Ο αναρχικός κύριος Μπονάρ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Το Βήμα, 22/02/1998
[...........] Το μεγαλύτερο και το καλύτερο μέρος του έργου του άρχισε να βγαίνει όταν πια ο Πιερ Μπονάρ είχε περάσει τα 50. Είχε πλέον κουραστεί με το Παρίσι και το καλλιτεχνικό κύκλωμα και ήταν έτοιμος να αποτραβηχτεί στον Νότο, λίγο πιο πάνω από τις Κάννες, στο μεσογειακό φως της Cote d' Azur. Ηταν ήδη πετυχημένος ζωγράφος, γεννημένος στο Παρίσι το 1876. Υπήρξε βασικό στέλεχος της αβάν γκαρντ στην πρώτη του νεότητα, βραβευμένος και επιτυχημένος ακόμη και στη διαφήμιση. (Είχε πάρει βραβείο για μια αφίσα του που διαφήμιζε κάποια σαμπάνια).
Μια μέρα βρήκε σε ένα ανθοπωλείο μια κοπέλα και από εκεί άρχισε η ιστορία του: για πρώτη φορά ξεπέρασε τη διστακτικότητα και τη συστολή του, την ακολούθησε και την έπεισε ότι είναι φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον. Εκείνη του είπε ότι ήταν 16 μόλις ετών και πως την έλεγαν Μάρθα ντε Μελιγνύ. Και τα δύο ήταν ψέματα· ήταν συνομήλική του, κάπου 24 χρόνων. Είχε κάνει την πρώτη ατομική έκθεσή του στα 20 χρόνια του και από τη συμμετοχή του στην ομάδα «Ναμπί» (από τα εβραϊκά που σημαίνει «προφήτης») τον είχαν ξεχωρίσει ως ένα από τα μελλοντικά αστέρια της ζωγραφικής. Τότε το ίνδαλμά τους ήταν ο Γκογκέν.
Βέβαια, γνωριζόταν με τον Πικάσο, ο οποίος μόνο που άκουγε το όνομα Μπονάρ εκνευριζόταν: «Μη μου μιλάτε για τον Μπονάρ. Αυτό που κάνει δεν είναι ζωγραφική, είναι ένα ποτ πουρί αναποφασιστικότητας... Δεν ξέρει πώς να διαλέξει. Βλέπει τον ουρανό και τον φτιάχνει γαλάζιο, λίγο πολύ όπως είναι. Μετά βλέπει και λίγο μοβ. Και βάζει μία - δύο πινελιές μοβ. Μα να είναι λιγάκι ροζ παραπέρα. Και σκέφτεται: "Γιατί να μη βάλω και μια ιδέα ροζ...". Μα αυτό είναι ένα ποτ πουρί αναποφασιστικότητας».
Και πραγματικά ο Μπονάρ δεν άφηνε τους πίνακές του ήσυχους. Τους «σκάλιζε» δύο και τρία χρόνια αφού τους είχε τελειώσει. Μάλιστα μια φορά έπεισε τον φίλο του τον Βιγιάρ να αποσπάσει την προσοχή του φύλακα σε κάποιο μουσείο που είχε έναν πίνακά του για να τον «ρετουσάρει λιγάκι», επειδή δεν τον είχε δει επί πολλά χρόνια.
Η στροφή όμως στη ζωή του και στο έργο του ήταν η Μάρθα και η εγκατάστασή του στο Λε Κανέ, πάνω από τις Κάννες. Λιγο προτού εγκαταλείψουν το Παρίσι την παντρεύτηκε και μόνο τότε έμαθε την αλήθεια για το όνομά της και την ηλικία της. Στις 27 Ιανουαρίου 1926 εγκαταστάθηκαν στη βίλα Ντυ Μποσκέ, ένα διώροφο σπιτάκι με πορτοκαλιές στον κήπο του. Ο Μπονάρ ήταν τότε 60 ετών και το καλύτερο μέρος του έργου του έμελλε να ακολουθήσει.
Ο Μπονάρ άνθησε για δεύτερη φορά την περίοδο όπου άλλοι συνάδελφοί του είχαν πια σβήσει. Τα καλύτερα κομμάτια του τα έφτιαξε ανάμεσα στα 60 και στα 80.
Στο χωριό όπου εγκαταστάθηκε είχαν καταλήξει διάφοροι συνταξιούχοι από τις μεσαίες τάξεις· τραπεζικοί, δικηγόροι, εφοριακοί, για να ζήσουν γαλήνια τα τελευταία χρόνια της ζωής τους στη Νότια Γαλλία.
Ο Μπονάρ, που ήταν αναρχικός στα νιάτα του, με την τέχνη του χαμαιλέοντα μεταμορφώθηκε σε έναν ακόμη απρόσωπο ηλικιωμένο, με τα στρογγυλά γυαλάκια του, ένα μουστακάκι α λα Τσάρλι Τσάπλιν αλλά μικρότερο, και χάθηκε ανάμεσα στους υπόλοιπους μικροαστούς.
Τη μεταμφίεσή του είχε καταγράψει ο διάσημος φωτογράφος Ερρίκος Καρτιέ - Μπρεσόν σε ένα αλησμόνητο πορτρέτο του. Ο Ματίς, που δεν τον ξεγελούσαν ούτε τα τερτίπια του Μπονάρ ούτε τα «καλά λόγια» του Πικάσο, είχε πει: «Αυτός είναι ο μεγαλύτερος ζωγράφος από όλους μας»...
Στο μεταξύ ο Μπονάρ είχε βαλθεί να ετοιμάσει το καινούργιο σπιτικό τους για τη δουλειά του. Εχτισε ένα δωμάτιο στο ισόγειο που έβλεπε προς τον βορρά και αυτό ήταν το απέριττο στούντιό του. Φύτεψε στον κήπο με τις πορτοκαλιές λουλούδια που θα του έφερναν αγαλλίαση και που θα του πρόσφεραν τα χρώματα που έμελλε να ζωγραφίσει τόσες φορές. Η Μάρθα επέμενε στην πολυτέλεια ενός μπάνιου με όλες τις τότε ανέσεις. Εγκατέστησε στο φωτεινό δωμάτιο μια μπανιέρα λευκή με ποδαράκια και έναν μπιντέ, χωρίς ίσως να υποπτεύεται ότι εκεί μέσα θα τη ζωγράφιζε δεκάδες φορές, στην αρχή σαν μια αισθησιακή καλλονή με περήφανο νεανικό κορμί και πολύ αργότερα, όταν ήταν πια 70άρα, με ακαθόριστο σώμα μέσα σε σκοτεινή μπανιέρα που έμοιαζε με φέρετρο...
Ισως στην αρχή κινητήρια δύναμη στη ζωγραφική του να ήταν το πάθος του με τη Μάρθα, αργότερα προστέθηκε και η αγάπη του για την οικογενειακή ζωή. Ηταν σπιτόγατος και δεν ένιωθε την ανάγκη να ζωγραφίσει πέρα από τον κήπο. Αλλοτε, όπως φαίνεται από τη δουλειά του, ένιωθε μια βαθιά μελαγχολία, που τον έκανε να νιώθει απόμακρος από τη φύση, που έσφυζε από ζωντάνια και χρώματα, τα οποία όμως με αγάπη και απόλυτα πιστά τα έβαζε στο καναβάτσο, αλλά πάντα μακριά από αυτόν: μεσολαβούσε κάποια μπαλκονόπορτα, ένα παράθυρο ή τα κάγκελα της βεράντας ανάμεσα σε αυτόν και στον «επίγειο παράδεισο» που τόσο είχε πασχίσει να βρει και στη συνέχεια να φέρει στα μέτρα του. Ο παλμός της μελαγχολικής περιόδου είναι ίσως το «πετράδι στο στέμμα» του έργου του. Μέσα από το ατελιέ του ή την τραπεζαρία του μας δίνει τις εποχές του χρόνου, τις ώρες της ημέρας. Ενα - δύο έργα του φτιαγμένα στο μπάνιο δίνουν την αίσθηση της λαμπρής λιακάδας και της ανυπόφορης ζέστης στο καλοκαιριάτικο απομεσήμερο. Αλλά ακόμη πιο λαμπρά είναι τα διάφορα πορτρέτα και τα γυμνά της Μάρθας, που κυριαρχούν στην έκθεση όπως κυριάρχησαν στη ζωή του.
Κάποτε η οικογενειακή ευτυχία άρχισε να σβήνει και ο ήλιος αντίστοιχα άρχισε να μη λάμπει επάνω στα ξανθά της μαλλιά. Λένε ότι η Μάρθα είχε συχνές αδιαθεσίες και ότι ήταν υπερβολικά ζηλιάρα, σε σημείο που να γίνεται μερικές φορές παρανοϊκή. Αλλοι λένε ότι οι αδιαθεσίες της οφείλονταν σε ένα είδος φυματίωσης και γι' αυτό ήθελε να βρίσκεται συνεχώς σε επαφή με το νερό. Αυτή είναι μια πεζή ερμηνεία των τόσο πολλών έργων που τη δείχνουν στο μπάνιο. Είχαν κι ένα σκυλάκι κάτι σαν κι εκείνα που έχει τώρα σαν μοναδικούς συντρόφους ο Ντέιβιντ Χόκνεϊ στην Καλιφόρνια.
Μερικές φορές, ένιωθε παγιδευμένος, αιχμάλωτος στην όμορφη βιλίτσα τους και έψαχνε για μια αφορμή προκειμένου να ξεπορτίσει. Η δικαιολογία ήταν συνήθως «πρέπει να βγάλω τον σκύλο μια βόλτα», με αποτέλεσμα να βρεθεί λίγο αργότερα στο τοπικό καφενείο κουβεντιάζοντας και κουτσοπίνοντας με τους συνταξιούχους γείτονές του.
Αλλά το κύριο εργαλείο με το οποίο επιχειρεί να μεταδώσει το πέρασμα του χρόνου από πάνω του καθώς και το πώς νιώθει είναι μια σειρά από αυτοπροσωπογραφίες του μπροστά από κάποιον καθρέφτη, της κρεβατοκάμαρας ή του μπάνιου, για να είναι σίγουρος έχει και στη βάση τα διάφορα μπουκαλάκια με κολόνια κλπ. Καθώς περνάνε τα χρόνια το πρόσωπό του γίνεται σκούρο, κοκκινωπό ή, σε μια περίπτωση, άσπρο. Το κρανίο του δείχνει γυμνό και στο τελευταίο πορτρέτο του, ένα μόλις χρόνο προτού πεθάνει, δεν έχει ούτε μάτια ούτε αφτιά.
Δεν νομίζω ότι κανείς τον έχει απόλυτα καταλάβει. Παίρνεις ό,τι σου δίνει· μια γενική αίσθηση, μια εντύπωση. Ισως κάτι παραπάνω από μελαγχολία στα τελευταία χρόνια, αλλά ούτε πόνος ούτε άγχος. Μας έχει πλέον πείσει ότι έζησε μια ήρεμη, ατάραχη ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου