Συγκίνηση στις Πρέσπες, γλυκόξινη γεύση στο Ζάππειο
Συντάκτης:
Σωτήρης Βαλντέν*
Οι δύο εκδηλώσεις των προηγούμενων ημερών, στις Πρέσπες και στο Ζάππειο, έχουν έναν υψηλό συμβολισμό. Οι Πρέσπες συγκίνησαν.
Ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε σε αξίες που πρεσβεύει κάθε αριστερός και κάθε υποστηρικτής της ειρήνης και της διεθνούς συνεργασίας.
Νιώσαμε υπερήφανοι που η χώρα μας επιτέλους έκανε κάτι θετικό στα Βαλκάνια και η κυβέρνηση της Αριστεράς τόλμησε αυτό που οι άλλοι δεν ήθελαν ή δεν μπόρεσαν.
Με φόντο δε τις εθνικιστικές κραυγές της Ν.Δ. και τη μιζέρια της όλης Κεντροαριστεράς, ενίσχυσε την επιλογή μας για τις επόμενες εκλογές.
Το Ζάππειο, αντίθετα, άφησε μια γεύση γλυκόξινη. Συμβόλισε τη δυσχερή θέση και τις αντιφάσεις μιας Αριστεράς που δέχτηκε την πρόκληση να κυβερνά υπό συνθήκες χρεοκοπίας τη χώρα και μιας καταστροφικής δεξιάς πολιτικής της Ευρώπης.
Η κυβέρνηση είναι λογικό να κρίνει τον εαυτό της και να κρίνεται με βάση το εφικτό. Ετσι, χαίρεται –και εμείς μαζί της– που βγήκαμε από την ασφυκτική επιτροπεία των μνημονίων, που διαψεύδονται οι κατακλυσμικές προβλέψεις της αντιπολίτευσης, που αυτά που «πετύχαμε» για το χρέος –βοηθούσης και της συγκυρίας– είναι αισθητά περισσότερα από όσα θα ήθελαν αρχικά οι Γερμανοί, που ο πρωθυπουργός μπόρεσε να αναγγείλει κάποια μέτρα ανακούφισης λαϊκών στρωμάτων και της οικονομίας.
Δικαίως δίνονται συγχαρητήρια στον Τσακαλώτο που διαχειρίστηκε μια δύσκολη υπόθεση με επιτυχία.
Ο κίνδυνος ωστόσο –και φοβάμαι πως ο πρωθυπουργός δεν τον απέφυγε– είναι να παρασυρθούμε από την επιτυχία στο εφικτό και να χάσουμε τη μεγάλη εικόνα της κατάστασης της χώρας και της σχέσης της με τους δανειστές.
Ετσι οδηγούμαστε στο αφήγημα του «success story», που βρίσκεται σε κραυγαλέα αναντιστοιχία προς την πραγματικότητα, αλλά, πιστεύω, και προς το κοινό αίσθημα.
Η θριαμβολογία καθόλου δεν συμβιβάζεται με τα ερείπια που άφησε στη χώρα η κρίση και η δήθεν θεραπεία της, και τα οποία απέχουμε ακόμη πολύ από το να τα ξεπεράσουμε.
Αφήνοντας επιμέρους στοιχεία της συμφωνίας που μετριάζουν την έκταση της «καθαρής» εξόδου (όπως π.χ. η ανά τρίμηνο επιτήρηση και η διασύνδεσή της με την επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα), το βασικό χαρακτηριστικό του μεταμνημονιακού καθεστώτος είναι η δέσμευσή μας ώς το 2060 σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, που ακυρώνουν σε μεγάλο βαθμό τα περί τερματισμού της λιτότητας και υπονομεύουν την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας.
Τέτοια πλεονάσματα για τόσο μεγάλη περίοδο δεν έχουν επιτευχθεί, ως γνωστόν, ποτέ, από καμία χώρα στον κόσμο.
Η νομισματική ένωση και το Σύμφωνο Σταθερότητας επικρίνονται όλο και περισσότερο για την υπερβολικά αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία που προβλέπουν.
Και όμως, επιτρέπουν ακόμη και περιορισμένα ελλείμματα, ενώ στη χώρα μας, που κατ’ εξοχήν έχει ανάγκη από τον περίφημο «δημοσιονομικό χώρο», επιβάλλονται μεγάλα πλεονάσματα επί δεκαετίες.
Το ασφυκτικό πλαίσιο των μεταμνημονιακών δεκαετιών δεν είναι βέβαια αποτέλεσμα κακής διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης.
Οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της αντιπολίτευσης και η χρέωσή του στον… Βαρουφάκη στερούνται σοβαρότητα. Το πλαίσιο αυτό επιβλήθηκε από τους δανειστές και είναι σύμφωνο με τις καταστροφικές πολιτικές και τη φιλοσοφία που κυριαρχούν στην υπό γερμανική ηγεμονία Ευρώπη.
Η ελληνική κυβέρνηση το αποδέχτηκε αναγκαστικά το 2015 όταν χρειάστηκε να επιλέξει ανάμεσα σ’ αυτό και σε μια αυτοκτονική έξοδο από την ευρωζώνη.
Δεν θα μπορούσαμε συνεπώς να χρεώσουμε στον ΣΥΡΙΖΑ τον «ζουρλομανδύα» που μας επιβλήθηκε. Μπορούμε όμως να αναμένουμε λιγότερες θριαμβολογίες και λιγότερη «εσωτερικοποίηση» της φιλοσοφίας των δανειστών (συχνά, ακούγοντας κυβερνητικά στελέχη, νομίζει κανείς πως όσο μεγαλύτερο το δημοσιονομικό πλεόνασμα τόσο μεγαλύτερη η επιτυχία μας).
Μπορούμε επίσης να αναμένουμε μια περισσότερο κριτική τοποθέτηση απέναντι σε ευρωπαϊκές πολιτικές που καταστρέφουν την Ελλάδα και την Ευρώπη.
Είναι κατανοητό πως η χώρα μας, στην κατάστασή της, δεν μπορεί να αποτελέσει την αιχμή της πάλης κατά των πολιτικών αυτών. Από του σημείου όμως αυτού, μέχρι του να μην αναφερόμαστε καθόλου σε ένα ζήτημα που, με τις εξελίξεις στην Ιταλία, γίνεται όλο και πιο κρίσιμο για το μέλλον το δικό μας αλλά και της Ευρώπης, υπάρχει μεγάλη απόσταση.
Η τακτική του «καλού μαθητή» δεν είναι πειστική σε μια Ευρώπη που καταρρέει με κύρια ευθύνη την ξεροκεφαλιά των «δασκάλων».
Πέρα από την ίδια τη συμφωνία, προβληματική ήταν στο Ζάππειο η εικόνα των χειροκροτημάτων και των εναγκαλισμών των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ με έναν πολιτικό που καθημερινά επιβεβαιώνει (ακόμη και στην ομιλία του εκεί) τον ακροδεξιό, εθνικιστικό και λαϊκιστικό του χαρακτήρα, που δηλώνει πως θα σαμποτάρει τη συμφωνία για το Μακεδονικό και που, με τους παλικαρισμούς του, παίζει εν ου παικτοίς με την Τουρκία. Είναι προφανώς το τίμημα για την παραμονή της κυβέρνησης στην εξουσία ακόμη έναν χρόνο.
Η γεύση που αφήνει το Ζάππειο και οι καταστάσεις που αυτό αντανακλά δεν θα πρέπει ωστόσο να οδηγήσουν σε συμπεράσματα με οδηγό το συναίσθημα.
Για όσους από εμάς η επάνοδος στην εξουσία μιας διολισθαίνουσας προς την ακροδεξιά Ν.Δ. δεν είναι κάτι το αδιάφορο, για όσους προτιμούμε τον Τσίπρα, ακόμη και με εταίρο για ακόμη μερικούς μήνες τον Καμμένο, από τους Μητσοτάκη/Γεωργιάδη/Σαμαρά, για όσους δεν θέλουμε την ακύρωση της συμφωνίας για το Μακεδονικό, για όσους δεν έχουν αυταπάτες πως η Φώφη θα μπορούσε να σχίσει τα μετα-μνημόνια που δεν έσχισε ο Τσίπρας, καταλήγουμε πως η σημερινή κυβέρνηση πρέπει να ολοκληρώσει τη θητεία της και να διεκδικήσει αξιόπιστα πάλι την κυβέρνηση στις επόμενες εκλογές.
Υπάρχει ασφαλώς και η εύκολη για την Αριστερά λύση, της επιστροφής στην αντιπολίτευση, απ’ όπου θα μπορούσε να δρα –και κυρίως να μιλά– χωρίς τα βαρίδια των δανειστών και του Καμμένου. Η άποψη αυτή είναι σεβαστή και, στη λογική της, θα έπρεπε να έχει υιοθετηθεί ήδη το καλοκαίρι του 2015.
Ωστόσο, ο δρόμος αυτός δεν θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, αντάξιος της εμπιστοσύνης που έδειξαν οι πολίτες στον ΣΥΡΙΖΑ, καθιστώντας τον για δεύτερη φορά πρώτο κόμμα. Και δεν θα αντιστοιχούσε σε μια αντίληψη για σύγχρονη και υπεύθυνη Αριστερά που δεν αρκείται στη διαμαρτυρία.
Η συνέχιση του πειράματος της κυβερνώσας Αριστεράς στις εξαιρετικά δυσμενείς εσωτερικές και διεθνείς συνθήκες έχει πιθανότητες (και νόημα) μόνο αν η κυβέρνηση επικεντρωθεί στην ανακούφιση των ασθενεστέρων χωρίς θριαμβολογίες· αν εμμείνει στον δρόμο των Πρεσπών· αν προετοιμάσει τον δρόμο για νέες συγκλίσεις και συμμαχίες· αν αποχωριστεί, μαζί με τους ΑΝ.ΕΛΛ., και τον λαϊκισμό μιας κούφιας σκανδαλολογίας· αν προσέξει, τέλος, περισσότερο το ύφος της εξουσίας που εκπέμπει.
Το ότι ο Τσίπρας ξαναέβγαλε τη γραβάτα είναι για μένα ένα θετικό σύμβολο, αλλά το σύμβολο δεν αρκεί.
*Διδάσκων στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών
Ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε σε αξίες που πρεσβεύει κάθε αριστερός και κάθε υποστηρικτής της ειρήνης και της διεθνούς συνεργασίας.
Νιώσαμε υπερήφανοι που η χώρα μας επιτέλους έκανε κάτι θετικό στα Βαλκάνια και η κυβέρνηση της Αριστεράς τόλμησε αυτό που οι άλλοι δεν ήθελαν ή δεν μπόρεσαν.
Με φόντο δε τις εθνικιστικές κραυγές της Ν.Δ. και τη μιζέρια της όλης Κεντροαριστεράς, ενίσχυσε την επιλογή μας για τις επόμενες εκλογές.
Το Ζάππειο, αντίθετα, άφησε μια γεύση γλυκόξινη. Συμβόλισε τη δυσχερή θέση και τις αντιφάσεις μιας Αριστεράς που δέχτηκε την πρόκληση να κυβερνά υπό συνθήκες χρεοκοπίας τη χώρα και μιας καταστροφικής δεξιάς πολιτικής της Ευρώπης.
Η κυβέρνηση είναι λογικό να κρίνει τον εαυτό της και να κρίνεται με βάση το εφικτό. Ετσι, χαίρεται –και εμείς μαζί της– που βγήκαμε από την ασφυκτική επιτροπεία των μνημονίων, που διαψεύδονται οι κατακλυσμικές προβλέψεις της αντιπολίτευσης, που αυτά που «πετύχαμε» για το χρέος –βοηθούσης και της συγκυρίας– είναι αισθητά περισσότερα από όσα θα ήθελαν αρχικά οι Γερμανοί, που ο πρωθυπουργός μπόρεσε να αναγγείλει κάποια μέτρα ανακούφισης λαϊκών στρωμάτων και της οικονομίας.
Δικαίως δίνονται συγχαρητήρια στον Τσακαλώτο που διαχειρίστηκε μια δύσκολη υπόθεση με επιτυχία.
Ο κίνδυνος ωστόσο –και φοβάμαι πως ο πρωθυπουργός δεν τον απέφυγε– είναι να παρασυρθούμε από την επιτυχία στο εφικτό και να χάσουμε τη μεγάλη εικόνα της κατάστασης της χώρας και της σχέσης της με τους δανειστές.
Ετσι οδηγούμαστε στο αφήγημα του «success story», που βρίσκεται σε κραυγαλέα αναντιστοιχία προς την πραγματικότητα, αλλά, πιστεύω, και προς το κοινό αίσθημα.
Η θριαμβολογία καθόλου δεν συμβιβάζεται με τα ερείπια που άφησε στη χώρα η κρίση και η δήθεν θεραπεία της, και τα οποία απέχουμε ακόμη πολύ από το να τα ξεπεράσουμε.
Αφήνοντας επιμέρους στοιχεία της συμφωνίας που μετριάζουν την έκταση της «καθαρής» εξόδου (όπως π.χ. η ανά τρίμηνο επιτήρηση και η διασύνδεσή της με την επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα), το βασικό χαρακτηριστικό του μεταμνημονιακού καθεστώτος είναι η δέσμευσή μας ώς το 2060 σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, που ακυρώνουν σε μεγάλο βαθμό τα περί τερματισμού της λιτότητας και υπονομεύουν την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας.
Τέτοια πλεονάσματα για τόσο μεγάλη περίοδο δεν έχουν επιτευχθεί, ως γνωστόν, ποτέ, από καμία χώρα στον κόσμο.
Η νομισματική ένωση και το Σύμφωνο Σταθερότητας επικρίνονται όλο και περισσότερο για την υπερβολικά αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία που προβλέπουν.
Και όμως, επιτρέπουν ακόμη και περιορισμένα ελλείμματα, ενώ στη χώρα μας, που κατ’ εξοχήν έχει ανάγκη από τον περίφημο «δημοσιονομικό χώρο», επιβάλλονται μεγάλα πλεονάσματα επί δεκαετίες.
Το ασφυκτικό πλαίσιο των μεταμνημονιακών δεκαετιών δεν είναι βέβαια αποτέλεσμα κακής διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης.
Οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της αντιπολίτευσης και η χρέωσή του στον… Βαρουφάκη στερούνται σοβαρότητα. Το πλαίσιο αυτό επιβλήθηκε από τους δανειστές και είναι σύμφωνο με τις καταστροφικές πολιτικές και τη φιλοσοφία που κυριαρχούν στην υπό γερμανική ηγεμονία Ευρώπη.
Η ελληνική κυβέρνηση το αποδέχτηκε αναγκαστικά το 2015 όταν χρειάστηκε να επιλέξει ανάμεσα σ’ αυτό και σε μια αυτοκτονική έξοδο από την ευρωζώνη.
Δεν θα μπορούσαμε συνεπώς να χρεώσουμε στον ΣΥΡΙΖΑ τον «ζουρλομανδύα» που μας επιβλήθηκε. Μπορούμε όμως να αναμένουμε λιγότερες θριαμβολογίες και λιγότερη «εσωτερικοποίηση» της φιλοσοφίας των δανειστών (συχνά, ακούγοντας κυβερνητικά στελέχη, νομίζει κανείς πως όσο μεγαλύτερο το δημοσιονομικό πλεόνασμα τόσο μεγαλύτερη η επιτυχία μας).
Μπορούμε επίσης να αναμένουμε μια περισσότερο κριτική τοποθέτηση απέναντι σε ευρωπαϊκές πολιτικές που καταστρέφουν την Ελλάδα και την Ευρώπη.
Είναι κατανοητό πως η χώρα μας, στην κατάστασή της, δεν μπορεί να αποτελέσει την αιχμή της πάλης κατά των πολιτικών αυτών. Από του σημείου όμως αυτού, μέχρι του να μην αναφερόμαστε καθόλου σε ένα ζήτημα που, με τις εξελίξεις στην Ιταλία, γίνεται όλο και πιο κρίσιμο για το μέλλον το δικό μας αλλά και της Ευρώπης, υπάρχει μεγάλη απόσταση.
Η τακτική του «καλού μαθητή» δεν είναι πειστική σε μια Ευρώπη που καταρρέει με κύρια ευθύνη την ξεροκεφαλιά των «δασκάλων».
Πέρα από την ίδια τη συμφωνία, προβληματική ήταν στο Ζάππειο η εικόνα των χειροκροτημάτων και των εναγκαλισμών των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ με έναν πολιτικό που καθημερινά επιβεβαιώνει (ακόμη και στην ομιλία του εκεί) τον ακροδεξιό, εθνικιστικό και λαϊκιστικό του χαρακτήρα, που δηλώνει πως θα σαμποτάρει τη συμφωνία για το Μακεδονικό και που, με τους παλικαρισμούς του, παίζει εν ου παικτοίς με την Τουρκία. Είναι προφανώς το τίμημα για την παραμονή της κυβέρνησης στην εξουσία ακόμη έναν χρόνο.
Η γεύση που αφήνει το Ζάππειο και οι καταστάσεις που αυτό αντανακλά δεν θα πρέπει ωστόσο να οδηγήσουν σε συμπεράσματα με οδηγό το συναίσθημα.
Για όσους από εμάς η επάνοδος στην εξουσία μιας διολισθαίνουσας προς την ακροδεξιά Ν.Δ. δεν είναι κάτι το αδιάφορο, για όσους προτιμούμε τον Τσίπρα, ακόμη και με εταίρο για ακόμη μερικούς μήνες τον Καμμένο, από τους Μητσοτάκη/Γεωργιάδη/Σαμαρά, για όσους δεν θέλουμε την ακύρωση της συμφωνίας για το Μακεδονικό, για όσους δεν έχουν αυταπάτες πως η Φώφη θα μπορούσε να σχίσει τα μετα-μνημόνια που δεν έσχισε ο Τσίπρας, καταλήγουμε πως η σημερινή κυβέρνηση πρέπει να ολοκληρώσει τη θητεία της και να διεκδικήσει αξιόπιστα πάλι την κυβέρνηση στις επόμενες εκλογές.
Υπάρχει ασφαλώς και η εύκολη για την Αριστερά λύση, της επιστροφής στην αντιπολίτευση, απ’ όπου θα μπορούσε να δρα –και κυρίως να μιλά– χωρίς τα βαρίδια των δανειστών και του Καμμένου. Η άποψη αυτή είναι σεβαστή και, στη λογική της, θα έπρεπε να έχει υιοθετηθεί ήδη το καλοκαίρι του 2015.
Ωστόσο, ο δρόμος αυτός δεν θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, αντάξιος της εμπιστοσύνης που έδειξαν οι πολίτες στον ΣΥΡΙΖΑ, καθιστώντας τον για δεύτερη φορά πρώτο κόμμα. Και δεν θα αντιστοιχούσε σε μια αντίληψη για σύγχρονη και υπεύθυνη Αριστερά που δεν αρκείται στη διαμαρτυρία.
Η συνέχιση του πειράματος της κυβερνώσας Αριστεράς στις εξαιρετικά δυσμενείς εσωτερικές και διεθνείς συνθήκες έχει πιθανότητες (και νόημα) μόνο αν η κυβέρνηση επικεντρωθεί στην ανακούφιση των ασθενεστέρων χωρίς θριαμβολογίες· αν εμμείνει στον δρόμο των Πρεσπών· αν προετοιμάσει τον δρόμο για νέες συγκλίσεις και συμμαχίες· αν αποχωριστεί, μαζί με τους ΑΝ.ΕΛΛ., και τον λαϊκισμό μιας κούφιας σκανδαλολογίας· αν προσέξει, τέλος, περισσότερο το ύφος της εξουσίας που εκπέμπει.
Το ότι ο Τσίπρας ξαναέβγαλε τη γραβάτα είναι για μένα ένα θετικό σύμβολο, αλλά το σύμβολο δεν αρκεί.
*Διδάσκων στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου