«Le Monde diplomatique»
Ουγγαρία: Ακροδεξιά και ντεσιμπέλ
Δημοσιογράφος της «Le Monde diplomatique».
Κατερίνα Γούλα (μετάφραση)
Τι είναι η ουγγρική εθνική ταυτότητα; Ορμώμενα από τον
τρόπο με τον οποίο αναγιγνώσκουν την Ιστορία, τα δύο μεγάλα κόμματα, που
ανήκουν στη Δεξιά, την ορίζουν το καθένα με τον δικό του τρόπο. Τα
πολιτικά και κοινωνικά προγράμματά τους αντλούν έμπνευση από την
ταυτότητα αυτή προκειμένου να προτείνουν ένα σύνολο αξιών, που βρίσκουν
την έκφρασή τους σε μια «αντικουλτούρα» –από ροκ συναυλίες μέχρι ιππικές
επιδείξεις.Ξυρισμένο κεφάλι ή μακριά μαλλιά σε στιλ Κόναν ο Βάρβαρος, μπλουζάκια με γοτθικά μοτίβα, ζώνες φυσιγγίων και τεράστια δαχτυλίδια με νεκροκεφαλές, τατουάζ χτυπημένα πάνω σε γυμνασμένους δικέφαλους, ένα κουτάκι μπύρας στο χέρι: οι «μεταλλάδες» δεν γνωρίζουν σύνορα. Έδωσαν μαζικά το παρών, ετούτη τη βραδιά στα μέσα του Αυγούστου του 2016, σε μια μικρή πόλη κοντά στη λίμνη Μπάλατον της Ουγγαρίας, για μια συναυλία που δόθηκε σε εξωτερικό χώρο, σε ένα τεράστιο αμφιθέατρο χτισμένο δίπλα σε μια μεγάλη αίθουσα με τζαμαρίες, όπου κάποιος μπορεί να αγοράσει σουβενίρ του συγκροτήματος και βεβαίως… μπύρες. Όπως παντού. Μόνο που στην συγκεκριμένη συναυλία υπήρχαν περισσότερες οικογένειες απ’ ό,τι συνήθως και πάνω στα μπλουζάκια συχνά ήταν τυπωμένοι χάρτες, που με την πρώτη ματιά δεν φαίνονταν καθόλου γνώριμοι, και κάτι μυστήρια γράμματα, τα οποία στη συνέχεια μάθαμε ότι είναι ρουνικά σύμβολα. Περίπου οκτακόσια άτομα βρέθηκαν εκεί για να παρακολουθήσουν τη συναυλία ενός συγκροτήματος «πατριωτικού ροκ», με την ουγγρική ονομασία Kárpátia. Στο βάθος της σκηνής βρίσκεται η εικόνα του σκελετού ενός πουλιού, το οποίο παραπέμπει σε εραλδικό αετό, στην πραγματικότητα όμως αναπαριστά το «τουρούλ», το μυθολογικό πουλί που σύμφωνα με τον θρύλο ακολουθούσε τους Μαγυάρους όταν εκείνοι κατακτούσαν τις κοιλάδες του Δούναβη.
Το συγκρότημα καταφθάνει. Κιθάρες, μπάσο, τύμπανα: κλασική σύνθεση. Τα τραγούδια είναι σύντομα, ιδανικά για να ξεσηκώνουν το πλήθος. Ο Γιάνους Πέτρας, τραγουδιστής και μπασίστας, με ξυρισμένο κεφάλι και περήφανο μουστάκι, γεμίζει τη σκηνή με την αυτοπεποίθηση ενός σταρ. Ο κιθαρίστας ανεμίζει τη μακριά χαίτη του. Το κοινό κάνει μέσα σε παροξυσμό το σήμα του διαβόλου, υψώνοντας τον δείκτη και το μικρό δάχτυλο, κλασικό σημάδι επιδοκιμασίας του κοινού στις μέταλ συναυλίες. Τίποτε το παράδοξο δεν θα υπήρχε, αν ξαφνικά δεν άρχιζαν να ξεδιπλώνονται σημαίες, θέαμα το οποίο έχουμε συνηθίσει στους ποδοσφαιρικούς αγώνες. Μικρές, που μερικές φορές τις κρατούν παιδιά, και τεράστιες, που κυματίζουν με μεγαλοπρέπεια. Οι περισσότερες είναι μάλλον αινιγματικές, δεδομένου ότι δεν θυμίζουν την εθνική σημαία. Άλλες πάλι της μοιάζουν αλλά, εκτός από τις οριζόντιες ρίγες κόκκινου, λευκού και πράσινου χρώματος, το κέντρο τους στολίζουν δύο άγγελοι που φέρουν ένα οικόσημο. Πρόκειται για τη σημαία του Βασιλείου της Ουγγαρίας (βλ. χάρτες).
Άλλες σημαίες παρουσιάζουν διάφορες παραλλαγές κόκκινων και λευκών οριζόντιων ριγών, ένα θέαμα το οποίο συνήθως είναι αρκετό για να βγάλει από τα ρούχα του όποιον πολίτη δεν τρέφει και μεγάλη συμπάθεια για την πιο έξαλλη ακροδεξιά. Διότι τα χρώματα αυτά, τα οποία παραπέμπουν στη δυναστεία των Αρπάντ, ιδρυτών του Βασιλείου, χρησιμοποιούνται από εκείνους που διατείνονται ότι είναι οι μόνοι «αληθινοί Ούγγροι» –και φυσικά ήταν τα χρώματα των Σταυρωτών Βελών, ενός κινήματος που ιδρύθηκε το 1939, ουγγρική ενσάρκωση του ναζισμού, το οποίο, όντας στην εξουσία από τον Οκτώβριο του 1944 έως τον Μάρτιο του 1945, συνεργάστηκε με πάθος για την εξολόθρευση πληθυσμών, ιδιαίτερα των Εβραίων: μισό εκατομμύριο Εβραίοι εκτελέστηκαν ή μεταφέρθηκαν στο Άουσβιτς. Όμως, τα πιο μυστηριώδη λάβαρα είναι τα γαλάζια με τις κίτρινες ρίγες, κομψότατα, τα οποία φέρουν έναν ήλιο και μια ημισέληνο. Το μυστήριο θα παραμείνει άλυτο μέχρι λίγο πριν από το τέλος της συναυλίας.
Η ατμόσφαιρα είναι ταυτόχρονα φιλική και εξημμένη. Έχουμε την ξεκάθαρη αίσθηση ότι ακούμε διαρκώς το ίδιο τραγούδι, πολεμοχαρές αλλά χορευτικό, αν και η κιθάρα επιδίδεται τακτικά σε λυρικά σόλο. Το πραγματικό σόου δίνεται από το κοινό, το οποίο ξελαρυγγιάζεται επαναλαμβάνοντας ρυθμικά τα ρεφρέν. Οι Kárpátia είναι φαινόμενο. Εξαιρετικά δημοφιλές (δίνει μια εκατοστή συναυλίες τον χρόνο), το συγκρότημα, που δημιουργήθηκε το 2003, απαιτεί «δικαιοσύνη για την Ουγγαρία» –ο τίτλος ενός από τα άλμπουμ του. Καταγγέλλει με τον τρόπο αυτό τη Συνθήκη του Τριανόν, η οποία, στις 4 Ιουνίου του 1920, επισφράγισε τον διαμελισμό του βασιλείου: η Ουγγαρία έχασε τότε τα δύο τρίτα της επικράτειάς της και τα τρία πέμπτα του πληθυσμού της.
Οι Kárpátia υμνούν τη φαντασίωση μιας «καθαρής» χώρας
Σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, θα περίμενε κανείς το σοκ –αναμφίβολα ισχυρό– να έχει ξεπεραστεί: κι όμως, όχι. Ο Γιάνους Πέτρας ανακαλεί επί σκηνής ένα τραγούδι που του τραγουδούσε η μητέρα του, Η Μεγάλη Ουγγαρία ήταν ο παράδεισος, και τότε το όνομα της μπάντας μάς θυμίζει ξαφνικά ότι τα Καρπάθια ήταν κάποτε ουγγρικά. Ξαφνικά καταλαβαίνουμε καλύτερα μερικά από τα σχέδια πάνω στα μπλουζάκια των ακροατών: αναπαριστούν εκείνη την αλλοτινή Ουγγαρία. Και όταν όλη η αίθουσα, στο άκουσμα των δύο πρώτων συγχορδιών, πετάγεται πάνω σαν ένας άνθρωπος, έξαφνα ακινητοποιημένη με μια εντυπωσιακή επισημότητα, νομίζουμε για μια στιγμή ότι η μπάντα παίζει τον εθνικό ύμνο. Λάθος. Παίζει τον ύμνο της Τρανσυλβανίας, μιας περιοχής στην καρδιά των Καρπαθίων η οποία σήμερα ανήκει στη Ρουμανία. Έναν πλασματικό ύμνο, βγαλμένο από μια λαϊκή οπερέτα, που όλοι ωστόσο γνωρίζουν, ακόμα και χωρίς να είναι φαν των Kárpátia. Η περίφημη γαλάζια και κίτρινη σημαία είναι λοιπόν η σημαία της χαμένης Τρανσυλβανίας… Ο Γιάνους Πέτρας υπενθυμίζει, καμαρώνοντας σχεδόν, ότι στους Kárpátia απαγορεύεται να δίνουν συναυλίες στις περισσότερες χώρες της πρώην «ιστορικής Ουγγαρίας». Είναι εντυπωσιακό πώς μια ροκ συναυλία μετατρέπεται σε πολιτική συγκέντρωση. Το γεγονός ότι ένας ένθερμος πατριωτισμός αυτού του είδους συγκεντρώνει ένα κοινό τριαντάρηδων που έχουν όλα τα μοντέρνα χαρακτηριστικά της άνεσης και της χαλαρότητας προκαλεί μια έκπληξη της ίδιας τάξης με εκείνη που προξενεί η επιλογή της Φριζίντ Μπαρζό (1) ως εκπροσώπου του «Manif pour tous» (Διαδήλωση για όλους) στη Γαλλία.
Ο Γιάνους Πέτρας τραγουδά επίσης, με τον ίδιο δυναμισμό, την εξέγερση του 1956, για να εξυμνήσει το θάρρος εκείνων που αντιτάχθηκαν στην «κομμουνιστική δικτατορία» και τιμά τη μνήμη των ηγετών των Σταυρωτών Βελών, οι περισσότεροι εκ των οποίων εκτελέστηκαν για προδοσία μετά τη νίκη του Κόκκινου Στρατού. Το κοινό πάλλεται σαν ένα σώμα. Προφανώς κανείς δεν ενοχλείται με εκείνους που επέτρεψαν ένας στους τρεις Εβραίους που στάλθηκαν στο Άουσβιτς να είναι Ούγγρος. Δεν ακούγεται ούτε μία αντίρρηση στην αίθουσα, μολονότι οι Kárpátia ούτε μιλούν με υπαινιγμούς ούτε κρατούν μυστικές τις πεποιθήσεις τους. Η αγάπη της πατρίδας βασίζεται εδώ στην «ουγγριστική» αντίληψη του έθνους που υποστήριζαν τα Σταυρωτά Βέλη –μια μέρα Ούγγρος, για πάντα Ούγγρος– και συνοδεύεται από βαθύ μίσος κατά των «μη Ούγγρων»: του διεθνιστή κομμουνιστή, πιο έμμεσα του Εβραίου και γενικότερα του ξένου, συμπεριλαμβανομένου του εκπροσώπου του φιλελευθερισμού που εισάγει ξένα προϊόντα και αξίες στην «ουγγρικότητα».
Διότι ο Γιάνους Πέτρας αποτίνει φόρο τιμής στην αρχαϊκή Ουγγαρία, μια χώρα φαντασιακά «αγνή», κατοικημένη από απόγονους πολεμιστών βαθιά δεμένων με μια γη που κέρδισαν με τη δύναμη των όπλων. Στη Βουδαπέστη λέγεται περήφανα ότι κανένα κτίριο δεν υπερβαίνει τα 96 μέτρα, σαν φόρος τιμής στο έτος 896, όταν η συνομοσπονδία των μαγυάρικων φυλών νίκησε τους προκατόχους της και εγκαταστάθηκε στην κοιλάδα του Δούναβη, στην Παννονία, υπογράφοντας έτσι την κατάκτηση –η οποία στα ουγγρικά ονομάζεται «κατάληψη της πατρίδας»… Είναι σημαντικό να διατηρηθούν οι προγονικές αξίες αυτού του «εκλεκτού» λαού και τα σύμβολά του: το «τουρούλ», προς τιμήν του οποίου έχουν ανεγερθεί αγάλματα παντού όπου υπάρχουν ουγγρικές μειονότητες, από τη Ρουμανία ώς την Αυστρία, περνώντας από την Ουκρανία· το ρουνικό αλφάβητο, που χρησιμοποιούνταν μέχρι το 1850 σε ορισμένες περιοχές και το οποίο συναντάμε σήμερα στις πινακίδες οδικής σήμανσης ακροδεξιών δήμων· αλλά και η χριστιανική θρησκεία, που σχετίζεται με τον Στέφανο Α’, ιδρυτή το έτος 1000 του βασιλείου του οποίου έμελλε να γίνει ο πολιούχος μετά την αγιοποίησή του.
Πρόκειται για ένα ιερό μείγμα για αυτό το ροκ εθνικής ταυτότητας, που προωθήθηκε από το βραχύβιο, αλλά με ισχυρή επιρροή Radio Pannon (έτος δημιουργίας: 2000), του οποίου οι Kárpátia δεν είναι ο μοναδικός εκπρόσωπος. Οι Romantikus Eröszak, για παράδειγμα, ανήκουν στον ίδιο αστερισμό. Μέσα από τη μουσική τους διηγούνται και αυτοί μια συγκεκριμένη εκδοχή της Ιστορίας: «Το όνειρό μου είναι η Ουγγαρία, έτσι όπως υπάρχει εδώ και αιώνες, ανεξάρτητη, ισχυρή, να την διοικούν Ούγγροι και να λειτουργεί σε καθεστώς αυτοδιαχείρισης (2)», λέει ο τραγουδιστής, τον λαιμό του οποίου κοσμεί ένα τατουάζ «Ζήτω η πατρίδα». Το όνομα της μπάντας, «Ρομαντική βία», είναι αρκετά αντιπροσωπευτικό μιας ευαισθησίας κοινής σε αυτό το κίνημα. Και αν η βία εμφανίζεται ξεκάθαρα ως μέσο διεκδίκησης για τη ρήξη με την ισχύουσα τάξη πραγμάτων, είναι ίσως λίγο πιο δύσκολο να της αποδώσουμε αυθόρμητα οποιονδήποτε ρομαντισμό. Ωστόσο, φαίνεται ότι αυτός ο φρενήρης και χορευτικός εθνικισμός εκφράζει ένα ιδανικό. Πάνω σε ένα φόντο νοσταλγίας, χρησιμοποιώντας όμως μοντέρνα γλώσσα, εκφράζεται ένας πόθος για ηρωισμό, για επιστροφή στις ανδροπρεπείς αξίες, οι οποίες ενώνουν μια κοινότητα αδελφών έτοιμων, προκειμένου να τις υποστηρίξουν, να ριχτούν στη μάχη, ιδεολογική ή όποια άλλη.
Σε όλα αυτά διαφαίνεται μια τρανταχτή απουσία: το κοινωνικό ζήτημα. Διαφαίνεται και μια σχέση με την Ιστορία που έχει την τάση να θεωρεί «Κατοχή» μόνο την περίοδο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ουγγαρίας και όχι εκείνη των στρατιών του Ράιχ, από το 1944, λησμονώντας παράλληλα τις δύο μεγάλες περιόδους κατά τη διάρκεια των οποίων η χώρα διετέλεσε υπό την κυριαρχία αρχικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έπειτα της Βιέννης.
Η εμμονή με το «Τριανόν» μοιάζει να κερδίζει τόσο μεγαλύτερη υποστήριξη όσο περισσότερο αμφιλεγόμενη είναι. Διότι ο στρατηγός Μίκλος Χόρτυ, αντιβασιλέας από το 1920 έως το 1944, σύμμαχος του Άξονα, ήταν εκείνος που επαναδιαπραγματεύθηκε τη συνθήκη με τον Αδόλφο Χίτλερ και τον Μπενίτο Μουσολίνι, προκειμένου να «επανεντάξει» το 1940 ένα τμήμα των εδαφών που το 1918 έγιναν ρουμανικά. Οι επικράτειες αναδιανεμήθηκαν μετά τον πόλεμο και, επί κομμουνισμού, δεν ξανατέθηκε το θέμα της Συνθήκης του Τριανόν. Τα αυτοκόλλητα όμως που αναπαριστούν τη Μεγάλη Ουγγαρία (1867-1918) αφθονούν στα πίσω τζάμια των αυτοκινήτων, οι ιδιοκτήτες των οποίων δεν ανήκουν απαραίτητα στον χώρο της Ακροδεξιάς.
Εκείνο που επίσης εκφράζεται στις συγκεκριμένες εκδηλώσεις είναι η απόρριψη μιας άλλης κατοχής, πολύ πιο πρόσφατης: της καπιταλιστικής. Η Μεγάλη Ουγγαρία υπενθυμίζει μια εποχή, βεβαίως φαντασιακή αλλά με μεγάλη δύναμη υποβολής, εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η χώρα έχει υποστεί βαριά πλήγματα από το «άνοιγμά» της στη Δύση. Η σοσιαλιστική-φιλελεύθερη συμμαχία που ανέλαβε την εξουσία τη δεκαετία του 1990 υπάκουσε δίχως τον παραμικρό ενδοιασμό στις απαιτήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και εδραίωσε μια άτεγκτη δημοσιονομική αυστηρότητα. Η ανεργία αυξήθηκε καλπάζοντας και το 2004, έτος προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το 80% των μεγάλων επιχειρήσεων ήταν υπό ξένη ιδιοκτησία, όπως ακριβώς και το 80% των τραπεζών. Αν σε τούτο το ξεπούλημα της χώρας προσθέσουμε τις σκανδαλώδεις ιστορίες διαφθοράς, φαίνεται ξεκάθαρα ότι οι αριστερές ελίτ δεν καταφέρνουν κάτι παραπάνω από το να υποκινούν σε μεγάλο βαθμό την περιφρόνηση και τη δυσπιστία, όπως ακριβώς και οι υποσχέσεις ευτυχίας που συνδέονταν με τη φιλελευθεροποίηση των αγορών.
«Αγαπητοί απόγονοι του Αττίλα»
Όταν το Fidesz –Ουγγρική Ένωση Πολιτών, το κόμμα του αρχηγού της κυβέρνησης Βίκτορ Όρμπαν– συντάσσεται με την εικονοποιία των Kárpátia (3), υιοθετεί φυσικά και αυτές τις απορρίψεις. Το 2010, καταλαμβάνοντας ξανά την εξουσία μετά από οκτώ χρόνια απουσίας, δεν αρκέστηκε απλά στη θέσπιση της 4ης Ιουνίου, επετείου της υπογραφής της Συνθήκης, ως «ημέρας εθνικής συνοχής»: διευκρίνισε ότι ο εορτασμός αυτός αποσκοπούσε στην ενδυνάμωση της «εθνικής ταυτότητας». Έχει και καλύτερο: αποφάσισε να εκχωρήσει την ουγγρική υπηκοότητα στις μειονότητες ουγγρικής καταγωγής που ζουν σε περιοχές οι οποίες άλλοτε ανήκαν στη Μεγάλη Ουγγαρία, δηλαδή σε περίπου δύο με τρία εκατομμύρια ανθρώπους. Δεν αρκείται μόνο να φλερτάρει με τον αλυτρωτισμό: προωθεί την απονομή της υπηκοότητας με βάση την εθνοτική καταγωγή και επικαλείται τη δημιουργία μιας «ουγγρικής Ευρωπεριοχής», ανασταίνοντας το όνειρο των «ενωμένων χωμάτων της Ουγγαρίας» που διακήρυσσαν με πάθος τα Σταυρωτά Βέλη. Σε αυτό το πάθος με την «ουγγρικότητα» προσθέτει την άρνηση των ξένων (δηλαδή ευρωπαϊκών) νόμων, εκθειάζει τον «οικονομικό πατριωτισμό» και τον «αφιλελευθερισμό» (4). Πρεσβεύει τέλος έναν σθεναρό αντικομμουνισμό, που τον ωθεί να δοξάζει τους «μάρτυρες» της εξέγερσης του 1956 στη Βουδαπέστη…
Φαντάζει επομένως απολύτως φυσιολογικό ότι ο Γιάνους Πέτρας παρασημοφορήθηκε από την κυβέρνηση του Όρμπαν. Άλλο βέβαια ότι συνέθεσε τον ύμνο μιας παραστρατιωτικής πολιτοφυλακής που ιδρύθηκε το 2007 και διαλύθηκε το 2009, μετά από τη δέουσα απαγόρευση –αλλά και με απόλυτη ανοχή στη δράση της. Αυτή η Magyar Gárda (Μαγυάρικη Φρουρά), υπό την προεδρία του Γκάμπορ Βόνα, του ηγέτη του ακροδεξιού κόμματος Jobbik, ήταν αφιερωμένη στην προστασία των παραδόσεων, του εθνικού πολιτισμού… και του πληθυσμού. Στόχο είχε, σύμφωνα με το καταστατικό της, να «υπερασπιστεί σωματικά, πνευματικά και διανοητικά την ανυπεράσπιστη Ουγγαρία».
Η τιμητική διάκριση που δόθηκε στον Γιάνους Πέτρας απεικονίζει στην εντέλεια την εγγύτητα των ευαισθησιών μεταξύ Jobbik και Fidesz. Τα σημεία όμως που τονίζουν κατά τον ορισμό της ουγγρικής ταυτότητας είναι κάπως διαφορετικά για το καθένα. «Αγαπητοί απόγονοι του Αττίλα»: έτσι προτιμά να απευθύνεται ο Βόνα στους ψηφοφόρους του, οι οποίοι του χάρισαν το 20,5% των ψήφων στις βουλευτικές εκλογές του 2014. Το φεστιβάλ Kurultáj, η πρώτη διοργάνωση του οποίου, το 2010, έλαβε χώρα στο Καζακστάν, έχει ως αντικείμενο τη συνένωση των υποτιθέμενων απογόνων του βασιλιά των Ούννων (5). Το Kurultáj, «συνάντηση των φυλών» (μετάφραση του τουρκικής προέλευσης όρου), λαμβάνει πλέον χώρα κάθε χρόνο τον Αύγουστο, σε απόσταση 120 χιλιομέτρων από τη Βουδαπέστη, κοντά στο Μπουγκάτς, στη μεγάλη πεδιάδα –την puszta– και φιλοξενεί για τρεις ημέρες δώδεκα έθνη, είκοσι επτά εθνοτικές ομάδες και 250.000 θεατές «στη μεγαλύτερη παραδοσιακή εκδήλωση της Ευρώπης» (6). Ο αντιπρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης στηρίζει την εκδήλωση, η οποία, κατά τα λεγόμενά του, αποσκοπεί στην ανάπτυξη μιας αίσθησης αδελφοσύνης ανάμεσα στους λαούς τουρκομογγολικής καταγωγής, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν και οι Ούννοι.
Για να φτάσεις στο φεστιβάλ, πρέπει να διανύσεις με τα πόδια ένα μακρύ μονοπάτι που διασχίζει ένα δάσος. Κοντά στην είσοδο, παρκαρισμένες Harley-Davidson. Είναι πιθανόν τα μέλη του συλλόγου Goj Motorosok, ή αλλιώς οι «μηχανόβιοι γκογίμ» (7), να συμμετέχουν κι αυτοί στη γιορτή. Γιατί «γκογίμ»; Έτσι, για πλάκα, απάντησε ο ιδρυτής τους, που φοράει ένα κρεμαστό κόσμημα με την αναπαράσταση της Μεγάλης Ουγγαρία και συνήθως κυκλοφορεί με ένα μπουφάν διακοσμημένο με το «άγιο στέμμα» του Στέφανου Α’. Ο σύλλογος προτείνει εκδρομές με μοτοσικλέτες και προβλέπει μάλιστα και μια περιοδεία στη μνήμη της Συνθήκης του Τριανόν… Οι Goj Motorosok είναι διάσημοι και συχνά επιστρατεύονται για τη φύλαξη των πολιτικών ανδρών.
Μπαίνουμε, δωρεάν, στον χώρο του φεστιβάλ υπό το αυστηρό βλέμμα ενός τεράστιου Αττίλα, το βλοσυρό πορτρέτο του οποίου δεσπόζει σε ένα ευρύχωρο πλάτωμα. Σκόνη και ζέστη –το καλοκαίρι η θερμοκρασία μπορεί να φτάσει τους 40 βαθμούς. Και μας κυριεύει κάτι σαν ίλιγγος. Διότι λίγο-πολύ παντού, ανάμεσα στα μισάνοιχτα γιουρτ (8) με τα χρωματιστά χαλιά και στα περίπτερα όπου μπορείς να αγοράσεις μογγολικά σουβενίρ και τόξα παραδοσιακού τύπου, κυκλοφορούν άνδρες καλυμμένοι με περιδέραια, με βραχιόλια, με φυλαχτά, επιδεικνύοντας κεντητά γιλέκα, τουνίκ με ρωσικό γιακά, φαρδιά λευκά παντελόνια, μακριά δερμάτινα παλτά, σκούφους στολισμένους με πετράδια, γούνες, ακόμη και μεταλλικούς θώρακες ή δέρματα ζώων πάνω στον γυμνό κορμό τους. Μαλλιά συχνά μακριά, σκουλαρίκια, τατουάζ και αγέρωχα μουστάκια. Λίγοι είναι ντυμένοι «με πολιτικά»: βαδίζουμε ανάμεσα σε αναβιώσεις των νομάδων κατακτητών. Οι γυναίκες φορούν παραδοσιακές φούστες ή ακολουθούν τη μόδα «Bocskai», από το όνομα του πρίγκιπα της Τρανσυλβανίας που ηγήθηκε της εξέγερσης εναντίον των Αψβούργων στις αρχές του 17ου αιώνα.
Ένας επαναλαμβανόμενος θόρυβος μας κάνει κάθε τόσο να αναπηδούμε. Μοιάζει με πυροβολισμούς –κι όμως, είναι απλώς χτυπήματα με μαστίγιο. Ένα πολύ μακρύ μαστίγιο, προφανώς δύσκολο στον χειρισμό, περισσότερο όπλο παρά εργαλείο, και το οποίο κραδαίνουν ρυθμικά πολλά άτομα μαζί. Κρουστά παντού, κυρίως τύμπανα: η ατμόσφαιρα είναι εκστατική.
Το γιουρτ πάνω στο οποίο δεσπόζει μια μεγάλη φωτογραφία του Ατατούρκ φαίνεται κλειστό. Σε ένα άλλο εκτίθενται τα μεγαλύτερα σκυλιά του κόσμου (ιρλανδικά). Σε ορισμένα άλλα όμως δεν μπαίνει οποιοσδήποτε. Όταν παίρνουμε θέση μπροστά σε ένα από εκείνα που υποτίθεται ότι δέχονται θεατές, το παραπέτασμα κατεβαίνει και ο υπεύθυνος για την υποδοχή μάς ρωτάει τι ακριβώς θέλουμε να δούμε. Εμείς απαντάμε με κέφι ότι θέλουμε να μπούμε ακριβώς επειδή δεν ξέρουμε τι θα δούμε. Η απάντηση που παίρνουμε είναι ότι για τον ίδιο αυτό λόγο δεν πρόκειται να μας επιτραπεί η είσοδος. Καλώς…
Βλέπουμε παντού να κυκλοφορούν πολλοί αστυνομικοί και άνδρες στα μαύρα, τα μοναδικά χρώματα των οποίων είναι η κόκκινη-λευκή-πράσινη ταινία πάνω στο σακάκι τους: θυμίζουν σκανδαλωδώς τη Magyar Gárda. Σχεδόν παντού κυματίζουν σημαίες. Εδώ, συναντάς αναμεμειγμένους Ουιγούρους, Τουρκμένιους, Τσουβάς, Τούρκους, Κιργίζιους, Γιακούτ… Το πλήθος αποτελεί από μόνο του θέαμα, αλλά το πλήθος αυτό έχει συρρεύσει και για το πρόγραμμα του φεστιβάλ, που εκτείνεται από την κεντρική σκηνή ώς το «πεδίο της μάχης»: για τον κύκλο των σαμάνων υπό τον ήχο των τυμπάνων, για τις γκάιντες της παραδοσιακής ουγγρικής μουσικής, για τις μονομαχίες με σπάθες, για τις ιππικές επιδείξεις κ.λπ. Και φυσικά για τις διεθνείς διαλέξεις πάνω στο θέμα των ευρασιατικών νομαδικών πολιτισμών.
Όλα αυτά διότι το Kurultáj είναι μια συμπύκνωση «τουρανισμού»: ο όρος αναφέρεται αρχικά στην ουραλοαλταϊκή γλωσσική οικογένεια (τουρκικές, ουγγρικές, φινλανδικές γλώσσες) και στη συνέχεια σε μια πολιτική ιδεολογία η οποία προτάσσει την πρωτοκαθεδρία των δεσμών μεταξύ των λαών που κατάγονται από την Κεντρική Ασία. Το ρεύμα αυτό αναπτύχθηκε μεταξύ των δύο παγκόσμιων πολέμων και τροφοδοτούσε τον ουγγρισμό των Σταυρωτών Βελών (9). Σήμερα, το Jobbik είναι ο κύριος εκπρόσωπός του. Δύο από τους ηγέτες του διαθέτουν εταιρεία ρούχων και αξεσουάρ με αρχαϊστικά μοτίβα. Οι οπαδοί του άλλωστε διατηρούν ένα κιόσκι στο φεστιβάλ.
Το να αυτοπροσδιορίζεσαι ως εγγονός του Αττίλα, ο οποίος εγκαθίδρυσε μια αυτοκρατορία από την Κεντρική Ασία έως την Κεντρική Ευρώπη τον 5ο αιώνα και πέθανε στη μάχη εναντίον των Ρωμαίων, αδυνατίζει τη μοναδικότητα της εθνικής ταυτότητας και είναι εξ ορισμού κάπως διαφορετική από εκείνη που υιοθετεί το Fidesz. Ασφαλώς, το νέο Σύνταγμα του 2011 που ψήφισε ο Όρμπαν επίσης περιγράφει το έθνος με πολιτισμικούς όρους: εκεί όμως λαμβάνεται ως σημείο αναφοράς της ενότητάς του το άγιο στέμμα των Ούγγρων βασιλιάδων, ενώ ο Χριστιανισμός και η οικογένεια τίθενται ως πυλώνες της κοινωνίας.
Το Jobbik (Κίνημα για μια Καλύτερη Ουγγαρία), το οποίο ορίζεται λιγότερο ως κόμμα και περισσότερο ως «κοινότητα», σύμφωνα με έναν από τους ηγέτες του, τον Γκιόργκι Σιλάγκι, διακηρύσσει κι αυτό ότι είναι χριστιανικό. Φαίνεται όμως ότι οι ψηφοφόροι και η κουλτούρα του είναι μάλλον νεοπαγανιστικά, ευαίσθητα σε μια πνευματικότητα συνδεδεμένη με μαγικές και προγονικές δυνάμεις του πνεύματος της Φύσης. Ομοίως, αποστρέφει το πρόσωπό του από τη «Δύση», η οποία πρόδωσε την Ουγγαρία με τη Συνθήκη του Τριανόν, για να προσεγγίσει τους «φυσικούς» συμμάχους του, που βρίσκονται κοντά στις υποτιθέμενες εθνικές ρίζες: τους λαούς της Ασίας. Επιπλέον, ένας από τους τρεις ευρωβουλευτές του Jobbik εξαίρει την ιδέα μιας «μεγάλης Τουρανικής συμμαχίας» μεταξύ της Ουγγαρίας και των «κόκκινων χανάτων» της Κεντρικής Ασίας –το κόμμα μάλιστα κλήθηκε στην Τουρκία από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών το 2014. Το Jobbik παραμένει εχθρικό προς τους Τσιγγάνους, όχι καθεαυτούς, όπως διευκρινίζει η ιστοσελίδα του κόμματος, αλλά επειδή τους θεωρεί θύματα κακών κοινωνικοπολιτισμικών συνθηκών, επιζήμιων για την κοινότητα… Αντιθέτως, δεν έχει τίποτε εναντίον του Ισλάμ, της «τελευταίας ελπίδας της ανθρωπότητας στο σκοτάδι της παγκοσμιοποίησης και του φιλελευθερισμού», σύμφωνα με τον Βόνα (10).
Η πορεία προς μια «καλύτερη Ουγγαρία» περνάει λοιπόν μέσα από την επιστροφή σε λιγότερο ή περισσότερο ανακατασκευασμένες παραδόσεις, βαθιά ποτισμένες με μια αντίθεση προς τη «δυτική» νεωτερικότητα, στοιχειωμένες από μεσαιωνικές φαντασιώσεις, οι οποίες θέτουν στο προσκήνιο την αρρενωπότητα, την αδελφοσύνη μεταξύ μελών του ίδιου στρατεύματος, τον ηρωισμό, τη σύνδεση με τις πρωταρχικές δυνάμεις της Φύσης. Καθισμένοι στην αυλή ενός καφενείου όπου συνερχόμαστε από το σοκ του Kurultáj, ακούμε δύο Ούγγρους καλυμμένους με τατουάζ να επιδίδονται σε έναν παθιασμένο διθύραμβο υπέρ του θρυλικού betyár, του κλέφτη που επιτίθετο σε ταξιδιώτες, τον οποίο μεταμορφώνουν σε ένα κάπως ιδιαίτερο είδος Ρομπέν των Δασών: ληστεύει τους πλούσιους, αρπάζει τις γυναίκες αλλά τις γοητεύει, καβάλα στο άλογό του είναι κατακτητής. Ένας λήσταρχος με τιμή… Στυλ και φιγούρα, παρανομία από επιλογή, ισχύς και εντιμότητα: προτερήματα που αποδίδονται έμμεσα σε όλους τους τουρανικούς ήρωες.
Το σύνθημα του Jobbik «100% Ούγγρος» υπονοεί την απόρριψη της Δύσης, του φιλελευθερισμού, της υποταγής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, για χάρη της εκ νέου ανεύρεσης μιας ταυτότητας, ουγγρικής βεβαίως, ριζωμένης όμως στον ευρασιατισμό, ισχυρής, αλληλέγγυας και πνευματικής: το σύνολο συνθέτει και αυτό ένα ρομαντικό ιδεώδες, φορέα αυθεντικότητας και ηθικής. «Δεν μπορούμε να σταματήσουμε το μέλλον», λέει στη σελίδα του στο Facebook το Jobbik, κόμμα ιδιαίτερα δημοφιλές μεταξύ των νέων –το 33% των φοιτητών είναι ψηφοφόροι ή υποστηρικτές του. Το μέλλον αυτό περνά, απροσδόκητα, μέσα από την αποκατάσταση των δημόσιων υπηρεσιών και την έννοια των κοινών αγαθών, καθώς και από την επέκταση του ορισμού των εθνικών πόρων, οι οποίοι «περιλαμβάνουν τη φυσική και ψυχική κατάσταση του έθνους, το πατριωτικό συναίσθημα και την αλληλεγγύη (…), την παροχή πόσιμου νερού και τις υποδομές μεταφορών»(11).
Έτσι, οι «μεσαιωνισμοί» εμφανίζονται λιγότερο ως έκφραση μιας φιλοδοξίας για την εκ νέου ανεύρεση των καταβολών μιας χώρας και περισσότερο ως συμβολοποίηση της αναζήτησης μιας κάποιας άνθησης, ατομικής και συλλογικής. Πράγματι, η αναζήτηση νοήματος σε μια ζωή που δεν συνδέεται με το χρήμα και την αγορά, σε μια εγγραφή του ατόμου σε έναν κόσμο σταθερό αλλά ανοικτό στην «υπέρβαση», εξηγεί ίσως την παγκόσμια επιτυχία ενός αριθμού βιντεοπαιχνιδιών, ιστοριών φαντασίας και θεματικών πάρκων –όπως, για παράδειγμα, το πάρκο Puy du Fou του Φιλίπ ντε Βιγιέ στη Βαντέ (12). Και, όπως άλλοτε η ένταξη στον Χριστιανισμό θεωρούνταν ότι έχει προτεραιότητα έναντι άλλων δεσμών, στους οποίους μάλιστα έδινε και νόημα, έτσι και το Kurultáj και ο τουρανισμός εγγράφουν την «πατρίδα» σε ένα ευρύτερο σύνολο, όπου τα σύνορα έχουν μικρότερη σημασία από την κοινότητα.
Ο αρχαϊσμός ως πηγή ενός ευτυχισμένου μέλλοντος
Με άλλα λόγια, ο πατριώτης τείνει να διαχέεται σε έναν υπερεθνικό λαό, με τον οποίο αποφασίζει να ταυτιστεί. Οι επιλογές αυτού του είδους κλίνουν επομένως προς τον αρχαϊσμό, που παρουσιάζεται ως… το μέλλον, στο όνομα της εξύμνησης ανώτερων αξιών –πνευματικότητα, υπεράσπιση των αδυνάτων, υπέρβαση των προσωπικών συμφερόντων– οι οποίες έχουν εκμηδενιστεί από τη νεωτερικότητα, εκπροσωπούμενη κυρίως από τη δημοκρατία και τον καπιταλισμό.
Μερικές από αυτές τις επιλογές δεν χαρακτηρίζουν αποκλειστικά την αντιδραστική και συντηρητική Δεξιά του κινήματος των ταυτοτήτων, αλλά μπορούν να ανευρεθούν και στο φαντασιακό κινημάτων τα οποία αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικά: ομάδες σε αναζήτηση ενός εναλλακτικού τρόπου ζωής, υποστηρικτές μιας πολιτισμικής ιδιαιτερότητας λιγότερο ή περισσότερο απειλούμενης και η οποία χρήζει προστασίας, θιασώτες μιας ηθικής που αντιτίθεται στην «ναρκισσισμό» που πηγάζει από τον σύγχρονο «διασκεδαστικό» καπιταλισμό κ.λπ.
Στην Ουγγαρία, το κάλεσμα για επιστροφή σε ένα παρελθόν-πηγή ενός ευτυχισμένου μέλλοντος εντείνεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι μοιάζει να απευθύνεται από δύο ανταγωνιστικά κόμματα. Οι διαφορές τους είναι ίσως λιγότερο σημαντικές από τις συγκλίσεις τους: όταν ο Όρμπαν χρειάστηκε ένα τραγούδι αφιερωμένο στους «μάρτυρες του 1956», ανέθεσε τη σύνθεσή του σε έναν ρόκερ, τον συνθέτη και παραγωγό Ντέσμοντ Τσάιλντ, γεννημένο στην Αμερική από Ούγγρους γονείς και πρόσφατα πολιτογραφημένο στην Ουγγαρία. Τον είχαμε γνωρίσει από άλλου είδους ενασχολήσεις, από την εποχή που συνέθετε για τους θεαματικούς Kiss και τον Alice Cooper, και όχι ως εμψυχωτή της επιθυμίας να «περπατήσουμε χέρι-χέρι στα χνάρια των ηρώων μας (13)». Το πιο εντυπωσιακό όμως είναι ότι βλέπουμε το Fidesz, στηριγμένο πάνω στη αντίληψη μιας οικογένειας θεμελιωμένης στο ζευγάρι άνδρα-γυναίκας, να αγκαλιάζει στην περίπτωση αυτή έναν μαχητικό ομοφυλόφιλο, παντρεμένο με άνδρα.
Κοντά στη Βουδαπέστη λαμβάνει χώρα σχεδόν ταυτόχρονα το φεστιβάλ Sziget, που διοργανώνεται με τις ευλογίες της Pepsi και προωθείται ως το μεγαλύτερο ευρωπαϊκό ροκ φεστιβάλ. Οι τιμές των εισιτηρίων του είναι απαγορευτικές. Δεν παρευρίσκεται σχεδόν ούτε ένας Ούγγρος.
Στη φωτογραφία: Στρατιωτικές στολές και παραδοσιακές μογγολικές φορεσιές: οπαδοί του ακροδεξιού-εθνικιστικού ουγγρικού κόμματος Jobbik σε τελετή. Οι ασπροκόκκινες σημαίες χρησιμοποιήθηκαν από τα Σταυρωτά Βέλη, τους Ούγγρους ναζιστές, που συνεργάστηκαν στην εξόντωση των εβραϊκών πληθυσμών κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (φωτ.: Rovas Foundation / Rovás Alapítvány).
(1) (Σ.τ.Μ.): Η Φριζίντ Μπαρζό (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Βιρζινί Μερλ) είναι φιγούρα της παρισινής νυχτερινής ζωής και τηλεπερσόνα που, μετά τη στράτευσή της στον καθολικισμό, πρωτοστάτησε στην πρωτοβουλία Manif pour tous, η οποία αντιτίθεται στον γάμο μεταξύ ομοφύλων, διοργανώνοντας μαζικές διαδηλώσεις το 2012-13.
(2) Πρβλ. Salomé Legrand, «“Violence romantique”, le rock hongrois qui aide “à résister contre Bruxelles”», Trans’Europe Extremes, 18 Μαΐου 2014, blog.francetvinfo.fr
(3) Βλ. G.Μ. Tamás, «Hongrie, laboratoire d’une nouvelle droite», «Le Monde diplomatique», Φεβρουάριος 2012.
(4) «Viktor Orbán pourfend le libéralisme occidental», «Courier International», Παρίσι, 1η Αυγούστου 2014.
(5) Οι Ούννοι προηγήθηκαν κατά πολλούς αιώνες των μαγυάρικων φυλών που είχαν κατεβεί από τα Ουράλια. Τρομεροί κατακτητές, παγανιστές με «βάρβαρα» τελετουργικά, οι Ούννοι και οι Μαγυάροι γρήγορα συνδυάστηκαν στο συλλογικό φαντασιακό.
(6) Πρβλ. την ιστοσελίδα Kurultaj.hu
(7) Γκόι (πληθ.: γκογίμ) σημαίνει «εθνικός, μη Εβραίος» στην εβραϊκή διάλεκτο γίντις.
(8) (Σ.τ.Μ.): Η παραδοσιακή κινητή κατοικία των μογγολικής καταγωγής νομαδικών λαών της Κεντρικής Ασίας. Πρόκειται στη ουσία για μια κυκλική σκηνή πολύ μεγάλου μεγέθους.
(9) Στην Τουρκία, ο παντουρκισμός, διεκδικούμενος από τους υπερεθνικιστές συνεχιστές των Γκρίζων Λύκων, θεωρείται ότι πηγάζει από αυτό το ρεύμα. Οι ηγέτες του νεοτουρκικού παντουρανισμού είχαν άλλοτε συνταχθεί στο πλευρό του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ.
(10) Βλ. Corentin Leotard, «Une extrême droite qui n’exècre pas l’islam» και Jean-Yves Camus, «Extrêmes droites mutantes en Europe», «Le Monde diplomatique», Απρίλιος 2014 και Μάρτιος 2014, αντίστοιχα.
(11) Βλ. σελίδα του Jobbik στο Facebook.
(12) (Σ.τ.Μ.): Θεματικό ιστορικό πάρκο στη βορειοανατολική Γαλλία, οργανωμένο γύρω από θεματικές όπως τα ήθη του Μεσαίωνα, οι θρησκευτικοί πόλεμοι των Χριστιανών, των βασιλοφρόνων και του Βασιλείου της Γαλλίας κ.ά.
(13) Joël le Pavous, «L’hymne à la liberté commandé par Orbán se fait descendre en Hongrie», «Rue89», 24 Αυγούστου 2016.
* Το κείμενο στο γαλλικό πρωτότυπο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου