Η φόρμουλα λύσης που πρόσφατα βρέθηκε στο Μακεδονικό
ήταν ανέλπιστη και φάνταζε αδύνατη πριν από λίγους μήνες. Η διπλωματική
αυτή επιτυχία της Ελλάδας ξεπέρασε κάθε ρεαλιστική ελληνική προσδοκία.
Κατόρθωσε το ακατόρθωτο, όχι μόνο την αλλαγή του ονόματος, αλλά και την
εξασφάλιση του erga omnes και την αλλαγή εδαφίων του Συντάγματος. Δεν
πρόκειται καν για μία λύση «θετικού αθροίσματος», με δύο κερδισμένους,
χωρίς νικητές και ηττημένους, κερδισμένους και χαμένους, που ήταν το
ζητούμενο, αλλά για λύση που γέρνει σαφώς υπέρ της ελληνικής πλευράς. Ας
δούμε γιατί.
Πρώτον, είναι η πρώτη φορά στην παγκόσμια Ιστορία που ένα κράτος αναγκάζεται να αλλάξει το όνομά του επειδή αυτό απαιτεί ένα άλλο κράτος. Ο αυτοπροσδιορισμός είναι αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα και, σε επίπεδο εθνών, βασική πτυχή της θεμελιώδους αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών. Κατά συνέπεια, είναι πολύ δύσκολα κατανοητό διεθνώς ένα ξένο κράτος να απαιτεί αλλαγή ονόματος, και μάλιστα στην περίπτωση αυτή ύστερα από 75 χρόνια (τρεις γενιές) χρήσης του από το εν λόγω έθνος.
Δεύτερον, υπάρχουν οι θεμελιώδεις αρχές του αναγκαστικού διεθνούς δικαίου (jus cogens) που είναι οι αρχές της κυριαρχίας, της ανεξαρτησίας και της μη ανάμειξης στα εσωτερικά των κρατών (π.χ. Σύνταγμα, πολίτευμα, κυβέρνηση) που ισχύουν στη διεθνή κοινωνία και στο διεθνές δίκαιο από την επαύριο της Συνθήκης της Βεστφαλίας (1648), για την ακρίβεια από το 1700 και μετά, τις οποίες κάλλιστα θα μπορούσε να επικαλεστεί η γειτονική χώρα για να μην αλλάξει το όνομα ή το Σύνταγμά της, και αν το έκανε θα έβρισκε μεγάλη διεθνή ανταπόκριση.
Τρίτον, σε ό,τι αφορά τον έναν από τους δύο ελληνικούς ισχυρισμούς για την ανάγκη αλλαγής του ονόματος, δηλαδή τα περί αλυτρωτισμού της γειτονικής χώρας, δεν πείθουν σχεδόν κανέναν εκτός Ελλάδας.
Αδυνατούν να αντιληφθούν πώς μία τόσο μικρή, φτωχή, αδύναμη, περίκλειστη και εθνοτικά διχασμένη χώρα, με ελάχιστες ένοπλες δυνάμεις και εξοπλισμούς, μπορεί να απειλήσει την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, μιας χώρας που είναι θωρακισμένη ώς τα δόντια, εθνοτικά ομοιογενής όσο καμία άλλη χώρα των Βαλκανίων, με εξαιρετική γεωγραφική θέση (θάλασσα παντού, άπειρα νησιά, μεγάλα βουνά κατάλληλα για την άμυνα, όπως φάνηκε και με το έπος του ’40) και μέλος των δύο πλέον ισχυρών και ελιτίστικων περιφερειακών διεθνών οργανισμών (Ε.Ε. και ΝΑΤΟ).
Ετσι, οι συνομιλητές των Ελλήνων (σύμμαχοι, εταίροι και πολλοί άλλοι) κατέληξαν να θεωρούν τους Ελληνες, ειδικά κατά τη δεκαετία του 1990 (τότε που η Αθήνα αρνούνταν πεισματικά την ονομασία Μακεδονία, τα παράγωγά της ή τη σύνθετη ονομασία), στην καλύτερη περίπτωση γραφικούς, στη χειρότερη παρανοϊκούς.
Τέταρτον, σε ό,τι αφορά τον άλλο ελληνικό ισχυρισμό, τα περί σφετερισμού της ελληνικής κληρονομιάς, το «Μακεδονία» και «Μακεδόνες» δεν αντιστοιχεί με το Ελλάδα και Έλληνες. Η μακεδονική διάσταση αποτελεί μέρος της ελληνικής ταυτότητας, κληρονομιάς και επικράτειας, όχι το σύνολό της όπως συμβαίνει με το γειτονικό έθνος. Γι’ αυτούς αποτελεί τον βασικό προσδιορισμό της εθνικής τους ταυτότητας.
Το γνωστό «το «όνομά μας είναι η ψυχή μας» που έχουν επικαλεστεί διάφοροι Ελληνες εθνικιστές από το 1992 μέχρι σήμερα, ισχύει πολύ περισσότερο για τους γείτονες. Και πάντως ουδέποτε ζήτησαν αποκλειστικότητα ως προς το όνομα. Το βέβαιο είναι ότι το Βόρεια Μακεδονία είναι γι’ αυτούς μεγάλη θυσία, σχεδόν ατιμωτική, και πολλοί από αυτούς, εθνικιστές αλλά και μη εθνικιστές, αναρωτιούνται: αξίζει ένα έθνος που παζαρεύει για την ίδια του την ταυτότητα και την αλλάζει;
Μία πιο ισομερής λύση θετικού αθροίσματος θα ήταν η εξασφάλιση μόνο του Βόρεια Μακεδονία και όχι και το erga omnes και η αλλαγή του Συντάγματος, το οποίο δεν κάνει λόγο για αλυτρωτισμό, αλλά για απλό ενδιαφέρον για τους εθνοτικούς της αδελφούς, όπως άλλωστε πράττει και το ελληνικό Σύνταγμα. Επιπλέον, μία διεθνής συμφωνία υπερτερεί των συνταγματικών διατάξεων, όποιες και να είναι. Μία άλλη ισομερής λύση θετικού αθροίσματος θα ήταν το Makedonija, στα σλαβομακεδονικά, συν το erga omnes και οι αλλαγές στο Σύνταγμα.
Καταλήγοντας η μεγάλη –σχεδόν υπέρμετρη– ελληνική διπλωματική νίκη ίσως κρύβει, ακριβώς επειδή είναι ετεροβαρής (με νικητή την Ελλάδα), μία αχίλλειο πτέρνα: μπορεί τελικά να μη γίνει αποδεκτή από τους Σλαβομακεδόνες, όσο σημαντικά και να είναι τα «καρότα» (η ένταξη στο ΝΑΤΟ και οι ενταξιακές στην Ε.Ε.) που χρυσώνουν το επώδυνο γι’ αυτούς χάπι.
* Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο και συγγραφέας του προσεχούς βιβλίου «Εθνικά θέματα και εθνοκεντρισμός: μία κριτική στην ελληνική εξωτερική πολιτική» (Ι. Σιδέρης)
Πρώτον, είναι η πρώτη φορά στην παγκόσμια Ιστορία που ένα κράτος αναγκάζεται να αλλάξει το όνομά του επειδή αυτό απαιτεί ένα άλλο κράτος. Ο αυτοπροσδιορισμός είναι αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα και, σε επίπεδο εθνών, βασική πτυχή της θεμελιώδους αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών. Κατά συνέπεια, είναι πολύ δύσκολα κατανοητό διεθνώς ένα ξένο κράτος να απαιτεί αλλαγή ονόματος, και μάλιστα στην περίπτωση αυτή ύστερα από 75 χρόνια (τρεις γενιές) χρήσης του από το εν λόγω έθνος.
Δεύτερον, υπάρχουν οι θεμελιώδεις αρχές του αναγκαστικού διεθνούς δικαίου (jus cogens) που είναι οι αρχές της κυριαρχίας, της ανεξαρτησίας και της μη ανάμειξης στα εσωτερικά των κρατών (π.χ. Σύνταγμα, πολίτευμα, κυβέρνηση) που ισχύουν στη διεθνή κοινωνία και στο διεθνές δίκαιο από την επαύριο της Συνθήκης της Βεστφαλίας (1648), για την ακρίβεια από το 1700 και μετά, τις οποίες κάλλιστα θα μπορούσε να επικαλεστεί η γειτονική χώρα για να μην αλλάξει το όνομα ή το Σύνταγμά της, και αν το έκανε θα έβρισκε μεγάλη διεθνή ανταπόκριση.
Τρίτον, σε ό,τι αφορά τον έναν από τους δύο ελληνικούς ισχυρισμούς για την ανάγκη αλλαγής του ονόματος, δηλαδή τα περί αλυτρωτισμού της γειτονικής χώρας, δεν πείθουν σχεδόν κανέναν εκτός Ελλάδας.
Αδυνατούν να αντιληφθούν πώς μία τόσο μικρή, φτωχή, αδύναμη, περίκλειστη και εθνοτικά διχασμένη χώρα, με ελάχιστες ένοπλες δυνάμεις και εξοπλισμούς, μπορεί να απειλήσει την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, μιας χώρας που είναι θωρακισμένη ώς τα δόντια, εθνοτικά ομοιογενής όσο καμία άλλη χώρα των Βαλκανίων, με εξαιρετική γεωγραφική θέση (θάλασσα παντού, άπειρα νησιά, μεγάλα βουνά κατάλληλα για την άμυνα, όπως φάνηκε και με το έπος του ’40) και μέλος των δύο πλέον ισχυρών και ελιτίστικων περιφερειακών διεθνών οργανισμών (Ε.Ε. και ΝΑΤΟ).
Ετσι, οι συνομιλητές των Ελλήνων (σύμμαχοι, εταίροι και πολλοί άλλοι) κατέληξαν να θεωρούν τους Ελληνες, ειδικά κατά τη δεκαετία του 1990 (τότε που η Αθήνα αρνούνταν πεισματικά την ονομασία Μακεδονία, τα παράγωγά της ή τη σύνθετη ονομασία), στην καλύτερη περίπτωση γραφικούς, στη χειρότερη παρανοϊκούς.
Τέταρτον, σε ό,τι αφορά τον άλλο ελληνικό ισχυρισμό, τα περί σφετερισμού της ελληνικής κληρονομιάς, το «Μακεδονία» και «Μακεδόνες» δεν αντιστοιχεί με το Ελλάδα και Έλληνες. Η μακεδονική διάσταση αποτελεί μέρος της ελληνικής ταυτότητας, κληρονομιάς και επικράτειας, όχι το σύνολό της όπως συμβαίνει με το γειτονικό έθνος. Γι’ αυτούς αποτελεί τον βασικό προσδιορισμό της εθνικής τους ταυτότητας.
Το γνωστό «το «όνομά μας είναι η ψυχή μας» που έχουν επικαλεστεί διάφοροι Ελληνες εθνικιστές από το 1992 μέχρι σήμερα, ισχύει πολύ περισσότερο για τους γείτονες. Και πάντως ουδέποτε ζήτησαν αποκλειστικότητα ως προς το όνομα. Το βέβαιο είναι ότι το Βόρεια Μακεδονία είναι γι’ αυτούς μεγάλη θυσία, σχεδόν ατιμωτική, και πολλοί από αυτούς, εθνικιστές αλλά και μη εθνικιστές, αναρωτιούνται: αξίζει ένα έθνος που παζαρεύει για την ίδια του την ταυτότητα και την αλλάζει;
Μία πιο ισομερής λύση θετικού αθροίσματος θα ήταν η εξασφάλιση μόνο του Βόρεια Μακεδονία και όχι και το erga omnes και η αλλαγή του Συντάγματος, το οποίο δεν κάνει λόγο για αλυτρωτισμό, αλλά για απλό ενδιαφέρον για τους εθνοτικούς της αδελφούς, όπως άλλωστε πράττει και το ελληνικό Σύνταγμα. Επιπλέον, μία διεθνής συμφωνία υπερτερεί των συνταγματικών διατάξεων, όποιες και να είναι. Μία άλλη ισομερής λύση θετικού αθροίσματος θα ήταν το Makedonija, στα σλαβομακεδονικά, συν το erga omnes και οι αλλαγές στο Σύνταγμα.
Καταλήγοντας η μεγάλη –σχεδόν υπέρμετρη– ελληνική διπλωματική νίκη ίσως κρύβει, ακριβώς επειδή είναι ετεροβαρής (με νικητή την Ελλάδα), μία αχίλλειο πτέρνα: μπορεί τελικά να μη γίνει αποδεκτή από τους Σλαβομακεδόνες, όσο σημαντικά και να είναι τα «καρότα» (η ένταξη στο ΝΑΤΟ και οι ενταξιακές στην Ε.Ε.) που χρυσώνουν το επώδυνο γι’ αυτούς χάπι.
* Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο και συγγραφέας του προσεχούς βιβλίου «Εθνικά θέματα και εθνοκεντρισμός: μία κριτική στην ελληνική εξωτερική πολιτική» (Ι. Σιδέρης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου