[…] όμως όλες οι προσλήψεις σ’ εμάς γίνονται με κομματικά κριτήρια
δεν γίνεται να είσαι στενόμυαλος αρκετά
για να αναρριχηθείς στις ανώτερες θέσεις
έχουν καταληφθεί όλες από ηλιθίους
αυτό είναι που τρέλαινε πάντα
τον πατέρα
ακόμα και το πανεπιστήμιο είναι γεμάτο ηλιθίους
είκοσι χρόνια υπέφερε ανάμεσά τους
να έχεις για συναδέλφους
σκουπίδια από το Στάιερμαρκ βλακόμουτρα από το Ζάλτσμπουργκ
η πνευματική ζωή σ’ αυτή την πόλη
είναι βυθισμένη
στην ποταπότητα
και στην αμβλύνοια
των θεσιθήρων της
Η Πλατεία Ηρώων, το κύκνειο άσμα του Τόμας Μπέρνχαρντ, δίχασε κοινό και κριτικούς όσο κανένα άλλο έργο της πρόσφατης λογοτεχνικής παραγωγής στον γερμανόφωνο χώρο. Η πρεμιέρα του δράματος δόθηκε στο Μπούργκτεατερ, στις 4 Νοεμβρίου του 1988 και ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών, αλλά από την άλλη απέσπασε και τις έντονες επευφημίες ενός μεγάλου μέρους του κοινού, το οποίο είχε το θάρρος να αντιμετωπίσει με κριτική διάθεση το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν του. Ο χρόνος του έργου είναι η μέρα της κηδείας του καθηγητή μαθηματικών Γιόζεφ Σούστερ και ο τόπος είναι το διαμέρισμα της οικογένειας Σούστερ στην Πλατεία Ηρώων, από όπου και αυτοκτόνησε ο καθηγητής, βουτώντας στο κενό. Πιο επίκαιρο από ποτέ, το έργο προφητεύει, με τη γνωστή γοητεία της γραφής του Μπέρνχαρντ, τη σημερινή άνοδο εξτρεμιστικών οργανώσεων, τις πρακτικές φυλετικού διαχωρισμού και εθνικιστικών προκαταλήψεων.
_______Κριτικές
«Το κύκνειο άσμα του Μπέρνχαρντ», Βασίλης Τσαλής, στο «Πρόγευση ξένης λογοτεχνίας», επιμέλεια Μισέλ Φάις, Η Εφημερίδα των Συντακτών, 13/3/16«Στο εργαστήρι του Βασίλη Τσαλή», Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός, www.bookpress.gr, 10/4/16
«Προθήκες – 6 προτάσεις για αυτή την εβδομάδα», Το Βήμα, 10/4/16
«Το τελευταίο χτύπημα ενός ασυμβίβαστου», Διονύσης Μαρίνος, www.fractalart.gr, 20/4/16
«Κανείς δεν κατεβαίνει ανυποψίαστος», Κατερίνα Σχινά, The Greek Report (τ. 5), 22/4/16
«Ο Φασισμός στην Αυστρία», Γιάννης Παπαγιάννης, Η Αυγή, 1/5/16
«Ο Τόμας Μπέρνχαρντ στην Πλατεία Ηρώων – Ο απόλυτος συγγραφέας», Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, www.lifo.gr, 14/7/16
__________
Ξεθάβοντας την ένοχη μνήμη
Απ’ ό,τι φαίνεται κανείς δεν γίνεται να ασχοληθεί με τον Τόμας Μπέρνχαρντ άπαξ και περιστασιακά. Η χαρακτηριστική περιδίνησή του στα βιβλία του, μέχρι του σημείου όπου η πίεση εξουθενώνει τις λέξεις, φαίνεται ότι γρήγορα μεταβάλλεται σε ένα είδος εθισμού για τον αναγνώστη, τον σχολιαστή και μεταφραστή του.Και τελικά για τον θεατή του. Στο θέατρό μας, ο Μπέρνχαρντ ακολούθησε την ίδια πυκνή περίοδο πρόσληψης που σημάδεψε τη δεκαετία του ’90, για να ακολουθήσει μια μάλλον νωθρή δεκαετία, μετά το 2000.
Ωστόσο αρκετά πρόσφατα το ενδιαφέρον για τον Αυστριακό συγγραφέα μοιάζει να αναζωπυρώθηκε και πάλι, με αρκετές νέες μεταφράσεις θεατρικών έργων του, νέες απόπειρες και προτάσεις ανεβάσματος.
Η επιτυχία οδήγησε τον ίδιο –και τον ίδιο εκδοτικό οίκο-, σε μια ακόμη απόπειρα, η οποία αυτή τη φορά μας μεταφέρει από την αρχή στο τέλος της εργογραφίας του συγγραφέα και προσθέτει στη μεταφρασμένη ύλη του το θεατρικό και κύκνειο άσμα του «Πλατεία Ηρώων».
Με αυτό το θεατρικό ο καυστικός αναχωρητής των μεταπολεμικών χρόνων αποχαιρετά βίο και πολιτεία με τον τρόπο που ο ίδιος πάντα επιθυμούσε: με ένα χορταστικό σκάνδαλο στη μέση της Αγοράς.
Οι αρχικές συνθήκες σύνθεσης του έργου είναι γενικά γνωστές. Το 1988 η επέτειος για τα 100 χρόνια του Μπουργκτεάτερ της Βιέννης συνέπεσε με τη μαύρη επέτειο των 50 χρόνων από την «εκστρατεία των λουλουδιών» και τη βελούδινη προσάρτηση της Αυστρίας στο Γ' Ράιχ το 1938, καθώς και με την περίφημη ομιλία του Χίτλερ στην κεντρική πλατεία Ηρώων της Βιέννης μπροστά σε ένα πλήθος που έβλεπε στο πρόσωπό του περισσότερο τον απελευθερωτή παρά τον κατακτητή της πατρίδας του.
Με αφορμή αυτή τη διπλή επέτειο ο διευθυντής του κρατικού αυστριακού θεάτρου αναθέτει στον πλέον καυστικό σχολιαστή της μεταπολεμικής αμνησίας, τον Μπέρνχαρντ, τη συγγραφή ενός έργου που αφορά ακριβώς τη μνήμη και την αναμόχλευσή της.
Η «Πλατεία Ηρώων» γράφτηκε για να ενοχλήσει, -και ασφαλώς ενόχλησε. Οταν στην Αυστρία πρόεδρος ήταν ο αμφιλεγόμενος, σύμφωνα με πολλές φήμες συνεργάτης των ναζί, Κουρτ Βαλντχάιμ, όταν η Αυστρία είχε δοκιμάσει (ατυχώς) και τον σοσιαλισμό, ο Μπέρνχαρντ επέμενε να εκτοξεύει από το θέατρό του δημοσίως φράσεις όπως οι ακόλουθες:
«Στη Βιέννη υπάρχουν σήμερα περισσότεροι Ναζί απ’ ό,τι το τριάντα οκτώ/ θα δεις/ όλα αυτά θα έχουν μια άσχημη κατάληξη… βγαίνουν πάλι στην επιφάνεια/ απ’ όλες τις τρύπες/ που είχαν μείνει σφραγισμένες για πάνω από σαράντα χρόνια/ δεν έχεις παρά ν’ ανοίξεις συζήτηση με κάποιον στην τύχη/ σύντομα θα διαπιστώσεις ότι είναι Ναζί» («Πλατεία Ηρώων», Δεύτερη Πράξη).
Σε κανέναν τέτοια πράγματα δεν ακούγονται ευχάριστα. Η «Πλατεία Ηρώων» στις τρεις πράξεις της περιγράφει μια πολύ «πραγματική» αυστριακή συνθήκη πολιτικής συνενοχής, στην οποία οι αληθινοί αυτουργοί του εγκλήματος διαχέονται στο πλήθος τόσο της «πλατείας» των Ηρώων όσο και του Μπουργκτεάτερ.
Διόλου τυχαία ακόμα και για τα δεδομένα ενός συγγραφέα, όπως του Μπέρνχαρντ, το σκάνδαλο που ξέσπασε μετά την πρεμιέρα του έργου υπήρξε πρωτοφανές. Εκτονώθηκε μόνο στον αιφνίδιο θάνατο του συγγραφέα, λίγους μήνες μετά, τον Φεβρουάριο του 1989.
Την εναρκτήρια προϊστορία στην «Πλατεία Ηρώων» δίνει η μάλλον αναπάντεχη αυτοκτονία ενός εβραϊκής καταγωγής καθηγητή, του Γιόζεφ Σούστερ, για λόγους που επιφανειακά μένουν αδιευκρίνιστοι.
Είναι η ψυχασθένεια της γυναίκας του, η οποία ακόμα ακούει τις ζητωκραυγές από την πλατεία του 1938; Είναι μήπως η κληρονομική στην οικογένειά του ψυχική αστάθεια; Η διάφοροι άλλοι επαγγελματικοί λόγοι;… Κι ωστόσο, ο στόχος δεν είναι να ερμηνεύσουμε το γεγονός της αυτοκτονίας, αλλά να νιώσουμε τον αυτόχειρα. Οταν τελειώνουμε το έργο νιώθουμε αληθινά ότι ο Γιόζεφ Σούστερ πέθανε με την ευχή του Καρυωτάκη: «από αηδία…».
Και έπειτα, το πτώμα του αυτόχειρα διασκεδάζει μαζί μας στην κηδεία (θυμίζω ότι ο Μπέρνχαρντ έγραψε κατά τον ίδιο «κωμωδίες»), οι υπηρέτριες αναλαμβάνουν την εισαγωγή και την ανάλυση του μυστικού δράματος (με ύφος που θυμίζει Ζενέ), το σπίτι πουλιέται ενώ ο περίγυρος καταγίνεται με πολλά και άχρηστα (με υπόγειο χιούμορ που θυμίζει Τσέχοφ), η οικοδέσποινα στο τέλος διαλύεται ψυχικά και καταρρέει.
Ο Μπέρνχαρντ διαλύει στην «Πλατεία Ηρώων» κάθε αυταπάτη μιας εύκολης ερμηνείας της μεταπολεμικής περιδίνησης. Ο αυτόχειρας στον διάλογο των υπηρετριών διαφαίνεται να είναι μαζί θύτης και θύμα μιας νοοτροπίας, κουλτούρας που γεννά τον φασισμό.
Στη δεύτερη πράξη η ίδια νοοτροπία διαχέεται στα λεγόμενα των θυγατέρων του, και βρίσκει αντίβαρο στην απαθή, νικημένη, στάση του αδελφού του, Ρόμπερτ Σούστερ. Στην τρίτη σκηνή, καταλήγει να αντηχεί στο μνημόσυνο του καθηγητή από τους λίγους φίλους του.
Ο Μπέρνχαρντ είναι πολύ ειλικρινής για να παρηγορήσει έστω κι έναν από τους θεατές του, τραβώντας γραμμή μεταξύ όσων συνέβησαν τότε και όσα συμβαίνουν τώρα, όσα κανείς θέλει να ξεχάσει και εκείνα για τα οποία θέλει να γιορτάσει.
Οπως κανείς στο έργο δεν είναι ακριβώς «αθώος», ούτε τα θύματα ούτε οι θύτες του πολέμου, έτσι και το έγκλημα που συντελέστηκε στην Αυστρία το 1938 είναι ένα πολιτικό νόσημα που και σήμερα ενεδρεύει στο σώμα της πόλης, και το οποίο δύσκολα συντίθεται σε τυπικό «ατομικό δράμα».
Πρόκειται χωρίς αμφιβολία για μελέτημα που αφορά τη συλλογική ευθύνη και το οποίο βαραίνει όχι μόνο αυστριακές ή γερμανικές, αλλά τις ευρωπαϊκές πλάτες. Το ίδιο το έργο, με όλες τις εγγενείς δυσκολίες του, μεταδίδει περίφημα την αίσθηση της ενοχής στη ρέουσα και «διδαγμένη» (με βάση μεταφρασμένα στα ελληνικά έργα του συγγραφέα και μεταφράσεις του ίδιου έργου σε άλλες γλώσσες) απόδοση του Βασίλη Τσαλή.
Προσδοκούμε στο κοντινό μέλλον μια σκηνική απόδοση της «Πλατείας Ηρώων» που θα εγκλωβίζει ιστορία και μνήμη, και που θα επιτρέπει, όπως συμβαίνει σε κάθε καλό δράμα, νεκρούς να ξυπνούν υπνοβάτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου