Ο θάνατος του συγγραφέα
Λέμε συχνά πως όταν ένας συγγραφέας πεθαίνει τον θυμόμαστε πια μέσα από το έργο του, που μένει αιώνιο ίχνος του περάσματός του από τη Γη. Ο συγγραφέας είναι κατά κάποιον τρόπο προνομιούχος θνητός, γιατί σε αντίθεση με τους υπόλοιπους μπορεί να υπάρχει και μετά θάνατον μέσα από τα γραπτά του. Το παράδοξο είναι ότι με εξαίρεση κάποιους δημιουργούς που χαράσσουν στρατηγική μακροπρόθεσμης –μεταθανάτιας– διαδρομής για το έργο τους, όπως ο Καβάφης, οι περισσότεροι συγγραφείς και ποιητές ελπίζουν κυρίως σε μια αναγνώριση εν ζωή. Και αν η εποχή τους δεν τους τοποθετεί ιεραρχικά σε πολύ υψηλή θέση, δύσκολα θα τους παρηγορήσει η πιθανότητα, στο μέλλον, να ξεπεράσουν σε φήμη διάσημους της εποχής τους πολιτικούς, οι οποίοι στην πλειονότητά τους θα έχουν καταλήξει ξεχασμένα εγκυκλοπαιδικά λήμματα.
Απόδειξη αυτής της ιδιόμορφης συνθήκης είναι ότι διάφορες ιστοσελίδες, που υπηρετούν τον μέσο όρο, νιώθουν την ανάγκη όταν πεθαίνει ακόμη κι ένας πολύ σημαντικός συγγραφέας να βάλουν στον τίτλο τη λέξη «σπουδαίος». Λ.χ. «Πέθανε ο σπουδαίος συγγραφέας…», ώστε να αντιληφθεί ο αναγνώστης του κειμένου ότι, ασχέτως αν εκείνος έχει μαύρα μεσάνυχτα, ο μακαρίτης ήταν οπωσδήποτε άξιος αναφοράς.
Τους τελευταίους δώδεκα μήνες είχαμε εκατόμβη. Μπορούμε πρόχειρα να μνημονεύσουμε, ξέροντας ότι ξεχνάμε κι άλλους, τους πολύ πρόσφατους θανάτους του Θανάση Βαλτινού και του Μιχάλη Γκανά, λίγο νωρίτερα της Τζένης Μαστοράκη, πιο πριν της Μαρίας Λαϊνά και του Βασίλη Βασιλικού, αλλά και των –έστω λιγότερο «γνωστών»– Μαρίνας Καραγάτση, Σέργιου Γκάκα, Δημήτρη Φύσσα, Αντειας Φραντζή, Νίκου Ψιλάκη.
Βέβαια, για να πιάσουμε ξανά το νήμα από την αρχή, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι το κείμενο, εντελώς ανεξάρτητο πια από τον πεθαμένο δημιουργό του, αποκτά μια δική του δυναμική, μια αυτάρεσκα αυτόνομη πορεία που, προφανώς, έχει ξεκινήσει ήδη από τη στιγμή της πρώτης δημοσίευσης, αλλά παίρνει πολλαπλασιαστική ισχύ στη μεταθανάτια διαδρομή του.
Από την άλλη μεριά, ο αναγνώστης του μέλλοντος χάνει οπωσδήποτε κάτι από την πλήρη εικόνα. Ξέρει το κείμενο, δεν μπορεί όμως να το ταυτίσει με ένα συγκεκριμένο, απτό πρόσωπο, όπως δεν μπορεί και να οσμιστεί ακριβώς το κλίμα της εποχής της δημιουργίας του. Νομίζω ότι παρ’ όλα όσα λέγονται θεωρητικά, όλοι θα ήθελαν να είχαν δει μπροστά τους τον Παπαδιαμάντη ή τον Ουγκό και να είχαν αποκτήσει εικόνα, έστω για μία μέρα, της ατμόσφαιρας, των τοπίων και της γλώσσας, στη Σκιάθο ή στο Παρίσι της εποχής. Οπως και οι μέλλοντες αναγνώστες θα ήθελαν να είχαν δει από κοντά τον κάπως δύστροπο χαρακτήρα του Βαλτινού, το ευαίσθητο βλέμμα του Γκανά, το σεμνό πάθος του Νίκου Ψιλάκη. Βέβαια τα κείμενα, ακόμα και σκέτα, θα θρέψουν τη σκέψη και την ευαισθησία των επόμενων γενεών. Δεν είναι λίγο. Αλλά δεν μπορείς να μη σκεφτείς ότι όσο σημαίνουν διαιώνιση ζωής, έτσι αποξενωμένα που είναι από το σώμα, άλλο τόσο αποτελούν και υπογράμμιση του βάρους του θανάτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου