Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
[ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ]
Εν μέρει από νοσταλγία για μια μοιραία εποχή,
εν μέρει και γιατί με πονούσε ο απονευρωμένος τραπεζίτης,
την νύχτα χθες πέρασα ξεφυλλίζων λεύκωμα παχύ
Πράσινων και Βένετων γοήτων, μεγάλων παπατζήδων.
Εδαφιαίοι τεμενάδες και κολακείες προς αυτούς αμέτρητες
σφογγοκωλάριων αλλά και γλείφτηδων διανοουμένων
μ΄έκαναν να ξεχάσω προς στιγμήν τον πόνο
τι ρηξικέλευθοι , οι μπαγάσηδες, τι αποτελεσματικοί ,
τι σαΐνια που ΄πιαναν στον αέρα τα πουλιά ,
κάθε μεταρρύθμισίς των σοφωτάτη και φιλολαϊκή,
καλύπτουσα με ένα νόμο εν ριπή των τάξεων το χάσμα ,
φυτεύουσα στου δημοσίου σώματος την κεφαλή
του κάθε κολλητού κοπρόσκυλου τον κώλο.
Aν πεις για τες γυναίκες της γενιάς αυτής, κι αυτές,
όλες τους ένα τουρλουμπούκι , οι Δάφνες, οι Μιμές, Νατάσες
και οι Γιάννες, διαπρεπείς κυρίαι στο πλάι συζύγων
που ΄θελες μαντήλι να τους πλησιάσεις .
Όταν κατόρθωσα την αθλίαν εποχήν να ξεφυλλίσω-
γιατί περί άθλου επρόκειτο σας διαβεβαιώ το δακτύλισμα αυτό για με-
θα άφηνα το λεύκωμα αν μια εικόνα γελοία δεν με εκράτη ενεό
ξημερώνοντας Κυριακού αναχωρητού και Πετρωνίας
της ευλαβούς μάρτυρος....
A, τότε, ήρθες εσύ, ρε Παναγιώτη, εμπρός μου
με τη γελοία παρουσία σου.
Στην Ιστορία πολλές γραμμές θα διατεθούν σε σένα, παπατζίκο,
όλες θα γράφουν ότι συμπύκνωσες υποδειγματικώς τον Έλληνα
που νόμιζε πως η Ελλάδα είναι γελάδα μασταρού
και ό,τι έπιανε , σκατά και έργα "πενηντάρια" γίνονταν.
Γι΄αυτό ελεύθερα σε σκέφθηκα, Ελληναρά μου,
να σέρνεις πρώτος το χορό στο σκυλάδικο και πίσω
να ακολουθούν όλες εκείνες οι ωραίες και αισθηματικές
τσατσάδες που διαφέντευαν το εθνικό μπουρδέλο
και σήμερα διδάσκουν ηθική απ΄τα μπαλκόνια.
Η τέχνη μου στο πρόσωπό σου έδωσε ξημερώματα
μάσκα απαίσιου μπαμπόγερου,
Και τόσο πλήρως σε φαντάσθηκα φρικτό,
που -αν και επίτηδες έσβησα το φως να σε ξεχάσω-
στάθηκε αδύνατο να κοιμηθώ ,
με φάνηκε που εμπρός στην κλίνη εστάθης
-κρατώντας σφιχτά στην αγκαλιά την Παναγιά της Σουμελά-
και είπες κάνοντας το σταυρό σου άμα ο τροχός γυρίσει
το ψωμίν μαμάκαν, για την πατρίδα , θα κουϊ’εις,
τον αξύπνετον θα κοιμηθείς, το ταφί σ’ θ’ αχταλεύω*,
ήτοι για την πατρίδα,το ψωμί ψωμάκι θε να πεις,
τον αξύπνητο ύπνο θα κοιμηθείς, τον τάφο σου θα σκάψω .
[ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ]
Εν μέρει από νοσταλγία για μια μοιραία εποχή,
εν μέρει και γιατί με πονούσε ο απονευρωμένος τραπεζίτης,
την νύχτα χθες πέρασα ξεφυλλίζων λεύκωμα παχύ
Πράσινων και Βένετων γοήτων, μεγάλων παπατζήδων.
Εδαφιαίοι τεμενάδες και κολακείες προς αυτούς αμέτρητες
σφογγοκωλάριων αλλά και γλείφτηδων διανοουμένων
μ΄έκαναν να ξεχάσω προς στιγμήν τον πόνο
τι ρηξικέλευθοι , οι μπαγάσηδες, τι αποτελεσματικοί ,
τι σαΐνια που ΄πιαναν στον αέρα τα πουλιά ,
κάθε μεταρρύθμισίς των σοφωτάτη και φιλολαϊκή,
καλύπτουσα με ένα νόμο εν ριπή των τάξεων το χάσμα ,
φυτεύουσα στου δημοσίου σώματος την κεφαλή
του κάθε κολλητού κοπρόσκυλου τον κώλο.
Aν πεις για τες γυναίκες της γενιάς αυτής, κι αυτές,
όλες τους ένα τουρλουμπούκι , οι Δάφνες, οι Μιμές, Νατάσες
και οι Γιάννες, διαπρεπείς κυρίαι στο πλάι συζύγων
που ΄θελες μαντήλι να τους πλησιάσεις .
Όταν κατόρθωσα την αθλίαν εποχήν να ξεφυλλίσω-
γιατί περί άθλου επρόκειτο σας διαβεβαιώ το δακτύλισμα αυτό για με-
θα άφηνα το λεύκωμα αν μια εικόνα γελοία δεν με εκράτη ενεό
ξημερώνοντας Κυριακού αναχωρητού και Πετρωνίας
της ευλαβούς μάρτυρος....
A, τότε, ήρθες εσύ, ρε Παναγιώτη, εμπρός μου
με τη γελοία παρουσία σου.
Στην Ιστορία πολλές γραμμές θα διατεθούν σε σένα, παπατζίκο,
όλες θα γράφουν ότι συμπύκνωσες υποδειγματικώς τον Έλληνα
που νόμιζε πως η Ελλάδα είναι γελάδα μασταρού
και ό,τι έπιανε , σκατά και έργα "πενηντάρια" γίνονταν.
Γι΄αυτό ελεύθερα σε σκέφθηκα, Ελληναρά μου,
να σέρνεις πρώτος το χορό στο σκυλάδικο και πίσω
να ακολουθούν όλες εκείνες οι ωραίες και αισθηματικές
τσατσάδες που διαφέντευαν το εθνικό μπουρδέλο
και σήμερα διδάσκουν ηθική απ΄τα μπαλκόνια.
Η τέχνη μου στο πρόσωπό σου έδωσε ξημερώματα
μάσκα απαίσιου μπαμπόγερου,
Και τόσο πλήρως σε φαντάσθηκα φρικτό,
που -αν και επίτηδες έσβησα το φως να σε ξεχάσω-
στάθηκε αδύνατο να κοιμηθώ ,
με φάνηκε που εμπρός στην κλίνη εστάθης
-κρατώντας σφιχτά στην αγκαλιά την Παναγιά της Σουμελά-
και είπες κάνοντας το σταυρό σου άμα ο τροχός γυρίσει
το ψωμίν μαμάκαν, για την πατρίδα , θα κουϊ’εις,
τον αξύπνετον θα κοιμηθείς, το ταφί σ’ θ’ αχταλεύω*,
ήτοι για την πατρίδα,το ψωμί ψωμάκι θε να πεις,
τον αξύπνητο ύπνο θα κοιμηθείς, τον τάφο σου θα σκάψω .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου