Η Ιστορία “ξαναγράφεται”, αυτό δεν είναι πια κάτι πρωτόγνωρο. Και
ξαναγράφεται όχι μόνον για τους υποβολιμαίους και παρελκυστικούς σκοπούς
που εξυπηρετεί ο ιστορικός αναθεωρητισμός, αλλά διότι, όπως...
Η Ιστορία “ξαναγράφεται”, αυτό δεν είναι πια κάτι
πρωτόγνωρο. Και ξαναγράφεται όχι μόνον για τους υποβολιμαίους και
παρελκυστικούς σκοπούς που εξυπηρετεί ο ιστορικός αναθεωρητισμός, αλλά
διότι, όπως λένε οι ιστορικοί, η εκάστοτε πολιτική συγκυρία επηρεάζει
τόσο την οπτική μας για τα γεγονότα όσο και την ιστοριογραφία αυτή
καθεαυτή.
Μ' άλλα λόγια, οι συνθήκες στο πολιτικό - κοινωνικό σκηνικό ωθούν συχνά σ' ένα “ξανακοίταγμα” των ιστορικών γεγονότων, σε μια “αναθεώρησή” τους, με την προσοχή στραμμένη όχι τόσο στους «δράστες» της Ιστορίας όσο στα συμπεράσματα για τις αιτίες που προκάλεσαν τις πράξεις τους.
Ένα νέο βιβλίο που κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες στις ΗΠΑ και υπογράφεται από τον Μπέντζαμιν Κάρτερ Χετ, καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και το κολέγιο Ηunter (ένα από τα πιο παλιά δημόσια κολέγια της Αμερικής, ιδρυθέν το 1870) έχει αυτόν τον προσανατολισμό.
Μ' έναν τίτλο που παραπέμπει συνειρμικά σε σημερινές αναλογίες (“Ο θάνατος της δημοκρατίας: Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία και η κατάρρευση της δημοκρατίας της Βαϊμάρης”) το έργο του Χετ φιλοδοξεί να είναι μια ενδελεχής και οξυδερκής μελέτη για τις αιτίες που οδήγησαν στο τέλος της συνταγματικής νομιμότητας στην Γερμανία του Μεσοπολέμου και άνοιξαν τον δρόμο της εξουσίας στους ναζί.
Ο Χετ παρουσιάζει την άνοδο του Χίτλερ ως στοιχείο της κατάρρευσης μιας δημοκρατίας η οποία ήρθε αντιμέτωπη με τα διλήμματα της παγκοσμιοποίησης στηριγμένη σε ατελείς θεσμούς και ανεπαρκείς ηγέτες. Ο Αμερικανός ιστορικός θεωρεί ότι πάνω απ' όλα οι ναζί ήταν “ένα εθνικιστικό κίνημα διαμαρτυρίας ενάντια στην παγκοσμιοποίηση”.
Ακόμα και πριν η Μεγάλη Ύφεση προκαλέσει τεράστια ανεργία στη Γερμανία, τα σκαμπανεβάσματα της παγκόσμιας οικονομίας πρόσφεραν ευκαιρίες στους πολιτικούς εκείνους που είχαν απλές απαντήσεις στις δύσκολες ερωτήσεις της εποχής (κάτι που προφανώς αφορά και το σήμερα). Έτσι το πρόγραμμα του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος το 1920 διακήρυττε ξεκάθαρα πως οι πολίτες ξένων χωρών θα απελαθούν από τη Γερμανία.
Ο επόμενος στόχος ήταν η αυτάρκεια. Οι Γερμανοί έπρεπε να κατακτήσουν τον “ζωτικό χώρο” που είχαν ανάγκη για να είναι αυτάρκεις και να δημιουργήσουν την δική τους οικονομία σε απομόνωση από τον υπόλοιπο κόσμο. Όπως έλεγε ο Γκέμπελς, “θέλουμε να χτίσουμε ένα τείχος, ένα προστατευτικό τείχος”.
Και πάνω σ' όλο αυτό χτίστηκε το σύστημα του φονικού αντισημιτισμού, πάλι με μια απλοϊκή θεώρηση των γεγονότων: οι αντιξοότητες της παγκοσμιοποίησης που αντιμετώπιζε η γερμανική οικονομία δεν ήταν αποτέλεσμα της δράσης των οικονομικών δυνάμεων, αλλά μιας εβραϊκής διεθνούς συνωμοσίας...
Η πολιτική ανευθυνότητα πήγαζε από τον ίδιο τον πρόεδρο Πάουλ Φον Χίντενμπουργκ, στον οποίο πιστώθηκε η γερμανική νίκη στο ανατολικό μέτωπο κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά ο οποίος δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα της συντριπτικής ήττας του στο δυτικό, το 1918, και έτσι διέδωσε το ψέμα ότι “ο γερμανικός στρατός δέχθηκε πισώπλατη μαχαιριά” από τους Εβραίους και τους Σοσιαλιστές.
Αυτή η «ηθική αδυναμία» ενός και μόνον ατόμου είχε επίδραση στα γεγονότα που ακολούθησαν. Αφότου ο Χίντενμπουργκ κέρδισε τις προεδρικές εκλογές του 1925, η Γερμανία έπεσε στην παγίδα της “υπερευαισθησίας” του να προστατεύσει τη φήμη του, η οποία δεν μπορούσε να περάσει τις “εξετάσεις” ενός λεπτομερούς ελέγχου.
Πίστευε πως μόνον εκείνος μπορούσε να “σώσει” τη Γερμανία, αλλά δεν έβαζε τον εαυτό του στην δοκιμασία να το πετύχει από τον φόβο ότι θα καταστρέψει την εικόνα του. Χωρίς τη θεμελιώδη αυτή φαντασιακή πεποίθηση του Χίντεμπουργκ και την αμφίσημη στάση του, πολύ πιθανόν ο Χίτλερ να μην είχε αναρριχηθεί ποτέ στην εξουσία, υποστηρίζει ο Χετ. Στέκεται κι αυτός σε κάτι που έχει επισημανθεί από πολλούς συναδέλφους του: Οι ναζί ήταν αριστοτέχνες της θυματοποίησης.
Ο ίδιος ο Χίτλερ, που είχε υπηρετήσει με Εβραίους στα μέτωπα του Α’ Π.Π., είχε διαδώσει τον ισχυρισμό ότι οι Εβραίοι ήταν ο εχθρός στα σπλάχνα των Γερμανών και πως ο γερμανικός στρατός θα είχε κερδίσει τον πόλεμο αν προηγουμένως είχε φροντίσει να εξολοθρεύσει μερικούς από αυτούς. Ο Γκέμπελς διέθετε ομάδες κρούσης που χτυπούσαν με τέτοιο τρόπο και “ακρίβεια” τους αριστερούς ώστε μπορούσε άνετα μετά να ισχυρίζεται πως τα μέλη του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος είναι θύματα της “κομμουνιστικής βίας”.
Ο πυρήνας των υποστηρικτών του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος ήταν προτεστάντες της επαρχίας ή των μικρών πόλεων που αισθάνονταν θύματα της παγκοσμιοποίησης εκείνης της εποχής (άλλη μια υποσημείωση με αναφορές στη σημερινή κατάσταση σε πολλές περιοχές του δυτικού κόσμου).
Οι ναζί, σύμφωνα με τον Αμερικανό ιστορικό, δεν ήταν σε καμία περίπτωση οι “υπηρέτριες” των Γερμανών βιομηχάνων ή των Γερμανών μιλιταριστών. Όμως, τόσο οι πρώτοι όσο και οι δεύτεροι είχαν συστήσει ισχυρά λόμπι στα τέλη της δεκαετίας του 1920, τα οποία απεργάζονταν την κατάλυση της δημοκρατίας και την καταστροφή του “προμαχώνα” της, τους Σοσιαλδημοκράτες.
Οι δύο ομάδες έτειναν να συγχέουν τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους -οι πρώτοι τη συμπίεση των μισθών, οι δεύτεροι τις υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες- με ό,τι και οι δύο θεωρούσαν συνολικά ως συμφέρον του γερμανικού έθνους. Αυτή η προσέγγιση καθιστούσε ευκολότερη τη δαιμονοποίηση των Σοσιαλδημοκρατών και την κατάδειξή τους ως ξένων και εχθρικών στοιχείων στο “σώμα” της Γερμανίας.
