Ἑλένη Γλύκατζη-Arhweiler – Ποιήματα
(Ἀθήνα, 1926). Ἐξέχουσα πανεπιστημιακὴ βυζαντινολόγος.
Θυγατέρα Μικρασιάτη πρόσφυγα, δραστηριοποιεῖται στὴν Γαλλία ἀπὸ τὸ 1950.
Πρώτη γυναίκα πρόεδρος τοῦ τμήματος Ἱστορίας στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Σορβόνης (1967).
Πρώτη γυναίκα πρύτανης τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Σορβόνης στὴν 700 ἐτῶν ἱστορία του (1976-1982).
Πρύτανης τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Εὐρώπης. Πρύτανης τῆς Ἀκαδημίας Παρισίων (1982).
Πρόεδρος τοῦ πολιτιστικοῦ κέντρου «Ζὼρζ Πομπιντοῦ» (1989).
Θυγατέρα Μικρασιάτη πρόσφυγα, δραστηριοποιεῖται στὴν Γαλλία ἀπὸ τὸ 1950.
Πρώτη γυναίκα πρόεδρος τοῦ τμήματος Ἱστορίας στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Σορβόνης (1967).
Πρώτη γυναίκα πρύτανης τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Σορβόνης στὴν 700 ἐτῶν ἱστορία του (1976-1982).
Πρύτανης τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Εὐρώπης. Πρύτανης τῆς Ἀκαδημίας Παρισίων (1982).
Πρόεδρος τοῦ πολιτιστικοῦ κέντρου «Ζὼρζ Πομπιντοῦ» (1989).
Τὸ ἄγνωστο Βυζάντιο (2)
Ἀντὶ Προλόγου
Ἀποσπάσματα, ἔκδ. Ἑρμῆς 2006Ἀντὶ ἑνὸς ἐγχειριδίου Ἱστορίας τοῦ Βυζαντίου [...] προτίμησα, σὲ ποιητικὴ μορφὴ ποὺ ἐπιτρέπει κάποιες παρεκκλίσεις ἀπὸ τὴν αὐστηρὰ ἀκραιφνῆ ἱστορικὴ ἀλήθεια, νὰ ὑπογραμμίσω πράγματα καὶ θέματα παραγνωρισμένα ποὺ ἐπιτρέπουν αἱρετικὲς σχεδὸν προσεγγίσεις. Ὁ μονόδρομος τῆς σχολικῆς διδασκαλίας ἀποδεικνύεται συχνά, κατὰ τὴ γνώμη μου, μία ἴσως παραπλανητικὴ πορεία μάθησης, ποὺ ἀπαξιώνει τὰ διδάγματα τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας καὶ τοῦ ἱστορικοῦ μαθήματος, ὑπηρετώντας ἄλλες σκοπιμότητες.
Νομίζω ὅτι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τῆς «ποιητικῆς ἀδείας» μπαίνουν ἀπρόσκοπτα μερικὰ οὐσιαστικὰ προβλήματα καὶ ἐρωτήματα τῆς σχέσης ποὺ ἔχει κάθε γενιὰ μὲ τὸ προγονικὸ κατόρθωμα: μάθημα ὄχι ἀπαραίτητα πάντα μεγαλειῶδες καὶ μεγαλεῖο ὄχι πάντα ἄμοιρο κάποιας σκοτεινῆς καὶ ἀνομολόγητης πτυχῆς.
Κινδυνεύω, ἐν γνώσει μου, νὰ θεωρηθῶ ταραξίας τῆς καθεστηκυίας ἀλήθειας (ὅπως λένε τὸ ἴδιο γιὰ τὴν τάξη): ἐπωμίζομαι τὴν εὐθύνη, ὄντας βέβαιη ὅτι ἡ ἀλήθεια, ὅσο τραυματικὴ καὶ ἂν εἶναι, ἔχει, σὲ τελευταία ἀνάλυση, καὶ δύναμη ἰαματική, θεωρῶ ὅτι δὲν χρειάζεται νὰ εἶσαι ἱστορικὸς γιὰ νὰ διαπιστώσεις ὅτι ὁ ἡρωισμὸς τοῦ Λεωνίδα δὲν σὲ γλιτώνει ἀπὸ Ἐφιάλτες, καὶ ὅτι ἡ ἡρωικὴ ἀντίσταση τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου δὲν ἔκλεισε νέες πιθανῶς
Πηγή: http://users.uoa.gr
[10] Θεοδώρακαὶ Βελισσάριος
Σίγουρα, ευσεβέστατη η Αυγούστα Θεοδώρα.
Το βλέπεις στην Ραβέννα, το ακούς και τώρα, στο Σινά. Άλλο όμως ο Προκόπιος γράφει, κι άλλο κρυφά μηνά. Λέει πως γύριζε από τσίρκο σε τσίρκο όλη τη χώρα, γυμνή και ασελγής, μ’ ένα λεπτότατον σχοινίον (εμείς θα λέγαμε ένα στρίνγκ) που έκρυβε μόλις το αιδοίον. Κόρη κάποιου Ακάκιου, ενός φτωχού αρκουδιάρη, ήταν αυτή που διάλεξε ο βασιλιάς να πάρει. Έκτοτε υποπόδιο κι άβουλο όργανό της, ο Ιουστινιανός, της Οικουμένης ο δεσπότης. Έτσι από τα ονομαστά της Αντιόχειας πορνεία, βρέθηκε η Θεοδώρα να κρατά του κράτους τα ηνία. Με γνώμη της ρυθμίζονταν όλα της εκκλησίας, μονοφυσιτικά, αιρετικά, άκρως διεστραμμένα. Θέματα της αυλής, προβλήματα της εξουσίας, λάθρα ή φανερά, έβρισκαν λύση ένα-ένα, σύμφωνα πάντα με το περιβάλλον το δικό της. Το πλήρωσαν αυτό ακριβά, στρατός, κλήρος, λαός. Πρώτος ο Βελισσάριος, ο ένδοξος στρατιώτης λένε πως τελείωσε τον βίο του ζητιάνος και τυφλός, αυτός που έδωσε στην Πόλη όλη την Ιταλία, και που έφτασε η φήμη του πέρα, ως την Αγγλία. Έκαναν έπος, μυθιστόρημα, τ’ ανδραγαθήματά του όμως για τα παθήματα και για τη συμφορά του βρήκαν ως μόνη αφορμή (ούτε μιλιά γι’ άλλη αιτία) τον φθόνο των πολλών και τη συκοφαντία. Γιατί αλήθεια, ο ποιητής ονόματα να δώσει; Προς τι, χωρίς τεκμήρια και άλλη μαρτυρία, βασιλική τιμή, άδικα ίσως, ν’ αμαυρώσει, όταν για Βελισσάριο, τυφλό, φτωχό, στη φυλακή, κάνει μονάχα μνεία απλή φυλλάδα λαϊκή και τα καθέκαστα σιωπά η επίσημη ιστορία; Και τώρα ας μη ρωτάμε τα γνωστά: Ποιος δηλαδή και τι, κάνουν, πάντα σχεδόν, την ιστορία να κρύβει το γιατί. Ἑλένη Ἀρβελέρ, Τὸ Ἄγνωστο Βυζάντιο, Ἑρμῆς 2006 Θεοδώρα (αυτοκράτειρα) - ΒικιπαίδειαΒελισάριος - Βικιπαίδεια |
[35] Ἄννα ΔαλασηνήΠοτὲ δὲν τὴν φαντάστηκε τέτοια τιμὴ ἡ Δαλασηνή!Ὁ γιός της αὐτοκράτορας, κι ἐκείνη νὰ κινεῖ τοῦ Κράτους τὰ ἡνία, στὴν Πόλη ἀρχηγός, ὅσο ἔλειπε ὁ Ἀλέξιος στὴν μάχη στρατηγός. Περήφανη, σεμνή, σεβάσμια ἡ Ἄννα, ὅμως κι ἀγέρωχη, ἄτεγκτη, ὡς βασιλέως μάνα, ἔκρυψε τὴ χαρά, ποὺ νὰ τὴν κάνει θὰ μποροῦσε, ἀπὸ συγκίνηση νὰ χύσει, δημόσια, ἕνα δάκρυ, σὰν τῆς διάβαζαν τὸ χρυσοβουλλο, ποὺ τὴν τοποθετοῦσε στῆς Ῥωμανίας τὴν ἀρχή, Δέσποινα ἀπ᾿ ἄκρου σ᾿ ἄκρη... «Ὅ,τι δικό μου, καὶ δικό σου», ἔγραψε ὁ Κομνηνός, στὴ μάνα του ἀφήνοντας τὴν αὐτοκρατορία. Ὥστε ἕνα τὸ ὄνειρό τους, κι ὁ στόχος τους κοινός. Κι ἂς ἔλεγαν, στῆς Πόλης τὴν ἀγορά, μὲ μοχθηρία, ἔξαρχοι τῶν συντεχνιῶν, μὰ καὶ συγκλητικοί, ὅτι ἀπὸ τοὺς Κομνηνοὺς ἀρχίζει ἡ ἱστορία ποὺ ἔκανε τὸν θρόνο, καρέκλα οἰκογενειακή. (Ἴσως ἐξαίρεση ὁ Ἀνδρόνικος· ὅμως κι αὐτὴ περαστική). Ἑλένη Ἀρβελέρ, Τὸ Ἄγνωστο Βυζάντιο, Ἑρμῆς 2006 Άννα Δαλασσηνή - Βικιπαίδεια |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου