Τρίτη, Ιανουαρίου 03, 2017

Αναζητώ τη δύναμη των λέξεων που ανασταίνουν


Φωτεινή Τσαλίκογλου Η Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι διακεκριμένη Καθηγήτρια Ψυχολογίας και καταξιωμένη συγγραφέας | ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Το όνομά της είναι Φωτεινή Τσαλίκογλου. Δηλαδή, Φωτεινή φωτεινή (καθώς «τσαλίκ» σημαίνει η σπίθα που βγαίνει όταν τρίβεις δύο πέτρες).
Και αυτό ακριβώς αποτυπώνει στο τελευταίο της βιβλίο, που είναι πιο «Φωτεινή» από κάθε άλλο: την ιστορία ενός πλάσματος (η ηρωίδα της, η ίδια, ο άνθρωπος γενικότερα... ποιος ξέρει) που κατορθώνει να μετασχηματίζει τη δύσκολη και σκοτεινή πραγματικότητα, τόσο της καθημερινότητας όσο και του εσωτερικού της κόσμου, σε δροσιά και ποίηση και λόγο και απόσταγμα ζωής, χωρίς να χάνει σε τίποτα από την αλήθεια της.
Ο τίτλος του τελευταίου της βιβλίου είναι «Η μετακόμιση». Από τις εκδόσεις Καστανιώτη, που συνεργάζεται για χρόνια η συγγραφέας. Κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες και της έφερε γούρι, καθώς πριν από μία εβδομάδα, η ιταλική μετάφραση του Maurizio de Rosa του μυθιστορήματός της «8 ώρες και 35 λεπτά» απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης έργου ελληνικής λογοτεχνίας σε ξένη γλώσσα (κυκλοφορεί στα ιταλικά από τις Edizioni e/o υπό τον τίτλο «La sorella segreta»). Η ίδια εξομολογείται ότι δεν είναι συνηθισμένη στα βραβεία. Ωστόσο, η γραφή, όπως και η επιστήμη (είναι καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο), της είναι απολύτως οικεία: «Η γραφή είναι μια ανοικτή διαδικασία.
Οταν ξεκινάς ένα βιβλίο είναι σαν να ξεκινάς ένα ταξίδι σε μια άγνωστη χώρα, γεμάτη εκπλήξεις, που δεν την ξέρεις και την κατακτάς με κάθε λέξη. Είναι μια ελευθερία και ένας βασανισμός αν καταφέρεις, αυτά που κατακτάς σε αυτό το ταξίδι, να βρεις τις λέξεις να τα μεταφέρεις στον αναγνώστη σου.
Γι’ αυτό και οι λέξεις είναι επικίνδυνες. Το στοίχημα είναι να υπάρξει μια κοινή εμπειρία με τον αναγνώστη, να συναντηθούμε μέσα από αυτούς τους κραδασμούς», περιγράφει.
Στο νέο της βιβλίο, η Ευρυδίκη, με αφορμή μια μετακόμιση (από το σπίτι που έζησε όλη της τη ζωή σε οίκο ευγηρίας), κατακτά μία άχρονη προσωπικότητα και μας μεταφέρει από την Κατοχή και τα Δεκεμβριανά, στην Καππαδοκία των αρχών του αιώνα και πίσω στην Ελλάδα της νέας χιλιετίας.
Με τον σύντροφο της ζωής της, Κωνσταντίνο Τσουκαλά Με τον σύντροφο της ζωής της, Κωνσταντίνο Τσουκαλά | 
 
 
Οι έννοιες και τα συναισθήματα διαγράφονται χωρίς περιγράμματα, χωρίς αγκυλώσεις, αλλά όχι και χωρίς οράματα. Εξάλλου, όπως λέει και η ίδια η συγγραφέας: «Αν το τραύμα είναι η απουσία, η γραφή σού δίνει την αίσθηση ή έστω την ψευδαίσθηση να παίξεις με αυτό που λείπει, να το κάνεις ωσεί παρόν. Ισως είναι ιερόσυλο πράγμα, καθώς σχετίζεται με την ακύρωση του θανάτου, αλλά έτσι είναι».
• Πόσο αυτοβιογραφικό είναι το βιβλίο;
Είναι βιωματικό, χωρίς να είναι αυτοβιογραφικό. Η ηρωίδα είναι κυκλωμένη από την ιστορία των φόβων της, αλλά και από τη δυνατότητα υπέρβασης αυτών. Και κάπου εκεί συγκλίνω κι εγώ μαζί της. Ευτυχώς, η γραφή σού επιτρέπει να υπερβαίνεις και να μεταμορφώνεις όλα όσα στην πραγματική ζωή σού κόβουν την αναπνοή. Η γραφή διευκολύνει την αναπνοή σου.
• Ωστόσο, το τραύμα του ξεριζωμού (ή της «μετακόμισης») είναι έντονο και στο βιβλίο και στην οικογένειά σας.
Η καταγωγή των γονιών μου είναι από την Καππαδοκία - το χρησιμοποιώ και στο βιβλίο. Ηρθαν στην Ελλάδα με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο παππούς ίδρυσε με συντοπίτες του κλωστοϋφαντουργείο στη Νέα Ιωνία, και το ονόμασε «Μουταλάσκη» για να τιμήσει τη μνήμη του τόπου του, το Ταλάς της Καππαδοκίας - και μετά ο πατέρας ίδρυσε την «Ελληνίδα» για να τιμήσει τη νέα πατρίδα.
Με την κόρη της Μυρσίνη, επίσης ψυχολόγο  Με την κόρη της Μυρσίνη, επίσης ψυχολόγο | ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
 
Δεν ανήκαν στους φτωχούς πρόσφυγες. Μπορεί να μην υπήρχε το τραύμα της οικονομικής ανέχειας, υπήρχε, όμως, το τραύμα του ξεριζωμού. Οι μνήμες και ο χαμένος τόπος καθόρισαν το μεγάλωμά μου. Ισως και τη γραφή μου. Kατά κάποιον τρόπο, με κάθε σου βιβλίο επιστρέφεις στην παιδική σου ηλικία και από εκεί αντλείς αποθέματα φαντασίας, επινόησης - υλικά για να ξαναφτιάξεις έναν κόσμο εξ αρχής.
Η γιαγιά Σουμέχαλα στο βιβλίο ήταν πραγματικό πρόσωπο: ήταν αδερφή της γιαγιάς μου. Τη θυμάμαι. Οπως θυμάμαι και το «ταμάμ σανά» που μας έλεγε η προγιαγιά μου, όταν με τον αδελφό μου αρρωσταίναμε, όταν έμπαινε μέσα μας ο διάολος και κάναμε φασαρία, όταν βλέπαμε κακά όνειρα και τρομάζαμε. Ράντιζε λάδι σε βαμβάκι και μας σταύρωνε στο κούτελο, λέγοντας «Ιησούς Χριστός νικάει και όλα τα κακά σκορπάει, ταμάμ σανά».
Πάντρευε τις δύο γλώσσες που μιλούσε στα μέρη της, ελληνικά και τούρκικα, θέλοντας να ξορκίσει το κακό. «Tamam sana» είναι το δικό μας «όλα θα πάνε καλά». Πάντως, ήταν πράγματι πολύ ιαματικό, καθώς όταν το’ λεγε, ως διά μαγείας, όλη η ένταση χανόταν. Η δύναμη των λέξεων, οι λέξεις που ανασταίνουν. Και καταπραΰνουν. Μια τέτοια δύναμη ίσως ονειρεύεται κάθε βιβλίο που γράφεις...
• Αυτό το τραύμα που αναλύετε, το ζούμε έντονα σήμερα, κυρίως λόγω της προσφυγικής κρίσης. Στο βιβλίο το περιγράφετε με μία πολύ δυνατή σκηνή, όπου η ηρωίδα νιώθει πως διογκώνεται, μεγαλώνει και δεν μπορεί να βγει από το σπίτι της.
Η έννοια του τραύματος έχει να κάνει με την απώλεια ενός ασφαλούς τόπου και περνά από γενιά σε γενιά. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα «τιτρώσκω», που σημαίνει «διαπερνώ» και υπαινίσσεται ότι έχει τρωθεί με βιαιότητα το προστατευτικό περίβλημα του ψυχισμού μας.
Τότε νιώθεις αβοήθητος, χαμένος. Η ηρωίδα μου βρίσκεται στην έσχατη στιγμή που πρέπει να εγκαταλείψει το σπίτι της, που είναι σαν να εγκαταλείπει την πατρίδα της. Και τότε καταλαβαίνει πως δεν μπορεί να το κάνει. Αυτή η στιγμή του «περάσματος» σε μια νέα ζωή είναι πολύ δυνατή. Θέλεις να πεις «όλα θα πάνε καλά», αλλά... Το «ταμάμ σανά» το είχα ξεχάσει. Αναδύθηκε από το βάθος του μυαλού μου καθώς έγραφα. Είναι γνωστό πως όταν κάποιος φτάνει κοντά στο τέλος της ζωής του, επανέρχεται στα πρώτα του ακούσματα. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και όταν γράφεις.
Σαν να είσαι κοντά σε ένα τέλος που ανασύρει ή ανακατασκευάζει μνήμες μιας καταγωγής. Προσωπικά το βρίσκω συγκλονιστικό αυτό, καθώς σε φέρνει σε επαφή με τη ρίζα της ύπαρξής σου. Αντίδοτο στη διάλυση και στον κατακερματισμό. Πιστεύω ότι όσο βαδίζουμε στα τυφλά και στο άγνωστο, όπως σήμερα, τόσο πιο έντονα βιώνεται αυτή η ανάγκη.
• Τότε, γιατί αντί γι’ αυτό το «αντίδοτο» που λέτε, αντίθετα φαίνεται να εθιζόμαστε στις εικόνες βίας και θανάτου;
Εμείς, οι Ελληνες, έχουμε παρόμοιες μνήμες με όσα συμβαίνουν γύρω μας. Κανονικά, αυτό το «εμείς» θα μπορούσε να δημιουργεί μία «κοινότητα οδύνης», κάτι που δυστυχώς δεν συμβαίνει. Εχουμε γίνει εραστές της συγκάλυψης.
Οι πληγές αιμορραγούν και εναποθέτουμε επάνω τους αραχνοΰφαντες γάζες. Ο στοχασμός, η επεξεργασία είναι πράγματα δυσάρεστα, τα αποφεύγουμε όπως ο διάβολος το λιβάνι. Ετσι, όμως, οι πληγές δεν κλείνουν ποτέ, διατηρείται ένα ατέρμονο πένθος. Ταυτόχρονα ανοίγει ο δρόμος για δαιμονοποιήσεις, για διχαστικές αναγνώσεις της Ιστορίας. Σ’ αυτόν τον απόλυτο διχασμό ενυπάρχει μια ανάπηρη ασφάλεια.
Η αλήθεια, όμως, βρίσκεται στις αποχρώσεις και όχι στη μανιχαϊστική κατάτμηση του κόσμου που τρέφει το μίσος και τη μισαλλοδοξία. Οι κρίσεις επιτρέπουν την ανάδυση ενός κακού και έμφοβου εαυτού.
Ο φόβος είναι μια φυλακή υψίστης ασφαλείας. Μέσα εκεί παύεις να ορίζεις τη μοίρα σου και μετατρέπεσαι είτε σε αδίστακτο δεσμοφύλακα, είτε σε άβουλο έγκλειστο. Οταν νιώθεις διαψευσμένος, ανοίγει ο δρόμος για θυμό, για μίσος που είτε στρέφεται στον άλλον είτε στον ίδιο σου τον εαυτό. Το θέμα είναι ποιον κατασκευάζεις ως εχθρό σου.
• Γιατί, όμως, δρα έτσι ο Ελληνας (και όχι μόνο);
Γιατί φοβάται το άνοιγμα. Περιχαρακώνεται στον μικρόκοσμό του. Η κατάρρευση των όποιων βεβαιοτήτων, η καταβροχθιστική ανασφάλεια για το αύριο, η ανεργία (που ακυρώνει την ύπαρξη), η ορατότητα της εξαθλίωσης γύρω σου, σε κάνει να τρομάζεις διπλά.
Ακόμα κι αν είναι έξω από την πόρτα του σπιτιού σου, η εικόνα της εξαθλίωσης φαντάζει εξωτική. Ο άστεγος στο κατώφλι σου εκτοξεύεται μακριά από σένα, όσο μακριά φαντάζει το κατεστραμμένο Χαλέπι.
Ο εθισμός και η φυσικοποίηση ολοκληρώνουν τη δουλειά. Συντρίμμια, βόμβες, καταστροφές, ακρωτηριασμένοι άνθρωποι, προβάλλουν σαν παράπλευρη απώλεια μιας σκοτεινής τάξης πραγμάτων, που εφεξής συγκροτεί τη ζωή μας. Σε αυτή την επίπλαστη πραγματικότητα, πορευόμαστε ως υπολογιστικές μηχανές και λικνιζόμαστε… μέσα σε χάρτινες προστασίες εφησυχασμού.
• Πότε όμως πραγματικά επέρχεται η κάθαρση;
Οταν δεν οχυρώνεσαι στο πάγωμα της σκέψης. Οταν επιτρέπεις στη σκέψη και στο συναίσθημα να σε ταράξουν, να σε αναστατώσουν.
Οταν ο στοχασμός υπερτερεί του εφησυχασμού. Οταν δεν βολεύεσαι. Οταν αναγνωρίζεις στη ρωγμή το πρόσωπό σου και από κει αφήνεις να μπει το φως. Οταν δεν συγκαλύπτεις το χάσμα, το κενό. Οταν, όπως η κυρία Ευρυδίκη στο βιβλίο, μέχρι τέλους, παλεύεις να μην ενδώσεις.
• Η δύναμη του μυαλού μπορεί ν’ αλλάζει τα πράγματα, όπως λέτε στο βιβλίο;
Θα μπορούσε να είναι όλα ψέματα. Είναι αυτό που έλεγε ο Πολ Βέιν, ότι η αλήθεια δεν είναι η ύψιστη των γνωστικών αξιών, γιατί αλήθεια είναι και όλα αυτά που θα μπορούσαν να έχουν συμβεί, αλλά δεν συνέβησαν. Αληθινό είναι ό,τι λαχταρώ πάρα πολύ, αλλά και ό,τι φοβάμαι.
Και όλα αυτά τα επιτρέπει το όργανο που ονομάζουμε μυαλό. Γι’ αυτό και έχω βάλει στην αρχή του βιβλίου ένα στίχο της Εμιλι Ντίκινσον, που λέει ότι «το μυαλό είναι πλατύτερο από τον ουρανό».
• Επιστρέφοντας στο σήμερα, νιώθετε απογοητευμένη για τα όσα συμβαίνουν, πολιτικά και κοινωνικά;
Είμαι παραξενεμένη. Εχω μια απορία για το τι θα ακολουθήσει και δεν θέλω αυτό που περιμένω να είναι χρωματισμένο με σκούρα χρώματα. Σε πείσμα των καιρών, θέλω να διατηρώ μια αίσθηση ότι η επόμενη μέρα θα είναι κάπως φωτεινή.
Προσωπικά, παλεύω να κρατήσω το νήμα, να μη χάσω το πρόσωπό μου μέσα σε όλο αυτόν τον χαμό. Να αναμετρηθώ με τη δυνατότητα μιας αλήθειας που αναζητά τρόπους μετάδοσης στον άλλο, ώστε να αναβαθμιστεί σε μια κοινή εμπειρία. Η εποχή που ζούμε φαλκιδεύει ακόμη και την αλήθεια των συναισθημάτων.
Υφέρπει η υποψία ότι όλα είναι ψεύτικα. Ο ψευδής εαυτός είναι ένας νεκρός εαυτός. Πιστεύω ότι σήμερα υπάρχει έντονα το αίτημα της αληθινότητας. Οπως λέει και η γιαγιά Σουμέχαλα στο βιβλίο: «σ’ έναν τόπο μια φορά, ο χρόνος χάλασε, ο χώρος αρρώστησε κι αναζητήθηκε ένας άλλος τρόπος».
• Αρα, κάπου υπάρχει μια πίστη σε όλο αυτό;
Να πω την αλήθεια, ναι, θα ήθελα να υπάρχει μια πίστη σε όλο αυτό.

Ο Κωνσταντίνος και η Μυρσίνη

• Αφιερώνετε το βιβλίο «Στον Κωνσταντίνο, για λόγους που μόνο εκείνος, εν μέρει, γνωρίζει» (σ.σ. ο σύζυγός της, Κωνσταντίνος Τσουκαλάς). Είστε ερωτευμένη;
Τι προκύπτει από την αφιέρωση;... Τα λόγια είναι φτωχά, δεν μπορούν να αποδώσουν αυτό που θέλω να πω. Ειδικά, όμως, αυτό το βιβλίο ήθελα να του το αφιερώσω, καθώς σε αυτό προσπάθησα να αποτυπώσω την έννοια της ομορφιάς σε ασυνήθιστα πεδία. Και αν έχει ομορφιά το βιβλίο, αν υποθέσουμε ότι έχει, η ομορφιά αυτή τρομάζει.
Ισχύει αυτό που τόσο μοναδικά διατύπωσε ο Ντοστογιέφσκι, «η ομορφιά έχει πάντα κάτι το τρομακτικό». Ηθελα να μοιραστώ τον κραδασμό της ομορφιάς. Αυτό πασχίζω. Γι’ αυτό γράφω. Αυτό προσπαθώ να καταφέρω. Μια ατέρμονη προσπάθεια που δεν δικαιώνεται ποτέ.
• Περιγράφετε έντονα και τη σχέση μητέρας - κόρης στη διήγηση. Ετσι είστε με την κόρη σας;
Η Μυρσίνη είναι κι αυτή ψυχολόγος και είναι καλό σημάδι για τη σχέση μας ότι χαίρεται όταν της λένε ότι μοιάζει με τη μητέρα της. Χαιρόμαστε και οι δύο και συμπαθούμε αμέσως όσους μας λένε πόσο πολύ μοιάζουμε. Παρ’ ότι είμαστε τελείως διαφορετικές.
Και παρότι είναι τέταρτη γενιά, έχει περάσει και σε εκείνη μια ευαισθησία γι’ αυτό που λέμε «χαμένος τόπος». Αυτή η επαφή με την αίσθηση ενός απολεσθέντος αντικειμένου, νομίζω ότι μπορεί να σου χαρίζει διάφορες γενναιοδωρίες, για το πώς αντιμετωπίζεις τον εαυτό σου, τον διπλανό σου, τη ζωή.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Philip Glass - Songs From Liquid Days (Live) : Όταν ο μουσικός μινιμαλισμός ερωτεύτηκε την Ποίηση

Το Songs from Liquid Days(1986 είναι μια συλλογή τραγουδιών που συνέθεσε ο συνθέτης Philip Glass σε στίχους των Paul Simon, Suzanne Vega, ...