THE MONKEY'S PAW (1902) by W.W. Jacobs - Gaslight (Ολόκληρο το κείμενο)
*************************************************
Το πόδι της Μαϊμούς
(Διήγημα τρόμου)
Του Γουίλιαμ Γουάιμαρκ
Τζέικομπς
Απόδοση: Βασίλης Κ. Μηλίτσης
Το διήγημα πρωτοδημοσιεύτηκε
στην Αγγλία το 1902.
Ο Γουίλιαμ
Γουάιμαρκ Τζέικομπς (8 Σεπτ.
1863 – 1 Σεπτ. 1943) υπήρξε άγγλος συγγραφέας διηγημάτων και μυθιστορημάτων.
Αν και τα περισσότερα έργα του είναι χιουμοριστικά, έγινε διάσημος από το
μακάβριο διήγημα Το Πόδι της Μαϊμούς.
Ι.
Έξω η
νύχτα ήταν βροχερή κι έκανε κρύο, αλλά στο μικρό σαλόνι της Βίλας Λαμπούρνουμ, είχαν κατεβάσει τις
γρίλιες και η φωτιά στο τζάκι έκαιγε ζωηρά. Πατέρας και γιος ήταν
απορροφημένοι σε μια παρτίδα σκάκι. Ο πατέρας είχε καινοτόμες ιδέες για το
παιχνίδι που ενείχαν ριζικές αλλαγές, τοποθετώντας τον Βασιλιά σε τέτοιους
μεγάλους και περιττούς κινδύνους πράγμα που προκαλούσε αρνητικά σχόλια ακόμη
κι από την ηλικιωμένη ασπρομάλλα κυρία που έπλεκε ήρεμα κοντά στη φωτιά.
«Για
ακούστε πώς φυσάει», είπε η κυρία Γουάιτ, που βλέποντας πολύ αργά ένα μοιραίο
λάθος του γιου της, θέλησε στοργικά να αποτρέψει το γιο της να το δει.
«Ακούω»,
είπε ο γιος της, ατενίζοντας σκυθρωπά τη σκακιέρα πριν απλώσει το χέρι του
στο πιόνι. «Ρουά».
«Δε νομίζω
πως θα έρθει απόψε», είπε ο πατέρας του με το χέρι του να αιωρείται πάνω από
τη σκακιέρα.
«Ματ»,
απάντησε ο γιος.
«Αυτό
είναι το χειρότερο μέρος να μένει κανείς τόσο μακριά», ξεφώνησε ο κύριος
Γουάιτ με μια ξαφνική και απρόσμενη βιαιότητα. «Απ’ όλα τα βάρβαρα,
βορβορώδη, απόμερα μέρη δε βρίσκεται χειρότερο να μένει κανείς. Το μονοπάτι
είναι βάλτος κι ο δρόμος χείμαρρος. Δεν ξέρω τι σκέφτονται οι άλλοι. Υποθέτω
πως, επειδή μόνο δυο σπίτια σ’ αυτόν το δρόμο είναι νοικιασμένα, λένε ότι δεν
τους νοιάζει.
«Μη
χολοσκάς, καλέ μου» είπε η γυναίκα του καθησυχάζοντάς τον. «Ίσως κερδίσεις
την επόμενη φορά».
Ο κύριος
Γουάιτ σήκωσε τα μάτια του θυμωμένα, τη στιγμή ακριβώς που αντάλλαζαν μια
ματιά με νόημα μάνα και γιος. Τα λόγια που ετοιμαζόταν να πει πάγωσαν στα
χείλη του, και έκρυψε μέσα στα λεπτά του γένια ένα ένοχο μειδίαμα.
«Νάτος
ήρθε», είπε ο Χέρμπερτ Γουάιτ, καθώς η αυλόπορτα βρόντηξε πιο δυνατά από το
κανονικό και ακούστηκαν βαριά βήματα να πλησιάζουν προς την πόρτα του
σπιτιού.
Ο γέροντας
σηκώθηκε με φιλόξενη βιασύνη και, ανοίγοντας την πόρτα ακούστηκε να συμπονεί τον
νεοφερμένο για τα χάλια του καιρού. Ο νεοφερμένος οίκτιρε κι αυτός τον εαυτόν
του και η κυρία Γουάιτ έκανε τς,τς! βήχοντας απαλά καθώς ο άντρας της
έμπαινε στο δωμάτιο, ακολουθούμενος από έναν ψηλό, μεγαλόσωμο άντρα, με
ροδαλό πρόσωπο και με μικροσκοπικά μάτια σαν χάντρες.
«Αρχιλοχίας
Μόρις», είπε αυτοσυστηνόμενος.
Μετά την
εθιμοτυπική χειραψία, ο αρχιλοχίας δέχτηκε την προσφερθείσα θέση κοντά στη
φωτιά και με ευχαρίστηση παρακολουθούσε καθώς ο οικοδεσπότης του έβγαλε το
ουίσκι και τα χοντρά ποτήρια και απίθωσε μια χάλκινη χύτρα πάνω στη φωτιά.
Στο τρίτο
ποτήρι τα μάτια του φωτίστηκαν περισσότερο και άρχισε να μιλάει ενώ η μικρή
οικογενειακή ομήγυρη άκουγε με έντονο ενδιαφέρον τούτον τον επισκέπτη από τα
ξένα μέρη, καθώς βόλευε τους τετράγωνους ώμους του στην καρέκλα και αφηγούταν
σκηνές και γενναίες πράξεις, μάχες και λοιμούς και εξωτικούς λαούς.
«Είκοσι
ένα χρόνια γεμάτα», είπε ο κύριος Γουάιτ, νεύοντας στη γυναίκα του και το γιο
του. «Όταν έφυγε ήταν απλά ένα παλικαράκι στην αποθήκη. Για δες τον τώρα».
«Δε
δείχνει να έπαθε και τίποτε». Είπε η κυρία Γουάιτ ευγενικά.
«Κι εγώ
πολύ θα ήθελα να πάω στην Ινδία», είπε ο γέροντας, «απλά να περιηγηθώ για
λίγο, ξέρεις».
«Καλύτερα
εδώ που είστε», είπε ο αρχιλοχίας, κουνώντας το κεφάλι του. Απίθωσε το άδειο
του ποτήρι και αναστενάζοντας ελαφρά, ξανακούνησε το κεφάλι του.
«Θα ήθελα
να δω τους αρχαίους ναούς και τους φακίρηδες και ταχυδακτυλουργούς». Είπε ο γέροντας.
«Τι ήταν εκείνο που άρχισες να μου λες τις προάλλες για ένα πόδι μαϊμούς,
Μόρις;»
«Δεν ήταν
τίποτε», είπε ο στρατιωτικός βιαστικά. «Δεν ήταν κάτι που αξίζει να το
ακούσεις».
«Πόδι
μαϊμούς;» ρώτησε η κυρία Γουάιτ με περιέργεια.
«Να, είναι
κάτι που μπορείς να το πεις ίσως μαγεία», απάντησε ο αρχιλοχίας αδιάφορα.
Οι τρεις
ακροατές του έσκυψαν προς τα μπρος με ανυπομονησία. Ο επισκέπτης έφερε
αφηρημένα το άδειο ποτήρι στα χείλη του και μετά το έβαλε ξανά στο τραπέζι. Ο
οικοδεσπότης του το γέμιζε.
«Βλέποντάς
το», είπε ο αρχιλοχίας ψάχνοντας στην τσέπη του, «είναι ένα συνηθισμένο ποδαράκι,
μουμιοποιημένο».
Έβγαλε
κάτι από την τσέπη δείχνοντάς το. Η κυρία Γουάιτ έκανε πίσω μορφάζοντας, αλλά
ο γιος της το πήρε στο χέρι και το εξέτασε προσεχτικά.
«Τι το
ιδιαίτερο έχει;» ρώτησε ο κύριος Γουάιτ, καθώς το πήρε από τον γιο του, και έχοντάς
το εξετάσει κι αυτός, το άφησε πάνω στο τραπέζι.
«Ένας
γέρος φακίρης έριξε ένα ξόρκι πάνω του», είπε ο αρχιλοχίας. «Ήταν ένας πολύ
άγιος άνθρωπος». Ήθελε να δείξει πως η μοίρα κυβερνάει τη ζωή των ανθρώπων,
και όσοι παρεμβαίνουν σ’ αυτή, τούτο θα τους φέρει δυστυχία. Έριξε ένα ξόρκι
πάνω του ώστε τρεις διαφορετικοί άνθρωποι θα μπορούσαν να εκπληρώσουν τρεις
ευχές τους με τη βοήθειά του».
Ο τρόπος
του ήταν τόσο εντυπωσιακός που οι ακροατές του ένιωσαν να γελούν κάπως
ταραγμένα.
«Λοιπόν,
γιατί δεν κάνετε τρεις ευχές, κύριε;» ρώτησε ο Χέρμπερτ πονηρά.
Ο
στρατιωτικός τον κοίταξε έτσι όπως θα κοίταζε ένας μεγάλος έναν υπερόπτη
νεαρό. «Τις έκανα», είπε σιγανά και το σημαδεμένο του πρόσωπο πάνιασε.
«Και
εκπληρώθηκαν οι τρεις ευχές σας;» ρώτησε η κυρία Γουάιτ.
«Εκπληρώθηκαν»,
είπε ο αρχιλοχίας και το ποτήρι του κροτάλισε τρέμοντας στα δόντια του.
«Έκανε και
κανείς άλλος το ίδιο;» επέμενε η ηλικιωμένη κυρία.
«Ο πρώτος
είδε τις ευχές του να πραγματοποιούνται. Ναι», απάντησε. «Δεν ξέρω τι ήταν οι
πρώτες δυο αλλά η τρίτη ήταν για θάνατο, κι έτσι το πόδι ήρθε στην κατοχή
μου».
Ο τόνος
της φωνής του ήταν τόσο σοβαρός που μια βαριά σιωπή έπεσε στην παρέα.
«Εφόσον
πραγματοποιήθηκαν οι ευχές σου, δε σε χρειάζεται πια, τότε, Μόρις», είπε ο
γέροντας σπάζοντας τη σιωπή. «Γιατί το φυλάγετε;»
Ο
στρατιωτικός κούνησε το κεφάλι του. «Να σας πω», είπε αργά. «Είχα κάποτε την
ιδέα να το πουλήσω, αλλά δε νομίζω πως θα το κάνω. Αρκετή ζημιά έχει κάνει
ήδη. Εξάλλου, ποιος θα θελήσει να το αγοράσει; Το όλο θέμα το θεωρούν ιστορία
για αγρίους. Κάποιοι κι εκείνοι που έχουν μια υποψία γι’ αυτό θέλουν πρώτα να
το δοκιμάσουν και μετά να με πληρώσουν».
«Αν
μπορούσες να πραγματοποιήσεις τις τρεις ευχές σου εκ νέου», ρώτησε ο γέροντας
κοιτάζοντάς τον μέσα στα μάτια, «θα το έκανες;»
«Δεν
ξέρω», απάντησε ο άλλος. «Δεν ξέρω».
«Έπιασε το
πόδι ανάμεσα στο δείκτη και αντίχειρα και κουνώντας το πέρα δώθε το έριξε
ξαφνικά στη φωτιά. Ο Γουάιτ, με μια ανεπαίσθητη κραυγή έσκυψε και το άρπαξε.
«Καλύτερα
να το αφήσετε να καεί», είπε ο στρατιωτικός σοβαρά.
«Αν δεν το
θέλεις, Μόρις», είπε ο άλλος, «δώστο σε μένα».
«Δε θα σου
το δώσω», επέμενε ο φίλος του πεισματικά. «Το έριξα στη φωτιά. Αν το
κρατήσεις, μη με κατηγορήσεις για ό, τι συμβεί. Ξαναρίξε το στη φωτιά σαν
λογικός άνθρωπος».
Ο άλλος
κούνησε το κεφάλι του και εξέτασε το καινούριο του απόκτημα από κοντά. «Πώς
το κάνεις;» ρώτησε.
«Κράτησέ
το ψηλά με το δεξί και ευχήσου φωναχτά», είπε ο αρχιλοχίας, «εγώ όμως σε
προειδοποιώ για τις συνέπειες».
«Ακούγεται
σαν τη Χαλιμά», είπε η κυρία Γουάιτ, καθώς σηκωνόταν να ετοιμάσει το δείπνο.
«Μήπως να ευχηθείς για οχτώ χέρια για μένα;»
Ο άντρας
της έβγαλε το ‘γούρι’ από την τσέπη του και οι τρεις τους ξέσπασαν σε γέλια
καθώς ο αρχιλοχίας με μια φοβισμένη έκφραση στο πρόσωπό του τού έπιασε το
χέρι.
«Αν πρέπει
σώνει και καλά να κάνεις μια ευχή», είπε απότομα, «μην κάνεις καμιά
παράλογη».
Ο κύριος
Γουάιτ το ξανάβαλε στην τσέπη του και τακτοποιώντας τις καρέκλες, ένευσε στο
φίλο του να καθίσει για φαγητό. Στη διάρκεια του δείπνου το ‘γούρι’ ξεχάστηκε
εν μέρει, και μετά οι τρεις κάθισαν ν’ ακούσουν μαγεμένοι τη δεύτερη δόση της
εξιστόρησης των περιπετειών του στρατιωτικού στην Ινδία.
«Εάν η
ιστορία του ποδιού της μαϊμούς δεν είναι πιο αληθινή απ’ όσα μας έχει πει»,
είπε ο Χέρμπερτ, καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω από τον καλεσμένο τους, που
μόλις προλάβαινε το τελευταίο τρένο, «δεν πρόκειται να βγάλουμε άκρη».
«Του
έδωσες κάτι γι’ αυτό, άντρα μου;» ρώτησε η κυρία Γουάιτ κοιτώντας τον
εξεταστικά.
«Κάτι
ελάχιστα», είπε κοκκινίζοντας ελαφρά. «Δεν ήθελε να δεχτεί αλλά τον πίεσα να
τα πάρει. Κι αυτός για μια φορά ακόμη με πίεσε να το πετάξω».
«Λογικό»,
είπε ο Χέρμπερτ με προσποιούμενη φρίκη. «Να, θα γίνουμε πλούσιοι και
φημισμένοι και ευτυχισμένοι. Αρχίζοντας κάνε μια ευχή, πατέρα, να γίνεις
αυτοκράτορας για να μη σε κάνει ό, τι θέλει η μητέρα».
Έφυγε
τρέχοντας γύρω από το τραπέζι καθώς η κυρία Γουάιτ προσβεβλημένη τον
κυνηγούσε μ’ ένα σεμεδάκι στο χέρι.
Ο κύριος
Γουάιτ έβγαλε το πόδι από την τσέπη του και το εξέτασε με δυσπιστία. «Δεν
ξέρω τι ευχή να κάνω, και τούτο είναι γεγονός», είπε αργά. «Μου φαίνεται πως
έχω όλα όσα θέλω».
«Και μόνο
να αποπλήρωνες το σπίτι, θα ήσουν πια ευτυχής, δεν είναι έτσι;» είπε ο
Χέρμπερτ ακουμπώντας το χέρι πάνω στον ώμο του. «Λοιπόν, κάνε μια ευχή για
διακόσιες λίρες, τότε. Αυτό θα ήταν ό, τι πρέπει».
Ο πατέρας
του, χαμογελώντας ντροπιασμένα, για την ευπιστία του, σήκωσε ψηλά το ‘γούρι’
καθώς ο γιος του με επίσημο ύφος, που το χαλούσε κάπως μ’ ένα κλείσιμο του
ματιού του προς τη μητέρα του, κάθισε μπροστά στο πιάνο και έπληξε λίγες
εντυπωσιακές νότες.
«Εύχομαι
ν’ αποκτήσω διακόσιες λίρες», είπε ο γέροντας τονίζοντας μία-μία τις λέξεις.
Μια ωραία
συγχορδία του πιάνου χαιρέτησε τα λόγια, που τα διέκοψε μια έντρομη κραυγή
που έβγαλε ο γέροντας. Η γυναίκα του και ο γιος του έτρεξαν προς το μέρος
του.
«Κουνήθηκε»,
φώναξε ρίχνοντας μια αηδιαστική ματιά στο αντικείμενο που βρισκόταν τώρα στο
πάτωμα.
«Την ώρα
που έκανα την ευχή, αυτό αναδεύτηκε μέσα στο χέρι μου σαν να κρατούσα φίδι».
«Λοιπόν,
δε βλέπω τα λεφτά», είπε ο γιος του ενώ συγχρόνως το σήκωνε από το πάτωμα και
το έβαζε πάνω στο τραπέζι, «και στοιχηματίζω πως ποτέ δε θα τα δω».
«Θα ήταν η
φαντασία σου, άντρα μου», είπε η γυναίκα του κοιτάζοντάς τον ανησυχητικά.
Κούνησε το
κεφάλι του. «Δεν πειράζει όμως, δεν έγινε και καμιά ζημιά, αλλά με κλόνισε
μολαταύτα».
Ξανάπιασαν
τις θέσεις τους κοντά στη φωτιά ενώ οι δυο άντρες κάπνιζαν την πίπα τους.
Έξω ο
άνεμος δυνάμωνε όλο και περισσότερο και κάποια στιγμή ο γέροντας πετάχτηκε
νευρικά στο θόρυβο μιας πόρτας που βρόντηξε από το πάνω πάτωμα. Έπεσε μια
ασυνήθιστη και καταθλιπτική σιωπή ανάμεσα στους τρεις τους που κράτησε μέχρι
που το ηλικιωμένο ζευγάρι σηκώθηκε να πάει για ύπνο.
«Φαντάζομαι
να βρεις τα μετρητά μέσα σ’ ένα δεμένο σακουλάκι στο κέντρο του κρεβατιού
σας», είπε ο Χέρμπερτ καθώς τους καληνύχτισε, «μαζί με κάτι τρομακτικό να
κάθεται ανακούρκουδα στην κορυφή της ντουλάπας και να σας παρακολουθεί καθώς
θα τσεπώνετε τα αθέμιτα κέρδη σας».
Κάθισε στο
σκοτάδι μόνος του ατενίζοντας τη φωτιά που έσβηνε και βλέποντας πρόσωπα στις
φλόγες της. Το τελευταίο πρόσωπο που είδε ήταν τόσο τρομακτικό μαζί και πηθικίσιο
που έμενε κατάπληκτος κοιτάζοντας. Έγινε τόσο ζωντανό που μ’ ένα ανήσυχο
γέλιο άπλωσε το χέρι του στο τραπέζι κι ψάχνοντας ένα μισογεμάτο ποτήρι νερό
να το ρίξει στη φωτιά. Το χέρι του συνάντησε το πόδι της μαϊμούς και
νιώθοντας ένα σύντομο ρίγος το σκούπισε στο σακάκι του κι ανέβηκε να
κοιμηθεί.
ΙΙ.
Στο λαμπρό
φως του χειμωνιάτικου ήλιου που έλουζε το τραπέζι του πρωινού το επόμενο πρωί
γελούσε με τους φόβους του. Επικρατούσε μια ατμόσφαιρα υγιούς πεζότητας στο
δωμάτιο που δεν υπήρχε την προηγούμενη νύχτα και το βρώμικο, μουμιοποιημένο
ποδαράκι ήταν ριγμένο παράμερα στον πάγκο με μια ανεμελιά που δε μαρτυρούσε
και μεγάλη πίστη στις μαγικές του δυνάμεις.
«Υποθέτω
πως όλοι οι παλιοί στρατιωτικοί είναι ίδιοι», παρατήρησε η κυρία Γουάιτ. «Για
φαντάσου να καθόμαστε και ν’ ακούμε τέτοιες ανοησίες! Πώς είναι δυνατόν να
εκπληρώνονται ευχές στις μέρες μας; Κι αν ήταν δυνατόν, πώς μπορούσαν να σε
βλάψουν διακόσιες λίρες, άντρα μου;»
«Μπορεί να
πέσουν από τον ουρανό στο κεφάλι του», είπε ο πάντα επιπόλαιος Χέρμπερτ.
«Ο Μόρις
είπε ότι τα συμβάντα έρχονται με τέτοιο φυσικό τρόπο», είπε ο πατέρας του,
«που αν θέλεις τα αποδίδεις σε σύμπτωση».
«Λοιπόν,
μην πέσεις με τα μούτρα στα λεφτά πριν επιστρέψω», είπε ο Χέρμπερτ καθώς
σηκωνόταν από το τραπέζι. «Φοβάμαι μη σε κάνουν φιλάργυρο και τσιγκούνη και
θα αναγκαστούμε να σε αποκληρώσουμε».
Η μητέρα
του γέλασε και ξεβγάζοντάς τον στην πόρτα, τον ακολούθησε με το βλέμμα της
καθώς κατέβαινε το δρόμο. Γυρνώντας πίσω στο τραπέζι του πρωινού, γέλασε με
την καρδιά της σε βάρος της ευπιστίας του άντρα της. Παρόλα αυτά δεν την
εμπόδισε να τρέξει στην πόρτα με το χτύπημα του ταχυδρόμου ούτε την εμπόδισε
να αναφερθεί κάπως απότομα σε οινόφλυγες απόστρατους αρχιλοχίες όταν στο
γραμματοκιβώτιο βρήκε το λογαριασμό του ράφτη.
«Ο
Χέρμπερτ θα κάνει κι άλλη πλάκα, φαντάζομαι, όταν γυρίσει σπίτι», είπε καθώς
κάθισαν για το μεσημεριανό.
«Μάλλον»,
είπε ο κύριος Γουάιτ, γεμίζοντας το ποτήρι του μπίρα, «αλλά μολοταύτα, το
πράγμα κουνήθηκε στο χέρι μου, στο ορκίζομαι».
«Ιδέα σου
ήταν», αποκρίθηκε η γερόντισσα καθησυχαστικά.
«Επιμένω
πως κουνήθηκε», απάντησε ο άλλος. «Δεν ήταν ιδέα μου, απλά να – τι τρέχει;»
Η γυναίκα
του δεν απάντησε. Παρακολουθούσε τις περίεργες κινήσεις ενός άντρα απέξω, ο
οποίος περιεργαζόμενος το σπίτι αναποφάσιστα φαινόταν να διστάζει να μπει.
Συνδυάζοντας στο νου της τις διακόσιες λίρες, παρατήρησε πως ο ξένος ήταν καλοντυμένος
και φορούσε ένα μεταξωτό καπέλο ολοκαίνουριο και γυαλιστερό. Τρεις φορές
κοντοστάθηκε στην αυλόπορτα και κατόπιν έκανε να φύγει. Την τέταρτη στάθηκε
ακουμπώντας τα χέρια του πάνω της και κατόπιν με μια ξαφνική απόφαση την
άνοιξε γρήγορα και ανηφόρισε το μονοπατάκι.
Την ίδια
στιγμή η κυρία Γουάιτ έβαλε τα χέρια της πίσω της και λύνοντας βιαστικά την
ποδιά της, έβαλε το χρήσιμο αυτό είδος ενδυμασίας κάτω από το μαξιλαράκι της
καρέκλας.
Έμπασε στο
δωμάτιο τον ξένο, ο οποίος έδειχνε αμήχανος. Την κοίταξε κλεφτά και άκουγε
αφηρημένος καθώς η γερόντισσα δικαιολογούταν για την κατάσταση του δωματίου
και για το σακάκι του άντρα της, ρούχο που το προόριζε συνήθως για τον κήπο.
Κατόπιν περίμενε, όσο υπομονετικά την επέτρεπε το φύλο της, να μπει ο ξένος στο
θέμα, αλλά αυτός κατά περίεργο τρόπο παρέμεινε σιωπηλός.
«Μου
… ανέθεσαν να σας επισκεφτώ», είπε
επιτέλους σκύβοντας να μαζέψει ένα κομματάκι βαμβάκι από το παντελόνι του.
«Έρχομαι εκ μέρους των Μο & Μέγγινς».
Η
γερόντισσα ανησύχησε. «Συνέβη κάτι;» ρώτησε με κομμένη την ανάσα. «Έπαθε κάτι
κακό ο Χέρμπερτ; Τι έγινε; Τι έγινε;»
Παρενέβη ο
άντρας της. «Έλα, έλα, καλή μου», είπε βιαστικά. «Κάθισε και μην βγάζεις
βιαστικά συμπεράσματα. Δεν είστε άγγελος κακών, είμαι σίγουρος, κύριε», είπε
κοιτάζοντας τον άλλο σκεπτικά.
«Λυπούμαι
– » άρχισε ο επισκέπτης.
«Τραυματίστηκε;»
έκανε η μητέρα του αλαφιασμένη.
Ο
επισκέπτης έσκυψε συναινώντας. «Τραυματίστηκε άσχημα», είπε σιγανά, «αλλά δεν
πονάει καθόλου».
«Δόξα τω
Θεώ!» είπε η γερόντισσα, σφίγγοντας τα χέρια της. «Δόξα τω Θεώ! Δόξα – »
Σταμάτησε
ξαφνικά καθώς η σκαιά έννοια της πραγματικότητας κυρίεψε το νου της και είδε
την τρομακτική επιβεβαίωσή των φόβων της στο σκυθρωπό πρόσωπο του άλλου.
Κράτησε την ανάσα της και γυρνώντας στον κάπως αργόστροφο σύζυγό της
ακούμπησε το τρεμάμενο χέρι της πάνω στο δικό του. Ακολούθησε μια μακρά
σιωπή.
«Πιάστηκε
μέσα στα μηχανήματα», είπε στο τέλος ο επισκέπτης χαμηλόφωνα.
«Πιάστηκε
μέσα στα μηχανήματα», επανέλαβε ο κύριος Γουάιτ ζαλισμένος, «ναι».
Κάθισε να
κοιτάζει σαν χαζός έξω από το παράθυρο, και παίρνοντας το χέρι της γυναίκας
του μέσα στο δικό του, το έσφιξε όπως συνήθιζε να το σφίγγει στις παλιές
καλές μέρες, όταν τις έκανε κόρτε πριν από σαράντα χρόνια.
«Ήταν το
μοναχοπαίδι μας», είπε ο γέροντας αποτεινόμενος στον επισκέπτη. «Είναι
σκληρό».
Ο άλλος
έβηξε αμήχανα, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε με αργό βήμα προς το παράθυρο. «Η
εταιρία μού επιφόρτισε να σας εκφράσω τα ειλικρινά τους συλλυπητήρια για την
τρομερή σας απώλεια», είπε χωρίς να κοιτάξει πίσω του. «Παρακαλώ να με
καταλάβετε πως εγώ είμαι απλώς ένας απασχολούμενός τους και εκτελώ οδηγίες».
Δεν έλαβε
καμιά απάντηση. Το πρόσωπο της γερόντισσας πάνιασε, τα μάτια της γούρλωσαν
και η ανάσα της δεν ακουγόταν. Το πρόσωπο του άντρα της πήρε μια τέτοια
έκφραση που θα είχε ο φίλος του ο λοχίας κατά το βάπτισμα του πυρός.
«Μου
ανέθεσαν να σας πω πως οι Μο & Μέγγινς αποποιούνται πάσης ευθύνης»,
συνέχισε ο άλλος. «Δεν φέρουν καμιά απολύτως υποχρέωση αποζημίωσης, αλλά λαμβάνοντας
υπόψη τις υπηρεσίες του γιου σας, επιθυμούν να σας αποζημιώσουν μ’ ένα
ορισμένο ποσό».
Ο κύριος
Γουάιτ άφησε το χέρι της γυναίκας του, σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε μ’ ένα
βλέμμα φρίκης τον επισκέπτη του. Τα στεγνά του χείλη σχημάτισαν τις λέξεις:
«Πόσα;»
«Διακόσιες
λίρες», ήρθε η απάντηση.
Μη
συνειδητοποιώντας το ουρλιαχτό της γυναίκας του, ο γέροντας χαμογέλασε αχνά,
άπλωσε τα χέρια του εμπρός του σαν ένας αόμματος και σωριάστηκε, ένας άψυχος
σωρός, πάνω στο πάτωμα.
III.
Στο τεράστιο καινούριο νεκροταφείο, κάπως δυο μίλια
μακριά, τα δυο γεροντάκια έθαψαν τον νεκρό τους και επέστρεψαν σπίτι σιωπηλοί
και θλιμμένοι. Έγιναν όλα τόσο γρήγορα που αρχικά με δυσκολία μπορούσαν να το
συνειδητοποιήσουν, και παρέμειναν σε μια κατάσταση προσμονής σαν να επρόκειτο
να συμβεί κάτι άλλο ακόμη – κάτι άλλο που θα ελάφρυνε το βάρος του πόνου
τους, ενός πόνου που οι γέρικες καρδιές τους δεν μπορούσαν να βαστάξουν.
Οι μέρες όμως περνούσαν και στην προσμονή τους
έπαιρνε θέση μια παραίτηση – η απέλπιδα παραίτηση των γερόντων, που μερικές
φορές εσφαλμένα λέγεται απάθεια. Με το ζόρι αντάλλασσαν μια λέξη, γιατί τώρα
τι είχαν άραγε να πουν; Και οι μέρες τους περνούσαν αργές και κουρασμένες.
Πέρασε δεν πέρασε μια βδομάδα, κι ο γέροντας,
ξυπνώντας ξαφνικά μέσα στη νύχτα, άπλωσε το χέρι του και ανακάλυψε πως ήταν
μόνος του. Το δωμάτιο ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι κι ένας ήχος σιγανού
κλάματος ερχόταν από το παράθυρο. Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι και αφουγκράστηκε.
«Έλα πίσω στο κρεβάτι», είπε τρυφερά. «Θα κρυώσεις».
«Ο γιος μου κρυώνει περισσότερο», είπε η γερόντισσα,
βάζοντας εκ νέου τα κλάματα.
Οι λυγμοί της έσβηναν σταδιακά στ’ αυτιά του. Το
κρεβάτι ήταν ζεστό και τα μάτια του βαριά από τον ύπνο. Βυθίστηκε σ’ έναν
ταραγμένο ύπνο και συνέχιζε να κοιμάται μέχρι που μια ξαφνική έξαλλη κραυγή
της γυναίκας του τον ξύπνησε απότομα.
«Το πόδι!» φώναξε αλαφιασμένη. «Το πόδι της
μαϊμούς!»
Σηκώθηκε ανήσυχος. «Πού; Πού είναι; Τι τρέχει;»
Τον πλησίασε σκοντάφτοντας από την άλλη άκρη του
δωματίου. «Το θέλω», είπε σιγανά. «Δεν το κατέστρεψες, έτσι;»
«Είναι στο σαλόνι, πάνω στο κρεμαστάρι», απάντησε με
απορία. «Γιατί;»
Αυτή άρχισε να κλαίει και να γελάει συγχρόνως, και
σκύβοντας προς το μέρος του, τον φίλησε στο μάγουλο.
«Μόλις τώρα το σκέφτηκα», φώναξε υστερικά. «Πώς και
δεν το είχα σκεφτεί νωρίτερα; Εσύ γιατί δεν το σκέφτηκες;»
«Να σκεφτώ τι;» ρώτησε.
«Τις άλλες δυο ευχές», απάντησε γρήγορα. «Κάναμε
μόνο μία».
«Και δεν ήταν αρκετή;» ρώτησε με αγριότητα.
«Όχι», ανέκραξε θριαμβευτικά. «Θα κάνουμε ακόμη μία.
Κατέβα και φέρε το γρήγορα και ευχήσου να ζωντανέψει το αγόρι μας».
Ο άντρας της ανακάθισε στο κρεβάτι και πέταξε τα
σκεπάσματα από τα τρεμάμενα άκρα του. «Θεέ και Κύριε, τρελάθηκες;» ξεφώνισε
εμβρόντητος.
«Φέρε το», είπε ασθμαίνοντας. «Φερ’ το γρήγορα και
ευχήσου – ω, αγόρι μου, αγόρι μου!»
Ο άντρας της πήρε τα σπίρτα και άναψε το κερί.
«Γύρνα στο κρεβάτι», είπε με τρεμάμενη φωνή. «Δεν ξέρεις τι λες».
«Μήπως δεν μας βγήκε η πρώτη ευχή;», είπε η
γερόντισσα με ασυνήθιστη ένταση. «Γιατί να μην αληθεύσει η δεύτερη;»
«Σύμπτωση ήταν», τραύλισε ο γέροντας.
«Σύρε, πάρτο και ευχήσου», φώναξε η γυναίκα του
τρέμοντας από έξαψη.
Ο γέροντας γύρισε και την κοίταξε, μιλώντας την με
φωνή που έτρεμε: «Είναι νεκρός εδώ και δέκα μέρες, κι εξάλλου αυτός – δε θα
σου τόλεγα αλλιώς – τον αναγνώρισα μόνο από τα ρούχα του. Αν παραήταν φοβερό
να τον δεις τότε, πώς θα τον δεις τώρα;»
«Φέρτον πίσω», φώναξε η γερόντισσα, σέρνοντάς τον
προς την πόρτα. «Νομίζεις πως φοβάμαι το παιδί που θήλασα;»
Κατέβηκε στα σκοτεινά, ψηλαφώντας την πορεία του
μέχρι το σαλόνι και κατόπιν στο περβάζι. Το ‘γούρι’ ήταν στη θέση του, και
ένας απαίσιος φόβος πως η σιωπηρή ευχή θα έφερνε μπροστά του τον
ακρωτηριασμένο γιο του πριν μπορέσει να ξεφύγει από το δωμάτιο τον κυρίεψε,
και κράτησε την ανάσα του καθώς ανακάλυψε ότι είχε χαθεί και δεν μπορούσε να
βρει την πόρτα. Με το μέτωπό του να το λούζει κρύος ιδρώτας, έκανε το γύρο
του τραπεζιού ψηλαφώντας και κατόπιν πιάνοντας στα τυφλά τον τοίχο, βρέθηκε
στο στενό διάδρομο με το σιχαμερό αντικείμενο στο χέρι του.
Ακόμη και της γυναίκας του το πρόσωπο άλλαξε καθώς
μπήκε στο δωμάτιο. Είχε πανιάσει με μια προσμονή, και με τρόμο ο γέροντας
παρατήρησε μια αφύσικη έκφραση ζωγραφισμένη πάνω στο πρόσωπό της. Τη
φοβήθηκε.
«Ευχήσου!» φώναξε με δυνατή φωνή.
«Είναι ανοησία και αμαρτία!» τραύλισε.
«Ευχήσου!» επανέλαβε η γυναίκα του.
Σήκωσε το χέρι του. «Εύχομαι να ζωντανέψει ο γιος
μου».
Το ‘γούρι’ έπεσε στο πάτωμα και το κοίταξε με φόβο.
Ύστερα σωριάστηκε τρέμοντας σε μια καρέκλα καθώς η γερόντισσα, με μάτια που
έκαιγαν, κατευθύνθηκε προς το παράθυρο και ανέβασε τη γρίλια.
Κάθισε στη θέση του μέχρι που το κρύο τον περόνιασε,
ρίχνοντας περιστασιακές ματιές στη γυναίκα του, που κοίταζε εξεταστικά από το
παράθυρο. Το απολειφάδι του κεριού που έκαιγε κάτω από το χείλος του
πορσελάνινου κηροπήγιου έριχνε τρεμάμενες σκιές στο ταβάνι και τους τοίχους
μέχρι που με μια αναλαμπή εντονότερη από τις άλλες έσβησε εντελώς. Ο γέροντας
με μια ανείπωτη αίσθηση ανακούφισης για την αποτυχία του ‘φετίχ’ σύρθηκε πίσω
στο κρεβάτι και μετά από κάνα δυο
λεπτά ήρθε και η γυναίκα του και με απάθεια ξάπλωσε δίπλα του σιωπηλά.
Κανείς τους δε μιλούσε, μόνο έμειναν ξαπλωμένοι
ακούγοντας το τικ-τακ του ρολογιού. Ένα σκαλί έτριξε και ένα ποντίκι διέτρεξε
τον τοίχο σκούζοντας. Το σκοτάδι ήταν καταθλιπτικό, και αφού έμεινε
ξαπλωμένος για κάμποση ώρα, πήρε το κουτί με τα σπίρτα, κι ανάβοντας ένα,
κατέβηκε να ψάξει για κερί.
Στο τελευταίο σκαλί το σπίρτο έσβησε, και
κοντοστάθηκε ν’ ανάψει άλλο. Συγχρόνως στην εξώπορτα ακούστηκε ένας χτύπος,
σιγανός και φευγαλέος, σχεδόν ανεπαίσθητος.
Τα σπίρτα έπεσαν από το χέρι του και σκόρπισαν στο
διάδρομο. Στάθηκε ασάλευτος, κρατώντας την ανάσα του μέχρι που ο χτύπος
ξανακούστηκε. Κατόπιν γύρισε τρέχοντας σαν αστραπή ξανά στο δωμάτιο και
έκλεισε πίσω του την πόρτα. Ακούστηκε ένας τρίτος χτύπος διαπερνώντας
ολόκληρο το σπίτι.
«Τι είναι αυτό;» ξεφώνισε κι ανασηκώθηκε η
γερόντισσα ξαφνιασμένη.
«Ένας ποντικός», είπε ο γέροντας με φωνή που έτρεμε
– «ένας ποντικός. Με προσπέρασε στη σκάλα».
Η γυναίκα του ανακάθισε στο κρεβάτι και
αφουγκράστηκε. Ένας δυνατός χτύπος συγκλόνισε δονώντας ολόκληρο το σπίτι.
«Ο Χέμπερτ είναι!» ούρλιαξε. «Είναι ο Χέρμπερτ!»
Έφυγε τρέχοντας προς την πόρτα, αλλά ο άντρας της
μπήκε μπροστά της και πιάνοντάς της από το μπράτσο, την κράτησε σφικτά.
«Τι πας να κάνεις;» ψιθύρισε βραχνά.
«Ήρθε το αγόρι μου, είναι ο Χέρμπερτ!» ξεφώνισε,
πασχίζοντας μηχανικά να ελευθερωθεί. «Ξέχασα ότι το νεκροταφείο είναι δυο
μίλια μακριά. Γιατί με κρατάς; Άφησέ με. Πρέπει ν’ ανοίξω την πόρτα».
«Για όνομα του Θεού, μην αφήσεις αυτό το πράγμα να
μπει», ξεφώνισε ο γέροντας τρέμοντας.
«Φοβάσαι τον ίδιο το γιο σου», φώναξε πασχίζοντας να
ελευθερωθεί. «Άφησέ με. Έρχομαι, Χέρμπερτ, έρχομαι».
Ακούστηκε κι άλλος χτύπος, κι άλλος. Η γερόντισσα με
μια απότομη κίνηση ξέφυγε και βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο. Ο άντρας της
την ακολούθησε μέχρι το κεφαλόσκαλο, καλώντας την παρακλητικά να γυρίσει πίσω
καθώς αυτή κατέβαινε βιαστικά τη σκάλα. Άκουσε το κροτάλισμα της αλυσίδας και
τη μπάρα να σέρνεται με δυσκολία από την υποδοχή της. Κατόπιν άκουσε τη φωνή
της γερόντισσας λαχανιασμένη από το ζόρισμα.
«Τη μπάρα», φώναξε δυνατά. «Κατέβα. Δεν μπορώ να τη
φτάσω».
Ο σύζυγός της όμως, πεσμένος στα τέσσερα, έψαχνε
έξαλλος στα τυφλά το πάτωμα να βρει το πόδι. Αχ και να μπορούσε να το βρει
πριν το πράγμα απέξω έμπαινε μέσα. Μια ολόκληρη ομοβροντία από χτύπους ταρακούνησε
το σπίτι, και άκουσε το ξύσιμο μιας καρέκλας στο πάτωμα καθώς η γυναίκα του
την έβαζε πίσω από την πόρτα. Άκουσε επίσης και το τρίξιμο της μπάρας καθώς έβγαινε
από την υποδοχή της, ενώ την ίδια στιγμή βρήκε και το πόδι της μαϊμούς, και
έξαλλος έκανε ανασαίνοντας βαριά την τρίτη και τελευταία ευχή.
Οι χτύποι σταμάτησαν ξαφνικά αν και ο αντίλαλος
συνέχιζε να ηχεί μέσα στο σπίτι. Άκουσε την καρέκλα να τραβιέται ξανά πίσω
και την πόρτα ν’ ανοίγει. Ένα ψυχρό ρεύμα αέρος ανέβηκε ορμώντας στα σκαλιά,
και μια μακρόσυρτη, γοερή ολολυγή απογοήτευσης και ανείπωτης θλίψης από τη
γυναίκα του τού έδωσε θάρρος να κατέβει τρέχοντας στο πλάι της και να τη
συνοδεύσει μέχρι πέρα στην αυλόπορτα. Η λάμπα του δρόμου απέναντι έφεγγε
τρεμοπαίζοντας έναν ήσυχο και έρημο δρόμο.
The Monkey's Paw - Wikipedia, the free encyclopedia (Ανάλυση του έργου)
*************************************
W. W. Jacobs - Wikipedia, the free encyclopedia |
«Έχω πει μερικές φορές στον εαυτό μου ότι αν υπήρχε μία μόνο πινακίδα στην είσοδο κάθε εκκλησίας που να απαγόρευε την είσοδο σε οποιονδήποτε με εισόδημα πάνω από ένα συγκεκριμένο ποσό , θα γινόμουν αμέσως χριστιανή» . Σιμόν Βέιλ, Γαλλίδα φιλόσοφος και πολιτική ακτιβίστρια (1909-1943)
Σάββατο, Αυγούστου 29, 2015
Ανεβάζοντας την αδρεναλίνη στα ύψη
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
ΟΥΔΕΝ ΣΧΟΛΙΟΝ
ΣΥΝΘΕΣΗ EIKONAΣ: Gerontakos ΔΙΑΒΑΣΤΕ Νέα Αριστερά για Νετανιάχου / Με το «κανένα σχόλιο» στο Tvxs η κυβέρνηση Μητσοτά...
-
Κι ήτανε τα στήθια σου άσπρα σαν τα γάλατα Γιώργος Σαραντάκος "Γαργάλατα", 50 χρόνια μετά Λέγοντας Αποστασία ή Ιουλιανά εν...
-
Η ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ ΑΛΛΟΤΕ Θερμές ευχαριστίες στον Κώστα Μ. που εντόπισε τις φωτογραφίες στο sch.gr και μου τις έστειλε... 1.ΚΥΨΕΛΗ...
-
῎ ΜΙΑ ΧΡΥΣΗ ΜΑΘΗΣΙΑΚΗ ΑΡΧΗ, ΠΟΥ ΑΓΝΟΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΓΧΩΤΙΚΟΥΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΕΣ ΓΟΝΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΗΛΙΘΙΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ Ηδη δέ τινας ἐγὼ εἶδο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου