Τρίτη, Δεκεμβρίου 09, 2008

ΜΟΛΩΧ


ΣΗΜΑΔΙΑ ΠΑΡΑΚΜΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΛΥΤΗΣ ΕΚΠΤΩΣΗΣ.
ΔΕΙΓΜΑΤΑ "ΓΡΑΦΗΣ" ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΦΥΛΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΕΙΔΩΝ,
ΠΟΥ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΦΤΙΑΞΟΥΝ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

ΤΗΣ ΧΑΟΤΙΚΗΣ ΙΣΟΠΕΔΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΦΑΣΙΚΗΣ ΜΝΗΜΗΣ,
ΟΙ ΝΕΟΒΑΡΒΑΡΟΙ ΔΕ ΣΕΒΑΣΤΗΚΑΝ ΟΥΤΕ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ!..

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
(1859-1943)

ΜΟΛΩΧ
[Μολώχ : Θεός των Χαναναίων, που εξευμενιζόταν μέσω της φωτιάς.
Σήμερα, σημαίνει
μεταφορικά
την παράλογη αιτία καταστροφής ή των πολλών θανάτων]

Των Ελλήνων την πατρίδα
βάρβαροι την ατιμάζουν!
Οπου ανθοπετούσαν οι Ερωτες
παραδέρνει η νυχτερίδα.

Στη νυχτιά μας μιά πυγολαμπίδα,
των αρχαίων η μνήμη, ψευτοφέγγει
κ’ είναι μιά νυχτιά που δεν τη διώχνεις,
του παντοτινού μας ήλιου αχτίδα!
Και πατρίδα και ψυχή ρουφάν
βάρβαροι από βάθη και από ύψη.

Κι όταν, μ’ ένα τρίσβαθο ωχ!
των Ελλήνων θεέ, ρωτούμε σε:
«Είσ’ εσύ ο ξανθός Απόλλωνας;»
Αποκρίνεσαι:-«Είμ’ εγώ ο Μολώχ!»

Το σπίτι του Παλαμά, στην οδό Ασκληπιού 3.
*
[...]Ω αλησμόνητες ώρες του αλησμόνητου σπιτιού! Με ποια ευλάβεια μπαίναμε στο φτωχικό γραφείο! Ένας καναπές, λίγες καρέκλες, ελάχιστες εικόνες. Αριστερά απ’ το παράθυρο του δρόμου κρέμουνταν μια μεγάλη φωτογραφία του πεθαμένου του παιδιού, που βρίσκεται πάντα εκεί, στην ίδια θέση.

Μια βιβλιοθήκη με βιβλία που ήταν λιγοστά κι αυτά εκείνο τον καιρό, συμπλήρωνε την επίπλωση.

Ερχόντανε όλοι, πάντα οι ίδιοι κάθε εβδομάδα.

Διαισθανόμουν πως όλοι τον ελάτρευαν μυστικά τον Ποιητή, κι ήταν μια ψυχική ανάγκη τα Σαββατόβραδα εκείνα για τον καθένα. Όσο για μένα, οι άλλες μέρες της εβδομάδας είχαν πάψει να ’χουν σημασία. Απ’ την Παρασκευή άρχιζα να γιορτάζω. Το Σαββατόβραδο έφτασε!

Και τώρα; Τι έγινε ο κύκλος εκείνος των πιστών της Οδού Ασκληπιού; Αλίμονο! πόσοι λίγοι απομένουμε! Πρώτος χάθηκε ο αξέχαστος Γιάννης Καμπύσης, μόλις είκοσι οχτώ χρόνων. Ήταν ένα γερό δραματικό ταλέντο, και συλλογίζομαι με άπειρη λύπη τα έργα που θ’ αποχτούσε η Ελληνική σκηνή, αν δε βιαζότανε τόσο να τον πάρει ο Χάρος. Πάει κι ο Καρκαβίτσας, ο μεγάλος Καρκαβίτσας, ο μεγαλύτερος Παπαδιαμάντης, ο Κώστας Χατζόπουλος, ο μουσικότατος ποιητής κι απαράμιλλος διηγηματογράφος και μεταφραστής, και τώρα τελευταία ο γλυκύτατος Πορφύρας. Ένας ένας φεύγουν, κι ο παλιός κύκλος ολοένα στενεύει.

Μετριόμαστε στα δάχτυλα τώρα οι ταχτικοί των Σαββατόβραδων εκείνων του Παλαμά. Κι αυτοί που μένουν αποτραβήχτηκαν. Κλεισμένος στο γραφείο του κι αθέατος ο αγαπητός μου Ξενόπουλος. Ο Μαλακάσης σπάνια θυμίζει τον παλιό του εαυτό, κι είναι τώρα νευρικός, γεμάτος ανία. Έτσι κι οι άλλοι εμείς.

Κάποιο δράμα παίζεται στα βάθη του καθενός μας, και σερνόμαστε, τραγικές σκιές, ανάμεσα στο πλήθος των συγχρόνων.

Κι απάν’ απ’ όλα ο Παλαμάς, μαζί μας και πάντα μόνος, ξεχωριστός, ανεξιχνίαστος, με την αβυσσαλέα του ψυχή, με τα πύρινα μάτια του, τέλεια χαμένα τώρα κάτω απ’ την αυλαία των φρυδιών του, στο ίδιο πάντα σπίτι, στο ίδιο γραφείο, που πλουτίστηκε από τότε μόνο σε βιβλία -μα τόσο πολύ που αναγκάστηκε να θυσιάσει γι’ αυτά το ένα του παράθυρο- ζει μέσα στον κόσμο της φαντασίας του, και δε ζητάει τίποτε άλλο παρά να τον αφήνουν ήσυχο να σκύβει απάν’ απ’ τον ωκεανό των βιβλίων και των χαρτιών του, και ν’ ακούει το τραγούδι ν’ αναβλύζει ολοένα από την τρίσβαθη, απ’ την αστήρευτη πηγή της ψυχής του.[...]
ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: