Shitao (simplified Chinese: 石涛; traditional Chinese: 石濤; pinyin: Shí
Tāo; Wade–Giles: Shih T'ao); (1642–1707), born Zhu Ruoji (朱若極) was a
Chinese landscape painter and poet during the early part of the Qing
Dynasty (1644–1911).
Born in Quanzhou County in Guangxi province, Shitao was a member of the
Ming royal house. He narrowly avoided catastrophe in 1644 when the Ming
Dynasty fell to invading Manchurians and civil rebellion. Having escaped
by chance from the fate to which his lineage would have assigned him,
Shitao assumed the name Yuanji Shitao no later than 1651 when he became a
Buddhist monk.
He moved from Wuchang, where he began his religious instruction, to
Anhui in the 1660s. Throughout the 1680s he lived in Nanjing and
Yangzhou, and in 1690 he moved to Beijing to find patronage for his
promotion within the monastic system. Frustrated by his failure to find a
patron, Shitao converted to Daoism in 1693 and returned to Yangzhou
where he remained until his death in 1707.
ΣὰρλΖυλιὲ*
* Charles Juliet, Shitao et Cézanne, une même expérience spirituelle, éd. L’Échoppe, Paris 2003, σελ. 22.
Τὸ παρὸν κείμενο ἀναγνώστηκε στὴ διάρκεια ἑνὸς συνεδρίου ποὺ ἔλαβε χώρα στὴν πόλη Αἲξ τῆς
Προβηγκίας τὴ 10η καὶ τὴν 11η Ἰουλίου 2002 ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ τῆς ἑκατοστῆς ἐπετείου τῆς κατασκευῆς τοῦ ἐργαστηρίου τοῦ Σεζάν, στὴν ὁδὸ Λώβ ( Chemin des Lauves).
Η ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΕΝΟΣ ΚΕΙΜΕΝΟΥ γιὰ τὸν Σεζὰν εἶναι ἔργο δυσχερές. Ἔχουν ἀφιε-
ρωθεῖ τόσες πολλὲς μελέτες, τόσα πολλὰ δοκίμια, σὲ αὐτὸν καὶ στὸ ἔργο του ὥστε
εἶναι δύσκολο νὰ μὴν ἐπαναλάβει κανεὶς κάτι ποὺ ἔχει ἤδη εἰπωθεῖ. Προκειμένου νὰ πα-
ρακάμψω αὐτὴ τὴ δυσκολία, ἐπέλεξα νὰ προσεγγίσω ἕνα θέμα ποὺ ἴσως νὰ μὴν τὸ ἔχουν
πραγματευθεῖ τόσο πολύ. Σήμερα θὰ σᾶς μιλήσω, λοιπόν, γιὰ τὴν πνευματικὴ περιπέτεια
τοῦ Σεζάν. Καὶ γιὰ νὰ σᾶς μιλήσω γι’ αὐτὴ τὴν περιπέτεια, ἔκρινα ἐνδιαφέρον νὰ σᾶς
δείξω ὅτι ὑπῆρξε ἀρκετὰ ὅμοια, στὴν οὐσία της, μὲ ἐκείνη τὴν ὁποία βίωσε ὁ Σιτάο, ἕνας
κινέζος ζωγράφος τοῦ 17ου αἰώνα. Μιὰ τέτοια προσέγγιση μπορεῖ νὰ ἐκπλήξει ̇ κι ὅμως
θὰ δοῦμε πὼς δὲν εἶναι διόλου αὐθαίρετη. Ὑπάρχουν μεγάλες σταθερὲς στὴν ἀνθρώπινη
φύση, καὶ φαίνεται πὼς ἡ πνευματικὴ περιπέτεια μὲς στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων εἶναι θε-
μελιωδῶς ἡ ἴδια πάντοτε. Προφανέστατα, κάθε τέτοια περιπέτεια φέρει τὰ χαρακτηρι-
στικὰ μιᾶς προσωπικότητας, μιᾶς ἐποχῆς, μιᾶς κουλτούρας καὶ κατὰ συνέπεια αὐτὰ δὲν
εἶναι ὅλως διόλου παρεμφερῆ. Οἱ προφανεῖς ὡστόσο διαφορές, οἱ ὁποῖες εἶναι δυνατὸν
νὰ ἐπισημανθοῦν ἀπὸ τὴ μία περίπτωση στὴν ἄλλη, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ κρύψουν τὸ γε-
γονὸς ὅτι ἐκεῖνοι καὶ ἐκεῖνες ποὺ ἐνεπλάκησαν σ’ ἐτούτη τὴν περιπέτεια, πῆραν κάθε
φορὰ τὸν ἴδιο δρόμο.
Ὅ,τι γνωρίζω γιὰ τὸν Σιτάο τὸ ἄντλησα ἀπὸ δύο ἔργα: τὸ πρῶτο τιτλοφορεῖται
Ὁ λόγος περὶ ζωγραφικῆς τοῦ μοναχοῦ «Πικρὴ κολοκύθα», μιὰ πραγματεία ποὺ τὴν
ἔγραψε ἐκεῖνος στὰ τέλη τοῦ βίου του καὶ ποὺ ἔχει μεταφραστεῖ καὶ θαυμαστὰ σχολιαστεῖ
στὰ γαλλικὰ ἀπὸ τὸν Πιὲρ Ρυκμάν
Ποιός ἦταν ὅμως ὁ Σιτάο;
Ὁ Σιτάο ἔζησε ἀπὸ τὸ 1642 ὣς τὸ 1707. Ὅταν ἦταν τριῶν ἐτῶν, σὲ μιὰ περίοδο πολι-
τικῶν ἀναταραχῶν, ἡ βασιλικοῦ αἵματος οἰκογένειά του δολοφονήθηκε, καὶ χάρη σ’ ἕναν
ὑπηρέτη τὸ παιδὶ ἀπέφυγε τὴ σφαγή. Οἱ εἰδικοὶ γιὰ τὴ βρεφονηπιακὴ ἡλικία μᾶς πληρο-
φοροῦν πώς, ὅταν ἕνα βρέφος ἢ ἕνα νήπιο ἀποσπᾶται βίαια ἀπὸ τὴ μητέρα του, ὑφίσταται
ψυχικὸ κλονισμὸ μὲ σοβαρὰ ἐπακόλουθα. Μποροῦμε ἑπομένως νὰ συμπεράνουμε πὼς τὸ
δράμα ἐκεῖνο ποὺ συνέβη στὴ χαραυγὴ τοῦ βίου τοῦ Σιτάο τὸν κατέστησε ἄτομο πληγω-
μένο, σπαραγμένο, σὲ συχνὴ διαμάχη μὲ τὸν ἑαυτό του. Ἀναμφίβολα ἀντιμετώπιζε καὶ
προβλήματα ταυτότητας. Γνωρίζουμε καμιὰ τριανταριὰ ψευδώνυμά του:
Ἀμβλεία ρίζα,
Διαβρωμένος ὣς τὰ ὀστά, Κατὰ τὸ ἥμισυ ἄνθρωπος, Mοναχὸς «Πικρὴ κολοκύθα», Ὁ
μοναχικὸς γέροντας, Ὁ μαθητὴς τῆς Μεγάλης Ἁγνότητας...
Εἶναι ἄλλωστε ἀλήθεια πὼς οἱ κινέζοι ζωγράφοι καὶ καλλιγράφοι χρησιμοποιοῦσαν
συχνὰ ψευδώνυμο γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὸ φῶς τῆς δημοσιότητας καὶ νὰ παραμείνουν τε-
λείως ἐλεύθεροι.
Ἀφότου τὸ παιδὶ σώθηκε ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν ὑπηρέτη, τὸ ἔβαλαν σ’ ἕνα μοναστήρι ὅπου,
ἐν συνεχεία, μυήθηκε στὸν Βουδισμὸ Τ’ σὰν τῆς Σχολῆς Λὶν-τζί, ποὺ παλαιότερα ὀνομα-
ζόταν Λὶν-τσί.
Πολὺ σύντομα ἀντιλήφθηκαν τὰ χαρίσματά του στὸ σχέδιο καὶ στὴ ζωγραφική.
Ὅταν ἔγινε δέκα χρονῶν, πέρασε παρέα μ’ ἕναν ὁμότεχνό του ἀπὸ μοναστήρι σὲ μο-
ναστήρι ὥσπου κατέληξε σ’ ἕνα μεγάλο λιμάνι στὸν Γιὰνγκ-τζὶ ὅπου διέμεινε καμιὰ δε-
καριὰ χρόνια.
Κατόπιν ἔζησε δεκατέσσερα χρόνια σὲ μιὰ ὀρεινὴ περιοχή, ἀπὸ τὶς ὡραιότερες τῆς
Κίνας. Ἐκεῖ συνάντησε ἕναν μεγάλο δάσκαλο, γνωστὸ γιὰ τὴν ὑψιπέτιδα σκέψη του καὶ
τὴ λιτότητα τοῦ ὕφους του.
Σὲ ὁλόκληρη τὴ ζωή του δὲν ἔπαψε νὰ μετακινεῖται. Ἐγκαταστάθηκε στὸ Νανκίνγκ,
ὅπου, ὄντας συνάμα ποιητής, καλλιγράφος καὶ ζωγράφος, ἔγινε δημόσιο καὶ τιμημένο
πρόσωπο. Ἡ μεγαλοφυΐα του ἦταν ἀναγνωρισμένη. Ὡστόσο παρέμεινε πάντοτε ἀπείθαρ-
χος, ἀτίθασος ἄνθρωπος, ποὺ ζωγράφιζε μὲ οἶστρο ἔργα γεμάτα τόλμη ̇ καὶ μολονότι μο-
ναχός, φαίνεται πὼς δὲν περιφρόνησε πάντοτε τὶς γήινες ἀπολαύσεις.
Ἀπὸ τὸ Νανκὶνγκ πῆγε στὸ Πεκίνο, ὅπου παρέμεινε τρία χρόνια. Αὐτὸς ὁ σταθμὸς
ὑπῆρξε γιὰ τὸν Σιτάο σημαντικός. Τοῦ ἐπέτρεψε νὰ ἀνακαλύψει τὰ ἔργα τῶν μεγάλων
ζωγράφων τοῦ παρελθόντος, τὰ ὁποῖα φυλάσσονται στὶς αὐτοκρατορικὲς συλλογὲς ἢ στὰ
παλάτια τῶν ὑψηλῶν ἀξιωματούχων.
Τελικὰ ἐγκαταστάθηκε κοντὰ στὸ Γιὰνγκ-τζόου, μιὰ πόλη μεταξὺ τοῦ Νανκὶνγκ καὶ
τῆς θάλασσας. Στὸ σπίτι ποὺ ἔκτισε ἐκεῖ καὶ τὸ ὀνόμασε «Μεγάλη Ἁγνότητα» ἔζησε τὰ
δεκαπέντε τελευταῖα χρόνια τοῦ βίου του.
Τὸ ἔργο του, ἐξόχως τολμηρό, ἐκπληκτικῆς ποικιλίας, ἐμφανίζει ἐντούτοις ἀδιαμφισβή-
τητη ἑνότητα. Ὁ Φρανσουὰ Τσὲνγκ ἔγραψε γιὰ τὸν Σιτάο ὅτι «δοκίμασε τὰ πάντα καὶ
τόλμησε τὰ πάντα» καὶ ὅτι «τὰ ἔργα του εἶναι πρωτοφανοῦς ποικιλίας καὶ ἐλευθερίας
ὕφους».
Τὸ ἔργο του, ὅπως καὶ τὸ ἔργο τοῦ Σεζὰν στὴ Γαλλία, δημιούργησε ρήξη καὶ σφράγισε
τὴν ἱστορία τῆς κινεζικῆς ζωγραφικῆς. Ἔπειτα ἀπ’ αὐτό, δὲν ἦταν πλέον δυνατὸν νὰ ζω-
γραφίζει κανεὶς ὅπως προηγουμένως.
Γιὰ νὰ δώσουμε μιὰν ἰδέα αὐτοῦ τοῦ σπουδαίου ἄντρα, νά ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὰ
γραπτά του: «Παλιά, ὁ ζωγράφος Γκοὺ Κάι Τζοὺ ἔφτασε, λέγεται, στὴν τριπλὴ τελειότητα.
Ἐγὼ ἔφτασα στὴν τριπλὴ τρέλα: τρελὸς ἐγὼ ὁ ἴδιος, τρελὴ ἡ λαλιά μου, τρελὴ ἡ ζωγρα-
φική μου. Ἀναζητῶ ἐντούτοις τὴν ὁδό: ἄχ, νὰ καταλήξω ἐπιτέλους στὴν καθαρὴ τρέλα».
Κι ἄλλο ἕνα χωρίο τοῦ Σιτάο, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὸ ἔχει ὑπογράψει ὁ Σεζάν: «... νά
με ἐκτὸς πραγματικότητας, ἐκτὸς τοῦ κόσμου, ἐπικεντρωμένος στὸ οὐσιῶδες, ἐλευθερω-
μένος... Ἐκεῖνο ποὺ ἐμπεριέχεται στὸ πινέλο, οἱ συγκινήσεις μου, οἱ πόθοι μου, ὅ,τι ἐντός
μου ἀψηφᾶ τὴν παράδοση, δὲν θὰ παραλείψει νὰ κάνει τοὺς “γνῶστες” νὰ ὑψώσουν τοὺς
ὤμους τους. Αὐτοὶ ἀναφωνοῦν: Μὰ τοῦτο δὲν μοιάζει μὲ τίποτα».
Στὰ τέλη τοῦ βίου του, ὁ Σιτάο ἔγραψε μία πραγματεία, τῆς ὁποίας ἀνέφερα ἤδη τὸν
τίτλο:
Λόγος τοῦ μοναχοῦ «Πικρὴ κολοκύθα».
Σὲ αὐτὴ τὴν πραγματεία δὲν μνημονεύει κανένα ὄνομα ζωγράφου, δὲν ἀναφέρεται σὲ
κανένα ἔργο. Μὲ ἀκρίβεια καὶ συνοπτικότητα, λέγοντας μόνο τὰ οὐσιώδη, ἐπιδόθηκε στὸ
νὰ περιγράψει σὲ τί συνίσταται ἡ ζωγραφικὴ πράξη – ἡ ζωγραφικὴ πράξη θεωρούμενη
ἀπὸ ἠθική, φιλοσοφική, εἰκαστικὴ καὶ τεχνικὴ σκοπιά.
Ἀπὸ τὸ ἐν λόγω κεφαλαιώδους σημασίας κείμενο, ἐπέλεξα σύντομα ἀποσπάσματα ̇
κι αὐτὰ τὰ ἀποσπάσματα θὰ τὰ συσχετίσω μὲ ὁρισμένα λόγια τοῦ Σεζὰν ἢ μὲ κάτι ποὺ
ἔγραψε στὶς ἐπιστολές του.
«Ἐγώ, ἀντιλαμβάνομαι...», διαπιστώνει ὁ Σιτάο. «Ἡ δεκτικότητα προηγεῖται, ἡ γνώση
ἕπεται». Κι ὁ Σεζάν: «Νὰ κατανοεῖς αὐτὸ ποὺ ἔχεις ἐνώπιόν σου. Γιὰ ἕναν ζωγράφο, ἡ
αἴσθηση βρίσκεται στὴν ἀφετηρία τῶν πάντων».
Ἡ αἴσθηση εἶναι σὰν τὸ σημεῖο σύνδεσης τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου μὲ τὴν ἐνδόμυχή μας
πραγματικότητα. Αὐτὴ στηρίζει καὶ τροφοδοτεῖ τὴ σκέψη, καὶ αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ ἀπαρχὴ
κάθε διαδικασίας ποὺ θὰ καταλήξει στὴν ἐπέμβαση τοῦ ζωγράφου πάνω στὸ μουσαμά.
Εἶναι τὸ πρῶτο ὑλικό ̇ εἶναι αὐτὸ τὸ ὁποῖο δίνει τὴν παρόρμηση καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ ζω-
γράφος θὰ πρέπει νὰ μηχανευτεῖ τὴν ἀπόδοση μιᾶς μεθερμήνευσης μὲ τὴ βοήθεια τοῦ
χρώματος.
«Νὰ κατανοεῖς αὐτὸ ποὺ ἔχεις ἐνώπιόν σου», ἐπέμενε ὁ Σεζάν. Τὸ μάτι του δὲν
ἀρκοῦνταν στὸ νὰ παρατηρεῖ τὰ φαινόμενα. Παρεισέφρεε στὸ ἐσωτερικὸ τῶν πραγμάτων,
ἐπιζητοῦσε νὰ νιώσει τὴν οὐσία τους. Τὸ βλέμμα του ἦταν θωπευτικὸ καὶ συνάμα διαπε-
ραστικό. Χρειαζόταν νὰ ἀπορροφᾶ τὶς μορφές, τὰ χρώματα, τὶς ὕλες, νὰ συγκεντρώνει τὸ
μέγιστο τῶν πληροφοριῶν. Ἀκραία ἀπαίτησή του: ὅταν ζωγράφιζε ἕνα τοπίο, ἤθελε νὰ
γνωρίζει τὸ ὑπέδαφος, τὴ γεωλογικὴ ἱστορία τῆς περιοχῆς. Ὅσο περισσότερο ἐμποτιζόταν
ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, τόσο περισσότερο μποροῦσε νὰ ἀποδώσει τὸ ἰσοδύναμό της
στὸν πίνακα.
Χωρὶς καμιὰν ἀμφιβολία, ὁ Σιτάο, ὅπως κι ὁ Σεζάν, βρισκόταν πάντοτε σὲ ἐπαγρύ-
πνηση, καὶ τὸ ἀχόρταγο βλέμμα του δὲν ἔπαυε νὰ παρατηρεῖ, νὰ διερευνᾶ, νὰ συγκομίζει.
Ἔτσι μπόρεσε λοιπὸν νὰ γράψει: «Τώρα τὰ Ὄρη καὶ οἱ Ποταμοὶ μ’ ἐπιφορτίζουν νὰ
γράψω γι’ αὐτά ̇ γεννήθηκαν ἐντός μου, κι ἐγὼ ἐντός τους». Πρὶν ἀπ’ αὐτόν, οἱ Ἀρχαῖοι,
οἱ Ἀρχαῖοι Διδάσκαλοι εἶχαν ζήσει τὴν ἴδια ἐμπειρία. Ὁ Σιτάο σημειώνει σχετικὰ μὲ
αὐτούς: «’Eπειδὴ εἶχαν ἀποπερατώσει τὴν ἐκπαίδευσή τους καὶ εἶχαν κατισχύσει τῆς
ζωῆς, ἐγγράφοντας ὅ,τι βρίσκεται μὲς στὸ Σύμπαν, εἶχαν περιβληθεῖ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν
οὐσία τῶν Ὀρέων καὶ τῶν Ποταμῶν».
Μέσα σ’ ἐτούτη τὴν τάξη ἰδεῶν, εἶχε πεῖ ὁ Σεζάν: «Τὸ τοπίο αὐτοστοχάζεται ἐντός
μου, καὶ εἶμαι ἡ συνείδησή του». Συνειδητοποιώντας αὐτὸ ποὺ βλέπει, τὸ κάνει, κατὰ
κάποιον τρόπο, νὰ ὑπάρχει. Παρόμοια καὶ ὁ ποιητής, ὀνομάζοντας τὰ πράγματα, ἔχει τὴν
ἐντύπωση πὼς τὰ κάνει νὰ ὑπάρχουν. Γιὰ νὰ τὸ ἐκφράσει αὐτὸ ὁ Σιτάο, χρησιμοποίησε
μιὰ ἐκπληκτικὴ φράση: «Τὰ Ὄρη καὶ οἱ Ποταμοὶ γεννήθηκαν ἐντός μου». Ἐνόσω δὲν τὰ
εἶχε ἀνακαλύψει, ἐνόσω τὸ βλέμμα του δὲν εἶχε χρονοτριβήσει πάνω τους, τὰ ὄρη καὶ οἱ
ποταμοὶ δὲν ὑπῆρχαν. Γεννήθηκαν ἐντός του τὴ στιγμὴ ποὺ τὰ συνέλαβε τὸ βλέμμα του.
Καὶ ὁ ἐσωτερικὸς κλονισμὸς ποὺ προέκυψε, ἀφυπνίζοντας τὴν πηγή του, τοῦ ἔδωσε τὴν
ἐντύπωση πὼς γεννιόταν. Γονιμότητα τῆς αἴσθησης. Μία πρώτη γέννηση ἐπέφερε μία δεύ-
τερη γέννηση.
Ὅταν εἶναι τῆς προτιμήσεώς μας, ὅταν μᾶς ἀρέσει, ἡ παρατηρούμενη πραγματικότητα,
ἐρεθίζει, ἀναζωογονεῖ τὴν ἐσωτερική μας πραγματικότητα. Καὶ ὁ ἐρεθισμός, ἡ συγκίνηση
ποὺ γεννιέται, ἀντανακλᾶται πάνω στὴν ἴδια ἐτούτη τὴν πραγματικότητα ποὺ τὸ βλέμμα
μας τὴν περιβάλλει τότε μὲ αὔρα ἀπὸ ἁπαλὸ φῶς.
«Τὸ σπουδαιότερο γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι νὰ ξέρει νὰ εὐλαβεῖται», ἔχει σημειώσει ὁ
Σιτάο. Τὸ νὰ εὐλαβεῖσαι τὴν πραγματικότητα εἶναι νὰ τὴ θωρεῖς μὲ ἐρωτευμένο βλέμμα,
μὲ βλέμμα ποὺ ἀπολαμβάνει αὐτὸ ποὺ παρατηρεῖ. Ἕνας ζωγράφος δὲν μπορεῖ παρὰ
ν’ ἀγαπάει τὴ ζωή. Καὶ τὸ ν’ ἀγαπᾶς τὴ ζωὴ εἶναι τὸ ν’ ἀγαπᾶς τὸν κόσμο. Μὲ τί φλογερὸ
πάθος θὰ πρέπει ν’ ἀπορροφοῦσε ὁ Σεζὰν τὸ δέντρο, τὸ βράχο, τὴν ὀργωμένη γῆ γιὰ νὰ
μπορέσει νὰ πεῖ: «Ἐγώ, εἶναι τρομερό, ἡ ματιά μου κολλάει στὸν κορμό, στὸ σβόλο ἀπὸ
χῶμα. Μοῦ εἶναι ὀδυνηρὸ νὰ τὴν τραβήξω ἀπὸ ἐκεῖ, ἔτσι πολὺ ποὺ κάτι μὲ συγκρατεῖ».
Νὰ κοινωνεῖς μὲ τὴ φύση. Νὰ τὴν ἀντιλαμβάνεσαι. Νὰ τὴ μεταβιβάζεις ἐντός σου. Ὑπάρχει
στὸν Σεζὰν μιὰ ἀδηφαγία τοῦ βλέμματος. Αὐτὸ προσηλωνόταν στὰ πράγματα καὶ τὰ
ἀναρροφοῦσε μὲ τέτοια ἀπληστία ποὺ ὁ ζωγράφος θαρροῦσε πὼς θὰ μάτωναν τὰ μάτια
του. Ναί, νὰ εὐλαβεῖσαι τὴν ποικιλία, τὴν ἀλλοκοτιὰ καὶ τὶς ὀμορφιὲς τοῦ κόσμου. Νὰ
εὐλαβεῖσαι τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς, τὸ μυστήριο τῆς παρουσίας μας πάνω σ’ ἐτούτη τὴ γῆ.
Ὁ Σιτάο εἶχε προσθέσει: «Ὅποιος ἀδυνατεῖ νὰ εὐλαβεῖται αὐτὰ ποὺ τοῦ δωρίζουν οἱ
ἀντιλήψεις του, ὁδεύει ὁ ἴδιος πρὸς πλήρη ἀφανισμό». Τὸ νὰ ἀντιλαμβανόμαστε τὰ αἰσθή-
ματά μας, τὶς συγκινήσεις μας, εἶναι τὸ νὰ συνειδητοποιοῦμε τὶς ροὲς ζωῆς, τὶς ὁποῖες
αὐτὲς γεννοῦν καὶ οἱ ὁποῖες διαχέονται ἐντός μας. Δὲν πρέπει νὰ τοὺς δίνουμε μικρότερη
προσοχὴ ἀπὸ ὅση δίνουμε στὸν ἐξωτερικὸ κόσμο. Ἡ ζωή μας συγχέεται μὲ τὴν ἐσωτερική
μας πραγματικότητα, καὶ ἡ πραγματικότητα αὐτὴ πρέπει νὰ μᾶς φαίνεται ὡς ἱερή. Εἶναι
ὅμως ἀποδεδειγμένο ὅτι, ἔχοντας ὑποστεῖ τὸν περισπασμὸ τῆς ἐξωτερικῆς θεώρησης, συ-
νήθως, δὲν νοιαζόμαστε διόλου γιὰ τὴν πηγή μας.
Ὁ Σιτάο χρησιμοποιοῦσε ἄμεσο καὶ συμπυκνωμένο λόγο: «Bγάλτε τὶς παρωπίδες τῆς
βλακείας καὶ θὰ ἔχετε τὴν ἐξυπνάδα ̇ ἀποφύγετε τὶς λάσπες τῆς χυδαιότητας καὶ θὰ
βρεῖτε τὴ διαύγεια». Νὰ εἶσαι διαυγής, διαφανής. Νὰ εἶσαι σὰν φωτογραφικὴ πλάκα,
ἐπάνω στὴν ὁποία τὰ πάντα θὰ μποροῦν νὰ ἐκτυπωθοῦν. Ἐπιπλέον θὰ πρέπει νὰ μὴν
ἔρθει τίποτα νὰ μεταβάλει ἢ νὰ ἀλλοιώσει τὶς εἰκόνες ποὺ θὰ σχηματιστοῦν.
Ὑπὸ μιὰν ἄλλη προσέγγιση, μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Σεζὰν ἐπανῆλθε συχνὰ σὲ αὐτὸ τὸ πρό-
βλημα: «Νὰ ξέρεις νὰ βλέπεις. Νὰ αἰσθάνεσαι...»
«Πιστεύω πὼς ὁ ζωγράφος μαθαίνει νὰ σκέφτεται. Πάνω στὴ φύση, μαθαίνει νὰ βλέ-
πει».
«Θέλω νὰ ξέρω. Νὰ ξέρω γιὰ νὰ ἀντιλαμβάνομαι καλύτερα, νὰ ἀντιλαμβάνομαι γιὰ
νὰ ξέρω καλύτερα». (Κι ὅταν διαβάζω τὶς λέξεις αὐτές, ἐννοῶ: θέλω νὰ γνωρίσω, νὰ γνω-
ρίσω τὸν ἑαυτό μου. Νὰ γνωρίσω τὸν ἑαυτό μου γιὰ νὰ ἀντιλαμβάνομαι καλύτερα, νὰ
ἀντιλαμβάνομαι γιὰ νὰ γνωρίσω τὸν ἑαυτό μου καλύτερα.)
Καὶ πάλι ἀπὸ τὸν Σεζάν:
«Ἂν ὁ ζωγράφος ἀντιλαμβάνεται ὀρθά, θὰ σκέφτεται ὀρθά».
Τί σημαίνει ὅμως τὸ νὰ ξέρεις νὰ βλέπεις; Νὰ ἀντιλαμβάνεσαι ὀρθά;
Ἄν, λόγου χάριν, κοιτάζουμε ἕνα πρόσωπο, εἶναι πιθανότατο νὰ μὴν ἔχουμε τὴν ἀκριβὴ
ἀντίληψή του. Γιατὶ, κοιτάζοντάς το, προβάλλουμε πάνω του μεγάλο μέρος ἐκείνου ποὺ
ἀναδεύεται ἐντός μας. Μὲ ἄλλα λόγια, βλέπουμε ἀνάλογα μὲ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε, μὲ αὐτὸ
ποὺ μᾶς κατοικεῖ. Καὶ ἡ αἴσθηση ποὺ γεννιέται ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ μᾶς παραδίδει τὸ βλέμμα
μας θὰ εἶναι λοιπὸν φθαρμένη στὴν ἀπαρχή της ἀπ’ αὐτὴ τὴ λαθεμένη θέαση τῆς πραγ-
ματικότητας.
Ἄλλα στοιχεῖα μπορεῖ νὰ ἔρθουν νὰ ἐπιβεβαιώσουν τὴν ἀρχικὴ ἐτούτη διαστρέβλωση.
Ἀνάμεσα στὸ πῶς τὰ αἰσθανόμαστε καὶ στὸ πῶς τὰ συνειδητοποιοῦμε, παρεμβάλλο -
νται παντοειδῆ ἐμπόδια. Δροῦν σὰν πρίσμα ποὺ διαθλᾶ μιὰν ἀχτίδα φωτός. Τὰ ἐμπόδια
αὐτὰ μπορεῖ νὰ εἶναι μιὰ ἐπιθυμία, ἕνας φόβος, μιὰ ψευδαίσθηση, μιὰ ἀνάμνηση, μιὰ
φαντασίωση, μιὰ παλαιὰ πληγή...
Παρατηρώντας ἀπὸ πολὺ νωρὶς ὁ Σεζὰν ὅ,τι διαδραματιζόταν ἐντός του, ὑποθέτω πὼς
θὰ διαπίστωσε γρήγορα πώς, ἂν δὲν ἀντιλαμβανόταν ὀρθά, θὰ τοῦ ἦταν ἀδύνατον νὰ
σκέφτεται ὀρθά. Τὸ ἀντιληπτικὸ καὶ τὸ γνωστικὸ ἀλληλεπιδροῦν τὸ ἕνα ἐπὶ τοῦ ἄλλου ̇
κι ἂν ὁ πρῶτος ὅρος αὐτῆς τῆς δυάδας δὲν συμφωνεῖ μὲ αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ εἶναι, ἡ
σκέψη δυσλειτουργεῖ, παρεκτρέπεται, χάνεται, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ὁδηγεῖ σὲ ἀμφιλεγό-
μενα συμπεράσματα.
«Δουλεύω ἀργά», σημείωνε ὁ Σεζάν. « ̔Η φύση μοῦ ἐμφανίζεται τόσο πολυσύνθετη».
Ὅταν δούλευε ἕναν πίνακά του, παρέμενε μπρὸς στὸ ἀντικείμενό του πολλὴ ὥρα ἀδρανής,
χαμένος στὶς σκέψεις του. Ἡ τόσο πολυσύνθετη φύση, γιὰ τὴν ὁποία ἔκανε λόγο, ἦταν
αὐτὴ τὴν ὁποία ἔβλεπε, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ προπαντὸς ἡ εἰκόνα ποὺ δεχόταν ἀπ’ αὐτήν,
εἰκόνα ποὺ ἀναμειγνυόταν ἀμέσως μὲ ὅ,τι συγκροτοῦσε τὸν ψυχικό του κόσμο.
Προσπαθώντας εὐσυνείδητα ὁ Σεζὰν νὰ ἀντιλαμβάνεται ὀρθά, νὰ ἔχει ὀρθὴ ἀντίληψη
τῶν αἰσθημάτων του καὶ συνεπῶς ὀρθὴ ἀντίληψη τοῦ ἑαυτοῦ του, βρέθηκε ἀναπόφευκτα
ἐμπλεγμένος στὴ μεγάλη, δυσχερὴ καὶ ὀδυνηρὴ περιπέτεια τῆς αὐτογνωσίας.
Περὶ τίνος πρόκειται;
Ὅταν φτάσει κανεὶς στὴν ἐνήλικη ζωή, μπορεῖ νὰ θεωρήσει πὼς ἔχει μιὰ ἐπιφανειακὴ
προσωπικότητα. Αὐτὴ προκύπτει κατὰ μεγάλο μέρος της ἀπὸ οἰκογενειακές, κοινωνικὲς
ἐπήρειες καὶ ἀπὸ τὴν κατανοητὴ ἐπιθυμία προσαρμογῆς στὸ περιβάλλον. Ὁρισμένοι ἱκα-
νοποιοῦνται μὲ αὐτὴ τὴν προσωπικότητα καὶ δὲν τὴ θέτουν ὑπὸ ἀμφισβήτηση, ἐνῶ ἄλλοι
αἰσθάνονται πὼς τοὺς ἐμποδίζει νὰ εἶναι ὁ ἑαυτός τους. Ἐπιθυμοῦν νὰ ἀπαλλαγοῦν
ἀπ’ αὐτή, ὠθούμενοι ἀπὸ κάποιες διαισθήσεις καθὼς ἐπίσης κι ἀπὸ τὴν ἀνάγκη νὰ ζήσουν
μιὰ λιγότερο ὁριοθετημένη ζωή, μιὰ ζωὴ ὑψηλότερη, εὐρύτερη.
Καταγίνονται λοιπὸν μὲ τὸ νὰ ἀποβάλουν αὐτὴ τὴν ἐπιφανειακὴ προσωπικότητα. Τὸ
ἐπώδυνο καὶ ἀπαιτητικὸ τοῦτο ἔργο ἐνδέχεται νὰ μὴν ἐπιτύχει. Ὅποιοι ὅμως διακατέχο -
νται ἀπὸ τὴν ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη νὰ προχωρήσουν στὴν ἀναζήτηση τῆς αὐτογνωσίας,
δείχνουν ἐπιμονή. Καὶ ἀφοῦ ἔχουν ὁδεύσει χρόνια πολλά, φέρνουν στὸ φῶς τὸ προ σω -
πικότερο, τὸ αὐθεντικότερο, τὸ πιὸ ἰδιάζον στοιχεῖο τοῦ χαρακτήρα τους – ἕνα μὴ ἀλλο-
τριώσιμο, ἀναλλοτρίωτο στοιχεῖο – κι ἔτσι γεννιοῦνται ἐντός τους. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ αὐτὴ
ὅλα ἔχουν μεταβληθεῖ ̇ εἰδικότερα ἡ σχέση τους μὲ τὸν ἑαυτό τους καὶ ἡ σχέση τους μὲ
τὸν κόσμο. Καινούργιες ἐνέργειες, καινούργιες ἱκανότητες ἔχουν ἐμφανιστεῖ, ἀνοίγοντας
ἀδιανόητες δυνατότητες.
Μερικοὶ διατείνονται πὼς εἶναι ἀδύνατη ἡ αὐτογνωσία. Γιὰ ἐκείνους ποὺ τοὺς κατα-
τρύχει ἡ ἀνάγκη της, δὲν τίθεται κὰν τὸ πρόβλημα. Δὲν ἔχουν ἐπιλογή. Πρέπει πάσῃ θυσίᾳ
νὰ προχωρήσουν μὲς στὸ ἄγνωστο πρὸς συνάντηση τοῦ κρυμμένου αὐτοῦ ὄντος, γιὰ τὸ
ὁποῖο τοὺς ἔχει παραγγελθεῖ νὰ τὸ κάνουν νὰ ἀνθίσει.
Εἶναι ὡστόσο ὁλοφάνερο πὼς ἡ αὐτογνωσία εἶναι ἐξαιρετικὰ δύσκολη. Δὲν ἐπιθυμῶ
νὰ ὑπεισέλθω ἐδῶ λεπτομερῶς σὲ ὅλα τὰ στάδια αὐτῆς τῆς διαδικασίας. Θὰ πῶ ἁπλῶς
ὅτι γιὰ νὰ ἔρθει σὲ πέρας αὐτὴ ἡ περιπέτεια – ἢ ἀκριβέστερα γιὰ νὰ παραταθεῖ ὅπως
ἁρμόζει, ἀφοῦ αὐτὴ περατώνεται μονάχα στὸ τέρμα τοῦ βίου –, γιὰ νὰ συνεχιστεῖ λοιπὸν
αὐτὴ ἡ περιπέτεια ὣς τὴ γέννηση ἐντός μας, εἶναι ἀπαραίτητο τὸ ὑποκείμενο νὰ κατορ-
θώσει νὰ γνωρίσει ἐκεῖνο μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ὁποίου ἀπεργάζεται τὴν αὐτογνωσία του.
Μόνο ὑπ’ αὐτὴ τὴν προϋπόθεση θὰ εἶναι σὲ θέση νὰ ἔχει ἄμεση ἀντίληψη τοῦ ἑαυτοῦ
του, νὰ κατανοήσει ἑπομένως ὀρθὰ ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ ἐξαλείψει, νὰ διαλύσει.
Λέγοντας αὐτά, δὲν ἀπομακρύνθηκα ἀπὸ τὸν Σεζάν. Γιατὶ ὁ βίος του, τὰ λόγια του,
τὸ ἔργο του κυρίως, πιστοποιοῦν ὅτι βίωσε αὐτὴ τὴν περιπέτεια. Μοιάζει νὰ τοῦ ἔμεινε
αὐτὴ ὑποσυνείδητη καὶ γι’ αὐτὸν τὸ λόγο μποροῦμε νὰ λυπούμαστε ποὺ τὰ ἐνδεικνυόμενα
ἐρωτήματα, τὰ ὁποῖα ἀφοροῦν τὸ τεράστιο τοῦτο πρόβλημα, δὲν τοῦ ἐτέθησαν ποτέ. Ἐὰν
ἔπρεπε νὰ τὰ ἀπαντήσει, εἶμαι πεπεισμένος πὼς θὰ εἶχε πεῖ πολλὰ πράγματα ποὺ δὲν
εἶχε ποτέ του τὴν εὐκαιρία νὰ τὰ διατυπώσει. Θὰ εἶχε τότε κάνει λόγο γιὰ τὸν μακρὺ
δρόμο ποὺ διάνυσε. Χρειάστηκε νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ εἰδικό, ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια τοῦ
ἀτομικοῦ, γιὰ νὰ συναντήσει τὴν ἐσωτερικὴ ἐκείνη προσωπικότητα ὅπου στεγαζόταν ἡ
ἀληθινὴ μοναδικότητά του ̇ ἡ μοναδικότητα ἐκείνη ποὺ θὰ τὸν ὁδηγοῦσε στὴν τεχνοτροπία
του καὶ θὰ προσέδιδε στὸ ἔργο του οἰκουμενικὸ χαρακτήρα.
Μετὰ τὴ σχοινοτενὴ αὐτὴ ἀνάπτυξη, ἂν ἐπανέλθουμε στὶς σκέψεις τοῦ Σιτάο τὶς ὁποῖες
ἀνέφερα παραπάνω, καταλαβαίνουμε πὼς «οἱ παρωπίδες τῆς βλακείας» εἶναι τὰ προ-
πετάσματα ἐκεῖνα ποὺ μᾶς ἐμποδίζουν νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ μᾶς κρατοῦν
μὲς στὴν ἄγνοια τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἡ ἐξυπνάδα εἶναι προφανῶς ἐκείνη ποὺ ὑποκινεῖ τὴν
αὐτογνωσία. Γιατὶ δίχως αὐτογνωσία, δὲν ὑπάρχει ἀληθινὴ ἐξυπνάδα. Ὅσο γιὰ «τὶς λά-
σπες τῆς χυδαιότητας», μποροῦμε νὰ τὶς δοῦμε ὡς κακὸ γοῦστο, ὡς αὐταρέσκεια, ἀδρά-
νεια, ὀκνηρία καί, στὸ χῶρο τῆς τέχνης, ὡς ἐκεῖνο ποὺ εἶναι τετριμμένο, πεζολογικό,
ὄμορφο, διακοσμητικό, ἐπιδέξιο, ἐξεζητημένο, ὡς ἀναζήτηση τοῦ ἐφετζίδικου... «Ὅταν
σαρωθεῖ ἡ χυδαιότητα, βρίσκουμε τὴ διαύγεια». Ἡ διαύγεια ἑνὸς ὄντος στὴν ὁλότητά του
λαγαροῦ, προικισμένου μὲ ξεκάθαρη ματιά, ἱκανοῦ νὰ βλέπει τὰ πράγματα ὡς ἔχουν.
Αὐτὴν τὴ διαύγεια, γιὰ τὴν ὁποία μιλοῦσε ὁ Σιτάο, ἀπηχοῦν τὰ λόγια τοῦ Σεζὰν ποὺ
ἤθελε «νὰ βλέπει ὅπως ὁ νεογέννητος ἄνθρωπος» ̇ νὰ βλέπει μὲ ἀθωότητα, ἔξω ἀπὸ κάθε
γνώση, ἀπὸ κάθε ἀναφορά, ἀπὸ κάθε πρόθεση.
«Ὅποιος διαθέτει μόνο περιορισμένες ἀποσκευὲς γνώσεων θὰ βρεθεῖ περιχαρακωμένος
ἀπ’ αὐτὲς μόνο σ’ ἕνα ὁριοθετημένο σχῆμα». Ὁ Σιτάο ἦταν ἄνθρωπος ὑψηλῆς καλλιέρ-
γειας. Εἶχε μελετήσει διεξοδικὰ τὸ ἔργο τῶν Ἀρχαίων καί, ὅσες φορὲς τὸ μπόρεσε, ἦρθε
σὲ ἀντιπαράθεση μὲ λογίους, ποιητὲς καὶ ζωγράφους περιωπῆς. Δὲν μποροῦμε νὰ διαβε-
βαιώσουμε πὼς ὁ Σεζὰν συναναστράφηκε ἄλλους ζωγράφους, μολονότι εἶχε ἐπαφὲς πε-
ρισσότερο κι ἀπὸ εὐκαιριακὲς μὲ τὸν Ρενουὰρ καὶ κυρίως μὲ τὸν Πισαρό, ὡστόσο
γνωρίζουμε πὼς ἐπισκέφθηκε πολλὲς φορὲς τὸ Λοῦβρο καὶ πὼς μὲ τὸ σύνηθες πάθος του
μελέτησε ἐμβριθῶς μεγάλο ἀριθμὸ ἔργων τοῦ Τισιανοῦ, τοῦ Βερονέζε, τοῦ Πουσέν...
«Ἡ ζωγραφικὴ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν καρδιά», βεβαιώνει ὁ Σιτάο, ὅπου ἡ καρδιὰ νοεῖται
ὡς ἑστία ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ ὄντος, τῆς πνευματικῆς καθὼς καὶ τῆς διανοητικῆς του
δραστηριότητας. Ἡ ζωγραφικὴ δὲν εἶναι λοιπὸν μόνο τὸ προϊὸν τοῦ ταλέντου, μιᾶς ἐπι-
τηδειότητας, μιᾶς δεξιοτεχνίας. Εἶναι ὁ καρπὸς ἑνὸς ὑπαρξιακοῦ πλούτου. Καὶ στὴ συγ-
κρότηση αὐτοῦ τοῦ πλούτου, συμμετέχουν ὅλες οἱ ἱκανότητες. Ξέρουμε πολὺ καλὰ πὼς
ἡ ψυχὴ δὲν ἐμπεριέχει κανένα στεγανό, πὼς καμία ρωγμὴ δὲν χωρίζει τὴν εὐαισθησία
μας ἀπὸ τὴ φαντασία μας, τὴ θέλησή μας ἀπὸ τὴ μνήμη μας, τὴ συναισθηματικότητά μας
ἀπὸ τὴν ἱκανότητά μας νὰ σκεφτόμαστε. Ὁ Καρτέσιος εἶχε ἤδη σημειώσει ὅτι τὸ νὰ θέλεις,
τὸ νὰ φαντάζεσαι, τὸ νὰ αἰσθάνεσαι εἶναι ἐπίσης, ἀναπόφευκτα, τὸ νὰ σκέφτεσαι. Ἔτσι
ὥστε, ὅταν ὁ ζωγράφος εἶναι ἐπὶ τῷ ἔργῳ, ὅλο του τὸ εἶναι τίθεται σὲ κίνηση, κινητο-
ποιεῖται.
Εἶναι ἑπομένως κατανοητὸ τὸ ὅτι ὁ Σεζὰν εἶπε: «Πρέπει νὰ στοχάζεται κανείς. Τὸ
μάτι δὲν ἀρκεῖ. Χρειάζεται ὁ στοχασμός ̇ καὶ τὸ μάτι καὶ τὸ μυαλὸ ὀφείλουν καὶ τὰ δύο
τους νὰ ἀλληλοβοηθιοῦνται». Κι ἐπίσης: «Ἐκεῖνο ποὺ προσπαθῶ νὰ σᾶς μεταφέρω εἶναι
πιὸ μυστηριῶδες, ἐμπλέκεται μὲ τὶς ἴδιες τὶς ρίζες τῆς ὕπαρξης». Τὸ ὅτι τὸ ἔργο τοῦ
Σεζὰν εἶναι τόσο σημαντικό, τὸ ὅτι μᾶς μιλάει μέχρι τέτοιου σημείου ὀφείλεται στὸ ὅτι
κατέβηκε στὶς ρίζες του καὶ ὅτι ζωγράφισε ἐκκινώντας ἀπὸ τὶς ρίζες του.
Ὁ Σιτάο ἔκανε λόγο γιὰ τὴν «Ὑπέρτατη Ἁπλότητα», κι ὁ Σεζὰν δήλωνε ἐπίσης: «Θέλω
νὰ εἶμαι ἁπλός. Ὅσοι γνωρίζουν εἶναι ἁπλοί». Ἐγὼ συμπληρώνω: ὅσοι ἔχουν διανύσει
τὸν μακρὺ δρόμο τῆς αὐτογνωσίας εἶναι πρόδηλα ἁπλοί. Εἶναι ἐπίσης ταπεινοὶ καὶ γα-
λήνιοι. Ἔχουν ἀπεμπλακεῖ, ἀπογυμνωθεῖ ἀπὸ τὸν ἐγωκεντρισμό τους, ἔχουν ξεπεράσει
τὶς συγκρούσεις ποὺ τοὺς παρεμπόδιζαν κι ἔτσι ἔφτασαν στὴν ἁπλότητα ἐκείνη τῆς ὕπαρ-
ξης ἡ ὁποία συμπορεύεται μὲ τὴν αὐταποδοχή.
Ὁ Σιτάο ὑπῆρξε ἐπὶ χρόνια μοναχός. Ἔχοντας διαπαιδαγωγηθεῖ καὶ ἐξασκηθεῖ μέσα
στὸ πνεῦμα τοῦ Βουδισμοῦ Τ’σάν, δέχθηκε ἐπίσης τὴ σφραγίδα τοῦ Ταοϊσμοῦ καὶ τοῦ
Κομφουκιανισμοῦ. Ὅπως τόσοι πολλοὶ καλλιγράφοι καὶ ζωγράφοι στὸ πέρασμα τῶν
αἰώνων στὴν Κίνα, μπόρεσε νὰ προσεγγίσει τὴν τεχνικὴ τοῦ χρωστήρα μονάχα μέσα ἀπὸ
μιὰ πνευματικὴ ἐμπειρία. «Τὸ ταλέντο εἶναι μεγάλο γιὰ ὅποιον ἔχει μεγάλη σοφία. Τὸ τα-
λέντο εἶναι μέτριο γιὰ ὅποιον ἔχει μέτρια σοφία», ἔγραψε. Κι ἐπίσης τὸ ἑξῆς: «Ἡ σκέψη
πρέπει πρῶτα νὰ σφιχταγκαλιάσει τὸ Ἓν ὥστε νὰ μπορέσει ἡ καρδιὰ νὰ δημιουργήσει
καὶ νὰ βρεθεῖ σὲ κατάσταση ἀγαλλίασης. Τότε, ὑπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες, θὰ μπορέσει ἡ ζω-
γραφικὴ νὰ εἰσδύσει στὴν οὐσία τῶν πραγμάτων ὣς ἐκεῖνο ποὺ παραμένει ἀστάθμητο».
Ὁ Σεζὰν θὰ μποροῦσε νὰ προσθέσει τὴν ἑξῆς ἄλλη συνθήκη προκειμένου νὰ εἰσδύσει
κανεὶς στὴν οὐσία τῶν πραγμάτων: «Πρέπει νὰ εἶσαι ἀληθινός. Δὲν μπορεῖς νὰ ἀγγίξεις
τὸ βάθος χωρὶς νὰ ἀγγίξεις τὴν ἀλήθεια».
Τὸ νὰ εἶναι ἀληθινός - ἀληθινὸς σὲ ὅλες τὶς φάσεις τῆς ἐργασίας του, τὸ νὰ εἶναι δηλαδὴ
ἀληθινὸς μέσα του, ἀληθινὸς μὲ τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτὸ – ὑπῆρξε ἡ ἐμμονὴ τοῦ Σεζάν.
Κι αὐτὴ ἡ αὐθεντικότητα εἶναι ποὺ προσδίδει στὸ ἔργο του αὐτὴ τὴν τόσο δυνατὴ πα-
ρουσία, αὐτὸ τὸ ἤρεμο κύρος. Δίχως νὰ τὸ ἀντιλαμβανόμαστε, ὅταν κοιτάζουμε ἕναν πί-
νακα τοῦ Σεζάν, ὑφιστάμεθα τὴν ἐπίδραση αὐτῆς τῆς αὐθεντικότητας, τὴν πειστικὴ
δύναμη ἑνὸς ἔργου, στὸ ὁποῖο ὁ ζωγράφος ἔχει δοθεῖ μὲ τὴν ὁλότητα τῆς ὕπαρξής του.
«Ὁ ἄνθρωπος τοῦ καλοῦ ἐργάζεται ἐντός του ἀδιάλειπτα», μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ Σιτάο
ἀναφερόμενος στὸ Βιβλίο τῶν Mεταβολῶν (Ἲ Τσίνγκ), τὸ ἀρχαιότερο ἔργο τῆς κινεζικῆς
λογοτεχνίας. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ ζωγράφος ὀφείλει νὰ ἐργάζεται ἀδιάλειπτα ἐντός του ̇ νὰ ἐργά-
ζεται γιὰ νὰ ἐνδυναμώνεται, νὰ ἐκλεπτύνεται, νὰ ὁδεύει ὅλο καὶ περισσότερο πρὸς τὴν
ἀναζήτηση τοῦ ἑαυτοῦ του, τοῦ Ἑνός, ἐκείνου ποὺ τὸ ἀνθρώπινο ὂν προσδοκᾶ καὶ ποὺ
δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὸ ὀνομάσει.
Ὁ Σεζὰν δὲν ἔπαυε νὰ ἐπαναλαμβάνει: «Πρέπει νὰ ἐργάζεται κανείς, πρέπει νὰ ἐργά-
ζεται». Μποροῦμε νὰ ἐπεκτείνουμε τὴ σκέψη του προσθέτοντας: νὰ ἐργάζεται πάνω στὸν
καμβὰ γιὰ νὰ ἐργάζεται ἐντός του ̇ γιὰ νὰ εἶναι ὅλο καὶ πιὸ ἐλεύθερος, πιὸ εὐρύς, πιὸ
πλούσιος, καλύτερα ὁπλισμένος, καλύτερα ἐπικεντρωμένος ̇ γιὰ νὰ ζεῖ σὲ ὅλο καὶ στενό-
τερη σχέση μὲ τὸν ἑαυτό του ̇ γιὰ νὰ προσεγγίζει ὅλο καὶ περισσότερο αὐτὸ τὸ ἀπόλυτο,
τὸ ἀδιάκοπα καὶ ὀδυνηρὰ ἐπιδιωκόμενο ̇ γιὰ νὰ ζεῖ στὸ ἔπακρο τοῦ ἑαυτοῦ του καί, μέσα
σὲ ἀκραία ἔνταση, νὰ συλλαμβάνει καὶ νὰ ἀπεικονίζει τὸ ἀπείρως λεπτοφυές.
Εἴδαμε, ἐλπίζω, πὼς οἱ σκέψεις τοῦ Σιτάο καὶ τοῦ Σεζὰν συμπίπτουν, ἐπιβεβαιώνονται,
παραπέμπουν στὴν ἴδια ἐμπειρία. «Ἡ τέχνη εἶναι θρησκεία», παρατηροῦσε ὁ Σεζάν.
«Στόχος της εἶναι ἡ προαγωγὴ τῆς σκέψης».
Ὁ βίος τοῦ Σεζὰν δὲν ὑπῆρξε παρὰ ἀπαιτήσεις, πάθος, πειθαρχία, πυρετώδης ἐργασία ̇
ἕνας βίος ποὺ ἡ πεμπτουσία του συμπυκνώθηκε σ’ ἕνα ἔργο μεστό, αὐστηρό, μνημειῶδες.
Ὁ πίνακας τὸν ὁποῖο δεχόμαστε μέσα μας δυναμοποιεῖ, ζωοποιεῖ τὴν ἐσωτερική μας
πραγματικότητα, ἐντείνει τὴ σχέση μας μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὴ σχέση μας μὲ τὸν κόσμο.
Ἀλλὰ κυρίως μᾶς ἐξυψώνει, μᾶς διευρύνει, μᾶς ἀποσπᾶ ἀπὸ τὸν χρόνο, μᾶς δίνει τὴν
ἐντύπωση πὼς βιώνουμε τὸ ἄχρονο, πὼς εἰσερχόμαστε στὸ ἀκατάλυτο, στὸ ἀπεριόριστο.
Μάρτιος 2015
Σημειώσεις τοῦ μεταφραστῆ
1. Paul Cézanne (Αἲξ τῆς Προβηγκίας 1839 - 1906) ̇ γάλλος ζωγράφος ποὺ ἄσκησε μείζονα, καταλυτικὴ
ἐπίδραση σὲ ὁρισμένα ἀπὸ τὰ μεγάλα ρεύματα τῆς τέχνης τοῦ 20οῦ αἰώνα (φωβισμό, κυβισμό, ἀφαί-
ρεση).
2. Βουδισμός ̇ ἀνατολικὴ θρησκεία καὶ φιλοσοφία (Ἰνδία, Σρὶ Λάνκα, Ταϊλάνδη, Κίνα, Ἰαπωνία κ.λπ.),
ποὺ ἱδρύθηκε ἀπὸ τὸν Σιντάρτα Γκαουτάμα ἢ Σακυαμούνι (6ος-5ος π.Χ. αἰ.), τὸν ἐπονομαζόμενο Βούδα,
ὕστερα ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς φώτισης ἢ τῆς ἀφύπνισής του.
3. Νανκίνγκ ̇ πόλη τῆς Κ. Κίνας καὶ λιμάνι στὸν Γιανγκτσέ. Κατὰ περιόδους πρωτεύουσα τῆς χώρας,
ἔφτασε στὸ ἀπόγειό της ὑπὸ τοὺς Μίνγκ.
4. Pierre-Auguste Renoir (Λιμὸζ 1841 - Κὰν 1919) ̇ γάλλος ἰμπρεσιονιστὴς ζωγράφος. Ἐμπνεύστηκε
κυρίως ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη μορφὴ καὶ τὶς εὐχάριστες στιγμὲς τῆς ζωῆς. Ἀπέδωσε μὲ αἰσθησιασμὸ καὶ
ζωντάνια γυναικεῖες προσωπογραφίες καὶ γυμνά.
5. Camille Pissarro (Σαὶντ Τόμας, Ὀλλανδικὲς Ἰνδίες 1830 - Παρίσι 1903) ̇ γάλλος ζωγράφος, ἀπὸ
τοὺς γνωστοὺς δημιουργοὺς τοῦ ἰμπρεσιονισμοῦ.
6. Tiziano Vecelli (Πιέβε ντὶ Καντόρε, Βένετο 1488/90 - Βενετία 1576) ̇ ὁ μεγαλύτερος βενετσιάνος
ζωγράφος τοῦ 16ου αἰώνα. Ἄσκησε τεράστια ἐπιρροὴ στὴν εὐρωπαϊκὴ ζωγραφική.
7. Il Veronese, προσωνύμιο τοῦ Paolo Caliari (Βερόνα 1528 - Βενετία 1588) ̇ ἰταλὸς ζωγράφος ἀπὸ
τοὺς μεγάλους δασκάλους τῆς Ἑνετικῆς Σχολῆς. Τὰ ἔργα του, συνήθως τεράστιες συνθέσεις, χαρακτη-
ρίζονται ἀπὸ τὴν ἀπόδοση τῆς κίνησης καὶ τὸν πλοῦτο τῶν φωτεινῶν χρωματικῶν τόνων.
7
Πὼλ Σεζάν, «Νεκρὴ φύση μὲ μῆλα καὶ πορτοκάλια» (1899),
Musée d’Orsay, Παρίσι.
Σιτάο, «Μπαμπού» (1656-1707), σινικὴ μελάνη
καὶ ὑδρόχρωμα, Δημόσιες Συλλογὲς
τῶν Κινεζικῶν Μουσείων.
8. Nicolas Poussin (Βιγέ, κοντὰ στὸ Ἀντελὺ 1594 - Ρώμη 1665) ̇ ὁ σημαντικότερος γάλλος ζωγράφος
τοῦ 17ου αἰώνα, ὁ ὁποῖος ἐπηρέασε σημαντικὰ τὴν κλασικὴ ζωγραφικὴ τοῦ 17ου καὶ τοῦ 18ου αἰώνα.
Στὸ ἔργο του ἀκολούθησε ἕναν φιλοσοφικὸ κλασικισμό, ὅλο καὶ πιὸ ἀπέριττο. Οἱ τελευταῖες τοπιογρα-
φίες του ἐκφράζουν ἔντονο λυρισμό.
9. Cartesius ἢ Descartes (Λὰ Αἲ 1596 - Στοκχόλμη 1650) ̇ γάλλος φιλόσοφος, μαθηματικὸς καὶ φυσι-
κός.
10. Ταϊοσμός ̇ λαοφιλὴς θρησκεία τῆς Κίνας ποὺ ἐμπνέεται ἀπὸ δόγματα τοῦ Λάο-τσὲ (6ος π.Χ. αἰ.),
καὶ ἀπὸ τοπικὲς ἀρχαῖες παραδόσεις. Σύμφωνα μὲ τὸν Λάο-τσέ, ὁ πιστὸς ὀφείλει νὰ μάθει νὰ ἑνώνεται
μὲ τὸ Τάο, δηλαδὴ μὲ τὴν «ὁδό», ποὺ εἶναι ταυτόχρονα ἡ ἀρχέγονη ἀρχὴ ποὺ διέπει τὸ Σύμπαν καὶ ὁ
παράγοντας τῶν ἄπειρων μετασχηματισμῶν του. Παρότι κατὰ καιροὺς ὑπέστη διώξεις, ὁ Ταοϊοσμὸς
ἐπηρέασε γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα τὸν κινεζικὸ πολιτισμό.
11. Κομφουκιανισμός (ἢ Κομφουκισμός) ̇ ἡ φιλοσοφία τοῦ Κομφούκιου (περ. 551-479 π.Χ.), κινέζου
λογίου, καὶ τῶν μαθητῶν του. Κύριο μέλημά του ἦταν ἡ ἐπικράτηση τῆς τάξης στὸ κράτος μέσω τῆς
διαπαιδαγώγησης τῶν ἀνθρώπων μὲ τὶς ἀρχὲς τῆς ἀρετῆς.
12. Ἲ Τσίνγκ (Τὸ Βιβλίο τῶν Μεταβολῶν) ̇ ἐγχειρίδιο μαντείας, τὸ ἀρχαιότερο κλασικὸ κείμενο τῆς
κινεζικῆς μεταφυσικῆς, ἀπὸ τὰ κλασικὰ ἔργα τοῦ Κομφουκιανισμοῦ.
*Ὁ γάλλος ποιητής, πεζογράφος καὶ δραματουργὸς Σὰρλ Ζυλιὲ (Charles Juliet)
γεννήθηκε στὶς 30 Σεπτεμβρίου 1934 στὴν πόλη Jujurieux, στὸ νομὸ Αἲν τῆς
ἀνατολικῆς Γαλλίας. Τὸ 2013 τιμήθηκε μὲ τὸ Βραβεῖο Goncourt γιὰ τὴν
ποίηση.
ΣὰρλΖυλιὲ*
Ο ΣΙΤΑΟ ΚΑΙ Ο ΣΕΖΑΝ Η ΙΔΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ
Τὸ παρὸν κείμενο ἀναγνώστηκε στὴ διάρκεια ἑνὸς συνεδρίου ποὺ ἔλαβε χώρα στὴν πόλη Αἲξ τῆς
Προβηγκίας τὴ 10η καὶ τὴν 11η Ἰουλίου 2002 ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ τῆς ἑκατοστῆς ἐπετείου τῆς κατασκευῆς τοῦ ἐργαστηρίου τοῦ Σεζάν, στὴν ὁδὸ Λώβ ( Chemin des Lauves).
[PDF]Σὰρλ Ζυλιὲ* Ο ΣΙΤΑΟ ΚΑΙ Ο ΣΕΖΑΝ Η ΙΔΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ (Μετάφραση: Φοίβος Πιομπίνος. Δάνειο από το ιστολόγιό του-piombinos.com)
Η ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΕΝΟΣ ΚΕΙΜΕΝΟΥ γιὰ τὸν Σεζὰν εἶναι ἔργο δυσχερές. Ἔχουν ἀφιε-
ρωθεῖ τόσες πολλὲς μελέτες, τόσα πολλὰ δοκίμια, σὲ αὐτὸν καὶ στὸ ἔργο του ὥστε
εἶναι δύσκολο νὰ μὴν ἐπαναλάβει κανεὶς κάτι ποὺ ἔχει ἤδη εἰπωθεῖ. Προκειμένου νὰ πα-
ρακάμψω αὐτὴ τὴ δυσκολία, ἐπέλεξα νὰ προσεγγίσω ἕνα θέμα ποὺ ἴσως νὰ μὴν τὸ ἔχουν
πραγματευθεῖ τόσο πολύ. Σήμερα θὰ σᾶς μιλήσω, λοιπόν, γιὰ τὴν πνευματικὴ περιπέτεια
τοῦ Σεζάν. Καὶ γιὰ νὰ σᾶς μιλήσω γι’ αὐτὴ τὴν περιπέτεια, ἔκρινα ἐνδιαφέρον νὰ σᾶς
δείξω ὅτι ὑπῆρξε ἀρκετὰ ὅμοια, στὴν οὐσία της, μὲ ἐκείνη τὴν ὁποία βίωσε ὁ Σιτάο, ἕνας
κινέζος ζωγράφος τοῦ 17ου αἰώνα. Μιὰ τέτοια προσέγγιση μπορεῖ νὰ ἐκπλήξει ̇ κι ὅμως
θὰ δοῦμε πὼς δὲν εἶναι διόλου αὐθαίρετη. Ὑπάρχουν μεγάλες σταθερὲς στὴν ἀνθρώπινη
φύση, καὶ φαίνεται πὼς ἡ πνευματικὴ περιπέτεια μὲς στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων εἶναι θε-
μελιωδῶς ἡ ἴδια πάντοτε. Προφανέστατα, κάθε τέτοια περιπέτεια φέρει τὰ χαρακτηρι-
στικὰ μιᾶς προσωπικότητας, μιᾶς ἐποχῆς, μιᾶς κουλτούρας καὶ κατὰ συνέπεια αὐτὰ δὲν
εἶναι ὅλως διόλου παρεμφερῆ. Οἱ προφανεῖς ὡστόσο διαφορές, οἱ ὁποῖες εἶναι δυνατὸν
νὰ ἐπισημανθοῦν ἀπὸ τὴ μία περίπτωση στὴν ἄλλη, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ κρύψουν τὸ γε-
γονὸς ὅτι ἐκεῖνοι καὶ ἐκεῖνες ποὺ ἐνεπλάκησαν σ’ ἐτούτη τὴν περιπέτεια, πῆραν κάθε
φορὰ τὸν ἴδιο δρόμο.
Ὅ,τι γνωρίζω γιὰ τὸν Σιτάο τὸ ἄντλησα ἀπὸ δύο ἔργα: τὸ πρῶτο τιτλοφορεῖται
Ὁ λόγος περὶ ζωγραφικῆς τοῦ μοναχοῦ «Πικρὴ κολοκύθα», μιὰ πραγματεία ποὺ τὴν
ἔγραψε ἐκεῖνος στὰ τέλη τοῦ βίου του καὶ ποὺ ἔχει μεταφραστεῖ καὶ θαυμαστὰ σχολιαστεῖ
στὰ γαλλικὰ ἀπὸ τὸν Πιὲρ Ρυκμάν
Ποιός ἦταν ὅμως ὁ Σιτάο;
Ὁ Σιτάο ἔζησε ἀπὸ τὸ 1642 ὣς τὸ 1707. Ὅταν ἦταν τριῶν ἐτῶν, σὲ μιὰ περίοδο πολι-
τικῶν ἀναταραχῶν, ἡ βασιλικοῦ αἵματος οἰκογένειά του δολοφονήθηκε, καὶ χάρη σ’ ἕναν
ὑπηρέτη τὸ παιδὶ ἀπέφυγε τὴ σφαγή. Οἱ εἰδικοὶ γιὰ τὴ βρεφονηπιακὴ ἡλικία μᾶς πληρο-
φοροῦν πώς, ὅταν ἕνα βρέφος ἢ ἕνα νήπιο ἀποσπᾶται βίαια ἀπὸ τὴ μητέρα του, ὑφίσταται
ψυχικὸ κλονισμὸ μὲ σοβαρὰ ἐπακόλουθα. Μποροῦμε ἑπομένως νὰ συμπεράνουμε πὼς τὸ
δράμα ἐκεῖνο ποὺ συνέβη στὴ χαραυγὴ τοῦ βίου τοῦ Σιτάο τὸν κατέστησε ἄτομο πληγω-
μένο, σπαραγμένο, σὲ συχνὴ διαμάχη μὲ τὸν ἑαυτό του. Ἀναμφίβολα ἀντιμετώπιζε καὶ
προβλήματα ταυτότητας. Γνωρίζουμε καμιὰ τριανταριὰ ψευδώνυμά του:
Ἀμβλεία ρίζα,
Διαβρωμένος ὣς τὰ ὀστά, Κατὰ τὸ ἥμισυ ἄνθρωπος, Mοναχὸς «Πικρὴ κολοκύθα», Ὁ
μοναχικὸς γέροντας, Ὁ μαθητὴς τῆς Μεγάλης Ἁγνότητας...
Εἶναι ἄλλωστε ἀλήθεια πὼς οἱ κινέζοι ζωγράφοι καὶ καλλιγράφοι χρησιμοποιοῦσαν
συχνὰ ψευδώνυμο γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὸ φῶς τῆς δημοσιότητας καὶ νὰ παραμείνουν τε-
λείως ἐλεύθεροι.
Ἀφότου τὸ παιδὶ σώθηκε ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν ὑπηρέτη, τὸ ἔβαλαν σ’ ἕνα μοναστήρι ὅπου,
ἐν συνεχεία, μυήθηκε στὸν Βουδισμὸ Τ’ σὰν τῆς Σχολῆς Λὶν-τζί, ποὺ παλαιότερα ὀνομα-
ζόταν Λὶν-τσί.
Πολὺ σύντομα ἀντιλήφθηκαν τὰ χαρίσματά του στὸ σχέδιο καὶ στὴ ζωγραφική.
Ὅταν ἔγινε δέκα χρονῶν, πέρασε παρέα μ’ ἕναν ὁμότεχνό του ἀπὸ μοναστήρι σὲ μο-
ναστήρι ὥσπου κατέληξε σ’ ἕνα μεγάλο λιμάνι στὸν Γιὰνγκ-τζὶ ὅπου διέμεινε καμιὰ δε-
καριὰ χρόνια.
Κατόπιν ἔζησε δεκατέσσερα χρόνια σὲ μιὰ ὀρεινὴ περιοχή, ἀπὸ τὶς ὡραιότερες τῆς
Κίνας. Ἐκεῖ συνάντησε ἕναν μεγάλο δάσκαλο, γνωστὸ γιὰ τὴν ὑψιπέτιδα σκέψη του καὶ
τὴ λιτότητα τοῦ ὕφους του.
Σὲ ὁλόκληρη τὴ ζωή του δὲν ἔπαψε νὰ μετακινεῖται. Ἐγκαταστάθηκε στὸ Νανκίνγκ,
ὅπου, ὄντας συνάμα ποιητής, καλλιγράφος καὶ ζωγράφος, ἔγινε δημόσιο καὶ τιμημένο
πρόσωπο. Ἡ μεγαλοφυΐα του ἦταν ἀναγνωρισμένη. Ὡστόσο παρέμεινε πάντοτε ἀπείθαρ-
χος, ἀτίθασος ἄνθρωπος, ποὺ ζωγράφιζε μὲ οἶστρο ἔργα γεμάτα τόλμη ̇ καὶ μολονότι μο-
ναχός, φαίνεται πὼς δὲν περιφρόνησε πάντοτε τὶς γήινες ἀπολαύσεις.
Ἀπὸ τὸ Νανκὶνγκ πῆγε στὸ Πεκίνο, ὅπου παρέμεινε τρία χρόνια. Αὐτὸς ὁ σταθμὸς
ὑπῆρξε γιὰ τὸν Σιτάο σημαντικός. Τοῦ ἐπέτρεψε νὰ ἀνακαλύψει τὰ ἔργα τῶν μεγάλων
ζωγράφων τοῦ παρελθόντος, τὰ ὁποῖα φυλάσσονται στὶς αὐτοκρατορικὲς συλλογὲς ἢ στὰ
παλάτια τῶν ὑψηλῶν ἀξιωματούχων.
Τελικὰ ἐγκαταστάθηκε κοντὰ στὸ Γιὰνγκ-τζόου, μιὰ πόλη μεταξὺ τοῦ Νανκὶνγκ καὶ
τῆς θάλασσας. Στὸ σπίτι ποὺ ἔκτισε ἐκεῖ καὶ τὸ ὀνόμασε «Μεγάλη Ἁγνότητα» ἔζησε τὰ
δεκαπέντε τελευταῖα χρόνια τοῦ βίου του.
Τὸ ἔργο του, ἐξόχως τολμηρό, ἐκπληκτικῆς ποικιλίας, ἐμφανίζει ἐντούτοις ἀδιαμφισβή-
τητη ἑνότητα. Ὁ Φρανσουὰ Τσὲνγκ ἔγραψε γιὰ τὸν Σιτάο ὅτι «δοκίμασε τὰ πάντα καὶ
τόλμησε τὰ πάντα» καὶ ὅτι «τὰ ἔργα του εἶναι πρωτοφανοῦς ποικιλίας καὶ ἐλευθερίας
ὕφους».
Τὸ ἔργο του, ὅπως καὶ τὸ ἔργο τοῦ Σεζὰν στὴ Γαλλία, δημιούργησε ρήξη καὶ σφράγισε
τὴν ἱστορία τῆς κινεζικῆς ζωγραφικῆς. Ἔπειτα ἀπ’ αὐτό, δὲν ἦταν πλέον δυνατὸν νὰ ζω-
γραφίζει κανεὶς ὅπως προηγουμένως.
Γιὰ νὰ δώσουμε μιὰν ἰδέα αὐτοῦ τοῦ σπουδαίου ἄντρα, νά ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὰ
γραπτά του: «Παλιά, ὁ ζωγράφος Γκοὺ Κάι Τζοὺ ἔφτασε, λέγεται, στὴν τριπλὴ τελειότητα.
Ἐγὼ ἔφτασα στὴν τριπλὴ τρέλα: τρελὸς ἐγὼ ὁ ἴδιος, τρελὴ ἡ λαλιά μου, τρελὴ ἡ ζωγρα-
φική μου. Ἀναζητῶ ἐντούτοις τὴν ὁδό: ἄχ, νὰ καταλήξω ἐπιτέλους στὴν καθαρὴ τρέλα».
Κι ἄλλο ἕνα χωρίο τοῦ Σιτάο, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὸ ἔχει ὑπογράψει ὁ Σεζάν: «... νά
με ἐκτὸς πραγματικότητας, ἐκτὸς τοῦ κόσμου, ἐπικεντρωμένος στὸ οὐσιῶδες, ἐλευθερω-
μένος... Ἐκεῖνο ποὺ ἐμπεριέχεται στὸ πινέλο, οἱ συγκινήσεις μου, οἱ πόθοι μου, ὅ,τι ἐντός
μου ἀψηφᾶ τὴν παράδοση, δὲν θὰ παραλείψει νὰ κάνει τοὺς “γνῶστες” νὰ ὑψώσουν τοὺς
ὤμους τους. Αὐτοὶ ἀναφωνοῦν: Μὰ τοῦτο δὲν μοιάζει μὲ τίποτα».
Στὰ τέλη τοῦ βίου του, ὁ Σιτάο ἔγραψε μία πραγματεία, τῆς ὁποίας ἀνέφερα ἤδη τὸν
τίτλο:
Λόγος τοῦ μοναχοῦ «Πικρὴ κολοκύθα».
Σὲ αὐτὴ τὴν πραγματεία δὲν μνημονεύει κανένα ὄνομα ζωγράφου, δὲν ἀναφέρεται σὲ
κανένα ἔργο. Μὲ ἀκρίβεια καὶ συνοπτικότητα, λέγοντας μόνο τὰ οὐσιώδη, ἐπιδόθηκε στὸ
νὰ περιγράψει σὲ τί συνίσταται ἡ ζωγραφικὴ πράξη – ἡ ζωγραφικὴ πράξη θεωρούμενη
ἀπὸ ἠθική, φιλοσοφική, εἰκαστικὴ καὶ τεχνικὴ σκοπιά.
Ἀπὸ τὸ ἐν λόγω κεφαλαιώδους σημασίας κείμενο, ἐπέλεξα σύντομα ἀποσπάσματα ̇
κι αὐτὰ τὰ ἀποσπάσματα θὰ τὰ συσχετίσω μὲ ὁρισμένα λόγια τοῦ Σεζὰν ἢ μὲ κάτι ποὺ
ἔγραψε στὶς ἐπιστολές του.
«Ἐγώ, ἀντιλαμβάνομαι...», διαπιστώνει ὁ Σιτάο. «Ἡ δεκτικότητα προηγεῖται, ἡ γνώση
ἕπεται». Κι ὁ Σεζάν: «Νὰ κατανοεῖς αὐτὸ ποὺ ἔχεις ἐνώπιόν σου. Γιὰ ἕναν ζωγράφο, ἡ
αἴσθηση βρίσκεται στὴν ἀφετηρία τῶν πάντων».
Ἡ αἴσθηση εἶναι σὰν τὸ σημεῖο σύνδεσης τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου μὲ τὴν ἐνδόμυχή μας
πραγματικότητα. Αὐτὴ στηρίζει καὶ τροφοδοτεῖ τὴ σκέψη, καὶ αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ ἀπαρχὴ
κάθε διαδικασίας ποὺ θὰ καταλήξει στὴν ἐπέμβαση τοῦ ζωγράφου πάνω στὸ μουσαμά.
Εἶναι τὸ πρῶτο ὑλικό ̇ εἶναι αὐτὸ τὸ ὁποῖο δίνει τὴν παρόρμηση καὶ γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ ζω-
γράφος θὰ πρέπει νὰ μηχανευτεῖ τὴν ἀπόδοση μιᾶς μεθερμήνευσης μὲ τὴ βοήθεια τοῦ
χρώματος.
«Νὰ κατανοεῖς αὐτὸ ποὺ ἔχεις ἐνώπιόν σου», ἐπέμενε ὁ Σεζάν. Τὸ μάτι του δὲν
ἀρκοῦνταν στὸ νὰ παρατηρεῖ τὰ φαινόμενα. Παρεισέφρεε στὸ ἐσωτερικὸ τῶν πραγμάτων,
ἐπιζητοῦσε νὰ νιώσει τὴν οὐσία τους. Τὸ βλέμμα του ἦταν θωπευτικὸ καὶ συνάμα διαπε-
ραστικό. Χρειαζόταν νὰ ἀπορροφᾶ τὶς μορφές, τὰ χρώματα, τὶς ὕλες, νὰ συγκεντρώνει τὸ
μέγιστο τῶν πληροφοριῶν. Ἀκραία ἀπαίτησή του: ὅταν ζωγράφιζε ἕνα τοπίο, ἤθελε νὰ
γνωρίζει τὸ ὑπέδαφος, τὴ γεωλογικὴ ἱστορία τῆς περιοχῆς. Ὅσο περισσότερο ἐμποτιζόταν
ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, τόσο περισσότερο μποροῦσε νὰ ἀποδώσει τὸ ἰσοδύναμό της
στὸν πίνακα.
Χωρὶς καμιὰν ἀμφιβολία, ὁ Σιτάο, ὅπως κι ὁ Σεζάν, βρισκόταν πάντοτε σὲ ἐπαγρύ-
πνηση, καὶ τὸ ἀχόρταγο βλέμμα του δὲν ἔπαυε νὰ παρατηρεῖ, νὰ διερευνᾶ, νὰ συγκομίζει.
Ἔτσι μπόρεσε λοιπὸν νὰ γράψει: «Τώρα τὰ Ὄρη καὶ οἱ Ποταμοὶ μ’ ἐπιφορτίζουν νὰ
γράψω γι’ αὐτά ̇ γεννήθηκαν ἐντός μου, κι ἐγὼ ἐντός τους». Πρὶν ἀπ’ αὐτόν, οἱ Ἀρχαῖοι,
οἱ Ἀρχαῖοι Διδάσκαλοι εἶχαν ζήσει τὴν ἴδια ἐμπειρία. Ὁ Σιτάο σημειώνει σχετικὰ μὲ
αὐτούς: «’Eπειδὴ εἶχαν ἀποπερατώσει τὴν ἐκπαίδευσή τους καὶ εἶχαν κατισχύσει τῆς
ζωῆς, ἐγγράφοντας ὅ,τι βρίσκεται μὲς στὸ Σύμπαν, εἶχαν περιβληθεῖ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν
οὐσία τῶν Ὀρέων καὶ τῶν Ποταμῶν».
Μέσα σ’ ἐτούτη τὴν τάξη ἰδεῶν, εἶχε πεῖ ὁ Σεζάν: «Τὸ τοπίο αὐτοστοχάζεται ἐντός
μου, καὶ εἶμαι ἡ συνείδησή του». Συνειδητοποιώντας αὐτὸ ποὺ βλέπει, τὸ κάνει, κατὰ
κάποιον τρόπο, νὰ ὑπάρχει. Παρόμοια καὶ ὁ ποιητής, ὀνομάζοντας τὰ πράγματα, ἔχει τὴν
ἐντύπωση πὼς τὰ κάνει νὰ ὑπάρχουν. Γιὰ νὰ τὸ ἐκφράσει αὐτὸ ὁ Σιτάο, χρησιμοποίησε
μιὰ ἐκπληκτικὴ φράση: «Τὰ Ὄρη καὶ οἱ Ποταμοὶ γεννήθηκαν ἐντός μου». Ἐνόσω δὲν τὰ
εἶχε ἀνακαλύψει, ἐνόσω τὸ βλέμμα του δὲν εἶχε χρονοτριβήσει πάνω τους, τὰ ὄρη καὶ οἱ
ποταμοὶ δὲν ὑπῆρχαν. Γεννήθηκαν ἐντός του τὴ στιγμὴ ποὺ τὰ συνέλαβε τὸ βλέμμα του.
Καὶ ὁ ἐσωτερικὸς κλονισμὸς ποὺ προέκυψε, ἀφυπνίζοντας τὴν πηγή του, τοῦ ἔδωσε τὴν
ἐντύπωση πὼς γεννιόταν. Γονιμότητα τῆς αἴσθησης. Μία πρώτη γέννηση ἐπέφερε μία δεύ-
τερη γέννηση.
Ὅταν εἶναι τῆς προτιμήσεώς μας, ὅταν μᾶς ἀρέσει, ἡ παρατηρούμενη πραγματικότητα,
ἐρεθίζει, ἀναζωογονεῖ τὴν ἐσωτερική μας πραγματικότητα. Καὶ ὁ ἐρεθισμός, ἡ συγκίνηση
ποὺ γεννιέται, ἀντανακλᾶται πάνω στὴν ἴδια ἐτούτη τὴν πραγματικότητα ποὺ τὸ βλέμμα
μας τὴν περιβάλλει τότε μὲ αὔρα ἀπὸ ἁπαλὸ φῶς.
«Τὸ σπουδαιότερο γιὰ τὸν ἄνθρωπο εἶναι νὰ ξέρει νὰ εὐλαβεῖται», ἔχει σημειώσει ὁ
Σιτάο. Τὸ νὰ εὐλαβεῖσαι τὴν πραγματικότητα εἶναι νὰ τὴ θωρεῖς μὲ ἐρωτευμένο βλέμμα,
μὲ βλέμμα ποὺ ἀπολαμβάνει αὐτὸ ποὺ παρατηρεῖ. Ἕνας ζωγράφος δὲν μπορεῖ παρὰ
ν’ ἀγαπάει τὴ ζωή. Καὶ τὸ ν’ ἀγαπᾶς τὴ ζωὴ εἶναι τὸ ν’ ἀγαπᾶς τὸν κόσμο. Μὲ τί φλογερὸ
πάθος θὰ πρέπει ν’ ἀπορροφοῦσε ὁ Σεζὰν τὸ δέντρο, τὸ βράχο, τὴν ὀργωμένη γῆ γιὰ νὰ
μπορέσει νὰ πεῖ: «Ἐγώ, εἶναι τρομερό, ἡ ματιά μου κολλάει στὸν κορμό, στὸ σβόλο ἀπὸ
χῶμα. Μοῦ εἶναι ὀδυνηρὸ νὰ τὴν τραβήξω ἀπὸ ἐκεῖ, ἔτσι πολὺ ποὺ κάτι μὲ συγκρατεῖ».
Νὰ κοινωνεῖς μὲ τὴ φύση. Νὰ τὴν ἀντιλαμβάνεσαι. Νὰ τὴ μεταβιβάζεις ἐντός σου. Ὑπάρχει
στὸν Σεζὰν μιὰ ἀδηφαγία τοῦ βλέμματος. Αὐτὸ προσηλωνόταν στὰ πράγματα καὶ τὰ
ἀναρροφοῦσε μὲ τέτοια ἀπληστία ποὺ ὁ ζωγράφος θαρροῦσε πὼς θὰ μάτωναν τὰ μάτια
του. Ναί, νὰ εὐλαβεῖσαι τὴν ποικιλία, τὴν ἀλλοκοτιὰ καὶ τὶς ὀμορφιὲς τοῦ κόσμου. Νὰ
εὐλαβεῖσαι τὸ μυστήριο τῆς ζωῆς, τὸ μυστήριο τῆς παρουσίας μας πάνω σ’ ἐτούτη τὴ γῆ.
Ὁ Σιτάο εἶχε προσθέσει: «Ὅποιος ἀδυνατεῖ νὰ εὐλαβεῖται αὐτὰ ποὺ τοῦ δωρίζουν οἱ
ἀντιλήψεις του, ὁδεύει ὁ ἴδιος πρὸς πλήρη ἀφανισμό». Τὸ νὰ ἀντιλαμβανόμαστε τὰ αἰσθή-
ματά μας, τὶς συγκινήσεις μας, εἶναι τὸ νὰ συνειδητοποιοῦμε τὶς ροὲς ζωῆς, τὶς ὁποῖες
αὐτὲς γεννοῦν καὶ οἱ ὁποῖες διαχέονται ἐντός μας. Δὲν πρέπει νὰ τοὺς δίνουμε μικρότερη
προσοχὴ ἀπὸ ὅση δίνουμε στὸν ἐξωτερικὸ κόσμο. Ἡ ζωή μας συγχέεται μὲ τὴν ἐσωτερική
μας πραγματικότητα, καὶ ἡ πραγματικότητα αὐτὴ πρέπει νὰ μᾶς φαίνεται ὡς ἱερή. Εἶναι
ὅμως ἀποδεδειγμένο ὅτι, ἔχοντας ὑποστεῖ τὸν περισπασμὸ τῆς ἐξωτερικῆς θεώρησης, συ-
νήθως, δὲν νοιαζόμαστε διόλου γιὰ τὴν πηγή μας.
Ὁ Σιτάο χρησιμοποιοῦσε ἄμεσο καὶ συμπυκνωμένο λόγο: «Bγάλτε τὶς παρωπίδες τῆς
βλακείας καὶ θὰ ἔχετε τὴν ἐξυπνάδα ̇ ἀποφύγετε τὶς λάσπες τῆς χυδαιότητας καὶ θὰ
βρεῖτε τὴ διαύγεια». Νὰ εἶσαι διαυγής, διαφανής. Νὰ εἶσαι σὰν φωτογραφικὴ πλάκα,
ἐπάνω στὴν ὁποία τὰ πάντα θὰ μποροῦν νὰ ἐκτυπωθοῦν. Ἐπιπλέον θὰ πρέπει νὰ μὴν
ἔρθει τίποτα νὰ μεταβάλει ἢ νὰ ἀλλοιώσει τὶς εἰκόνες ποὺ θὰ σχηματιστοῦν.
Ὑπὸ μιὰν ἄλλη προσέγγιση, μὲ ἄλλα λόγια, ὁ Σεζὰν ἐπανῆλθε συχνὰ σὲ αὐτὸ τὸ πρό-
βλημα: «Νὰ ξέρεις νὰ βλέπεις. Νὰ αἰσθάνεσαι...»
«Πιστεύω πὼς ὁ ζωγράφος μαθαίνει νὰ σκέφτεται. Πάνω στὴ φύση, μαθαίνει νὰ βλέ-
πει».
«Θέλω νὰ ξέρω. Νὰ ξέρω γιὰ νὰ ἀντιλαμβάνομαι καλύτερα, νὰ ἀντιλαμβάνομαι γιὰ
νὰ ξέρω καλύτερα». (Κι ὅταν διαβάζω τὶς λέξεις αὐτές, ἐννοῶ: θέλω νὰ γνωρίσω, νὰ γνω-
ρίσω τὸν ἑαυτό μου. Νὰ γνωρίσω τὸν ἑαυτό μου γιὰ νὰ ἀντιλαμβάνομαι καλύτερα, νὰ
ἀντιλαμβάνομαι γιὰ νὰ γνωρίσω τὸν ἑαυτό μου καλύτερα.)
Καὶ πάλι ἀπὸ τὸν Σεζάν:
«Ἂν ὁ ζωγράφος ἀντιλαμβάνεται ὀρθά, θὰ σκέφτεται ὀρθά».
Τί σημαίνει ὅμως τὸ νὰ ξέρεις νὰ βλέπεις; Νὰ ἀντιλαμβάνεσαι ὀρθά;
Ἄν, λόγου χάριν, κοιτάζουμε ἕνα πρόσωπο, εἶναι πιθανότατο νὰ μὴν ἔχουμε τὴν ἀκριβὴ
ἀντίληψή του. Γιατὶ, κοιτάζοντάς το, προβάλλουμε πάνω του μεγάλο μέρος ἐκείνου ποὺ
ἀναδεύεται ἐντός μας. Μὲ ἄλλα λόγια, βλέπουμε ἀνάλογα μὲ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε, μὲ αὐτὸ
ποὺ μᾶς κατοικεῖ. Καὶ ἡ αἴσθηση ποὺ γεννιέται ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ μᾶς παραδίδει τὸ βλέμμα
μας θὰ εἶναι λοιπὸν φθαρμένη στὴν ἀπαρχή της ἀπ’ αὐτὴ τὴ λαθεμένη θέαση τῆς πραγ-
ματικότητας.
Ἄλλα στοιχεῖα μπορεῖ νὰ ἔρθουν νὰ ἐπιβεβαιώσουν τὴν ἀρχικὴ ἐτούτη διαστρέβλωση.
Ἀνάμεσα στὸ πῶς τὰ αἰσθανόμαστε καὶ στὸ πῶς τὰ συνειδητοποιοῦμε, παρεμβάλλο -
νται παντοειδῆ ἐμπόδια. Δροῦν σὰν πρίσμα ποὺ διαθλᾶ μιὰν ἀχτίδα φωτός. Τὰ ἐμπόδια
αὐτὰ μπορεῖ νὰ εἶναι μιὰ ἐπιθυμία, ἕνας φόβος, μιὰ ψευδαίσθηση, μιὰ ἀνάμνηση, μιὰ
φαντασίωση, μιὰ παλαιὰ πληγή...
Παρατηρώντας ἀπὸ πολὺ νωρὶς ὁ Σεζὰν ὅ,τι διαδραματιζόταν ἐντός του, ὑποθέτω πὼς
θὰ διαπίστωσε γρήγορα πώς, ἂν δὲν ἀντιλαμβανόταν ὀρθά, θὰ τοῦ ἦταν ἀδύνατον νὰ
σκέφτεται ὀρθά. Τὸ ἀντιληπτικὸ καὶ τὸ γνωστικὸ ἀλληλεπιδροῦν τὸ ἕνα ἐπὶ τοῦ ἄλλου ̇
κι ἂν ὁ πρῶτος ὅρος αὐτῆς τῆς δυάδας δὲν συμφωνεῖ μὲ αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ εἶναι, ἡ
σκέψη δυσλειτουργεῖ, παρεκτρέπεται, χάνεται, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ὁδηγεῖ σὲ ἀμφιλεγό-
μενα συμπεράσματα.
«Δουλεύω ἀργά», σημείωνε ὁ Σεζάν. « ̔Η φύση μοῦ ἐμφανίζεται τόσο πολυσύνθετη».
Ὅταν δούλευε ἕναν πίνακά του, παρέμενε μπρὸς στὸ ἀντικείμενό του πολλὴ ὥρα ἀδρανής,
χαμένος στὶς σκέψεις του. Ἡ τόσο πολυσύνθετη φύση, γιὰ τὴν ὁποία ἔκανε λόγο, ἦταν
αὐτὴ τὴν ὁποία ἔβλεπε, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ προπαντὸς ἡ εἰκόνα ποὺ δεχόταν ἀπ’ αὐτήν,
εἰκόνα ποὺ ἀναμειγνυόταν ἀμέσως μὲ ὅ,τι συγκροτοῦσε τὸν ψυχικό του κόσμο.
Προσπαθώντας εὐσυνείδητα ὁ Σεζὰν νὰ ἀντιλαμβάνεται ὀρθά, νὰ ἔχει ὀρθὴ ἀντίληψη
τῶν αἰσθημάτων του καὶ συνεπῶς ὀρθὴ ἀντίληψη τοῦ ἑαυτοῦ του, βρέθηκε ἀναπόφευκτα
ἐμπλεγμένος στὴ μεγάλη, δυσχερὴ καὶ ὀδυνηρὴ περιπέτεια τῆς αὐτογνωσίας.
Περὶ τίνος πρόκειται;
Ὅταν φτάσει κανεὶς στὴν ἐνήλικη ζωή, μπορεῖ νὰ θεωρήσει πὼς ἔχει μιὰ ἐπιφανειακὴ
προσωπικότητα. Αὐτὴ προκύπτει κατὰ μεγάλο μέρος της ἀπὸ οἰκογενειακές, κοινωνικὲς
ἐπήρειες καὶ ἀπὸ τὴν κατανοητὴ ἐπιθυμία προσαρμογῆς στὸ περιβάλλον. Ὁρισμένοι ἱκα-
νοποιοῦνται μὲ αὐτὴ τὴν προσωπικότητα καὶ δὲν τὴ θέτουν ὑπὸ ἀμφισβήτηση, ἐνῶ ἄλλοι
αἰσθάνονται πὼς τοὺς ἐμποδίζει νὰ εἶναι ὁ ἑαυτός τους. Ἐπιθυμοῦν νὰ ἀπαλλαγοῦν
ἀπ’ αὐτή, ὠθούμενοι ἀπὸ κάποιες διαισθήσεις καθὼς ἐπίσης κι ἀπὸ τὴν ἀνάγκη νὰ ζήσουν
μιὰ λιγότερο ὁριοθετημένη ζωή, μιὰ ζωὴ ὑψηλότερη, εὐρύτερη.
Καταγίνονται λοιπὸν μὲ τὸ νὰ ἀποβάλουν αὐτὴ τὴν ἐπιφανειακὴ προσωπικότητα. Τὸ
ἐπώδυνο καὶ ἀπαιτητικὸ τοῦτο ἔργο ἐνδέχεται νὰ μὴν ἐπιτύχει. Ὅποιοι ὅμως διακατέχο -
νται ἀπὸ τὴν ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη νὰ προχωρήσουν στὴν ἀναζήτηση τῆς αὐτογνωσίας,
δείχνουν ἐπιμονή. Καὶ ἀφοῦ ἔχουν ὁδεύσει χρόνια πολλά, φέρνουν στὸ φῶς τὸ προ σω -
πικότερο, τὸ αὐθεντικότερο, τὸ πιὸ ἰδιάζον στοιχεῖο τοῦ χαρακτήρα τους – ἕνα μὴ ἀλλο-
τριώσιμο, ἀναλλοτρίωτο στοιχεῖο – κι ἔτσι γεννιοῦνται ἐντός τους. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ αὐτὴ
ὅλα ἔχουν μεταβληθεῖ ̇ εἰδικότερα ἡ σχέση τους μὲ τὸν ἑαυτό τους καὶ ἡ σχέση τους μὲ
τὸν κόσμο. Καινούργιες ἐνέργειες, καινούργιες ἱκανότητες ἔχουν ἐμφανιστεῖ, ἀνοίγοντας
ἀδιανόητες δυνατότητες.
Μερικοὶ διατείνονται πὼς εἶναι ἀδύνατη ἡ αὐτογνωσία. Γιὰ ἐκείνους ποὺ τοὺς κατα-
τρύχει ἡ ἀνάγκη της, δὲν τίθεται κὰν τὸ πρόβλημα. Δὲν ἔχουν ἐπιλογή. Πρέπει πάσῃ θυσίᾳ
νὰ προχωρήσουν μὲς στὸ ἄγνωστο πρὸς συνάντηση τοῦ κρυμμένου αὐτοῦ ὄντος, γιὰ τὸ
ὁποῖο τοὺς ἔχει παραγγελθεῖ νὰ τὸ κάνουν νὰ ἀνθίσει.
Εἶναι ὡστόσο ὁλοφάνερο πὼς ἡ αὐτογνωσία εἶναι ἐξαιρετικὰ δύσκολη. Δὲν ἐπιθυμῶ
νὰ ὑπεισέλθω ἐδῶ λεπτομερῶς σὲ ὅλα τὰ στάδια αὐτῆς τῆς διαδικασίας. Θὰ πῶ ἁπλῶς
ὅτι γιὰ νὰ ἔρθει σὲ πέρας αὐτὴ ἡ περιπέτεια – ἢ ἀκριβέστερα γιὰ νὰ παραταθεῖ ὅπως
ἁρμόζει, ἀφοῦ αὐτὴ περατώνεται μονάχα στὸ τέρμα τοῦ βίου –, γιὰ νὰ συνεχιστεῖ λοιπὸν
αὐτὴ ἡ περιπέτεια ὣς τὴ γέννηση ἐντός μας, εἶναι ἀπαραίτητο τὸ ὑποκείμενο νὰ κατορ-
θώσει νὰ γνωρίσει ἐκεῖνο μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ὁποίου ἀπεργάζεται τὴν αὐτογνωσία του.
Μόνο ὑπ’ αὐτὴ τὴν προϋπόθεση θὰ εἶναι σὲ θέση νὰ ἔχει ἄμεση ἀντίληψη τοῦ ἑαυτοῦ
του, νὰ κατανοήσει ἑπομένως ὀρθὰ ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ ἐξαλείψει, νὰ διαλύσει.
Λέγοντας αὐτά, δὲν ἀπομακρύνθηκα ἀπὸ τὸν Σεζάν. Γιατὶ ὁ βίος του, τὰ λόγια του,
τὸ ἔργο του κυρίως, πιστοποιοῦν ὅτι βίωσε αὐτὴ τὴν περιπέτεια. Μοιάζει νὰ τοῦ ἔμεινε
αὐτὴ ὑποσυνείδητη καὶ γι’ αὐτὸν τὸ λόγο μποροῦμε νὰ λυπούμαστε ποὺ τὰ ἐνδεικνυόμενα
ἐρωτήματα, τὰ ὁποῖα ἀφοροῦν τὸ τεράστιο τοῦτο πρόβλημα, δὲν τοῦ ἐτέθησαν ποτέ. Ἐὰν
ἔπρεπε νὰ τὰ ἀπαντήσει, εἶμαι πεπεισμένος πὼς θὰ εἶχε πεῖ πολλὰ πράγματα ποὺ δὲν
εἶχε ποτέ του τὴν εὐκαιρία νὰ τὰ διατυπώσει. Θὰ εἶχε τότε κάνει λόγο γιὰ τὸν μακρὺ
δρόμο ποὺ διάνυσε. Χρειάστηκε νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ εἰδικό, ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια τοῦ
ἀτομικοῦ, γιὰ νὰ συναντήσει τὴν ἐσωτερικὴ ἐκείνη προσωπικότητα ὅπου στεγαζόταν ἡ
ἀληθινὴ μοναδικότητά του ̇ ἡ μοναδικότητα ἐκείνη ποὺ θὰ τὸν ὁδηγοῦσε στὴν τεχνοτροπία
του καὶ θὰ προσέδιδε στὸ ἔργο του οἰκουμενικὸ χαρακτήρα.
Μετὰ τὴ σχοινοτενὴ αὐτὴ ἀνάπτυξη, ἂν ἐπανέλθουμε στὶς σκέψεις τοῦ Σιτάο τὶς ὁποῖες
ἀνέφερα παραπάνω, καταλαβαίνουμε πὼς «οἱ παρωπίδες τῆς βλακείας» εἶναι τὰ προ-
πετάσματα ἐκεῖνα ποὺ μᾶς ἐμποδίζουν νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ μᾶς κρατοῦν
μὲς στὴν ἄγνοια τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἡ ἐξυπνάδα εἶναι προφανῶς ἐκείνη ποὺ ὑποκινεῖ τὴν
αὐτογνωσία. Γιατὶ δίχως αὐτογνωσία, δὲν ὑπάρχει ἀληθινὴ ἐξυπνάδα. Ὅσο γιὰ «τὶς λά-
σπες τῆς χυδαιότητας», μποροῦμε νὰ τὶς δοῦμε ὡς κακὸ γοῦστο, ὡς αὐταρέσκεια, ἀδρά-
νεια, ὀκνηρία καί, στὸ χῶρο τῆς τέχνης, ὡς ἐκεῖνο ποὺ εἶναι τετριμμένο, πεζολογικό,
ὄμορφο, διακοσμητικό, ἐπιδέξιο, ἐξεζητημένο, ὡς ἀναζήτηση τοῦ ἐφετζίδικου... «Ὅταν
σαρωθεῖ ἡ χυδαιότητα, βρίσκουμε τὴ διαύγεια». Ἡ διαύγεια ἑνὸς ὄντος στὴν ὁλότητά του
λαγαροῦ, προικισμένου μὲ ξεκάθαρη ματιά, ἱκανοῦ νὰ βλέπει τὰ πράγματα ὡς ἔχουν.
Αὐτὴν τὴ διαύγεια, γιὰ τὴν ὁποία μιλοῦσε ὁ Σιτάο, ἀπηχοῦν τὰ λόγια τοῦ Σεζὰν ποὺ
ἤθελε «νὰ βλέπει ὅπως ὁ νεογέννητος ἄνθρωπος» ̇ νὰ βλέπει μὲ ἀθωότητα, ἔξω ἀπὸ κάθε
γνώση, ἀπὸ κάθε ἀναφορά, ἀπὸ κάθε πρόθεση.
«Ὅποιος διαθέτει μόνο περιορισμένες ἀποσκευὲς γνώσεων θὰ βρεθεῖ περιχαρακωμένος
ἀπ’ αὐτὲς μόνο σ’ ἕνα ὁριοθετημένο σχῆμα». Ὁ Σιτάο ἦταν ἄνθρωπος ὑψηλῆς καλλιέρ-
γειας. Εἶχε μελετήσει διεξοδικὰ τὸ ἔργο τῶν Ἀρχαίων καί, ὅσες φορὲς τὸ μπόρεσε, ἦρθε
σὲ ἀντιπαράθεση μὲ λογίους, ποιητὲς καὶ ζωγράφους περιωπῆς. Δὲν μποροῦμε νὰ διαβε-
βαιώσουμε πὼς ὁ Σεζὰν συναναστράφηκε ἄλλους ζωγράφους, μολονότι εἶχε ἐπαφὲς πε-
ρισσότερο κι ἀπὸ εὐκαιριακὲς μὲ τὸν Ρενουὰρ καὶ κυρίως μὲ τὸν Πισαρό, ὡστόσο
γνωρίζουμε πὼς ἐπισκέφθηκε πολλὲς φορὲς τὸ Λοῦβρο καὶ πὼς μὲ τὸ σύνηθες πάθος του
μελέτησε ἐμβριθῶς μεγάλο ἀριθμὸ ἔργων τοῦ Τισιανοῦ, τοῦ Βερονέζε, τοῦ Πουσέν...
«Ἡ ζωγραφικὴ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν καρδιά», βεβαιώνει ὁ Σιτάο, ὅπου ἡ καρδιὰ νοεῖται
ὡς ἑστία ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ ὄντος, τῆς πνευματικῆς καθὼς καὶ τῆς διανοητικῆς του
δραστηριότητας. Ἡ ζωγραφικὴ δὲν εἶναι λοιπὸν μόνο τὸ προϊὸν τοῦ ταλέντου, μιᾶς ἐπι-
τηδειότητας, μιᾶς δεξιοτεχνίας. Εἶναι ὁ καρπὸς ἑνὸς ὑπαρξιακοῦ πλούτου. Καὶ στὴ συγ-
κρότηση αὐτοῦ τοῦ πλούτου, συμμετέχουν ὅλες οἱ ἱκανότητες. Ξέρουμε πολὺ καλὰ πὼς
ἡ ψυχὴ δὲν ἐμπεριέχει κανένα στεγανό, πὼς καμία ρωγμὴ δὲν χωρίζει τὴν εὐαισθησία
μας ἀπὸ τὴ φαντασία μας, τὴ θέλησή μας ἀπὸ τὴ μνήμη μας, τὴ συναισθηματικότητά μας
ἀπὸ τὴν ἱκανότητά μας νὰ σκεφτόμαστε. Ὁ Καρτέσιος εἶχε ἤδη σημειώσει ὅτι τὸ νὰ θέλεις,
τὸ νὰ φαντάζεσαι, τὸ νὰ αἰσθάνεσαι εἶναι ἐπίσης, ἀναπόφευκτα, τὸ νὰ σκέφτεσαι. Ἔτσι
ὥστε, ὅταν ὁ ζωγράφος εἶναι ἐπὶ τῷ ἔργῳ, ὅλο του τὸ εἶναι τίθεται σὲ κίνηση, κινητο-
ποιεῖται.
Εἶναι ἑπομένως κατανοητὸ τὸ ὅτι ὁ Σεζὰν εἶπε: «Πρέπει νὰ στοχάζεται κανείς. Τὸ
μάτι δὲν ἀρκεῖ. Χρειάζεται ὁ στοχασμός ̇ καὶ τὸ μάτι καὶ τὸ μυαλὸ ὀφείλουν καὶ τὰ δύο
τους νὰ ἀλληλοβοηθιοῦνται». Κι ἐπίσης: «Ἐκεῖνο ποὺ προσπαθῶ νὰ σᾶς μεταφέρω εἶναι
πιὸ μυστηριῶδες, ἐμπλέκεται μὲ τὶς ἴδιες τὶς ρίζες τῆς ὕπαρξης». Τὸ ὅτι τὸ ἔργο τοῦ
Σεζὰν εἶναι τόσο σημαντικό, τὸ ὅτι μᾶς μιλάει μέχρι τέτοιου σημείου ὀφείλεται στὸ ὅτι
κατέβηκε στὶς ρίζες του καὶ ὅτι ζωγράφισε ἐκκινώντας ἀπὸ τὶς ρίζες του.
Ὁ Σιτάο ἔκανε λόγο γιὰ τὴν «Ὑπέρτατη Ἁπλότητα», κι ὁ Σεζὰν δήλωνε ἐπίσης: «Θέλω
νὰ εἶμαι ἁπλός. Ὅσοι γνωρίζουν εἶναι ἁπλοί». Ἐγὼ συμπληρώνω: ὅσοι ἔχουν διανύσει
τὸν μακρὺ δρόμο τῆς αὐτογνωσίας εἶναι πρόδηλα ἁπλοί. Εἶναι ἐπίσης ταπεινοὶ καὶ γα-
λήνιοι. Ἔχουν ἀπεμπλακεῖ, ἀπογυμνωθεῖ ἀπὸ τὸν ἐγωκεντρισμό τους, ἔχουν ξεπεράσει
τὶς συγκρούσεις ποὺ τοὺς παρεμπόδιζαν κι ἔτσι ἔφτασαν στὴν ἁπλότητα ἐκείνη τῆς ὕπαρ-
ξης ἡ ὁποία συμπορεύεται μὲ τὴν αὐταποδοχή.
Ὁ Σιτάο ὑπῆρξε ἐπὶ χρόνια μοναχός. Ἔχοντας διαπαιδαγωγηθεῖ καὶ ἐξασκηθεῖ μέσα
στὸ πνεῦμα τοῦ Βουδισμοῦ Τ’σάν, δέχθηκε ἐπίσης τὴ σφραγίδα τοῦ Ταοϊσμοῦ καὶ τοῦ
Κομφουκιανισμοῦ. Ὅπως τόσοι πολλοὶ καλλιγράφοι καὶ ζωγράφοι στὸ πέρασμα τῶν
αἰώνων στὴν Κίνα, μπόρεσε νὰ προσεγγίσει τὴν τεχνικὴ τοῦ χρωστήρα μονάχα μέσα ἀπὸ
μιὰ πνευματικὴ ἐμπειρία. «Τὸ ταλέντο εἶναι μεγάλο γιὰ ὅποιον ἔχει μεγάλη σοφία. Τὸ τα-
λέντο εἶναι μέτριο γιὰ ὅποιον ἔχει μέτρια σοφία», ἔγραψε. Κι ἐπίσης τὸ ἑξῆς: «Ἡ σκέψη
πρέπει πρῶτα νὰ σφιχταγκαλιάσει τὸ Ἓν ὥστε νὰ μπορέσει ἡ καρδιὰ νὰ δημιουργήσει
καὶ νὰ βρεθεῖ σὲ κατάσταση ἀγαλλίασης. Τότε, ὑπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες, θὰ μπορέσει ἡ ζω-
γραφικὴ νὰ εἰσδύσει στὴν οὐσία τῶν πραγμάτων ὣς ἐκεῖνο ποὺ παραμένει ἀστάθμητο».
Ὁ Σεζὰν θὰ μποροῦσε νὰ προσθέσει τὴν ἑξῆς ἄλλη συνθήκη προκειμένου νὰ εἰσδύσει
κανεὶς στὴν οὐσία τῶν πραγμάτων: «Πρέπει νὰ εἶσαι ἀληθινός. Δὲν μπορεῖς νὰ ἀγγίξεις
τὸ βάθος χωρὶς νὰ ἀγγίξεις τὴν ἀλήθεια».
Τὸ νὰ εἶναι ἀληθινός - ἀληθινὸς σὲ ὅλες τὶς φάσεις τῆς ἐργασίας του, τὸ νὰ εἶναι δηλαδὴ
ἀληθινὸς μέσα του, ἀληθινὸς μὲ τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτὸ – ὑπῆρξε ἡ ἐμμονὴ τοῦ Σεζάν.
Κι αὐτὴ ἡ αὐθεντικότητα εἶναι ποὺ προσδίδει στὸ ἔργο του αὐτὴ τὴν τόσο δυνατὴ πα-
ρουσία, αὐτὸ τὸ ἤρεμο κύρος. Δίχως νὰ τὸ ἀντιλαμβανόμαστε, ὅταν κοιτάζουμε ἕναν πί-
νακα τοῦ Σεζάν, ὑφιστάμεθα τὴν ἐπίδραση αὐτῆς τῆς αὐθεντικότητας, τὴν πειστικὴ
δύναμη ἑνὸς ἔργου, στὸ ὁποῖο ὁ ζωγράφος ἔχει δοθεῖ μὲ τὴν ὁλότητα τῆς ὕπαρξής του.
«Ὁ ἄνθρωπος τοῦ καλοῦ ἐργάζεται ἐντός του ἀδιάλειπτα», μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ Σιτάο
ἀναφερόμενος στὸ Βιβλίο τῶν Mεταβολῶν (Ἲ Τσίνγκ), τὸ ἀρχαιότερο ἔργο τῆς κινεζικῆς
λογοτεχνίας. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ ζωγράφος ὀφείλει νὰ ἐργάζεται ἀδιάλειπτα ἐντός του ̇ νὰ ἐργά-
ζεται γιὰ νὰ ἐνδυναμώνεται, νὰ ἐκλεπτύνεται, νὰ ὁδεύει ὅλο καὶ περισσότερο πρὸς τὴν
ἀναζήτηση τοῦ ἑαυτοῦ του, τοῦ Ἑνός, ἐκείνου ποὺ τὸ ἀνθρώπινο ὂν προσδοκᾶ καὶ ποὺ
δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὸ ὀνομάσει.
Ὁ Σεζὰν δὲν ἔπαυε νὰ ἐπαναλαμβάνει: «Πρέπει νὰ ἐργάζεται κανείς, πρέπει νὰ ἐργά-
ζεται». Μποροῦμε νὰ ἐπεκτείνουμε τὴ σκέψη του προσθέτοντας: νὰ ἐργάζεται πάνω στὸν
καμβὰ γιὰ νὰ ἐργάζεται ἐντός του ̇ γιὰ νὰ εἶναι ὅλο καὶ πιὸ ἐλεύθερος, πιὸ εὐρύς, πιὸ
πλούσιος, καλύτερα ὁπλισμένος, καλύτερα ἐπικεντρωμένος ̇ γιὰ νὰ ζεῖ σὲ ὅλο καὶ στενό-
τερη σχέση μὲ τὸν ἑαυτό του ̇ γιὰ νὰ προσεγγίζει ὅλο καὶ περισσότερο αὐτὸ τὸ ἀπόλυτο,
τὸ ἀδιάκοπα καὶ ὀδυνηρὰ ἐπιδιωκόμενο ̇ γιὰ νὰ ζεῖ στὸ ἔπακρο τοῦ ἑαυτοῦ του καί, μέσα
σὲ ἀκραία ἔνταση, νὰ συλλαμβάνει καὶ νὰ ἀπεικονίζει τὸ ἀπείρως λεπτοφυές.
Εἴδαμε, ἐλπίζω, πὼς οἱ σκέψεις τοῦ Σιτάο καὶ τοῦ Σεζὰν συμπίπτουν, ἐπιβεβαιώνονται,
παραπέμπουν στὴν ἴδια ἐμπειρία. «Ἡ τέχνη εἶναι θρησκεία», παρατηροῦσε ὁ Σεζάν.
«Στόχος της εἶναι ἡ προαγωγὴ τῆς σκέψης».
Ὁ βίος τοῦ Σεζὰν δὲν ὑπῆρξε παρὰ ἀπαιτήσεις, πάθος, πειθαρχία, πυρετώδης ἐργασία ̇
ἕνας βίος ποὺ ἡ πεμπτουσία του συμπυκνώθηκε σ’ ἕνα ἔργο μεστό, αὐστηρό, μνημειῶδες.
Ὁ πίνακας τὸν ὁποῖο δεχόμαστε μέσα μας δυναμοποιεῖ, ζωοποιεῖ τὴν ἐσωτερική μας
πραγματικότητα, ἐντείνει τὴ σχέση μας μὲ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὴ σχέση μας μὲ τὸν κόσμο.
Ἀλλὰ κυρίως μᾶς ἐξυψώνει, μᾶς διευρύνει, μᾶς ἀποσπᾶ ἀπὸ τὸν χρόνο, μᾶς δίνει τὴν
ἐντύπωση πὼς βιώνουμε τὸ ἄχρονο, πὼς εἰσερχόμαστε στὸ ἀκατάλυτο, στὸ ἀπεριόριστο.
Μάρτιος 2015
Σημειώσεις τοῦ μεταφραστῆ
1. Paul Cézanne (Αἲξ τῆς Προβηγκίας 1839 - 1906) ̇ γάλλος ζωγράφος ποὺ ἄσκησε μείζονα, καταλυτικὴ
ἐπίδραση σὲ ὁρισμένα ἀπὸ τὰ μεγάλα ρεύματα τῆς τέχνης τοῦ 20οῦ αἰώνα (φωβισμό, κυβισμό, ἀφαί-
ρεση).
2. Βουδισμός ̇ ἀνατολικὴ θρησκεία καὶ φιλοσοφία (Ἰνδία, Σρὶ Λάνκα, Ταϊλάνδη, Κίνα, Ἰαπωνία κ.λπ.),
ποὺ ἱδρύθηκε ἀπὸ τὸν Σιντάρτα Γκαουτάμα ἢ Σακυαμούνι (6ος-5ος π.Χ. αἰ.), τὸν ἐπονομαζόμενο Βούδα,
ὕστερα ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς φώτισης ἢ τῆς ἀφύπνισής του.
3. Νανκίνγκ ̇ πόλη τῆς Κ. Κίνας καὶ λιμάνι στὸν Γιανγκτσέ. Κατὰ περιόδους πρωτεύουσα τῆς χώρας,
ἔφτασε στὸ ἀπόγειό της ὑπὸ τοὺς Μίνγκ.
4. Pierre-Auguste Renoir (Λιμὸζ 1841 - Κὰν 1919) ̇ γάλλος ἰμπρεσιονιστὴς ζωγράφος. Ἐμπνεύστηκε
κυρίως ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη μορφὴ καὶ τὶς εὐχάριστες στιγμὲς τῆς ζωῆς. Ἀπέδωσε μὲ αἰσθησιασμὸ καὶ
ζωντάνια γυναικεῖες προσωπογραφίες καὶ γυμνά.
5. Camille Pissarro (Σαὶντ Τόμας, Ὀλλανδικὲς Ἰνδίες 1830 - Παρίσι 1903) ̇ γάλλος ζωγράφος, ἀπὸ
τοὺς γνωστοὺς δημιουργοὺς τοῦ ἰμπρεσιονισμοῦ.
6. Tiziano Vecelli (Πιέβε ντὶ Καντόρε, Βένετο 1488/90 - Βενετία 1576) ̇ ὁ μεγαλύτερος βενετσιάνος
ζωγράφος τοῦ 16ου αἰώνα. Ἄσκησε τεράστια ἐπιρροὴ στὴν εὐρωπαϊκὴ ζωγραφική.
7. Il Veronese, προσωνύμιο τοῦ Paolo Caliari (Βερόνα 1528 - Βενετία 1588) ̇ ἰταλὸς ζωγράφος ἀπὸ
τοὺς μεγάλους δασκάλους τῆς Ἑνετικῆς Σχολῆς. Τὰ ἔργα του, συνήθως τεράστιες συνθέσεις, χαρακτη-
ρίζονται ἀπὸ τὴν ἀπόδοση τῆς κίνησης καὶ τὸν πλοῦτο τῶν φωτεινῶν χρωματικῶν τόνων.
7
Πὼλ Σεζάν, «Νεκρὴ φύση μὲ μῆλα καὶ πορτοκάλια» (1899),
Musée d’Orsay, Παρίσι.
Σιτάο, «Μπαμπού» (1656-1707), σινικὴ μελάνη
καὶ ὑδρόχρωμα, Δημόσιες Συλλογὲς
τῶν Κινεζικῶν Μουσείων.
8. Nicolas Poussin (Βιγέ, κοντὰ στὸ Ἀντελὺ 1594 - Ρώμη 1665) ̇ ὁ σημαντικότερος γάλλος ζωγράφος
τοῦ 17ου αἰώνα, ὁ ὁποῖος ἐπηρέασε σημαντικὰ τὴν κλασικὴ ζωγραφικὴ τοῦ 17ου καὶ τοῦ 18ου αἰώνα.
Στὸ ἔργο του ἀκολούθησε ἕναν φιλοσοφικὸ κλασικισμό, ὅλο καὶ πιὸ ἀπέριττο. Οἱ τελευταῖες τοπιογρα-
φίες του ἐκφράζουν ἔντονο λυρισμό.
9. Cartesius ἢ Descartes (Λὰ Αἲ 1596 - Στοκχόλμη 1650) ̇ γάλλος φιλόσοφος, μαθηματικὸς καὶ φυσι-
κός.
10. Ταϊοσμός ̇ λαοφιλὴς θρησκεία τῆς Κίνας ποὺ ἐμπνέεται ἀπὸ δόγματα τοῦ Λάο-τσὲ (6ος π.Χ. αἰ.),
καὶ ἀπὸ τοπικὲς ἀρχαῖες παραδόσεις. Σύμφωνα μὲ τὸν Λάο-τσέ, ὁ πιστὸς ὀφείλει νὰ μάθει νὰ ἑνώνεται
μὲ τὸ Τάο, δηλαδὴ μὲ τὴν «ὁδό», ποὺ εἶναι ταυτόχρονα ἡ ἀρχέγονη ἀρχὴ ποὺ διέπει τὸ Σύμπαν καὶ ὁ
παράγοντας τῶν ἄπειρων μετασχηματισμῶν του. Παρότι κατὰ καιροὺς ὑπέστη διώξεις, ὁ Ταοϊοσμὸς
ἐπηρέασε γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα τὸν κινεζικὸ πολιτισμό.
11. Κομφουκιανισμός (ἢ Κομφουκισμός) ̇ ἡ φιλοσοφία τοῦ Κομφούκιου (περ. 551-479 π.Χ.), κινέζου
λογίου, καὶ τῶν μαθητῶν του. Κύριο μέλημά του ἦταν ἡ ἐπικράτηση τῆς τάξης στὸ κράτος μέσω τῆς
διαπαιδαγώγησης τῶν ἀνθρώπων μὲ τὶς ἀρχὲς τῆς ἀρετῆς.
12. Ἲ Τσίνγκ (Τὸ Βιβλίο τῶν Μεταβολῶν) ̇ ἐγχειρίδιο μαντείας, τὸ ἀρχαιότερο κλασικὸ κείμενο τῆς
κινεζικῆς μεταφυσικῆς, ἀπὸ τὰ κλασικὰ ἔργα τοῦ Κομφουκιανισμοῦ.
*Ὁ γάλλος ποιητής, πεζογράφος καὶ δραματουργὸς Σὰρλ Ζυλιὲ (Charles Juliet)
γεννήθηκε στὶς 30 Σεπτεμβρίου 1934 στὴν πόλη Jujurieux, στὸ νομὸ Αἲν τῆς
ἀνατολικῆς Γαλλίας. Τὸ 2013 τιμήθηκε μὲ τὸ Βραβεῖο Goncourt γιὰ τὴν
ποίηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου