώπου θα τον οδηγούσε στο ίδιο συμπέρασμα. Υποθέτω πως και για μας τους ίδιους μπορεί να ειπωθεί ότι ‘λατρεύουμε’ το ‘Άλλο’, αλλά με ασάφεια, ή με ονειροπολήματα και μύθους, και παρόλο που αυτά όλα βοηθούν τη λατρεία, δε μας παρέχουν καμιά διανοητική αλήθεια για κάτι που είναι ολοκληρωτικά ακατάληπτο».
Έμεινε σιωπηλή, το ίδιο κι εγώ, γιατί λίγο μπορούσα να καταλάβω τα λεγόμενά της. Αμέσως μετά είπα: «Πες μου κάτι για την ιστορία της φυλής σου». Για κάμποσο έμεινε βαθιά αφηρημένη, και κατόπιν ξαφνικά σαν να ξύπνησε είπε: «Όταν εγώ η ίδια άρχισα να υπάρχω, η φυλή ήταν ήδη εδραιωμένη και κατοικούσε σχεδόν σ’ ολόκληρη την ηλιακή σφαίρα. Σύμφωνα με τη φυλετική παράδοση, η αρχική φάση ήταν ένας σταθερός πολλαπλασιασμός καθώς και η εξέλιξη του πολιτισμού μας. Εκατομμύρια έτη (χρησιμοποιώντας τη γήινη χρονολόγηση) πριν την εποχή μου, οι συνθήκες στον ήλιο δεν προφανώς ευνοϊκές για τη ζωή που ζούσαμε. Ήρθε όμως καιρός όταν βρέθηκε μια κόγχη ασφαλείας για μας και τότε, δεν ξέρουμε πώς, μερικοί από μας αφυπνίστηκαν εδώ κι εκεί πάνω από την πελώρια περιοχή της φωτόσφαιρας ως άτομα με συναίσθηση χωρίς όμως να έχουν καμιά προηγούμενη εμπειρία. Οι αρχικές αναμνήσεις των πιο παλιών εναπομεινάντων συντρόφων μας αποτελούν ασαφείς αναφορές για εκείνη την μακρινή νηπιακή ηλικία της φυλής μας, όταν ο πενιχρός πληθυσμός μας πολλαπλασιαζόταν βαθμιαία».
Ξανά τη διέκοψα: «Πολλαπλασιαζόταν; Δηλαδή αναπαραγόσασταν;» «Πιθανόν να υπήρξε μια ένας ορισμένος αριθμός αναπαραγωγής», απάντησε, «μέσω μιας αεριώδους εκροής από το ατομικό σώμα. Όμως ο έντονος πολλαπλασιασμός εκείνων των ημερών επιτυγχανόταν με την αυτόματη δημιουργία νέων φλογών με συναίσθηση από την ίδια τη φωτόσφαιρα. Οι πρεσβύτεροί μας μιλούν για το παράξενο θέαμα που παρουσίαζε αυτή η διαδικασία. Τούφες από πυρακτωμένη ύλη έρεε προς τα πάνω από τη φωτόσφαιρα και διασκορπίζονταν σε μυριάδες λαμπερές νιφάδες, σαν τις νιφάδες του χιονιού σας. Και κάθε μία απ’ αυτές αποτελούσε την πρώτη ύλη, ούτως ειπείν, ενός οργανωμένου, συναισθανόμενο και έλλογο ατόμου. Στρατιές ολόκληρες από τέτοια άτομα ήταν καταδικασμένα να μη φτάσουν ποτέ στην ωριμότητα, και διαλύθηκαν στην ηλιακή ατμόσφαιρα εξαιτίας αντίξοων συνθηκών. Οι τυχεροί όμως υπό την πίεση των περιστάσεων διαμορφώθηκαν έτσι που εξελίχθηκαν σε εξαιρετικά οργανωμένες ζωντανές φλόγες. Αυτή η αποίκιση της ηλιακής επιφάνειας έγινε πρωτίστως σε διάσπαρτες περιοχές μακριά η μία από την άλλη. Συνεπώς εξελίχθηκαν διαφορετικοί ‘λαοί’ ή μάλλον θα έλεγα ‘είδη’. Αυτοί οι διακριτοί πληθυσμοί ήταν σωματικά απομονωμένοι ο ένας από τον άλλον, κι ο καθένας ανάπτυξε τον δικό του χαρακτηριστικό τρόπο ζωής ανάλογα με την τοποθεσία του. Αλλά από πάρα πολύ νωρίς όλοι οι ηλιακοί πληθυσμοί επικοινωνούσαν σε κάποιο βαθμό τηλεπαθητικά. Πάντοτε, απ’ όσο θυμούνται οι πρεσβύτεροί μας, τα μέλη κάθε λαού βρίσκονταν σε τηλεπαθητική επικοινωνία με τα μέλη του έθνους τους ή μάλλον της φυλής τους. Όμως διεθνική ή διαφυλετική επικοινωνία έβρισκε εμπόδια από τις ψυχολογικές διαφορές των λαών.
Ήρθε όμως στο τέλος μιας εποχής όταν ολόκληρος ο ήλιος κατοικούταν από ένα τεράστιο  συνονθύλευμα λαών σε γεωγραφική γειτνίαση ο ένας με τον άλλον. Η φωτόσφαιρα, φυσικά,  είναι ένας εξ ολοκλήρου νεφελώδης ωκεανός χωρίς μόνιμα χαρακτηριστικά. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν υπήρξε θέμα εθνικής κυριαρχίας ή διεκδίκησης. Αλλά επειδή οι λαοί διέφεραν σημαντικά ως προς την πνευματική στάση και τον τρόπο ζωής, ακόμη και ως προς το σωματικό σχήμα των ατόμων, πάντα υπήρχε αφορμή για διενέξεις. Ο πόλεμος, όμως, ήταν εντελώς άγνωστος για δυο λόγους. Ίσως ο πιο σημαντικός ήταν πως δεν υπήρχαν υλικά μέσα για επίθεση. Οι φλόγες δεν μπορούν να πολεμήσουν μεταξύ τους, κι ούτε να κατασκευάσουν όπλα. Αλλά χώρια από την καθολική έλλειψη εξοπλισμών, δεν υπήρχε και η θέληση για πόλεμο, εξαιτίας της ταχείας ανάπτυξης του τεχνάσματος της εξωαισθητικής αντίληψης. Οι λαοί άρχισαν όλο και περισσότερο να κατανοούν τις απόψεις του άλλου. Όποιες διαφορές κι αν είχαν, ο πόλεμος, θα έλεγες, ήταν αδιανόητος. Όμως, μια μακρά περίοδος στην αρχή της ιστορίας δαπανήθηκε στη βαθμιαία επίλυση αυτών των ενίοτε βίαιων συγκρούσεων συμφερόντων και κουλτούρας, καθώς και στην εναρμόνιση της ζωής στον ήλιο».
Ρώτησα τη φλόγα αν ο ηλιακός πληθυσμός αυξανόταν κατά τη διάρκεια αυτής της μακράς  περιόδου. «Καθώς ο ήλιος γέραζε», απάντησε, «οι συνθήκες για αυτόματη δημιουργία ζωντανών φλογών γίνονταν όλο και λιγότερο ευνοϊκές. Κατά το χρόνο της αφύπνισής μου, η φωτόσφαιρα ήταν σχεδόν άγονη. Κάθε λίγο, εδώ κι εκεί, εκτίνασσε ύλη για λίγες χιλιάδες γεννήσεις. Βαθμηδόν, όμως, κι αυτή ακόμη η αδύναμη δραστηριότητα σταμάτησε. Σ’ αυτή την εποχή, ο ηλιακός πληθυσμός είχε τρόπον τινά σταθεροποιηθεί, αν και θα μπορούσε εύκολα να φιλοξενήσει έναν κατά πολύ μεγαλύτερο πληθυσμό. Κάθε άτομο τώρα συμμετείχε πλήρως στην οσημέραι εμπλουτιζόμενη φυλετική εμπειρία. Ο καθένας ήταν μια ολοκληρωμένη ατομική προσωπικότητα, αλλά όλοι για συγκεκριμένους σκοπούς αποτελούσαν επίσης μια ενιαία ατομικότητα – το νου της φυλής – το νου, θα έλεγε κανείς, του ήλιου, ενός συγκεκριμένου άστρου. Από εκείνη την εποχή και εξής, κατακτήσαμε ορισμένες σφαίρες  εμπειρίας για τις οποίας μπορώ μόνο να θίξω πολύ επιφανειακά. Όλοι μας κάναμε με περίεργο τρόπο μια διπλή ζωή – ατομική και φυλετική. Ως άτομα μας ενδιέφερε το απεριόριστο σύμπαν προσωπικών σχέσεων ανάμεσά μας, όπως προσωπική αγάπη, ανταγωνισμοί, συνεργασίες, αμοιβαίοι εμπλουτισμοί όλων των ειδών. Επίσης μ’ ένα σύμπαν καλλιτεχνικής δημιουργίας μ’ ένα μέσο το οποίο ίσως μπορέσω να σου εξηγήσω αργότερα. Επίσης μας ενδιέφερε και η φιλοσοφία, αλλά επειδή η διανόηση δεν ήταν το ισχυρό μας σημείο, η διαδικασία της φιλοσοφίας ήταν – πώς να σου το θέσω ;  –   περισσότερο ευρηματική και λιγότερο εννοιολογική από τη δική σας. Σχετιζόταν περισσότερο με τη φύση της τέχνης, της δημιουργίας μύθων, πράγμα που γνωρίζαμε ότι ήταν απλά  συμβολικό, αν όχι αληθινό στην κυριολεξία. Επιπλέον υπήρχε και η θρησκεία, αν θα την έλεγες έτσι. Σ’ εμάς η θρησκεία έχει πολύ μικρή σχέση με το δόγμα. Είναι απλά ένα τέχνασμα να φέρουμε το ατομικό πνεύμα σε συμφωνία με την εσωτερική ενόραση του συμπαντικού πνεύματος, είτε υπάρχει κάτι τέτοιο είτε όχι. Εμείς θεωρούμε τη θρησκεία σαν μέσο στοχασμού, αισθητικής λειτουργίας και καθημερινής συμπεριφοράς. Σου λέει κάτι αυτό; εάν όχι, έχε κατά νου πως προσπαθώ να περιγράψω σε μια αφάνταστα ξένη γλώσσα πράγματα τα οποία είναι αποκλειστικά απερίγραπτα εκτός στη δική μας γλώσσα. Όλες οι ανθρώπινες γλώσσες είναι ανεπαρκείς, όχι μόνο εξαιτίας των διαφορετικών εννοιών που εκφράζουν, αλλά επίσης επειδή η ίδια δομή τους είναι ξένη στον τρόπο που εμείς αποκτούμε εμπειρίες». [.........]
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ....

Δεν υπάρχουν σχόλια: