ΜΙΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ANAΛΥΣΗ
Στην ιστορία του Αμερικανού τραγουδοποιού, ο Χόλις Μπράουν πήρε την απόφαση να θανατώσει τα έξι μέλη της οικογένειάς του πριν και τη δική του αυτοκτονία, θέλοντας να προλάβει την επαιτεία ή το τέλος του θανάτου από ασιτία.
Το ασυνήθιστο για τον Ντίλαν είναι ότι στον blues ρυθμό της «Μπαλάντας του Χόλις Μπράουν» δεν εμπεριέχεται –ή δεν έχει γίνει γνωστό ότι εμπεριέχεται– κανένα αυτοβιογραφικό στοιχείο, και μοιάζει με μια έμπνευση του Ντίλαν απευθείας βγαλμένη από το δημοσιογραφικό κείμενο μιας εφημερίδας (όπως συνέβη με το τραγούδι «The Lonesome Death of Hattie Carroll»). Αντίθετα, το διήγημα «Πατέρα στο σπίτι!» περιέχει πολλές στιγμές αυτο-αναφοράς, ακόμα και αυτο-σαρκασμού, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Στην ιστορία του Ντίλαν η καλύβα καταρρέει, τα χόρτα γίνονται μαύρα, το πηγάδι έχει στερέψει από νερό, στον τοίχο κρέμεται ένα τουφέκι, και όπως σε άλλα διηγήματα του Παπαδιαμάντη που συμμετέχουν δραστικά στην πλοκή τα ζώα –με κύριο παράδειγμα φυσικά το «Μοιρολόι της φώκιας»– στην «Μπαλάντα του Χόλις Μπράουν» οι αρουραίοι τρώνε το αλεύρι, η φοράδα δυστροπεί, ένα τσακάλι ουρλιάζει έξω μακριά στην ερημιά, και φυσικά συμμετέχει και η φύση, καθώς πνέουν επτά ριπές αέρα και οι πυροβολισμοί ακούγονται σαν τον λυσσαλέο παφλασμό του ωκεανού.
Στον Μανώλη Φλοεράκη και τον Χόλις Μπράουν, ο
Παπαδιαμάντης και ο Ντίλαν δίνουν δύο εκδοχές του γονατίσματος κάτω από
το βάρος της εξαθλίωσης. Μία ανήθικη, και μία με ευθύτητα. Και
αφηγούνται ότι στα πολύ δύσκολα η επιβίωση, και η επιβίωση με
αξιοπρέπεια, μπορεί να μη μοιάζει με τέτοια, αλλά είναι η πιο μεγάλη
επιτυχία.
____________________________________
«Η λογοτεχνία της απέραντης φτώχειας: Ο Ντίλαν συναντά τον Παπαδιαμάντη»
Με χρονική απόσταση εβδομήντα ετών, ο
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης με το διήγημα «Πατέρα στο σπίτι!» (1895) και ο
Μπομπ Ντίλαν με το τραγούδι «Ballad of Hollis Brown» (1964) ασχολήθηκαν
με το θέμα της απέραντης φτώχειας και απομόνωσης σκηνογραφώντας δύο
σύντομες ιστορίες για τη μοίρα δύο επταμελών οικογενειών – μιας που ζει
σε κάποια αθηναϊκή φτωχογειτονιά και μιας σε κάποια απομακρυσμένη φάρμα
της Νότιας Ντακότας. Και οι δύο οικογένειες βιώνουν την υπέρτατη
εξαθλίωση, έχουν απομείνει παντελώς αβοήθητες, και συναντούν και οι δύο
το φρικτό τους πεπρωμένο από μια καταληκτική πατρική απόφαση.
Στην ιστορία του Σκιαθίτη ο πατέρας, Μανώλης
Φλοεράκης, εγκατέλειψε τη γυναίκα του Γιαννούλα Πολυκάρπου και τα
τέσσερα παιδιά τους (καθώς ένα τέκνο ανεκλήθη ενωρίς εις τον κήπον τον ανθηρόν)
στο πεπρωμένο τους, που δεν είχε να εγγυηθεί τίποτα διαφορετικό από την
επαιτεία ή από έναν αργό θάνατο από ασιτία. Στην ιστορία του Αμερικανού τραγουδοποιού, ο Χόλις Μπράουν πήρε την απόφαση να θανατώσει τα έξι μέλη της οικογένειάς του πριν και τη δική του αυτοκτονία, θέλοντας να προλάβει την επαιτεία ή το τέλος του θανάτου από ασιτία.
Και στις δύο ιστορίες οι δύο λογοτέχνες
επιλέγουν την ωμή και ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας, που
ενισχύει τον σκοπό της κοινωνικής διαμαρτυρίας και των δύο έργων. Κι ενώ
για τον Ντίλαν των χιλίων προσώπων ο ωμός ρεαλισμός δεν θα μπορούσε να
μοιάζει αλλόκοτα βαλμένος ή αταίριαστα καινοτόμος, για τον Παπαδιαμάντη
είναι ένας τρόπος όχι συνηθισμένος.
Το ασυνήθιστο για τον Ντίλαν είναι ότι στον blues ρυθμό της «Μπαλάντας του Χόλις Μπράουν» δεν εμπεριέχεται –ή δεν έχει γίνει γνωστό ότι εμπεριέχεται– κανένα αυτοβιογραφικό στοιχείο, και μοιάζει με μια έμπνευση του Ντίλαν απευθείας βγαλμένη από το δημοσιογραφικό κείμενο μιας εφημερίδας (όπως συνέβη με το τραγούδι «The Lonesome Death of Hattie Carroll»). Αντίθετα, το διήγημα «Πατέρα στο σπίτι!» περιέχει πολλές στιγμές αυτο-αναφοράς, ακόμα και αυτο-σαρκασμού, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Ένα κύριο στοιχείο της γραφής του
Παπαδιαμάντη, η συμμετοχή –συνήθως– της φύσης, αλλά στην ιστορία αυτή
και των αντικειμένων, όχι ως ατμοσφαιρικού φόντου αλλά ως δρώντων
στοιχείων της πλοκής, συναντάται απρόσμενα και σε αυτό το τραγούδι του
Ντίλαν.
Στην ιστορία του Παπαδιαμάντη η ραπτική
μηχανή παρερρίφθη εις μίας γωνίας, ετέθη εις αχρηστίαν. [...] Η
αχυροστρωμνή ήτο τρύπια. Η κουβέρτα δεν ήρκει να σκεπάση τα τρία
μεγαλύτερα παιδιά. [...] Η λάμπα ήτο ακαθάριστη και δεν είχε πετρέλαιον.
Η στάμνα είχε σπάσει προ τριών ημερών [...] Η σκούπα, καταλερωμένη,
είχε φαγωθή η μισή, και ελίπαινε το πάτωμα αντί να το σκουπίση. Το
τηγάνι είχε τρυπώσει και ήτο άχρηστον. Η χύτρα ήτο ραγισμένη, και έσβηνε
την φωτιάν διαρρέουσα, όταν φωτιά υπήρχε. Η κατσαρόλα ήτο παλαιά,
φαγωμένη, αγάνωτη.
Στην ιστορία του Ντίλαν η καλύβα καταρρέει, τα χόρτα γίνονται μαύρα, το πηγάδι έχει στερέψει από νερό, στον τοίχο κρέμεται ένα τουφέκι, και όπως σε άλλα διηγήματα του Παπαδιαμάντη που συμμετέχουν δραστικά στην πλοκή τα ζώα –με κύριο παράδειγμα φυσικά το «Μοιρολόι της φώκιας»– στην «Μπαλάντα του Χόλις Μπράουν» οι αρουραίοι τρώνε το αλεύρι, η φοράδα δυστροπεί, ένα τσακάλι ουρλιάζει έξω μακριά στην ερημιά, και φυσικά συμμετέχει και η φύση, καθώς πνέουν επτά ριπές αέρα και οι πυροβολισμοί ακούγονται σαν τον λυσσαλέο παφλασμό του ωκεανού.
«Τα ίδια πενιχρά αντικείμενα από μόνα τους
καθορίζουν και περιγράφουν το σκηνικό φτώχειας, τώρα που η στέρηση τα
έχει αχρηστέψει αναδεικνύονται σε φθεγγόμενες οντότητες: μιλούν μέσα από
τη σιωπή και την πλήρη αχρηστία» γράφει ο εκλιπών Νικήτας Παρίσης στο
βιβλίο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τρία Διηγήματα: Αναζήτηση της αφηγηματικής λογικής (εκδόσεις Μεταίχμιο).
Και τα δυο κείμενα απεικονίζουν τη φθορά που
προκαλεί στον άνθρωπο η ανέχεια, την αλλοίωση των ηθών του. Μας φτάνουν
στο συμπέρασμα ότι οι αποτρόπαιες επιπτώσεις της φτώχειας εξαρτώνται από
το ήθος του ανθρώπου που καλείται να την αντιμετωπίσει. Ο Παπαδιαμάντης
δημιουργεί μια πατρική φιγούρα δόλια, σε αντίθεση με τον Ντίλαν: ο
Μανώλης Φλοεράκης είναι ένας φυγόπονος μέθυσος που με κάθε είδους
δικαιολογία υπεκφεύγει από τη δουλειά του ξυλουργείου του, ενώ ο Χόλις
Μπράουν αναζητά, μάταια, μια δουλειά. Ο πρώτος αφήνει τη γυναίκα και τα
παιδιά του να βρουν τον θάνατο, αδιάφορος, ενώ ο δεύτερος τους παίρνει
τη ζωή ακριβώς επειδή δεν μπορεί να βαστήξει το θέαμα της αργής,
αναπόφευκτης πορείας προς τον θάνατο. Ο Χόλις Μπράουν παραδίδεται,
εντελώς απελπισμένος, και αποδέχεται και για τον εαυτό του την ίδια
μοίρα με την οικογένειά του, ενώ ο Μανώλης Φλοεράκης εγκαταλείπει την
οικογένεια για να περισώσει τον εαυτό του.
Ένα άλλο κοινό στοιχείο των δύο έργων είναι η
άγρια κριτική προς την τυφλή εξάρτηση της κοινωνίας από τον πλούτο: ο
Ντίλαν εμμέσως πλημμυρίζει όλο το τραγούδι με την αδιαφορία του
περίγυρου προς το δράμα του Χόλις Μπράουν, ώσπου την εκφράζει και άμεσα
με την ποιητική φράση οι άδειες σου τσέπες σου λένε πως δεν έχεις κανέναν φίλο.
Ο Παπαδιαμάντης το πετυχαίνει με την εισαγωγή στην ιστορία του
Κουμπάρου, που έχει πολλά στοιχεία (κομματική ιδιότητα, εισόδημα δίχως
μόχθο, παρουσιαστικό) που διαχρονικά συνθέτουν μια διεφθαρμένη
προσωπικότητα, και φέρνει όλο και συχνότερα τρόφιμα στην οικογένεια –
την οποία και εγκαταλείπει όταν διαπιστώνει ότι ο ιδιοτελής του σκοπός
οδηγείται προς την αποτυχία, λόγω της ηθικής της Γιαννούλας. Η ηθική και
υπερηφάνεια της Γιαννούλας μοιάζει να καθρεφτίζει και το ευρύτερο
παπαδιαμαντικό ήθος.
Ο Παπαδιαμάντης και ο Ντίλαν ξεδιπλώνουν, με
τα δύο αυτά, όχι διάσημα έργα τους, τη δεξιότητά τους σε ένα λογοτεχνικά
πολύ δύσκολο θέμα: της βαθιάς φτώχειας των πιο χαμηλών στρωμάτων. Σ’
ένα θέμα όπου κινδυνεύει διαρκώς να παρασυρθεί κανείς σε υπερβολές,
περιττούς συναισθηματισμούς ή και λαϊκισμούς, ίσως παίζουν και οι δύο με
τη «φωτιά», παραθέτοντας βαριές εικόνες εξαθλίωσης των παιδιών για να
εντείνουν τα συναισθήματα. Αν κάποιος σήμερα έγραφε ότι τα παιδιά σου είναι τόσο πεινασμένα που δεν ξέρουν πώς να χαμογελάσουν (Ντίλαν) ή με σπαρακτικόν εν τη αθωότητι μειδίαμα (Παπαδιαμάντης), είναι σίγουρο ότι θα έμπαινε σε μπελάδες.
Η γραφή, συμπληρώνει σε άλλο σημείο του ίδιου
βιβλίου ο Νικήτας Παρίσης, πολύ εύκολα «γλιστράει σε κοινοτοπίες ή
καταφεύγει σε ένα είδος “κοινωνικής” ρητορικής. Πολλές φορές, όταν το
τριμμένο θέμα δημιουργεί συγγραφική δυστοκία, η λογοτεχνική γραφή
φαίνεται πενιχρή και αποφορτισμένη από ποιοτικές εντάσεις· ή, πάλι,
καλύπτει τη θεματική πενία με ηχηρές μεγαλοστομίες».
Τεχνικά, ο Παπαδιαμάντης χτίζει την ιστορία
πάνω στην απορία που γεννά ο εναρκτήριος διάλογος του διηγήματος: πώς
έφτασε ένα από τα τέκνα της οικογένειας να ζητιανεύει, πώς περιήλθε
τέτοιος ξεπεσμός; Με κύκλιο τρόπο, αφού μεσολαβεί ένας δεύτερος αφηγητής
για να διηγηθεί τη βασική ιστορία, τον τρόπο του ξεπεσμού της
οικογένειας στην ένδεια, η αφήγηση στο τέλος επιστρέφει στο ίδιο
μικρο-περιστατικό, του παιδιού που ζητιανεύει λίγο λάδι στο μπακάλικο.
Ο Ντίλαν προ-οικονομεί το φρικτό τέλος στο
μέσον του τραγουδιού, εισάγοντας μέσα στη ροή της αφήγησης τη φευγαλέα
ματιά του Χόλις Μπράουν προς το τουφέκι που είναι κρεμασμένο στον τοίχο
–παραπέμποντας στον Αντόν Τσέχοφ, σαφή επιρροή τόσο του Ντίλαν όσο και
του Παπαδιαμάντη– πριν προχωρήσει στη σταδιακή αύξηση της έντασης προς
το άγριο φονικό.
____________________________________
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Πατέρα στὸ σπίτι! (1895)
|
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ
ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1984
Σελ. 89-94
― Χωρὶς πεντάρα;
― Ναί.
― Καὶ τί ἔγινε ὁ πατέρας σου;
― Νά, πάει νὰ βρῇ ἄλλη γυναῖκα.
Ἦτο πενταετὲς παιδίον, ζωηρόν, μὲ λαμπροὺς μεγάλους ὀφθαλμούς, ρακένδυτον. Καὶ μὲ παιδικὴν χάριν, μὲ σπαρακτικὸν ἐν τῇ ἀθῳότητι μειδίαμα, ἐπρόφερεν ἑκάστοτε τὴν φράσιν ταύτην, τῆς ὁποίας ὅλον τὸ βάθος δὲν ἦτο ἱκανὸν νὰ κατανοήσῃ, τόσον ὥστε οἱ ἄνθρωποι οἱ μὴ ἔχοντες νὰ κάμουν τίποτε, καθὼς ἐγώ, πολλάκις τὸ ἐκάλουν, καὶ ἀπέτεινον αὐτῷ τὴν ἄνω ἐρώτησιν τοῦ μικροῦ παντοπώλου τῆς γειτονιᾶς, μόνον καὶ μόνον διὰ ν᾽ ἀκούσωσιν ἀπὸ τὸ στόμα του τὴν ἀπόκρισιν.
― Νά, πάει νὰ βρῇ ἄλλη γυναῖκα.
Δὲν ἦτο ἡ πρώτη φορὰ ὁποὺ τὸ ἔβλεπα. Κατ᾽ ἐκείνην τὴν ἡμέραν συνέβη νὰ εἶμαι πλούσιος, διότι εἶχα κατορθώσει μετὰ πέντε ἐκλιπαρήσεις, καὶ μετὰ τέσσαρας ἀποπομπάς, νὰ λάβω δεκαπέντε δραχμάς, ἀπέναντι ὀγδοήκοντα ὀφειλομένων μοι δι᾽ ἀμοιβὴν φιλολογικῆς ἐργασίας πέντε ἑβδομάδων. Κατὰ τὰς τοιαύτας δὲ ἡμέρας, ἰσαρίθμους μὲ τὰς σελήνας τοῦ ἐνιαυτοῦ, μοὶ συμβαίνει, χωρὶς νὰ φροντίσω νὰ πληρώσω μέρος τῶν χρεῶν μου, νὰ ἐξοδεύω μονοημερὶς τὰ δύο τρίτα τοῦ οὕτω πως ἐκβιασθέντος ποσοῦ, φυλάττων φρονίμως τὸ τρίτον διὰ τὰς ἑπομένας τρεῖς ἑβδομάδας.
Ἔκραξα τὸ παιδίον καὶ τοῦ ἔδωκα μίαν πεντάραν. Ἐκεῖνο τὴν ἔλαβεν, ἔβγαλεν ἔξω ἀπὸ τὰ χείλη τὴν γλῶσσαν, μὲ μειδίαμα εὐδαιμονίας, καὶ ἀτενίζον με εἶπε:
― Δό μ᾽ κι ἄλλη, μπάρμπα!
Συχνὰ συνέβαινε νὰ ξεχάσῃ ἡ μικρὰ παιδίσκη, πενταέτις ἢ ἑξαέτις, τὸ εἶδος, τὸ ὁποῖον ἐστάλη ν᾽ ἀγοράσῃ, καὶ νὰ εἴπῃ ἄλλα ἀντ᾽ ἄλλων.
Ἐντεῦθεν παράπονα, διαμαρτυρίαι ἐκ μέρους τῶν μητέρων, ὕβρεις κατὰ τοῦ μπακάλη. Πάντοτε τὸν μπακάλην ἔβγαζαν πταίστην. Τὸ παιδὶ ποτὲ δὲν ἔπταιε.
Ἄλλοτε συνέβη νὰ τοῦ πέσῃ εἰς τὸν δρόμον τὸ μισὸ τὸ ρύζι, ἢ νὰ φάγῃ τὴν μισὴν τὴν ζάχαριν. Τότε ἡ μήτηρ ἢ ἡ γιαγιὰ κατήρχετο ἡ ἰδία, καὶ ὕβριζε τὸν μπακάλην, λέγουσα ὅτι τέτοιος ἦτον, τὸν ἤξευρεν αὐτή, ὅλο ξίκικα ἐπώλει· μ᾽ αὐτὰ ἐζητοῦσε νὰ πλουτήσῃ κι αὐτός. Καὶ δύναμαι νὰ μαρτυρήσω ὅτι ὁ μπακάλης ἦτο, ὡς ἐμπορευόμενος καὶ ὡς ἄτομον, τίμιος ἄνθρωπος. Ἄλλοτε πάλιν, ὁ μικρὸς ψωνιστής, τὸ δεινότερον, ἔχανε καθ᾽ ὁδὸν τὰ λεπτά, τὰ ρέστα, ὅσα ἔλαβεν ἀπὸ τὸ παντοπωλεῖον. Πλὴν διὰ τοῦτο εἶχε ληφθῆ ἡ πρόνοια νὰ τυλίγωνται τὰ ρέστα εἰς χαρτίον, καὶ κάποτε νὰ δένωνται κομπόδεμα εἰς ράκος καὶ νὰ ἐμβάλλωνται εἰς τὴν τσέπην τοῦ μικροῦ. Καὶ ὅμως πολλάκις ἐχάνοντο πεντάλεπτα καὶ δεκάλεπτα καὶ ὁλόκληροι λιμοκοντόροι. Καὶ πάλιν ὁ μπακάλης ἔπταιεν.
Πρὸ ἐννέα ἐτῶν ὁ Μανώλης ὁ Φλοεράκης εἶχε νυμφευθῆ τὴν Γιαννούλαν Πολυκάρπου. Ἐκ τῆς συζυγίας ταύτης ἐγεννήθησαν πέντε τέκνα, ἐξ ὧν τὸ τρίτον ἦτο τὸ παιδίον ἐκεῖνο.
Ὁ Μανώλης ἦτο ξυλουργός, ἀλλὰ δὲν διέπρεπε πολὺ ἐπὶ φιλοπονίᾳ, Εἰργάζετο, ὁσάκις εἶχεν ἐργασίαν, ἀπὸ τὴν Τρίτην ἕως τὴν Παρασκευήν. Τὸ Σάββατον πρωὶ τοῦ ἐπονοῦσεν αἴφνης ἡ μέση του, τὴν Δευτέραν τοῦ ἐπονοῦσε τὸ κεφάλι. Ἐννοεῖται ὅτι διήρχετο ἐν κραιπάλῃ ἀπὸ τὸ Σάββατον ἑσπέρας ἕως τὴν Δευτέρα πρωί.
Ἡ γυνὴ ἦτο φιλεργός. Εἶχε ραπτικὴν μηχανὴν καὶ κατεσκεύαζεν ὑποκάμισα. Ἐκέρδιζεν οὕτω ἓν τάλληρον τὴν ἑβδομάδα, τὸ ὁποῖον, προστιθέμενον εἰς τὰς δεκατρεῖς ἢ δεκατέσσαρας δραχμάς, ὅσας ἐκέρδιζεν ἐκεῖνος, καὶ ἐκ τῶν ὁποίων τὰ ἡμίση τοῦ ἐχρειάζοντο διὰ τὸ τακτικὸν μεθύσι τῆς Κυριακῆς, μόλις ἤρκει πρὸς συντήρησιν τῆς οἰκογενείας.
Πλὴν ἡ οἰκογένεια ηὔξανε, σχεδὸν κάθε χρόνον. Ἀνὰ ἓν κουτσουβέλι, ἢ κατσιβέλι, ἐγεννᾶτο τακτικὰ κάθε δεκαοκτὼ μῆνας, μὲ κανονικότητα ἀπελπιστικήν. Ἡ οἰκογένεια ηὔξανεν, ἀλλὰ τὸ εἰσόδημα ἠλαττοῦτο. Ἡ ἐργασία ἐγίνετο σπανιωτέρα. Ἡ ραπτικὴ μηχανὴ παρερρίφθη εἰς μίαν γωνίαν, ἐτέθη εἰς ἀχρηστίαν. Ἡ Γιαννούλα, μὴ προφθάνουσα ν᾽ ἀπογαλακτίσῃ ἓν μωρό, καὶ ἀρχίζουσα νὰ βυζαίνῃ ἀμέσως ἄλλο, μόλις ἐπαρκοῦσα διὰ νὰ πλύνῃ ράκη, δὲν εἶχε πλέον καιρὸν νὰ ράπτῃ ὑποκάμισα.
Ὁ Μανώλης δὲν ἔπαυσε νὰ μεθύῃ τακτικὰ ἀπὸ τὸ Σαββατόβραδον ἕως τὸ ἐξημέρωμα τῆς Δευτέρας. Ἡ Γιαννούλα δὲν εἶχε πλέον δεύτερον φόρεμα. Τὰ παιδιὰ δὲν εἶχαν πάντοτε ψωμί. Ἡ ἑστία σπανίως ἦτο ἀναμμένη. Ἡ γυνὴ ἐγόγγυζε. Ὁ Μανώλης, ὅταν ἤρχετο, τὴν ἔτρωγε ἀπὸ τὴν γρίνια. Τὰ παιδιὰ ἔκλαιαν. Ἡ ἀχυροστρωμνὴ ἦτο τρύπια. Ἡ κουβέρτα δὲν ἤρκει νὰ σκεπάσῃ τὰ τρία μεγαλύτερα παιδιά.
Ἡ λάμπα ἦτο ἀκαθάριστη καὶ δὲν εἶχε πετρέλαιον. Ἡ στάμνα εἶχε σπάσει πρὸ τριῶν ἡμερῶν, καὶ ἔπιναν ἀπὸ ἕνα τσαγκλί*, ὁσάκις εἶχε νερὸν ἡ βρύσις τῆς γειτονιᾶς. Ἡ σκούπα, καταλερωμένη, εἶχε φαγωθῆ ἡ μισή, καὶ ἐλίπαινε τὸ πάτωμα ἀντὶ νὰ τὸ σκουπίσῃ. Τὸ τηγάνι εἶχε τρυπήσει καὶ ἦτο ἄχρηστον. Ἡ χύτρα ἦτο ραγισμένη, καὶ ἔσβηνε τὴν φωτιὰν διαρρέουσα, ὅταν φωτιὰ ὑπῆρχε. Ἡ κατσαρόλα ἦτο παλαιά, φαγωμένη, ἀγάνωτη. Ὁ γανωτὴς εἶχε προτείνει ἢ νὰ τὴν ἀγοράσῃ ἀντὶ πενῆντα λεπτῶν, ἢ νὰ τὴν γανώσῃ ἀντὶ πενῆντα, μὲ κίνδυνον, εἶπε, νὰ τρυπήσῃ καὶ νὰ γίνῃ ἄχρηστη. Ἡ Γιαννούλα ἐπροτίμησε νὰ τὴν κρατήσῃ ἀγάνωτην.
Ἡ ραπτικὴ μηχανὴ εἶχε δοθῆ ἐνέχυρον διὰ δύο εἰκοσιπεντάρικα, τὰ ὁποῖα θὰ ἐχρησίμευαν διὰ τὰ γεννητούρια τοῦ τελευταίου μωροῦ καὶ δι᾽ ἄλλας χρείας. Τὰ δύο εἰκοσιπεντάρικα δὲν ἐπεστράφησαν, καὶ ἡ μηχανὴ ἐκρατήθη.
Ὁ κουμπάρος ἦτο ἄγαμος καὶ τεσσαρακοντούτης, παχύς, εὐμορφάνθρωπος μὲ πλατὺ ζουνάρι. Ἦτο μέγας καὶ πολύς, κομματάρχης ἑνὸς τῶν πολιτευτῶν τῆς Ἀττικῆς, εἶχε κερδήσει χρήματα ἀπὸ κάτι ἐνοικιάσεις. Ἦτο ἄνθρωπος μ᾽ ἐπιρροήν.
Κατ᾽ ἀρχὰς ἤρχετο ἅπαξ τοῦ μηνός. Εἶτα ἦλθε δὶς εἰς μίαν ἑβδομάδα, φέρων κρέας καὶ μικρά τινα δῶρα διὰ τὰ παιδία. Κατόπιν ἤρχισε νὰ ἔρχεται ἡμέραν παρ᾽ ἡμέραν. Τέλος ἤρχετο καθ᾽ ἑκάστην, φέρων πάντοτε ὀψώνια.
Τίς οἶδε ποίους σκοποὺς ἔτρεφεν ὁ κουμπάρος. Πλὴν ἡ Γιαννούλα ἦτον τίμια, ὅσον καὶ πᾶσα ἄλλη.
Ἡ Γιαννούλα ἦτον τίμια, ἀλλ᾽ ὁ Μανώλης ἦτον ζηλιάρης. Καὶ μετὰ πολλὰ ἑσπερινὰ δεῖπνα τὰ ὁποῖα ἔφαγεν εἰς τὴν οἰκίαν ὁμοῦ μὲ τὸν κουμπάρον, μετὰ πολλὰς δὲ πρωινὰς σκηνὰς τὰς ὁποίας ἔκαμεν εἰς τὴν γυναῖκά του, ἤρχισε νὰ μὴν εἶναι συνεπὴς εἰς τίποτε, κάποτε μάλιστα νὰ ξενοκατιάζῃ.
Τῆς εἶχε διηγηθῆ πολλάκις ὅτι, πρὶν τὴν πάρῃ, εἶχε μία φιλενάδα. Ἐκείνη εἶχε νυμφευθῆ ἔκτοτε, ἴσως χωρὶς παπά, καθὼς συνηθίζεται κάποτε εἰς τὴν πτωχὴν συνοικίαν. Τώρα φαίνεται ὅτι τὴν εἶχε ξανανταμώσει, αὐτὴν τὴν παλαιὰν γνωριμίαν, καὶ διὰ τοῦτο ἔλειπεν ἀπὸ τὸ σπίτι βραδιὲς-βραδιές.
Ὅσον διὰ τὴν Γιαννούλαν, τὸ μόνον ἔγκλημά της ἦτο ὅτι, ἴσως, εἶχε πολιτέψει* τὸν κουμπάρον, καὶ δὲν τὸν εἶχε διώξει μίαν καὶ καλήν. Ὁ κουμπάρος ἤξευρε, βλέπετε, ἀπὸ πολιτικήν, καὶ αὐτή, ὡς γυνὴ ὁποὺ ἦτον, ἤξευρεν ἀπὸ ψευτοπολιτικήν. Πλὴν οἱ γειτόνισσες δὲν ἦσαν ἐπιεικεῖς, καὶ τὴν ἐκακολόγησαν. Καὶ εἷς τῶν γειτόνων, ὁ κὺρ Ζάχος ὁ Ξεφαντούλης, ἦτο τῆς ἀρχῆς ὅτι ἔπρεπεν ὁ ἐνδιαφερόμενος «νὰ ξέρῃ τί τρέχει». Καὶ ἡ ὑστεροβουλία, ἡ λανθάνουσα καὶ αὐτὸν τὸν ἴδιον, ἦτο νὰ εὕρῃ διασκέδασιν αὐτὸς μὲ τὲς φωνές, μὲ τὲς κατακεφαλιές, μὲ τὰ τραβήγματα τῶν μαλλιῶν καὶ μὲ τὸ χώρισμα τοῦ ἀνδρογύνου.
Αὐτὸ θὰ εἰπῇ νὰ σοῦ θέλῃ τις τὸ καλόν σου, νὰ κήδεται τῆς τιμῆς σου, δηλαδή. Νὰ σὲ βάλῃ νὰ σκοτωθῇς.
Ὁ κουμπάρος ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε παύσει τὰς συχνὰς ἐπισκέψεις του. Εἶχεν ἀρραβωνισθῆ. Γεροντοπαλλήκαρον ἀκμαῖον, καλοκαμωμένος, εὐμορφάνθρωπος, μὲ πλατὺ ζουνάρι, κομματάρχης, μέγας καὶ πολύς, κερδήσας χρήματα ἀπὸ τὰς ἐνοικιάσεις, ἑπόμενον ἦτο νὰ εὕρῃ νύμφην μὲ προῖκα.
Ἡ Γιαννούλα τὸν εἶχε πολιτέψει ἡ πτωχή. Μόνον τοῦτο τὸ ἁμάρτημα εἶχε πράξει. Ἀλλὰ τὰ παιδία ἐπεινοῦσαν. Πλὴν ἐκεῖνος ἐβαρύνθη νὰ περιμένῃ, κ᾽ ἔφυγε μὲ τὴν ὥραν του.
Καὶ ἡ Γιαννούλα ἔμεινε μὲ τὰ τέσσαρα παιδιά ―τὸ πέμπτον εἶχεν ἀποθάνει, ἀνακληθὲν ἐνωρὶς ὑπὸ τοῦ Πολυευσπλάγχνου καὶ Πανσόφου εἰς τὸν κῆπον τὸν ἀνθηρόν, εἰς τὸ ὡραῖον περιβολάκι μὲ τὰ κρίνα καὶ μὲ τοὺς ναρκίσσους, μετὰ τῶν ὁποίων φυτεύονται καὶ ἀνθοῦσιν ἐσαεὶ καὶ τὰ ἄκακα νήπια―· ἔμεινε, λέγω, μὲ τὰ τέσσαρα παιδία, χωρὶς πατέρα, καὶ χωρὶς κουμπάρον.
Ἔμεινε χωρὶς ἄρτον εἰς τὸ ἑρμάρι καὶ χωρὶς φωτιὰν εἰς τὴν ἑστίαν, χωρὶς φόρεμα, χωρὶς στρωμνήν, χωρὶς σκέπασμα, χωρὶς χύτραν καὶ χωρὶς στάμναν· καὶ χωρὶς ραπτικὴν μηχανήν!
Καὶ τὸ τρίτον παιδίον, ὁ Μῆτσος, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἔβλεπα, ἤρχετο εἰς τὸ παντοπωλεῖον, καὶ ἐζήτει ἀπὸ τὸν μικρὸν μπακάλην, ὅστις ἦτο ἀκριβὴς εἰς τὰ σταθμά, ἀλλὰ δὲν ἐνόει ἀπὸ ἐλεημοσύνην, ἤρχετο καὶ ἐζήτει νὰ τοῦ στάξῃ «μιὰ σταξιὰ λάδι στὸ γυαλί», αὐτὸ τὸ ὁποῖον θὰ ἦτο ἄξιον νὰ στάξῃ μίαν σταγόνα νεροῦ εἰς πολλῶν πλουσίων χείλη, εἰς τὸν ἄλλον κόσμον.
Καὶ ᾐτιολόγει τὴν αἴτησίν του λέγον:
― Δὲν ἔχουμε πατέρα στὸ σπίτι!
(1895)
ΑΠΑΝΤΑ
ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1984
Σελ. 89-94
ΠΑΤΕΡΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ!
― Μπάρμπα, βάλε μου λίγο λαδάκι μὲς στὸ γυαλί, εἶπε ἡ μάννα μου, γιατὶ δὲν ἔχουμε πατέρα στὸ σπίτι.― Χωρὶς πεντάρα;
― Ναί.
― Καὶ τί ἔγινε ὁ πατέρας σου;
― Νά, πάει νὰ βρῇ ἄλλη γυναῖκα.
Ἦτο πενταετὲς παιδίον, ζωηρόν, μὲ λαμπροὺς μεγάλους ὀφθαλμούς, ρακένδυτον. Καὶ μὲ παιδικὴν χάριν, μὲ σπαρακτικὸν ἐν τῇ ἀθῳότητι μειδίαμα, ἐπρόφερεν ἑκάστοτε τὴν φράσιν ταύτην, τῆς ὁποίας ὅλον τὸ βάθος δὲν ἦτο ἱκανὸν νὰ κατανοήσῃ, τόσον ὥστε οἱ ἄνθρωποι οἱ μὴ ἔχοντες νὰ κάμουν τίποτε, καθὼς ἐγώ, πολλάκις τὸ ἐκάλουν, καὶ ἀπέτεινον αὐτῷ τὴν ἄνω ἐρώτησιν τοῦ μικροῦ παντοπώλου τῆς γειτονιᾶς, μόνον καὶ μόνον διὰ ν᾽ ἀκούσωσιν ἀπὸ τὸ στόμα του τὴν ἀπόκρισιν.
― Νά, πάει νὰ βρῇ ἄλλη γυναῖκα.
Δὲν ἦτο ἡ πρώτη φορὰ ὁποὺ τὸ ἔβλεπα. Κατ᾽ ἐκείνην τὴν ἡμέραν συνέβη νὰ εἶμαι πλούσιος, διότι εἶχα κατορθώσει μετὰ πέντε ἐκλιπαρήσεις, καὶ μετὰ τέσσαρας ἀποπομπάς, νὰ λάβω δεκαπέντε δραχμάς, ἀπέναντι ὀγδοήκοντα ὀφειλομένων μοι δι᾽ ἀμοιβὴν φιλολογικῆς ἐργασίας πέντε ἑβδομάδων. Κατὰ τὰς τοιαύτας δὲ ἡμέρας, ἰσαρίθμους μὲ τὰς σελήνας τοῦ ἐνιαυτοῦ, μοὶ συμβαίνει, χωρὶς νὰ φροντίσω νὰ πληρώσω μέρος τῶν χρεῶν μου, νὰ ἐξοδεύω μονοημερὶς τὰ δύο τρίτα τοῦ οὕτω πως ἐκβιασθέντος ποσοῦ, φυλάττων φρονίμως τὸ τρίτον διὰ τὰς ἑπομένας τρεῖς ἑβδομάδας.
Ἔκραξα τὸ παιδίον καὶ τοῦ ἔδωκα μίαν πεντάραν. Ἐκεῖνο τὴν ἔλαβεν, ἔβγαλεν ἔξω ἀπὸ τὰ χείλη τὴν γλῶσσαν, μὲ μειδίαμα εὐδαιμονίας, καὶ ἀτενίζον με εἶπε:
― Δό μ᾽ κι ἄλλη, μπάρμπα!
*
* *
Δὲν ἦτο τὸ μόνον παιδίον, τὸ ὁποῖον ἤρχετο εἰς τὸ μικρὸν ἐκεῖνο
παντοπωλεῖον τῆς ὁδοῦ Σ…, κατὰ τὴν δυτικὴν ἐσχατιὰν τῆς πόλεως. Πτωχαὶ
γυναῖκες ἔστελναν συνήθως τὰς πενταετεῖς ἢ ἑπταετεῖς κορασίδας των διὰ
νὰ ὀψωνίσουν. Συνέβαινε καθ᾽ ἑσπέραν νὰ κάθημαι ἐπὶ ἡμίσειαν ὥραν καὶ
πλέον, συνομιλῶν μὲ δύο ἢ τρεῖς φίλους, πίνοντας τὸ ὀρεκτικόν των, εἰς
τὸ μικρὸν μαγαζεῖον, ἐνίοτε δὲ νὰ λαμβάνω ἐκεῖ τὸ λιτὸν δεῖπνόν μου.
Πολλάκις τριετῆ νήπια ψελλίζοντα τὰ ἔστελναν αἱ προκομμέναι αἱ μητέρες
των, μὲ ἐπικίνδυνα ποτήρια ἢ φιαλίδια εἰς τὰς χεῖρας, διὰ ν᾽ ἀγοράσουν κασὶ ἢ λάι ἢ λυκάζι. Ἓν τούτων ἐζήτει νὰ τοῦ δώσουν ἕνα κουμπὶ (σκουμβρί), ἄλλο ἐζήτει μιὰ πεντάρα πίτα
(σπίρτα). Τὴν γλῶσσάν των μόνος ὁ νεαρὸς παντοπώλης, ὁ φίλος μου, ἦτο
ἱκανὸς νὰ τὴν ἐννοῇ. Ὁ ἴδιος ἐσπλαγχνίζετο ἐνίοτε καὶ ἔστελνε προπομποὺς
τοὺς ἰδίους του ὑπηρέτας ἕως τὴν θύραν τῶν μικρῶν παιδίων, διὰ νὰ
φθάσουν ταῦτα ἀσφαλῶς εἰς τὴν μητέρα των.* *
Συχνὰ συνέβαινε νὰ ξεχάσῃ ἡ μικρὰ παιδίσκη, πενταέτις ἢ ἑξαέτις, τὸ εἶδος, τὸ ὁποῖον ἐστάλη ν᾽ ἀγοράσῃ, καὶ νὰ εἴπῃ ἄλλα ἀντ᾽ ἄλλων.
Ἐντεῦθεν παράπονα, διαμαρτυρίαι ἐκ μέρους τῶν μητέρων, ὕβρεις κατὰ τοῦ μπακάλη. Πάντοτε τὸν μπακάλην ἔβγαζαν πταίστην. Τὸ παιδὶ ποτὲ δὲν ἔπταιε.
Ἄλλοτε συνέβη νὰ τοῦ πέσῃ εἰς τὸν δρόμον τὸ μισὸ τὸ ρύζι, ἢ νὰ φάγῃ τὴν μισὴν τὴν ζάχαριν. Τότε ἡ μήτηρ ἢ ἡ γιαγιὰ κατήρχετο ἡ ἰδία, καὶ ὕβριζε τὸν μπακάλην, λέγουσα ὅτι τέτοιος ἦτον, τὸν ἤξευρεν αὐτή, ὅλο ξίκικα ἐπώλει· μ᾽ αὐτὰ ἐζητοῦσε νὰ πλουτήσῃ κι αὐτός. Καὶ δύναμαι νὰ μαρτυρήσω ὅτι ὁ μπακάλης ἦτο, ὡς ἐμπορευόμενος καὶ ὡς ἄτομον, τίμιος ἄνθρωπος. Ἄλλοτε πάλιν, ὁ μικρὸς ψωνιστής, τὸ δεινότερον, ἔχανε καθ᾽ ὁδὸν τὰ λεπτά, τὰ ρέστα, ὅσα ἔλαβεν ἀπὸ τὸ παντοπωλεῖον. Πλὴν διὰ τοῦτο εἶχε ληφθῆ ἡ πρόνοια νὰ τυλίγωνται τὰ ρέστα εἰς χαρτίον, καὶ κάποτε νὰ δένωνται κομπόδεμα εἰς ράκος καὶ νὰ ἐμβάλλωνται εἰς τὴν τσέπην τοῦ μικροῦ. Καὶ ὅμως πολλάκις ἐχάνοντο πεντάλεπτα καὶ δεκάλεπτα καὶ ὁλόκληροι λιμοκοντόροι. Καὶ πάλιν ὁ μπακάλης ἔπταιεν.
*
* *
Ἀλλ᾽ ἂς ἐπανέλθω εἰς τὸ παιδίον περὶ οὗ ὁ λόγος ἐν ἀρχῇ. Δὲν εἶμαι ποτὲ
πολυπράγμων, ἀλλ᾽ ὁ φίλος μου ὁ μικρὸς παντοπώλης ἤξευρεν ὡς εἰκὸς ὅλα
τὰ μυστικὰ τῆς γειτονιᾶς. Ἦτο γενικὸς θεματοφύλαξ τῶν ἀλλοτρίων
ὑποθέσεων. Δὲν ἠξεύρω ἂν τὸ βλέμμα μου τοῦ ἐφάνη ἐρωτηματικόν, ἀλλ᾽ ὅταν
εὐκαίρησεν, αὐθόρμητος ἤρχισε νὰ μοῦ διηγῆται τὴν ἱστορίαν.* *
Πρὸ ἐννέα ἐτῶν ὁ Μανώλης ὁ Φλοεράκης εἶχε νυμφευθῆ τὴν Γιαννούλαν Πολυκάρπου. Ἐκ τῆς συζυγίας ταύτης ἐγεννήθησαν πέντε τέκνα, ἐξ ὧν τὸ τρίτον ἦτο τὸ παιδίον ἐκεῖνο.
Ὁ Μανώλης ἦτο ξυλουργός, ἀλλὰ δὲν διέπρεπε πολὺ ἐπὶ φιλοπονίᾳ, Εἰργάζετο, ὁσάκις εἶχεν ἐργασίαν, ἀπὸ τὴν Τρίτην ἕως τὴν Παρασκευήν. Τὸ Σάββατον πρωὶ τοῦ ἐπονοῦσεν αἴφνης ἡ μέση του, τὴν Δευτέραν τοῦ ἐπονοῦσε τὸ κεφάλι. Ἐννοεῖται ὅτι διήρχετο ἐν κραιπάλῃ ἀπὸ τὸ Σάββατον ἑσπέρας ἕως τὴν Δευτέρα πρωί.
Ἡ γυνὴ ἦτο φιλεργός. Εἶχε ραπτικὴν μηχανὴν καὶ κατεσκεύαζεν ὑποκάμισα. Ἐκέρδιζεν οὕτω ἓν τάλληρον τὴν ἑβδομάδα, τὸ ὁποῖον, προστιθέμενον εἰς τὰς δεκατρεῖς ἢ δεκατέσσαρας δραχμάς, ὅσας ἐκέρδιζεν ἐκεῖνος, καὶ ἐκ τῶν ὁποίων τὰ ἡμίση τοῦ ἐχρειάζοντο διὰ τὸ τακτικὸν μεθύσι τῆς Κυριακῆς, μόλις ἤρκει πρὸς συντήρησιν τῆς οἰκογενείας.
Πλὴν ἡ οἰκογένεια ηὔξανε, σχεδὸν κάθε χρόνον. Ἀνὰ ἓν κουτσουβέλι, ἢ κατσιβέλι, ἐγεννᾶτο τακτικὰ κάθε δεκαοκτὼ μῆνας, μὲ κανονικότητα ἀπελπιστικήν. Ἡ οἰκογένεια ηὔξανεν, ἀλλὰ τὸ εἰσόδημα ἠλαττοῦτο. Ἡ ἐργασία ἐγίνετο σπανιωτέρα. Ἡ ραπτικὴ μηχανὴ παρερρίφθη εἰς μίαν γωνίαν, ἐτέθη εἰς ἀχρηστίαν. Ἡ Γιαννούλα, μὴ προφθάνουσα ν᾽ ἀπογαλακτίσῃ ἓν μωρό, καὶ ἀρχίζουσα νὰ βυζαίνῃ ἀμέσως ἄλλο, μόλις ἐπαρκοῦσα διὰ νὰ πλύνῃ ράκη, δὲν εἶχε πλέον καιρὸν νὰ ράπτῃ ὑποκάμισα.
Ὁ Μανώλης δὲν ἔπαυσε νὰ μεθύῃ τακτικὰ ἀπὸ τὸ Σαββατόβραδον ἕως τὸ ἐξημέρωμα τῆς Δευτέρας. Ἡ Γιαννούλα δὲν εἶχε πλέον δεύτερον φόρεμα. Τὰ παιδιὰ δὲν εἶχαν πάντοτε ψωμί. Ἡ ἑστία σπανίως ἦτο ἀναμμένη. Ἡ γυνὴ ἐγόγγυζε. Ὁ Μανώλης, ὅταν ἤρχετο, τὴν ἔτρωγε ἀπὸ τὴν γρίνια. Τὰ παιδιὰ ἔκλαιαν. Ἡ ἀχυροστρωμνὴ ἦτο τρύπια. Ἡ κουβέρτα δὲν ἤρκει νὰ σκεπάσῃ τὰ τρία μεγαλύτερα παιδιά.
Ἡ λάμπα ἦτο ἀκαθάριστη καὶ δὲν εἶχε πετρέλαιον. Ἡ στάμνα εἶχε σπάσει πρὸ τριῶν ἡμερῶν, καὶ ἔπιναν ἀπὸ ἕνα τσαγκλί*, ὁσάκις εἶχε νερὸν ἡ βρύσις τῆς γειτονιᾶς. Ἡ σκούπα, καταλερωμένη, εἶχε φαγωθῆ ἡ μισή, καὶ ἐλίπαινε τὸ πάτωμα ἀντὶ νὰ τὸ σκουπίσῃ. Τὸ τηγάνι εἶχε τρυπήσει καὶ ἦτο ἄχρηστον. Ἡ χύτρα ἦτο ραγισμένη, καὶ ἔσβηνε τὴν φωτιὰν διαρρέουσα, ὅταν φωτιὰ ὑπῆρχε. Ἡ κατσαρόλα ἦτο παλαιά, φαγωμένη, ἀγάνωτη. Ὁ γανωτὴς εἶχε προτείνει ἢ νὰ τὴν ἀγοράσῃ ἀντὶ πενῆντα λεπτῶν, ἢ νὰ τὴν γανώσῃ ἀντὶ πενῆντα, μὲ κίνδυνον, εἶπε, νὰ τρυπήσῃ καὶ νὰ γίνῃ ἄχρηστη. Ἡ Γιαννούλα ἐπροτίμησε νὰ τὴν κρατήσῃ ἀγάνωτην.
Ἡ ραπτικὴ μηχανὴ εἶχε δοθῆ ἐνέχυρον διὰ δύο εἰκοσιπεντάρικα, τὰ ὁποῖα θὰ ἐχρησίμευαν διὰ τὰ γεννητούρια τοῦ τελευταίου μωροῦ καὶ δι᾽ ἄλλας χρείας. Τὰ δύο εἰκοσιπεντάρικα δὲν ἐπεστράφησαν, καὶ ἡ μηχανὴ ἐκρατήθη.
*
* *
Εἰς τοιαύτην κατάστασιν ἦτο ἡ οἰκία, ὅταν εἰσεχώρησεν ὁ κουμπάρος ἐντός.* *
Ὁ κουμπάρος ἦτο ἄγαμος καὶ τεσσαρακοντούτης, παχύς, εὐμορφάνθρωπος μὲ πλατὺ ζουνάρι. Ἦτο μέγας καὶ πολύς, κομματάρχης ἑνὸς τῶν πολιτευτῶν τῆς Ἀττικῆς, εἶχε κερδήσει χρήματα ἀπὸ κάτι ἐνοικιάσεις. Ἦτο ἄνθρωπος μ᾽ ἐπιρροήν.
Κατ᾽ ἀρχὰς ἤρχετο ἅπαξ τοῦ μηνός. Εἶτα ἦλθε δὶς εἰς μίαν ἑβδομάδα, φέρων κρέας καὶ μικρά τινα δῶρα διὰ τὰ παιδία. Κατόπιν ἤρχισε νὰ ἔρχεται ἡμέραν παρ᾽ ἡμέραν. Τέλος ἤρχετο καθ᾽ ἑκάστην, φέρων πάντοτε ὀψώνια.
Τίς οἶδε ποίους σκοποὺς ἔτρεφεν ὁ κουμπάρος. Πλὴν ἡ Γιαννούλα ἦτον τίμια, ὅσον καὶ πᾶσα ἄλλη.
Ἡ Γιαννούλα ἦτον τίμια, ἀλλ᾽ ὁ Μανώλης ἦτον ζηλιάρης. Καὶ μετὰ πολλὰ ἑσπερινὰ δεῖπνα τὰ ὁποῖα ἔφαγεν εἰς τὴν οἰκίαν ὁμοῦ μὲ τὸν κουμπάρον, μετὰ πολλὰς δὲ πρωινὰς σκηνὰς τὰς ὁποίας ἔκαμεν εἰς τὴν γυναῖκά του, ἤρχισε νὰ μὴν εἶναι συνεπὴς εἰς τίποτε, κάποτε μάλιστα νὰ ξενοκατιάζῃ.
Τῆς εἶχε διηγηθῆ πολλάκις ὅτι, πρὶν τὴν πάρῃ, εἶχε μία φιλενάδα. Ἐκείνη εἶχε νυμφευθῆ ἔκτοτε, ἴσως χωρὶς παπά, καθὼς συνηθίζεται κάποτε εἰς τὴν πτωχὴν συνοικίαν. Τώρα φαίνεται ὅτι τὴν εἶχε ξανανταμώσει, αὐτὴν τὴν παλαιὰν γνωριμίαν, καὶ διὰ τοῦτο ἔλειπεν ἀπὸ τὸ σπίτι βραδιὲς-βραδιές.
Ὅσον διὰ τὴν Γιαννούλαν, τὸ μόνον ἔγκλημά της ἦτο ὅτι, ἴσως, εἶχε πολιτέψει* τὸν κουμπάρον, καὶ δὲν τὸν εἶχε διώξει μίαν καὶ καλήν. Ὁ κουμπάρος ἤξευρε, βλέπετε, ἀπὸ πολιτικήν, καὶ αὐτή, ὡς γυνὴ ὁποὺ ἦτον, ἤξευρεν ἀπὸ ψευτοπολιτικήν. Πλὴν οἱ γειτόνισσες δὲν ἦσαν ἐπιεικεῖς, καὶ τὴν ἐκακολόγησαν. Καὶ εἷς τῶν γειτόνων, ὁ κὺρ Ζάχος ὁ Ξεφαντούλης, ἦτο τῆς ἀρχῆς ὅτι ἔπρεπεν ὁ ἐνδιαφερόμενος «νὰ ξέρῃ τί τρέχει». Καὶ ἡ ὑστεροβουλία, ἡ λανθάνουσα καὶ αὐτὸν τὸν ἴδιον, ἦτο νὰ εὕρῃ διασκέδασιν αὐτὸς μὲ τὲς φωνές, μὲ τὲς κατακεφαλιές, μὲ τὰ τραβήγματα τῶν μαλλιῶν καὶ μὲ τὸ χώρισμα τοῦ ἀνδρογύνου.
Αὐτὸ θὰ εἰπῇ νὰ σοῦ θέλῃ τις τὸ καλόν σου, νὰ κήδεται τῆς τιμῆς σου, δηλαδή. Νὰ σὲ βάλῃ νὰ σκοτωθῇς.
*
* *
Μετὰ τελευταίαν φοβερὰν σκηνήν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἡ Γιαννούλα ἐβγῆκε μὲ
μισὴν πλεξίδα, μὲ ἓν μάγουλον αἱματωμένον, καὶ μὲ σχισμένον ὑποκάμισον
―καὶ ὅλοι οἱ φρονιμώτεροι ἄνθρωποι τῆς γειτονιᾶς ἔτρεφον τὴν πεποίθησιν,
τὴν ὁποίαν συμμερίζεται καὶ ὁ γράφων, ὅτι ἡ Γιαννούλα ἦτον ἀθῴα― ὁ
Μανώλης ἔγινεν ἄφαντος. Ἐπῆγε νὰ ἐνταμώσῃ ὁριστικῶς τὴν παλαιάν του
γνωριμίαν.* *
Ὁ κουμπάρος ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε παύσει τὰς συχνὰς ἐπισκέψεις του. Εἶχεν ἀρραβωνισθῆ. Γεροντοπαλλήκαρον ἀκμαῖον, καλοκαμωμένος, εὐμορφάνθρωπος, μὲ πλατὺ ζουνάρι, κομματάρχης, μέγας καὶ πολύς, κερδήσας χρήματα ἀπὸ τὰς ἐνοικιάσεις, ἑπόμενον ἦτο νὰ εὕρῃ νύμφην μὲ προῖκα.
Ἡ Γιαννούλα τὸν εἶχε πολιτέψει ἡ πτωχή. Μόνον τοῦτο τὸ ἁμάρτημα εἶχε πράξει. Ἀλλὰ τὰ παιδία ἐπεινοῦσαν. Πλὴν ἐκεῖνος ἐβαρύνθη νὰ περιμένῃ, κ᾽ ἔφυγε μὲ τὴν ὥραν του.
Καὶ ἡ Γιαννούλα ἔμεινε μὲ τὰ τέσσαρα παιδιά ―τὸ πέμπτον εἶχεν ἀποθάνει, ἀνακληθὲν ἐνωρὶς ὑπὸ τοῦ Πολυευσπλάγχνου καὶ Πανσόφου εἰς τὸν κῆπον τὸν ἀνθηρόν, εἰς τὸ ὡραῖον περιβολάκι μὲ τὰ κρίνα καὶ μὲ τοὺς ναρκίσσους, μετὰ τῶν ὁποίων φυτεύονται καὶ ἀνθοῦσιν ἐσαεὶ καὶ τὰ ἄκακα νήπια―· ἔμεινε, λέγω, μὲ τὰ τέσσαρα παιδία, χωρὶς πατέρα, καὶ χωρὶς κουμπάρον.
Ἔμεινε χωρὶς ἄρτον εἰς τὸ ἑρμάρι καὶ χωρὶς φωτιὰν εἰς τὴν ἑστίαν, χωρὶς φόρεμα, χωρὶς στρωμνήν, χωρὶς σκέπασμα, χωρὶς χύτραν καὶ χωρὶς στάμναν· καὶ χωρὶς ραπτικὴν μηχανήν!
Καὶ τὸ τρίτον παιδίον, ὁ Μῆτσος, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἔβλεπα, ἤρχετο εἰς τὸ παντοπωλεῖον, καὶ ἐζήτει ἀπὸ τὸν μικρὸν μπακάλην, ὅστις ἦτο ἀκριβὴς εἰς τὰ σταθμά, ἀλλὰ δὲν ἐνόει ἀπὸ ἐλεημοσύνην, ἤρχετο καὶ ἐζήτει νὰ τοῦ στάξῃ «μιὰ σταξιὰ λάδι στὸ γυαλί», αὐτὸ τὸ ὁποῖον θὰ ἦτο ἄξιον νὰ στάξῃ μίαν σταγόνα νεροῦ εἰς πολλῶν πλουσίων χείλη, εἰς τὸν ἄλλον κόσμον.
Καὶ ᾐτιολόγει τὴν αἴτησίν του λέγον:
― Δὲν ἔχουμε πατέρα στὸ σπίτι!
(1895)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου