Τρίτη, Ιουλίου 15, 2008

Ξεχωρίσαμε το κείμενο ...



Αυτοί δεν ντρέπονται· οι άλλοι τι κάνουμε;

Tου Νικου Γ. Ξυδακη

Δεν ντρέπονται. Καθόλου. Γιατί δεν ξέρουν τι σημαίνει ντροπή. Δεν τη θυμούνται, αν ποτέ την ένιωσαν.

Γιατί δεν έχουν καμιά αναστολή, κανένα φρένο.

Γιατί μόνη κινούσα δύναμη είναι η απληστία.

Γιατί δεν διαθέτουν καμιά φιλοδοξία, ενώπιον κοινωνίας ή ιστορίας.

Γιατί κρατιούνται στη ζωή μόνο με τα βασικά ένστικτα: αυτοσυντήρηση και αναπαραγωγή. Αυτόνομο νευρικό σύστημα, γαστρεντερικός σωλήνας, γενετήσιοι αδένες.

Γιατί ορισμένως είναι τύποι ευκατάστατοι, εύποροι, προικοθήρες, σκαφάτοι, καλοταϊσμένοι, σένιοι, απολύτως ικανοποιημένοι με τους εαυτούς τους.

Γιατί είναι κατά συρροή ανεπάγγελτοι, ξεσκολισμένοι της τράκας, καλλιτέχνες σελέμηδες, διδάκτορες της μίζας.

Γιατί όταν τους φτύνουν, αυτοί απορούν που γύρισε ο καιρός σε νοτιά κι έφερε υγρασία.

Γιατί δεν έχουν, και δεν θέλουν να έχουν, καμία επαφή με την πραγματικότητα· με τις αγωνίες, τις αξίες, τις αντιφάσεις, τις συγκρούσεις, τις επιδιώξεις, τους αγώνες των κανονικών ανθρώπων της πραγματικής ζωής.

Γιατί έχουν ξεχάσει τι εστί πραγματικότητα· έχουν ξεχάσει από πού προήλθαν, τι ήταν οι ίδιοι, τι ήταν οι γονείς τους, οι συμμαθητές και φίλοι τους. Εχουν ξεχάσει τι είναι η ζωή.

Γιατί είναι απνευμάτιστοι· ανίκανοι να οσμιστούν το παρόν, να συλλάβουν το πνεύμα του καιρού.

Γιατί το πραγματικό γι’ αυτούς είναι η επαφή με την εκλογική τους περιφέρεια, δηλαδή, την κοινωνία στην πιο περίπλοκα γλοιώδη μορφή της: επαιτούσα και απαιτούσα.

Γιατί το πραγματικό τους είναι οι παρέες τους: επιχειρηματίες του γλυκού νερού, μαυροεισοδηματίες, ραντιέρηδες, ομόσταυλοι.

Γιατί το πραγματικό τους βρίσκεται στα VIP των γηπέδων και των αεροπλάνων, πίσω από ψηλούς μαντρότοιχους στη Μύκονο και στο Πόρτο Χέλι, μακριά από τα μάτια της πλέμπας, μακριά από το ιδρωμένο πλήθος.

Γιατί το πραγματικό μεταφέρεται από σωφεραίους και μπόντιγκαρντ: «Μάλιστα, κύριε υπουργέ! Αμέσως, κύριε πρόεδρε!». Αυτός είναι ο λαός τους.

Γιατί το πραγματικό σερβίρεται από τους μετρ των ρεστοράν, από γκαρσόνια σε δεξιώσεις, από καμαρότους σε σκάφη. Κι όσο πιο πλούσιο το πουρμπουάρ, τόσο πιο βαθυστόχαστη η κοινή γνώμη: «Μάλιστα, κύριε Λάκη! Ευχαριστούμε πολύ, κύριε Μάκη! Να ’στε καλά, κύριε Ακη! Ευχαριστημένοι όλοι, κύριε Σάκη;» Ολα καλά, ρε! Ολα καλά! Αυτός είναι λαός...

Γιατί είναι ανθρωπάκια:

«Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.

Ενας τυχαίος, αστείος άνθρωπος»

(Κ.Π. Καβάφης)

Γιατί κι εμείς, ο λαός, τους ανεχόμαστε. Παρότι δεν τους εμπιστευόμαστε. Παρότι τους χλευάζουμε.

Γιατί μετά την ημερήσια δόση χλεύης, τους φθονούμε και θέλουμε να τους μοιάσουμε.

Γιατί πότε πότε ξεγελιόμαστε και τους παίρνουμε στα σοβαρά: «Το μυστικό του δημαγωγού είναι να παρουσιάσει τον εαυτό του τόσο ανόητο όσο είναι οι ακροατές του, ώστε να πιστέψουν ότι είναι τόσο έξυπνοι όσο αυτός» – Καρλ Κράους, υποκλίνομαι...

Γιατί τους μοιάζουμε, υπό κλίμακα – μαραζώνοντας στην απέραντη καφετέρια Η Ελλάς.

Γιατί η δημοκρατία μακρύνει, μικραίνει. Βουλιάζει στην υπαίθρια ταβέρνα, με φωτεινές γιρλάντες, με κιλοβάτ στα μεγάφωνα, με ηλεκτρονικό βαλς σε λούπα.

Γιατί η ρηχή συνείδηση δεν αφήνει τον μαστροπό λαό να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού του, την τύχη του· θέλει πάντα κάπου αλλού να την ακουμπήσει, κάποιος άλλος να φταίει για την κατάντια του.

Γιατί αυτοί δεν ντρέπονται· οι άλλοι τι κάνουμε;

«Κ’ είν’ η συνείδησίς μου ήσυχη για το αψήφιστο της εκλογής.

Βλάπτουν κ’’ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο.

Aλλά, κατεστραμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ.

Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλωθώ.

Aς φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.

Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.»

(Κ.Π. Καβάφης)
Στήλη :"Eνα Βλεμμα", Κυριακάτικη Καθημερινή (13/07/08)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

♫ Tu Bella Ca' Lu Tieni-Oμορφούλα μου εσύ, με το στρογγυλό στήθος/Σε λένε Μαρία, τόσο όμορφο όνομα / Σου το έδωσε η Μαντόνα

L'arpeggiata – Tu bella ca lu tieni lu pettu tundu (Tarantella) Συνθέτης :Pino De Vittorio(1954 ) ...