Έτσι ο Χίτλερ και οι ναζί βρέθηκαν σε πλεονεκτική θέση εκμεταλλευόμενοι την ευκαιρία που τους προσφέρθηκε από όσους μπορούσαν να καταστρέψουν μια δημοκρατία στερούμενοι φυσικά κάθε ιδέας για το τι θα μπορούσε να τη διαδεχθεί.
Όταν προκηρύχθηκαν εκλογές το 1932, ο σκοπός της άρχουσας τάξης δεν ήταν να επιβεβαιωθεί η δημοκρατία, αλλά να καταλυθεί. Ο Χίντεμπουργκ και οι σύμβουλοί του είδαν τους ναζί ως μια ομάδα ικανή να σχηματίσει μια δεξιά πλειοψηφία. Οι εκλογές ήταν η “λύση”, λέει ο Χετ, σε μια επίπλαστη κρίση την οποία “κατασκεύασε η Δεξιά για να αποκλείσει την πολιτική εκπροσώπηση περισσότερου από του μισού γερμανικού λαού, ενώ αρνήθηκε ακόμη και έναν ήπιο συμβιβασμό”.
Ένα χρόνο αφότου έχρισε ο ίδιος καγκελάριο τον Χίτλερ, ο Χίντεμπουργκ πέθανε (το 1934) πιστεύοντας πως είχε “σώσει” τη Γερμανία και τη δική του υστεροφημία. Στην πραγματικότητα είχε δημιουργήσει τις συνθήκες για τη μεγαλύτερη φρίκη της σύγχρονης εποχής.
Μ' άλλα λόγια, οι συνθήκες στο πολιτικό - κοινωνικό σκηνικό ωθούν συχνά σ' ένα “ξανακοίταγμα” των ιστορικών γεγονότων, σε μια “αναθεώρησή” τους, με την προσοχή στραμμένη όχι τόσο στους «δράστες» της Ιστορίας όσο στα συμπεράσματα για τις αιτίες που προκάλεσαν τις πράξεις τους.
Ένα νέο βιβλίο που κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες στις ΗΠΑ και υπογράφεται από τον Μπέντζαμιν Κάρτερ Χετ, καθηγητή Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και το κολέγιο Ηunter (ένα από τα πιο παλιά δημόσια κολέγια της Αμερικής, ιδρυθέν το 1870) έχει αυτόν τον προσανατολισμό.
Μ' έναν τίτλο που παραπέμπει συνειρμικά σε σημερινές αναλογίες (“Ο θάνατος της δημοκρατίας: Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία και η κατάρρευση της δημοκρατίας της Βαϊμάρης”) το έργο του Χετ φιλοδοξεί να είναι μια ενδελεχής και οξυδερκής μελέτη για τις αιτίες που οδήγησαν στο τέλος της συνταγματικής νομιμότητας στην Γερμανία του Μεσοπολέμου και άνοιξαν τον δρόμο της εξουσίας στους ναζί.
Ο Χετ παρουσιάζει την άνοδο του Χίτλερ ως στοιχείο της κατάρρευσης μιας δημοκρατίας η οποία ήρθε αντιμέτωπη με τα διλήμματα της παγκοσμιοποίησης στηριγμένη σε ατελείς θεσμούς και ανεπαρκείς ηγέτες. Ο Αμερικανός ιστορικός θεωρεί ότι πάνω απ' όλα οι ναζί ήταν “ένα εθνικιστικό κίνημα διαμαρτυρίας ενάντια στην παγκοσμιοποίηση”.
Ακόμα και πριν η Μεγάλη Ύφεση προκαλέσει τεράστια ανεργία στη Γερμανία, τα σκαμπανεβάσματα της παγκόσμιας οικονομίας πρόσφεραν ευκαιρίες στους πολιτικούς εκείνους που είχαν απλές απαντήσεις στις δύσκολες ερωτήσεις της εποχής (κάτι που προφανώς αφορά και το σήμερα). Έτσι το πρόγραμμα του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος το 1920 διακήρυττε ξεκάθαρα πως οι πολίτες ξένων χωρών θα απελαθούν από τη Γερμανία.
Ο επόμενος στόχος ήταν η αυτάρκεια. Οι Γερμανοί έπρεπε να κατακτήσουν τον “ζωτικό χώρο” που είχαν ανάγκη για να είναι αυτάρκεις και να δημιουργήσουν την δική τους οικονομία σε απομόνωση από τον υπόλοιπο κόσμο. Όπως έλεγε ο Γκέμπελς, “θέλουμε να χτίσουμε ένα τείχος, ένα προστατευτικό τείχος”.
Και πάνω σ' όλο αυτό χτίστηκε το σύστημα του φονικού αντισημιτισμού, πάλι με μια απλοϊκή θεώρηση των γεγονότων: οι αντιξοότητες της παγκοσμιοποίησης που αντιμετώπιζε η γερμανική οικονομία δεν ήταν αποτέλεσμα της δράσης των οικονομικών δυνάμεων, αλλά μιας εβραϊκής διεθνούς συνωμοσίας...
Η θυματοποίηση των θυτών
Κατά τον Αμερικανό καθηγητή, η Γερμανία του Μεσοπολέμου ταλανίζονταν από μια ηθική κρίση που με τη σειρά της προκάλεσε μια ηθική καταστροφή. Η “λογική” ήταν πως, αν οι Εβραίοι καθίσταντο υπεύθυνοι για ό,τι συνέβαινε στη χώρα - ανεργία, οικονομική δυσπραγία, κοινωνική αναταραχή-, τότε οι Γερμανοί θα ήταν τα θύματά τους και οι ενέργειές τους θα είχαν πάντα τον χαρακτήρα της αυτοάμυνας.Η πολιτική ανευθυνότητα πήγαζε από τον ίδιο τον πρόεδρο Πάουλ Φον Χίντενμπουργκ, στον οποίο πιστώθηκε η γερμανική νίκη στο ανατολικό μέτωπο κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά ο οποίος δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα της συντριπτικής ήττας του στο δυτικό, το 1918, και έτσι διέδωσε το ψέμα ότι “ο γερμανικός στρατός δέχθηκε πισώπλατη μαχαιριά” από τους Εβραίους και τους Σοσιαλιστές.
Αυτή η «ηθική αδυναμία» ενός και μόνον ατόμου είχε επίδραση στα γεγονότα που ακολούθησαν. Αφότου ο Χίντενμπουργκ κέρδισε τις προεδρικές εκλογές του 1925, η Γερμανία έπεσε στην παγίδα της “υπερευαισθησίας” του να προστατεύσει τη φήμη του, η οποία δεν μπορούσε να περάσει τις “εξετάσεις” ενός λεπτομερούς ελέγχου.
Πίστευε πως μόνον εκείνος μπορούσε να “σώσει” τη Γερμανία, αλλά δεν έβαζε τον εαυτό του στην δοκιμασία να το πετύχει από τον φόβο ότι θα καταστρέψει την εικόνα του. Χωρίς τη θεμελιώδη αυτή φαντασιακή πεποίθηση του Χίντεμπουργκ και την αμφίσημη στάση του, πολύ πιθανόν ο Χίτλερ να μην είχε αναρριχηθεί ποτέ στην εξουσία, υποστηρίζει ο Χετ. Στέκεται κι αυτός σε κάτι που έχει επισημανθεί από πολλούς συναδέλφους του: Οι ναζί ήταν αριστοτέχνες της θυματοποίησης.
Ο ίδιος ο Χίτλερ, που είχε υπηρετήσει με Εβραίους στα μέτωπα του Α’ Π.Π., είχε διαδώσει τον ισχυρισμό ότι οι Εβραίοι ήταν ο εχθρός στα σπλάχνα των Γερμανών και πως ο γερμανικός στρατός θα είχε κερδίσει τον πόλεμο αν προηγουμένως είχε φροντίσει να εξολοθρεύσει μερικούς από αυτούς. Ο Γκέμπελς διέθετε ομάδες κρούσης που χτυπούσαν με τέτοιο τρόπο και “ακρίβεια” τους αριστερούς ώστε μπορούσε άνετα μετά να ισχυρίζεται πως τα μέλη του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος είναι θύματα της “κομμουνιστικής βίας”.
Η αρχή του εφιάλτη
Κατά τον Χετ η εκλογική άνοδος των ναζί στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και στις αρχές του 1930, δεν οφείλονταν τόσο στο ιδιαίτερο ιδεολογικό υπόβαθρό τους όσο σε αυτό που ο ιστορικός θεωρεί “διεύρυνση του πολιτικού φάσματος”. Οι ναζί ήρθαν να καλύψουν το πολιτικό κενό ανάμεσα στο εκλογικό σώμα των καθολικών που εκφράζονταν παραδοσιακά υπέρ του Κέντρου και της εργατικής τάξης που ψήφιζε Σοσιαλιστές ή Κομμουνιστές.Ο πυρήνας των υποστηρικτών του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος ήταν προτεστάντες της επαρχίας ή των μικρών πόλεων που αισθάνονταν θύματα της παγκοσμιοποίησης εκείνης της εποχής (άλλη μια υποσημείωση με αναφορές στη σημερινή κατάσταση σε πολλές περιοχές του δυτικού κόσμου).
Οι ναζί, σύμφωνα με τον Αμερικανό ιστορικό, δεν ήταν σε καμία περίπτωση οι “υπηρέτριες” των Γερμανών βιομηχάνων ή των Γερμανών μιλιταριστών. Όμως, τόσο οι πρώτοι όσο και οι δεύτεροι είχαν συστήσει ισχυρά λόμπι στα τέλη της δεκαετίας του 1920, τα οποία απεργάζονταν την κατάλυση της δημοκρατίας και την καταστροφή του “προμαχώνα” της, τους Σοσιαλδημοκράτες.
Οι δύο ομάδες έτειναν να συγχέουν τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους -οι πρώτοι τη συμπίεση των μισθών, οι δεύτεροι τις υψηλότερες στρατιωτικές δαπάνες- με ό,τι και οι δύο θεωρούσαν συνολικά ως συμφέρον του γερμανικού έθνους. Αυτή η προσέγγιση καθιστούσε ευκολότερη τη δαιμονοποίηση των Σοσιαλδημοκρατών και την κατάδειξή τους ως ξένων και εχθρικών στοιχείων στο “σώμα” της Γερμανίας.
Έτσι ο Χίτλερ και οι ναζί βρέθηκαν σε πλεονεκτική θέση εκμεταλλευόμενοι την ευκαιρία που τους προσφέρθηκε από όσους μπορούσαν να καταστρέψουν μια δημοκρατία στερούμενοι φυσικά κάθε ιδέας για το τι θα μπορούσε να τη διαδεχθεί.
Όταν προκηρύχθηκαν εκλογές το 1932, ο σκοπός της άρχουσας τάξης δεν ήταν να επιβεβαιωθεί η δημοκρατία, αλλά να καταλυθεί. Ο Χίντεμπουργκ και οι σύμβουλοί του είδαν τους ναζί ως μια ομάδα ικανή να σχηματίσει μια δεξιά πλειοψηφία. Οι εκλογές ήταν η “λύση”, λέει ο Χετ, σε μια επίπλαστη κρίση την οποία “κατασκεύασε η Δεξιά για να αποκλείσει την πολιτική εκπροσώπηση περισσότερου από του μισού γερμανικού λαού, ενώ αρνήθηκε ακόμη και έναν ήπιο συμβιβασμό”.
Ένα χρόνο αφότου έχρισε ο ίδιος καγκελάριο τον Χίτλερ, ο Χίντεμπουργκ πέθανε (το 1934) πιστεύοντας πως είχε “σώσει” τη Γερμανία και τη δική του υστεροφημία. Στην πραγματικότητα είχε δημιουργήσει τις συνθήκες για τη μεγαλύτερη φρίκη της σύγχρονης εποχής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου