ΚΑΛΕ ΠΑΤΩΝΕΙΣ
Στίχοι:
Αιμίλιος Δραγάσης
Μουσική:
Γρηγόρης Κωνσταντινίδης
Της Γλυφάδας είμαι η ωραιότης
όμορφος, κομψός σωστός ιππότης
μόλις ξεπροβάλλω στα μπεν μιξ
κάθε μια θέλει να με σφίξ.
Κοίτα μου φωνάζουν, τι κορμάκι
κι όταν πάω βαθιά μέσα στο νεράκι
όλες να μου λεν, τι καμαρώνεις,
στον ωκεανό καλέ πατώνεις;
Καλέ πατώνεις; Καλέ πατώνεις;
να η λέξις πια της εποχής
κι όποια ζυγώνεις να μην πεισμώνεις
και να της λες:
Καλέ πατώνεις, Δεσποινίς;
Κι όταν παίρνω πλέον μακροβούτι
κάτω από γάμπα ή από μπούτι
σαν το υποβρύχιο περνώ
μέσ’ απ’ το πιο βαθύ στενό.
Τότε όλες τρέχουν να κρυφτούνε
κάνουν πως δε θέλουν να με δούνε
μα όσο το υποβρύχιο τις ζυγώνει
άχου λέν: Καλέ αυτός παντού πατώνει!
Καλέ πατώνεις; Καλέ πατώνεις;
Να η λέξις πια της εποχής
κι όποια ζυγώνεις να μην πεισμώνεις
και να της λες: Καλέ πατώνεις, Δεσποινίς;
Είμ᾿ εγὼ της κάθε λουομένης,
δεσποινίδος, είτε παντρεμένης,
πάντα καὶ του ζουρ το αφὰν-γκατὲ
κι όλες λέν᾿ Θεέ μου τι μπωτέ!
Να, ψες βράδυ πάλι μια νταρντάνα,
μια θεόχοντρη σαν παραμάνα
μου ῾πε: βρε ψηλέ, τι καμαρώνεις;
Στὸ σωμιὲ καλὲ πατώνεις;
Αμ, και στο σωμιὲ πατώνω
Και στα βράχια πατώνω
Και στὰ παγκάκια πατώνω
ΚαΙ...
Καλέ πατώνεις; Καλέ πατώνεις;
Να η λέξις πια της εποχής.
Κι όποια ζυγώνεις, να μην πεισμώνεις
και να της λες: Καλέ πατώνεις δεσποινίς;
όμορφος, κομψός σωστός ιππότης
μόλις ξεπροβάλλω στα μπεν μιξ
κάθε μια θέλει να με σφίξ.
Κοίτα μου φωνάζουν, τι κορμάκι
κι όταν πάω βαθιά μέσα στο νεράκι
όλες να μου λεν, τι καμαρώνεις,
στον ωκεανό καλέ πατώνεις;
Καλέ πατώνεις; Καλέ πατώνεις;
να η λέξις πια της εποχής
κι όποια ζυγώνεις να μην πεισμώνεις
και να της λες:
Καλέ πατώνεις, Δεσποινίς;
Κι όταν παίρνω πλέον μακροβούτι
κάτω από γάμπα ή από μπούτι
σαν το υποβρύχιο περνώ
μέσ’ απ’ το πιο βαθύ στενό.
Τότε όλες τρέχουν να κρυφτούνε
κάνουν πως δε θέλουν να με δούνε
μα όσο το υποβρύχιο τις ζυγώνει
άχου λέν: Καλέ αυτός παντού πατώνει!
Καλέ πατώνεις; Καλέ πατώνεις;
Να η λέξις πια της εποχής
κι όποια ζυγώνεις να μην πεισμώνεις
και να της λες: Καλέ πατώνεις, Δεσποινίς;
Είμ᾿ εγὼ της κάθε λουομένης,
δεσποινίδος, είτε παντρεμένης,
πάντα καὶ του ζουρ το αφὰν-γκατὲ
κι όλες λέν᾿ Θεέ μου τι μπωτέ!
Να, ψες βράδυ πάλι μια νταρντάνα,
μια θεόχοντρη σαν παραμάνα
μου ῾πε: βρε ψηλέ, τι καμαρώνεις;
Στὸ σωμιὲ καλὲ πατώνεις;
Αμ, και στο σωμιὲ πατώνω
Και στα βράχια πατώνω
Και στὰ παγκάκια πατώνω
ΚαΙ...
Καλέ πατώνεις; Καλέ πατώνεις;
Να η λέξις πια της εποχής.
Κι όποια ζυγώνεις, να μην πεισμώνεις
και να της λες: Καλέ πατώνεις δεσποινίς;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου