Πιτσέτι, Ιλντεμπράντο
(Ildebrando Pizzetti, Πάρμα 1880 – Ρώμη 1968).
Ιταλός μουσικοσυνθέτης. Σπούδασε στο γνωστό ωδείο της γενέτειράς του και
για πολλά χρόνια εργάστηκε συγχρόνως ως καθηγητής και ως συνθέτης. Στη
συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία, όπου εργάστηκε στο Ινστιτούτο
Λουίτζι Κερουμπίνι αρχικά ως καθηγητής (1908-17) και ύστερα ως
διευθυντής (1917-23). Το 1924 ανέλαβε τη διεύθυνση του Ωδείου του
Μιλάνου και έμεινε σε αυτή τη θέση έως το 1936, τη χρονιά δηλαδή που του
προσφέρθηκε η έδρα τελειοποίησης της σύνθεσης στην Εθνική Ακαδημία της
Αγίας Καικιλίας στη Ρώμη, όπου χρημάτισε και διευθυντής (1948-51). Η
σταδιοδρομία του σημαδεύτηκε από αξιόλογες επιτυχίες στον τομέα του
λυρικού θεάτρου, της συμφωνικής μουσικής και της μουσικής δωματίου. Στο
λυρικό θέατρο, ο Π. υπογράμμισε την ανάγκη να απαλλαγεί το μελόδραμα από
τις υπερβολές του βερισμού. Μάλιστα, αυτό έγινε πολλές φορές με έντονα
αντιδραστική διάθεση, καθώς στα πρώτα χρόνια υπήρξε λυσσαλέος εχθρός της
τέχνης του Πουτσίνι. Τα πρώτα δείγματα αυτής της ανάγκης και της
καινούργιας μουσικής προοπτικής αποτέλεσαν τα έργα Το πλοίο (1908) και
Πιζανέλε (1913) που σφράγισαν, μαζί με την όπερα Φαίδρα (1915), την
προσχώρηση του νεαρού μουσουργού στην ποιητική του Γκαμπριέλε ντ’
Ανούντσιο, συγγραφέα των κειμένων αυτών των έργων. Αργότερα βέβαια ο Π.
απομακρύνθηκε από την επιρροή του Ντ’ Ανούντσιο και προτίμησε να βρει
στην ίδια του τη συνείδηση τη βαθύτερη ενότητα μεταξύ δραματικής και
μουσικής στιγμής. Έγραψε δηλαδή ο ίδιος τα λιμπρέτα για τις όπερες που
συνέθεσε, ανάμεσα στις οποίες τα έργα Δεββώρα και Ιωήλ (1922), που
υπήρξε το αριστούργημά του, Αδελφός Γεράρδος (1928), Ο Ξένος (1930),
Ορσέολο (1935), Ο χρυσός (1947) και Βάνα Λούπα (1949).
Παρ’ όλα αυτά, ο
Π. δεν κατόρθωσε να ξεφύγει εντελώς από την ατμόσφαιρα του Ντ’
Ανούντσιο, γιατί επέστρεψε στον ποιητή της νεότητάς του με την όπερα Η
κόρη του Γιόρο (1954). Ωστόσο, η υποχώρηση πρώτα και, κατόπιν, η
επιστροφή του στην τέχνη του Ντ’ Ανούντσιο δεν προκάλεσαν ρωγμές στην
καλλιτεχνική του πορεία, γιατί ο Π. είχε βρει το δικό του προσωπικό ύφος
ήδη από τις πρώτες συνθέσεις του, συγκεντρωμένο στην αναβίωση μιας
λιπόσαρκης γρηγοριανής μελωδικότητας και στη διείσδυση σε μια βαθύτερη
έννοια του λόγου, που αναπηδά χάρη στην καλοζυγισμένη επαγγελία και
υποστηρίζεται από μια ορχήστρα που πολύ σπάνια εγκαταλείπεται σε
μελωδικά ξεσπάσματα. Κάποια σχετική υποχώρηση στο κύμα της μελωδίας
παρατηρείται μόνο στα τελευταία του έργα, όπως στο Φόνος στη Μητρόπολη
(1958) που συνέθεσε με βάση το κείμενο του Άγγλου ποιητή Τ.Σ. Έλιοτ, στο
Ασημένιο υπόδημα (1961) σε λιμπρέτο του Ρικάρντο Μπακέλι, και στην
Κλυταιμνήστρα (1964) σε δικό του λιμπρέτο. Ορισμένες εξάρσεις, ορισμένες
εκδηλώσεις πάθους που ο Π. αρνήθηκε με αυστηρότητα στη μουσική που
συνέθετε για όπερα, εμφανίζονται παρ’ όλα αυτά στην ενόργανη παραγωγή
του, από την οποία ξεχωρίζουν τα έργα Σονάτα για βιολί και πιάνο (1919),
Κοντσέρτο του καλοκαιριού (1928) για ορχήστρα, Canti della stagione
alta (1930) για πιάνο και ορχήστρα, Σονάτα 1942 (1942), Κοντσέρτο για
βιολί και ορχήστρα (1944) και Κοντσέρτο για άρπα (1960). Τη φυσιογνωμία
του μαέστρου συμπληρώνουν ορισμένες εκπληκτικές σελίδες για φωνή και
χορωδία –όπως το Ρέκβιεμ (1922)– και τα κριτικά δοκίμια που συγκέντρωσε
σε δύο τόμους, με τίτλους Μουσική και Δράμα (1945) και Η Ιταλική μουσική
του 19ου αιώνα (1947).
ΠΗΓΗ:ygeiaonline.grIldebrando Pizzetti (1880-1968) : Concerto dell'estate (1928)
1) Mattutino (Vivace e arioso) 2) Notturno (Largo) 3) Gagliarda e Finale (Allegro vigoroso)
Registarzione da LP Decca London CS 6508 (1966)
Orchestra della Suisse Romande, direttore Lamberto Gardelli
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου