εν θερμώ
Το συγγραφικό σχέδιο της Μάρως Δούκα* όπως αναδύεται μέσα από τη 40χρονη διαδρομή της στη λογοτεχνία
**Μικέλα Χαρτουλάρη
«Άλλο ο επαναστάτης, άλλο ο οικονομολόγος», «Άλλο ο ήρωας, άλλο ο επαναστάτης». «Άλλο Μπακούνιν, άλλο Μαρξ». Όμως και «άλλο Πλαστήρας, άλλο Παπάγος».
Επίσης, «Άλλο να ζεις στα τυφλά και να δέχεσαι αβίαστα τα πάντα, κι άλλο να αγρυπνάς για τα ιδανικά σου», «Άλλο να είσαι αντικομμουνιστής από άποψη, άλλο από φόβο». Και παράλληλα, «Άλλο να αγωνίζεσαι και να συναγωνίζεσαι, και άλλο να χώνεσαι και να στριμώχνεσαι».
Κι ακόμα, «Άλλο κάποιος να ασχολείται με τα κοινά, κι άλλο η παράνοια ότι χωρίς εσένα πρόοδος δεν υπάρχει». «Άλλο η φιλοδοξία να βάλεις κι εσύ ένα λιθαράκι για την προκοπή του τόπου φροντίζοντας και για την καριέρα σου, τη βόλεψή σου, την επαγγελματική ούτως ειπείν αποκατάστασή σου, κι άλλο η απληστία σου». «Άλλο η σωτηρία της πατρίδας κι άλλο η ματαιοδοξία σου».
Και βέβαια, «Άλλο η Ευρώπη και τα χάλια της, κι άλλο τα χάλια αλλά και η δυναμική των κοινωνιών στη Λατινική Αμερική».
«Άλλο ο ακτιβισμός στη γειτονιά σου και στην πόλη σου, κι άλλο ο ακτιβισμός του κοσμοπολιτισμού».
«Άλλο η δοκός το άθλημα και άλλο να ισορροπείς στη σκαλωσιά με το σφυρί στο χέρι».
Από αυτόν τον δρόμο μπαίνουμε αμέσως στο κλίμα του Έλα να πούμε ψέματα (Πατάκης), 15ου βιβλίου της Δούκα η οποία συμπληρώνει φέτος 40 χρόνων θητεία στο γράψιμο. Το πρώτο της βιβλίο ήταν η συλλογή διηγημάτων Η πηγάδα που κυκλοφόρησε το 1974 από τον Κέδρο, με νονούς τον Γιάννη Ρίτσο και τον Στρατή Τσίρκα. Η Μάρω Δούκα ήταν τότε 27 χρονών.
Στην επέτειο των 30 (για την ακρίβεια 31) χρόνων από εκείνο το βιβλίο, η Δούκα κυκλοφόρησε το μοναδικό μέχρι τώρα αμιγώς αυτοβιογραφικό βιβλίο της, τα Μαύρα λουστρίνια (Πατάκης, 2005, Σειρά «Η κουζίνα του συγγραφέα»). Ένα αφήγημα που μοιάζει με μυθιστόρημα ενηλικίωσης ενός μάστορα της γραφής καθώς στέκεται σε θέματα όπως η πολιτικοποίησή της, τα οικογενειακά μυστικά, τα ακούσματα και τα διαβάσματά της, οι διαψεύσεις της, οι προσωπικότητες που τη διαμόρφωσαν κ.ο.κ.
Εκεί πρωτοσυναντάμε τη 12χρονη Μάρω Γεωργεδάκη στα Χανιά, τη μέρα που πεθαίνει ο πατέρας της. Η μάνα της τη στέλνει να αγοράσει νεκρικό βελούδο, κι εκείνη την παρακούει και αγοράζει μαύρα λουστρίνια. Ακολουθεί δηλαδή τη μέσα της φωνή και μάλιστα βρίσκει τον τρόπο να πάει μέχρι και στο λούνα παρκ! Από τότε, λέει, κατάλαβε πως «η ζωή είναι αποκλειστικά δική μας ευθύνη». Και με αυτή την αφορμή εξομολογείται, πως το γράψιμο, η διάθεσή της δηλαδή να εκτεθεί δημόσια γράφοντας, της γεννήθηκε ως «ανάγκη αντίστασης», και ήρθε αργότερα, σε συνάρτηση με την ένταξή της στην Αριστερά. «Χάρη σ’ αυτήν την ένταξη», γράφει, «κατέκτησα τον δικό μου τρόπο να βλέπω και να αισθάνομαι τους ανθρώπους και τα πράγματα γύρω μου».
Στο δίλημμα λοιπόν του Χόρχε Σεμπρούν «Η γραφή Ή η ζωή», η Μάρω Δούκα απαντά «Η γραφή ΚΑΙ η ζωή».
Το κορυφαίο έργο
Κατά τη δεκαετία που ξεκινά λίγο πριν τα Λουστρίνια και κλείνει φέτος (2004-14), η Δούκα θα δουλέψει το opus magnum της, το κορυφαίο έργο της, μια τριλογία.. στις γραμμές του Μύθου και της Ιστορίας, τοποθετημένη στα Χανιά, η οποία ολοκληρώνεται με το μυθιστόρημα που μόλις κυκλοφόρησε. Πρόκειται για μια σύνθεση μεγάλης πνοής, που δοκιμάζει και πετυχαίνει αυτό που δοκίμασε και πέτυχε και ο Στρατής Τσίρκας πριν από μισόν αιώνα, με την κορυφαία στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας τριλογία Ακυβέρνητες πολιτείες – το λέω με συνείδηση του τι σημαίνει μια τέτοια σύγκριση. Και εκεί (όπως εδώ), είχαμε ένα έργο που πάντρευε το εγχώριο με το οικουμενικό στοιχείο, ένα έργο που ασκούσε κριτική στην εσωτερική ιστορία της ελληνικής Αριστεράς όμως ταυτόχρονα τη διάβαζε σε συνάρτηση με την ιστορία του κόσμου που αλλάζει. Και εκεί όπως και εδώ ο/η συγγραφέας παρακολουθεί την ιδεολογία της καθημερινότητας. Η παραλληλία εντοπίζεται και σε άλλα χαρακτηριστικά των δύο έργων, όμως αυτό είναι δουλειά για φιλολόγους…
Ας διευκρινίσουμε ωστόσο ότι εδώ, στη Δούκα, έχουμε μια τριλογία η οποία παρακολουθεί κομβικές στιγμές από την πορεία της ελληνικής κοινωνίας παράλληλα με την πορεία της Αριστεράς, προκειμένου να στοχαστεί σε βάθος και αλλιώς την Ελλάδα μετά το 2004, την Ελλάδα του 21ου αιώνα.
Η τριλογία ανοίγει με το Αθώοι και φταίχτες (… σαν αντικρυστοί καθρέφτες, Κέδρος 2004) που ανατέμνει ένα ζήτημα-ταμπού, την οδύσσεια των ξεριζωμένων μουσουλμάνων της Κρήτης. Το μυθιστόρημα είναι ταυτόχρονα ένα σχόλιο στις ιδεοληψίες και τις προκαταλήψεις της Ελλάδας «του Εκσυγχρονισμού» (ας θυμηθούμε την γκλαμουράτη συγκυρία των Ολυμπιακών Αγώνων, μέσα στην οποία κυκλοφορεί αυτό το βιβλίο).
Ακολουθεί το Δίκιο είναι ζόρικο πολύ (Πατάκης, 2010) που εξερευνά την υποφωτισμένη υπόθεση της γερμανικής Κατοχής η οποία παρατάθηκε στα Χανιά μέχρι τον Μάιο του 1945 , πυροδοτώντας/ενισχύοντας έναν άγριο χορό προδοσίας των ανταρτών της Αντίστασης, με πρωταγωνιστές τους Άγγλους πράκτορες, τους συνεργάτες τους πρώην Βενιζελικούς και τους δωσίλογους. Και η τριλογία κλείνει με το Έλα να πούμε ψέματα (Πατάκης, 2014) που βάζει ακόμα πιο βαθιά το μαχαίρι στην πληγή, φέρνοντας στο φως τον αποσιωπημένο Εμφύλιο στα Χανιά, και σχολιάζοντας παράλληλα και εν θερμώ την ελληνική επικαιρότητα της οικονομικής, πολιτικής και ανθρωπιστικής κρίσης.
… Έλα να πούμε ψέματα… ένα σακί γιομάτο, διότι πώς αλλιώς θα ξορκίσουμε την κακοτυχία μας, πώς θα δούμε αλλιώς τον κόσμο, παρά με τα ψέματα που λέμε πρώτα στον εαυτό μας – ας σκεφτούμε και τα ψέματα που βαφτίζονται «σχέδια διάσωσης» από τις μνημονιακές κυβερνήσεις. Ο τίτλος είναι μια στροφή από λαϊκό σκωπτικό τρίστιχο για την Πρωταπριλιά.
Αξίζει να επισημανθεί ότι η Δούκα είχε ξαναβάλει το στοίχημα της εν θερμώ αποτύπωσης μιας κρίσης, πριν από μια 25ετία, στο μυθιστόρημά της Εις τον πάτο της εικόνας (1990) , ένα βιβλίο-ορόσημο το οποίο έπιανε τον σφυγμό μιας κοινωνίας σε μετάλλαξη: της ελληνικής κοινωνίας που οδηγήθηκε στο «βρόμικο ’89», όπου η αποσάθρωση των συνειδήσεων αντανακλούσε την πολιτικοϊδεολογική και ηθική κρίση στην πολιτική σκηνή.
ΠΑ.ΣΟ.Κ. και Αριστερά
Θα μπορούσαμε να πούμε, χονδρικά, προκειμένου να φανερωθεί το συγγραφικό σχέδιο της Δούκα, ότι εκεί είχαμε ένα μυθιστόρημα για το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και την «Αλλαγή» (… «που δεν την φέρνουν οι πολιτικές εξαγγελίες αλλά η ριζική αναμόρφωση των κοινωνιών»). Στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. εστίαζε άλλωστε, υπόρρητα, και το βυζαντινό της μυθιστόρημα Ένας σκούφος από πορφύρα (Κέδρος, 1995) με θέμα η φθορά της εξουσίας. (Κεντρικός ήρωας ήταν ο Αλέξιος Κομνηνός στο γύρισμα της πρώτης χιλιετίας, πριν δηλαδή την άλωση του 1204.) Στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. αναφερόταν και η Ουράνια μηχανική (Κέδρος, 1999) με θέμα το ασφυκτικό ιδανικό της γκλαμουριάς και του νεοπλουτισμού. Αντίθετα, η τριλογία εστιάζει στην Αριστερά –στην Αριστερά Πριν και Μετά το 1989– και στην Ιστορία η οποία, αντίθετα απ’ ό,τι προέβλεπε ο νεοφιλελεύθερος Φουκουγιάμα, δεν τελείωσε μετά την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ. Ειδικά εδώ όμως, στο Έλα να πούμε ψέματα, το θέμα είναι πολύ ευρύτερο, καρπός μιας συγγραφικής ωριμότητας που έχει κορυφωθεί.
Εδώ, έχουμε ένα βιβλίο για την Επανάσταση και την Πρόοδο, για την ιδέα και την πράξη της επανάστασης και της προόδου, όπως θα έλεγε ο Χέγκελ, που δίνει σε όλη την τριλογία το στίγμα της.
Πολιτικό, κοινωνικό, λογοτεχνικό στίγμα
Δεν πρόκειται ωστόσο για μυθιστόρημα ιδεών με θεωρητικά μέρη δοκιμιακού ύφους, αλλά:
Είναι ένα χορταστικό πολιτικό μυθιστόρημα με ανάγλυφους χαρακτήρες, γεμάτο δράση και διαλόγους, όπου τα ιστορικά γεγονότα και η επικαιρότητα, οι ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και η κριτική, η δημόσια ζωή και η ιδιωτική, χωνεύονται στη μυθοπλασία. Μάλιστα, η συγκεκριμένη συγγραφέας παίρνει την ευθύνη να μιλήσει ευθέως πολιτικά, χρησιμοποιώντας (όπως είχε κάνει ο Τσίρκας) και πολλές «κακές λέξεις» του άλλοτε και του τώρα: Ο.Π.Λ.Α., Κουφοντίνας, ΣΥ.ΡΙΖ.Α., ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α., κ.ο.κ…
Το Έλα να πούμε ψέματα είναι επίσης ένα καθαρόαιμο κοινωνικό μυθιστόρημα που σκαλίζει τη μεταπολεμική ελληνική νοοτροπία στην εξέλιξή της. Και το κυριότερο: καταγράφει μια δυναμική. Ο αναγνώστης παρακολουθεί τις περιπέτειες των ανθρώπων της Αριστεράς και των αριστερών οραμάτων, την κοινωνία που μετασχηματίζεται και τον κόσμο που αλλάζει, την Ιστορία εν τω γίγνεσθαι και τον αναστοχασμό της Ιστορίας… Έτσι π.χ. οι ευρωπαϊκές επαναστάσεις του 19ου αιώνα διασταυρώνονται στις σελίδες του με τον συσκοτισμένο Εμφύλιο στην Κρήτη. Τα αντάρτικα κινήματα και η ένοπλη πάλη στη Λατινική Αμερική διασταυρώνονται με τις κινητοποιήσεις στις Η.Π.Α. του ’60 και του ’70, και με τη σημερινή αναβίωση της «θεωρίας των δύο άκρων» στην Ελλάδα. (Εδώ να κάνω μια παρένθεση: η Δούκα επιμένει στο ότι από παλιά τα μεγάλα κόμματα στην Ελλάδα οχυρώνονται πίσω απ’ αυτή τη θεωρία. Θυμίζει μάλιστα ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου σε αυτή τη θεωρία πάτησε προκειμένου να χαρακτηρίσει την Ε.Δ.Α. «ακραίο κόμμα», και να τοποθετήσει απέναντί της το δεξιό παρακράτος.)
Το Έλα να πούμε ψέματα είναι ταυτόχρονα ένα λογοτεχνικό επίτευγμα. Η Δούκα περνά με άνεση από τον εσωτερικό μονόλογο στην τριτοπρόσωπη αφήγηση ή στον διάλογο, από τον αγωνιώδη, αγχωμένο, συνειρμικό λόγο στον ειρωνικό λόγο, πάντα όμως είναι ένας λόγος ζωηρός, χυμώδης και αιχμηρός. Με την ίδια μαστοριά εγκιβωτίζει δύο ξεχωριστά μυθιστορήματα-μέσα-στο-μυθιστόρημα, που καταλαμβάνουν τις μισές σχεδόν σελίδες του, αφορούν το παρελθόν και «τρέχουν» σπονδυλωτά, συνομιλώντας με τις ζωές των πρωταγωνιστών στην επικαιρότητα:
Το πρώτο είναι η αυτοβιογραφική αφήγηση ενός αγωνιστή αυτοαμυνίτη με σπαρακτικές λεπτομέρειες για τον συσκοτισμένο Εμφύλιο στην Κρήτη, και τίτλο Κοιμήθηκα παιδί, ξύπνησα άντρας. Την έγραψε υποτίθεται ο πατέρας του Ιδομενέα, του πρωταγωνιστή, ο οποίος εκπροσωπεί τη «γενιά της κρίσης». (Μιλάμε για «συσκοτισμένο» Εμφύλιο, στους μήνες που έκαναν κουμάντο οι Εγγλέζοι, επειδή η επίσημη εκδοχή μιλά για κυβερνητικό στρατό που κυνηγά ληστοσυμμορίτες: απο-πολιτικοποιεί δηλαδή τη σύγκρουση ή, για να το πούμε αλλιώς, αναθεωρεί την Ιστορία.)
Το δεύτερο μυθιστόρημα-μέσα-στο-μυθιστόρημα είναι μια βιογραφία του θεωρητικού της αναρχίας Μιχαήλ Μπακούνιν (1814-1876) μέχρι περίπου τα 30 του, με τίτλο Ταξιδεύοντας χωρίς χάρτη, την οποία υποτίθεται πως έγραφε στα νιάτα του ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές της τριλογίας, ο 65άρης πια Πανάρης, ο looser της υπόθεσης, εκπρόσωπος του πνεύματος της «ήττας».
Και οι δύο αυτές ιστορίες είναι ιστορίες μύησης στην ιδέα και την πράξη της επανάστασης, ιστορίες της ανήσυχης νεολαίας άλλων εποχών –του 1840 και του 1940– που φωτίζουν λοξά τη σημερινή νεολαία, αλλά φωτίζουν εξ αντιδιαστολής και τις μαρξιστικές λύσεις και τα φάουλ της κομματικής ορθοδοξίας. Και έτσι γίνονται λειτουργικές στη μυθιστορηματική σύνθεση της Δούκα για την προοπτική της Αριστεράς του 21ου αιώνα. Ωστόσο, δυστυχώς, η κυρίαρχη κριτική τις διάβασε αποκομμένες από την πλοκή της κεντρικής αφήγησης, σαν να επρόκειτο για εμμονές της Δούκα.
Ίσα ίσα όμως, συμβαίνει το αντίθετο: η ματιά της Δούκα είναι απομαγευμένη, αλλά εκείνη εξακολουθεί, όπως δηλώνει, να μένει στο ίδιο στρατόπεδο και να αναζητά «τη μάγευση μέσα από την απομάγευση»!
Ήρωες και αντι-ήρωες
Τελικά, για όλα αυτά και πάνω απ’ όλα το Έλα να πούμε ψέματα,
Είναι ένα βιβλίο ζωντανό. Και αυτό ξεκινά από το ότι η οπτική γωνία αλλάζει συνεχώς, καθώς οι χαρακτήρες –και όχι τα γεγονότα– καθοδηγούν την αφήγηση.
Από τη μια έχουμε τα ιστορικά πρόσωπα. Είναι οι «επώνυμοι» πρωταγωνιστές, όπως ο Μπακούνιν, ο Μαρξ, ο Ζαχαριάδης, ο Βλαντάς, ο Γύπαρης, ο Μπαντουβάς, ο Μητσοτάκης, αλλά και οι «ανώνυμοι» ηρωικοί αγωνιστές, κυρίως οι αδικημένοι λαϊκοί «Αυτοαμυνίτες» (ένοπλες ομάδες στην ύπαιθρο που προστάτευαν τον αγροτικό πληθυσμό από τη Λευκή Τρομοκρατία, προδρομικές του Δ.Σ.Ε.), τους οποίους ονοματίζει έναν έναν βγάζοντάς τους στο φως και μνημειώνοντάς τους, για να μην ξεχνάμε πού πατάνε τα Πολιτικά Γραφεία ( π.χ. τον πατέρα του Χρήστου Παπουτσάκη που εκτελέστηκε το 1947, τον Χαρίλαο Ψιλάκη που αρνήθηκε να γίνει χωροφύλακας των συντρόφων του, τον Μανούσακα που ήταν υπέρμαχος της ένοπλης ρήξης και συγκρούστηκε με τους γραμματιζούμενους του Κ.Κ., εκείνους που έπεσαν μαχόμενοι στη Σαμαριά κ.ά.).
Από την άλλη έχουμε τα λογοτεχνικά πρόσωπα, τους επινοημένους χαρακτήρες. Πρόκειται για τους παντοτινούς αντι-ήρωες της Δούκα, που είναι και οι βασικοί πρωταγωνιστές της. Άνθρωποι γεμάτοι αντιφάσεις, μπροστά σε διλήμματα, αντιμέτωποι με ταξικούς διαχωρισμούς ακόμα και μέσα στην ίδια την Αριστερά, πάντα με ιστορίες ματαίωσης στην πλάτη τους, πάντα με ηθικά ζητούμενα. Στο μυθιστόρημα, τους ακούμε να μιλούν ένας ένας εναλλάξ. Είναι:
Η Ελεονόρα, η ακόμα όμορφη αριστερή γιατρίνα, σήμερα είναι 65άρα, δραστηριοποιείται στα κοινωνικά ιατρεία. Στα νιάτα της την έλεγαν «αρχοντοκνίτισσα», παντρεύτηκε τον τραπεζικό Άκη Παγώνη, που αυτοκτόνησε, κι έπειτα από λίγους μήνες είχε την «τόλμη» να συνδεθεί με τον αστυνόμο Μαθιουδάκη, από τον οποίο λίγο αργότερα θα χωρίσει... Σήμερα είναι καταθλιπτική, και κρατά ένα… αριστερόμετρο.
Ο δίδυμος αδελφός της, ο προικισμένος Πανάρης που είχε μπλεχτεί με τα λατινοαμερικανικά ένοπλα κινήματα και παντρεύτηκε μια Αμερικανοεβραία δραστήρια στα αντιπολεμικές κινητοποιήσεις, σπούδασε αλλά δεν ολοκλήρωσε τίποτα στη ζωή του ούτε τα σενάρια που έγραφε ούτε τα βιβλία.
Η Αναστασία, η μοδίστρα κόρη του τσακισμένου αγωνιστή, που θαμπώθηκε από το ΠΑ.ΣΟ.Κ., πίστεψε στη ΔΗΜ.ΑΡ. και κατέληξε να εμπιστευτεί τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α., είναι μια γυναίκα που ακόνισε σιγά σιγά το πολιτικό της κριτήριο, αλλά οι Ελεονόρες δεν την παίρνουν στα σοβαρά.
Η Βιργινία, η κόρη της Ελεονόρας, και ο Ιδομενέας, ο γιος της Αναστασίας, οι ερωτευμένοι νέοι που διαρκώς διαφωνούν, είναι οι νεολαίοι που σκοντάφτουν στα αδιέξοδα της κρίσης και αναζητούν μια Αριστερά που δεν ενδίδει στις ευκολίες και τα στερεότυπα του παρελθόντος.
Ο αναγνώστης βυθίζεται στην καθημερινότητά τους και στο μυαλό τους, και μέσα από αυτούς μπαίνει σε έναν κόσμο γεμάτο αποχρώσεις.
Κάτω από τις γραμμές
Τι μας λέει η συγγραφέας κάτω από τις γραμμές;
– Μας λέει ότι «η μεγάλη ανάγκη της εποχής μας είναι να διεκδικήσει αλλιώς τη θέση του στον κόσμο ο κόσμος!».
– Μας λέει ότι ο κόσμος της Αριστεράς είχε ανέκαθεν ευγενικά οράματα, αλλά παραμένει ακόμα ζητούμενο το πώς θα τα συνταιριάξει/θα τα συνταιριάξουμε με τη ζωή μας.
– Μας λέει ότι δεν αρκούν οι καλές προθέσεις, αλλά χρειάζεται κάτι πιο ειλικρινές και πιο ουσιαστικό για να συνυπάρχουν –ή έστω να συνομιλούν δραστικά– το επιθυμητό με το εφικτό, η ιδεολογία με την πολιτική, τα λόγια με τις πράξεις.
– Μας λέει ότι είναι τέτοια η ισοπέδωση των πάντων σήμερα, ώστε το δημοκρατικό κριτήριο της ελληνικής κοινωνίας έχει θολώσει. Γι’ αυτό ακούμε συνεχώς τους πρωταγωνιστές της να επιμένουν: άλλο το ένα/άλλο το άλλο. Τους ακούμε να πηγαίνουν την κουβέντα πολύ πιο βαθιά από τα αυτονόητα του τύπου «Άλλο η ναζιστική Χρυσή Αυγή, άλλο ο Σύριζα».
– Μας λέει εντέλει, να προχωράμε θέτοντας ερωτήματα, και μάλιστα πρώτα στον εαυτό μας: Ποια είναι η αληθινή Δημοκρατία; Ποιος ήταν επαναστάτης χθες και ποιος είναι σήμερα; Τι είναι πιο θλιβερό: τα ματαιωμένα σου όνειρα ή τα όνειρα που δεν πραγματώθηκαν; Με αυτόν τον τρόπο η Δούκα θέτει κριτικά εκείνα τα ερωτήματα στα οποία θα πρέπει να διαφοροποιηθεί η Αριστερά του 21ου αιώνα
Το πιο βασανιστικό ερώτημα απ’ όλα, που έρχεται και ξανάρχεται στα χείλη των πρωταγωνιστών της, είναι το:
Κι εμείς; Τι κάνουμε εμείς; Ένα ερώτημα που καλεί έμμεσα τον αναγνώστη να πάρει κι αυτός την ευθύνη των επιλογών του.
Τι έκανε απ’ τη μεριά της η Μάρω Δούκα;
Ως πολίτις, έκοψε το τσιγάρο και είπε «ναι» στην Ανοιχτή Πόλη και στον Γαβριήλ Σακελλαρίδη… Ως συγγραφέας έγραψε το Έλα να πούμε ψέματα… Την πρώτη νύξη την είχε κάνει ήδη στα Μαύρα λουστρίνια όταν έγραφε ότι «καλός μυθιστοριογράφος» δεν είναι μόνο ο καλός παραμυθάς, ο διανοητής ή ο λεπτουργός, αλλά «εκείνος κυρίως που αντιστέκεται στον εφησυχασμό αναζητώντας την πεμπτουσία της ζωής, κάτω από το γεγονός, και πίσω από την εικόνα».
Το άρθρο αυτό βασίζεται στο κείμενο παρουσίασης της Μάρως Δούκα στις 30 Οκτωβρίου 2014, στον Ιανό, όπου η συγγραφέας με αφορμή την έκδοση του μυθιστορήματος της «Έλα να πούμε ψέματα» συζήτησε με το κοινό απαντώντας και σε ερωτήσεις του.
Πηγή: ΧΡΟΝΟΣ 19 (11.2014) |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου