«Ναι» στο «Βόρεια Μακεδονία»!
Ύστερα
από 25 και πλέον χρόνια, Αθήνα και Σκόπια κατέληξαν σε έναν συμβιβασμό.
Η συμφωνία προβλέπει εκατέρωθεν υποχωρήσεις, και παράλληλα πολλαπλά
οφέλη για τις δύο χώρες.
Όσον αφορά την Ελλάδα, η ονομασία «Βόρεια Μακεδονία», η οποία θα έχει ισχύ για όλες τις χρήσεις είτε στο εξωτερικό είτε στο εσωτερικό της πΓΔΜ (άρθρο 1, παρ. 8), αποτελεί την καλύτερη δυνατή λύση που θα μπορούσε να πετύχει η χώρα μας. Ειδικά την στιγμή που η συμφωνία προβλέπει ότι η συγκεκριμένη ονομασία θα μεταφράζεται διεθνώς ως «North Macedonia» και συνεπώς η αμετάφραστη εκδοχή του «Severna Makedonija» δεν έγινε τελικά πραγματικότητα.
Συγκεκριμένα, η απλότητα και η συντομία της ονομασίας, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο υπόλοιπος κόσμος είναι εξοικειωμένος με τον συγκεκριμένο γεωγραφικό προσδιορισμό (βλ. Νότια Αφρική, Ανατολικό Τιμόρ, Νότια/Βόρεια Κορέα κλπ), σημαίνει ότι η καινούργια ονομασία ικανοποιεί βασικές προϋποθέσεις για να επικρατήσει έναντι της παρούσας συνταγματικής ονομασίας της πΓΔΜ.
Με τον τρόπο αυτό, το διεθνές στάτους κβο ενδέχεται να βελτιωθεί σε μεγάλο βαθμό προς όφελος της Ελλάδας, δεδομένου ότι εδώ και πολλά χρόνια ο υπόλοιπος κόσμος αναφέρεται–επίσημα ή ανεπίσημα– στην χώρα αυτή με τον όρο «Μακεδονία» σκέτο.
Παράλληλα, η ονομασία «Βόρεια Μακεδονία» έχει το πλεονέκτημα ότι οριοθετεί τους γείτονές μας επειδή αποσαφηνίζει εξ ορισμού ότι αναφερόμαστε σε ένα κράτος, η επικράτεια του οποίου περιλαμβάνει μόνο ένα βόρειο τμήμα του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας. Ουσιαστικά, αποτρέπεται άμεσα η οικειοποίηση της γεωγραφίας, αλλά και της ιστορίας.
Καμία άλλη ονομασία ανάμεσα στις 5 προτάσεις του κ. Νίμιτς δεν συνδυάζει τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, ο όρος «Άνω Μακεδονία» μεταφράζεται ως «Upper Macedonia». Καμία χώρα στον κόσμο δεν περιλαμβάνει τον όρο «upper» στην ονομασία της. Η μη διαδεδομένη χρήση του συγκεκριμένου όρου ενδεχομένως θα διευκόλυνε την αφαίρεση του στην καθομιλουμένη, με αποτέλεσμα να επικρατήσει το «Μακεδονία» σκέτο. Επίσης, ένας χρονικός προσδιορισμός όπως «Νέα Μακεδονία» ήταν προβληματικός εξαρχής επειδή δεν συνεπάγεται αυτόματα την ύπαρξη μιας άλλης σύγχρονης Μακεδονίας, δηλ. της ελληνικής Μακεδονίας.
Στα θετικά της συμφωνίας συμπεριλαμβάνονται η συνταγματική αναθεώρηση της πΓΔΜ με την εξάλειψη αναφορών που έχουν αλυτρωτικό χαρακτήρα, όπως είναι το εδάφιο για τις μειονότητες (βλ. άρθρο 4, παρ. 4), καθώς και η καθολική αφαίρεση συμβόλων που οικειοποιούνται την αρχαία ελληνική ιστοριά, όπως ο Ήλιος της Βεργίνας (άρθρο 8, παρ. 3).
Στον αντίποδα, ξεχωρίζει η αναγνώριση μακεδονικής ιθαγένειας και γλώσσας, αν και υπάρχουν σαφείς επισημάνσεις που ξεκαθαρίζουν ότι ο όρος «Μακεδόνας», ως εθνοτικός προσδιορισμός των Σλάβων, και η «μακεδονική γλώσσα» διακρίνονται απολύτως από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, την γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων και την πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας (άρθρο 7).
Η απογοήτευση που επιφέρει στον περισσότερο κόσμο η αναγνώριση μακεδονικής ιθαγένειας από την Αθήνα είναι κατανοητή. Τούτου λεχθέντος, το παιχνίδι της ιθαγένειας χάθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου 70 και πλέον χρόνια νωρίτερα. Κι αν στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 δημιουργήθηκαν αμυδρές ελπίδες για να αλλάξει κάτι προς το καλύτερο, η ευκαιρία πέταξε έπειτα από την απόφαση που έλαβε το συμβουλίο αρχηγών το 1992.
Αυτοί που φωνάζουν περισσότερο για την αποτυχία εξεύρεσης μιας καλύτερης λύσης σήμερα, είναι οι «ίδιοι» που υπονόμευσαν στο παρελθόν με την στάση τους την όποια καλύτερη λύση μπορούσε να επιτευχθεί.
Ο συμβιβασμός με την πΓΔΜ, παρότι προβλέπει υποχωρήσεις στα θέματα εθνότητας και γλώσσας, στην πραγματικότητα πρόκειται να βελτιώσει σε ουσιαστικό βαθμό το δυσμενές στάτους κβο που έχει διαμορφωθεί τις τελευταίες δεκαετίες σε βάρος της Ελλάδας.
Το μόνο υποθετικό δίλημμα που απομένει να απαντηθεί στο μυαλό κάποιων είναι το αν η Ελλάδα θα μπορούσε να καταφέρει κάτι καλύτερο 25 χρόνια αργότερα, στην περίπτωση που απορριφθεί η συγκεκριμένη συμφωνία στην παρούσα φάση.
Βλέπωντας τις αντιδράσεις που έχει ξεσηκώσει η αναγγελθείσα συμφωνία στο εσωτερικό της πΓΔΜ, θεωρώ το ενδεχόμενο αυτό εξαιρετικά απίθανο. Σύσσωμη η αξιωματική αντιπολίτευση, ο Πρόεδρος Ιβανόφ καθώς και μια σημαντική μερίδα του κόσμου στην γείτονα χώρα μιλούν για «εσχάτη προδοσία». Άλλα 25 χρόνια στυγνού «μακεδονισμού» δεν πρόκειται να αλλάξουν την πεποίθηση αυτή, ακριβώς το αντίθετο. Ούτε πρόκειται φυσικά να πάψει η υφήλιος να αναγνωρίζει δικαιώματα αυτοπροσδιορισμού στους γείτονες μας.
Η πιο εύκολη, ασφαλής και «πατριωτική» στάση που μπορούν να κρατήσουν τα πολιτικά κόμματα και όσοι ασχολούνται με τα κοινά είναι να απορρίψουν την συμφωνία. Αλλά η ανιδιοτελής αγάπη προς την πατρίδα δεν λογαριάζει κομματικά/προσωπικά οφέλη, ούτε το τι θα πουν οι άλλοι μπροστά στις προοπτικές ενός καλύτερου αύριο.
* Ο κ. Βασίλης Σαραφίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Οικονομετρίας και Διοικητικό Στέλεχος του ΑΙΜΣ. Ο αρθρογράφος εκφράζει την προσωπική του άποψη και όχι απαραίτητα του ΑΙΜΣ.
Όσον αφορά την Ελλάδα, η ονομασία «Βόρεια Μακεδονία», η οποία θα έχει ισχύ για όλες τις χρήσεις είτε στο εξωτερικό είτε στο εσωτερικό της πΓΔΜ (άρθρο 1, παρ. 8), αποτελεί την καλύτερη δυνατή λύση που θα μπορούσε να πετύχει η χώρα μας. Ειδικά την στιγμή που η συμφωνία προβλέπει ότι η συγκεκριμένη ονομασία θα μεταφράζεται διεθνώς ως «North Macedonia» και συνεπώς η αμετάφραστη εκδοχή του «Severna Makedonija» δεν έγινε τελικά πραγματικότητα.
Συγκεκριμένα, η απλότητα και η συντομία της ονομασίας, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο υπόλοιπος κόσμος είναι εξοικειωμένος με τον συγκεκριμένο γεωγραφικό προσδιορισμό (βλ. Νότια Αφρική, Ανατολικό Τιμόρ, Νότια/Βόρεια Κορέα κλπ), σημαίνει ότι η καινούργια ονομασία ικανοποιεί βασικές προϋποθέσεις για να επικρατήσει έναντι της παρούσας συνταγματικής ονομασίας της πΓΔΜ.
Με τον τρόπο αυτό, το διεθνές στάτους κβο ενδέχεται να βελτιωθεί σε μεγάλο βαθμό προς όφελος της Ελλάδας, δεδομένου ότι εδώ και πολλά χρόνια ο υπόλοιπος κόσμος αναφέρεται–επίσημα ή ανεπίσημα– στην χώρα αυτή με τον όρο «Μακεδονία» σκέτο.
Παράλληλα, η ονομασία «Βόρεια Μακεδονία» έχει το πλεονέκτημα ότι οριοθετεί τους γείτονές μας επειδή αποσαφηνίζει εξ ορισμού ότι αναφερόμαστε σε ένα κράτος, η επικράτεια του οποίου περιλαμβάνει μόνο ένα βόρειο τμήμα του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας. Ουσιαστικά, αποτρέπεται άμεσα η οικειοποίηση της γεωγραφίας, αλλά και της ιστορίας.
Καμία άλλη ονομασία ανάμεσα στις 5 προτάσεις του κ. Νίμιτς δεν συνδυάζει τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, ο όρος «Άνω Μακεδονία» μεταφράζεται ως «Upper Macedonia». Καμία χώρα στον κόσμο δεν περιλαμβάνει τον όρο «upper» στην ονομασία της. Η μη διαδεδομένη χρήση του συγκεκριμένου όρου ενδεχομένως θα διευκόλυνε την αφαίρεση του στην καθομιλουμένη, με αποτέλεσμα να επικρατήσει το «Μακεδονία» σκέτο. Επίσης, ένας χρονικός προσδιορισμός όπως «Νέα Μακεδονία» ήταν προβληματικός εξαρχής επειδή δεν συνεπάγεται αυτόματα την ύπαρξη μιας άλλης σύγχρονης Μακεδονίας, δηλ. της ελληνικής Μακεδονίας.
Στα θετικά της συμφωνίας συμπεριλαμβάνονται η συνταγματική αναθεώρηση της πΓΔΜ με την εξάλειψη αναφορών που έχουν αλυτρωτικό χαρακτήρα, όπως είναι το εδάφιο για τις μειονότητες (βλ. άρθρο 4, παρ. 4), καθώς και η καθολική αφαίρεση συμβόλων που οικειοποιούνται την αρχαία ελληνική ιστοριά, όπως ο Ήλιος της Βεργίνας (άρθρο 8, παρ. 3).
Στον αντίποδα, ξεχωρίζει η αναγνώριση μακεδονικής ιθαγένειας και γλώσσας, αν και υπάρχουν σαφείς επισημάνσεις που ξεκαθαρίζουν ότι ο όρος «Μακεδόνας», ως εθνοτικός προσδιορισμός των Σλάβων, και η «μακεδονική γλώσσα» διακρίνονται απολύτως από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, την γλώσσα των αρχαίων Μακεδόνων και την πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας (άρθρο 7).
Η απογοήτευση που επιφέρει στον περισσότερο κόσμο η αναγνώριση μακεδονικής ιθαγένειας από την Αθήνα είναι κατανοητή. Τούτου λεχθέντος, το παιχνίδι της ιθαγένειας χάθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου 70 και πλέον χρόνια νωρίτερα. Κι αν στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 δημιουργήθηκαν αμυδρές ελπίδες για να αλλάξει κάτι προς το καλύτερο, η ευκαιρία πέταξε έπειτα από την απόφαση που έλαβε το συμβουλίο αρχηγών το 1992.
Αυτοί που φωνάζουν περισσότερο για την αποτυχία εξεύρεσης μιας καλύτερης λύσης σήμερα, είναι οι «ίδιοι» που υπονόμευσαν στο παρελθόν με την στάση τους την όποια καλύτερη λύση μπορούσε να επιτευχθεί.
Ο συμβιβασμός με την πΓΔΜ, παρότι προβλέπει υποχωρήσεις στα θέματα εθνότητας και γλώσσας, στην πραγματικότητα πρόκειται να βελτιώσει σε ουσιαστικό βαθμό το δυσμενές στάτους κβο που έχει διαμορφωθεί τις τελευταίες δεκαετίες σε βάρος της Ελλάδας.
Το μόνο υποθετικό δίλημμα που απομένει να απαντηθεί στο μυαλό κάποιων είναι το αν η Ελλάδα θα μπορούσε να καταφέρει κάτι καλύτερο 25 χρόνια αργότερα, στην περίπτωση που απορριφθεί η συγκεκριμένη συμφωνία στην παρούσα φάση.
Βλέπωντας τις αντιδράσεις που έχει ξεσηκώσει η αναγγελθείσα συμφωνία στο εσωτερικό της πΓΔΜ, θεωρώ το ενδεχόμενο αυτό εξαιρετικά απίθανο. Σύσσωμη η αξιωματική αντιπολίτευση, ο Πρόεδρος Ιβανόφ καθώς και μια σημαντική μερίδα του κόσμου στην γείτονα χώρα μιλούν για «εσχάτη προδοσία». Άλλα 25 χρόνια στυγνού «μακεδονισμού» δεν πρόκειται να αλλάξουν την πεποίθηση αυτή, ακριβώς το αντίθετο. Ούτε πρόκειται φυσικά να πάψει η υφήλιος να αναγνωρίζει δικαιώματα αυτοπροσδιορισμού στους γείτονες μας.
Η πιο εύκολη, ασφαλής και «πατριωτική» στάση που μπορούν να κρατήσουν τα πολιτικά κόμματα και όσοι ασχολούνται με τα κοινά είναι να απορρίψουν την συμφωνία. Αλλά η ανιδιοτελής αγάπη προς την πατρίδα δεν λογαριάζει κομματικά/προσωπικά οφέλη, ούτε το τι θα πουν οι άλλοι μπροστά στις προοπτικές ενός καλύτερου αύριο.
* Ο κ. Βασίλης Σαραφίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Οικονομετρίας και Διοικητικό Στέλεχος του ΑΙΜΣ. Ο αρθρογράφος εκφράζει την προσωπική του άποψη και όχι απαραίτητα του ΑΙΜΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου