Ιστορία με άλογο
Κάποιες φορές με βλέπουνε καβάλα στ’ άλογό μου
επάνω από τον ουρανό της Λευκωσίας.
τρέξε να δεις, μου λέγουνε. Κι εγώ δε βλέπω.
Όμως μια μέρα αν κι αυτή / παράξενο! - είδα
τούτο που λέγανε. Και μη νομίσεις
πως σου μιλώ για πήγασους και τα τοιαύτα.
΄Αλογο ήτανε γερό και στιβαρό
χωρίς φτερά και μ’ ένα χαλινάρι
χοντρό σαν το χαλάζι - εγώ π’ ουδέποτε
σ’ άλογο ανέβηκα, και να καλπάζω.
Κάνω να χαιρετήσω από τη γή μου
τον ουρανόσταλτο εαυτό μου - τέτοιος βλάκας
στην οικουμένη άλλος δε γεννήθηκε.
Γιατί ο που μ’ άλογο περήφανο άγρευε
το χώρο πάνωθέ μου, αγριοπέταλη έριχνε
ματιά και χαλασμένη. συντρομάχτηκα.
Όσο τα πάνω μου να πάρω, ν’ ασηκώσω
λίγο την όψη μου και την ψυχή μου
ξανακυκλώνει με κι μ’ αγγελόσκιαζε
σειώντας σακί σαν κνούτο
που ’χε φεγγάρι μέσα του ή φουσκωμένον ήλιο.
Αλλά κι εγώ τους άλλους παραβλέποντας
που τον επευφημούσαν με μαντίλια
κι αρνιά παχυμερά και κροταλήματα
παίρνω απ’ του βάλτου ένα καλάμι και κάνω
σάμπως σε γιόστρα - φοβερό κοντάρι -
κι όπως με πλεύριζε τρυπώ τα’ ασκί
γκρεμίζω τα’ άλογό του.
Αν ήσουν μάνα κι έβλεπες θα σπαρταρούσες
και τον παλικαρά σου που χωρίς
κείνο τα’ άλογο του το ’βαζε στα πόδια.
Όμως τον πρόλαβα μπροστά στο βασιλιά
και μια και δυό τον ξετελειώνω - να μη λένε
ότι με βλέπουνε καβάλα στ’ άλογό μου
επάνω από τον ουρανό της Λευκωσίας.
Κυριάκος Χαραλαμπίδης (1940-)
επάνω από τον ουρανό της Λευκωσίας.
τρέξε να δεις, μου λέγουνε. Κι εγώ δε βλέπω.
Όμως μια μέρα αν κι αυτή / παράξενο! - είδα
τούτο που λέγανε. Και μη νομίσεις
πως σου μιλώ για πήγασους και τα τοιαύτα.
΄Αλογο ήτανε γερό και στιβαρό
χωρίς φτερά και μ’ ένα χαλινάρι
χοντρό σαν το χαλάζι - εγώ π’ ουδέποτε
σ’ άλογο ανέβηκα, και να καλπάζω.
Κάνω να χαιρετήσω από τη γή μου
τον ουρανόσταλτο εαυτό μου - τέτοιος βλάκας
στην οικουμένη άλλος δε γεννήθηκε.
Γιατί ο που μ’ άλογο περήφανο άγρευε
το χώρο πάνωθέ μου, αγριοπέταλη έριχνε
ματιά και χαλασμένη. συντρομάχτηκα.
Όσο τα πάνω μου να πάρω, ν’ ασηκώσω
λίγο την όψη μου και την ψυχή μου
ξανακυκλώνει με κι μ’ αγγελόσκιαζε
σειώντας σακί σαν κνούτο
που ’χε φεγγάρι μέσα του ή φουσκωμένον ήλιο.
Αλλά κι εγώ τους άλλους παραβλέποντας
που τον επευφημούσαν με μαντίλια
κι αρνιά παχυμερά και κροταλήματα
παίρνω απ’ του βάλτου ένα καλάμι και κάνω
σάμπως σε γιόστρα - φοβερό κοντάρι -
κι όπως με πλεύριζε τρυπώ τα’ ασκί
γκρεμίζω τα’ άλογό του.
Αν ήσουν μάνα κι έβλεπες θα σπαρταρούσες
και τον παλικαρά σου που χωρίς
κείνο τα’ άλογο του το ’βαζε στα πόδια.
Όμως τον πρόλαβα μπροστά στο βασιλιά
και μια και δυό τον ξετελειώνω - να μη λένε
ότι με βλέπουνε καβάλα στ’ άλογό μου
επάνω από τον ουρανό της Λευκωσίας.
Κυριάκος Χαραλαμπίδης (1940-)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου