Αναμνήσεις ενός μεταφραστή (2ο μέρος)
ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ
sarantakos.wordpress.com
Περιαυτολογίας δεύτερο μέρος.
Όπως ξέρετε οι ταχτικοί αναγνώστες, στο τέλος του μήνα θα πάρω σύνταξη, ύστερα από 36 χρόνια (και 10 μήνες) δουλειάς ως μεταφραστής στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. Με την ευκαιρία αυτή, πριν από δυο εβδομάδες έδωσα μιαν αποχαιρετιστήρια ομιλία στους συναδέλφους μου στο Κοινοβούλιο -που οι περισσότεροι είναι νεοφερμένοι. Η ομιλία ήταν αρκετά μεγάλη κι έτσι αποφάσισα να την παρουσιάσω εδώ σε δύο συνέχειες, την περασμένη Τρίτη το πρώτο μέρος και σήμερα η συνέχεια και το τέλος.
Πολλά από αυτά που θα διαβάσετε, τα έχω ήδη γράψει στο ιστολόγιο, ιδίως πρόσφατα. Το ξέρω, αλλά εδώ είναι η εξιστόρηση συγκεντρωμένη, από την αρχή ως το τέλος.
Στο πρώτο μέρος είχαμε σταματήσει στα τέλη του 1989, και εγώ βρίσκομαι στο Λουξεμβούργο ως έκτακτος υπάλληλος (temporaire) στο τμήμα ελληνικής μετάφρασης της Κομισιόν. Έχω δώσει εξετάσεις σε γενικούς διαγωνισμούς, στην Επιτροπή και στο Κοινοβούλιο, και περιμένω τα αποτελέσματα.
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ, δεύτερο μέρος
Όταν λοιπόν βγήκαν τα αποτελέσματα, είχα περάσει και στα δύο όργανα και βρέθηκα στο ευχάριστο δίλημμα, τι να διαλέξω.
Το Κοινοβούλιο είχε τότε τη μεγαλύτερη αίγλη: αφενός επειδή είχε τα ταξίδια στο Στρασβούργο, και αφετέρου επειδή, όπως έλεγαν, έπαιρνες πιο γρήγορα προαγωγές απ’ ό,τι στην Κομισιόν. Στην Κομισιόν όμως είχα φίλους, ενώ υπήρχε η φήμη ότι στο Κοινοβούλιο επικρατεί κλίμα «τοξικό» (αυτός είναι σημερινός όρος, τότε λέγαμε «τρώγονται συνεχώς μεταξύ τους»).
Ο μακαρίτης ο Στεφανίδης για να με πείσει να μείνω είπε το πολύ λογικό: το Κοινοβούλιο είναι μικρό όργανο (τότε δεν είχε παρουσία στις Βρυξέλλες), αν θες να πάρεις μετάθεση στις Βρυξέλλες η έξυπνη κίνηση είναι να μείνεις στην Κομισιόν· κι αν μεθαύριο βαρεθείς τη μετάφραση, μπορείς να πας διοικητικός, ας πούμε στην αντιπροσωπεία στο Τόκιο.
Όπως βλέπετε, διάλεξα το Κοινοβούλιο, ίσως επειδή δεν καιγόμουν να πάω στο Τόκιο (όπως λέει το ανέκδοτο, «τι να κάνω στην Πάτρα στις 10 το πρωί;)
Όχι, αυτό που βάρυνε περισσότερο, ίσως καθοριστικά, στην επιλογή μου, ήταν ότι στην Κομισιόν είχε μόλις συντελεστεί μια αναδιοργάνωση, και το τμήμα ελληνικής μετάφρασης είχε σπάσει σε δύο, πράγμα που σήμαινε ότι κάθε τμήμα θα είχε περίπου 9-10 μεταφραστές. Φοβόμουν λοιπόν ότι σε ένα τόσο ολιγομελές τμήμα θα ήταν δύσκολο να παίρνω άδειες τις περιόδους μεγάλης ζήτησης -ενώ στο Κοινοβούλιο, που υπήρχαν πάνω από 40 μεταφραστές στο τμήμα δεν θα έμπαινε τέτοιο πρόβλημα. Δεν σας φαίνεται σοβαρός λόγος, ίσως, αλλά έτσι σκεφτόμουν τότε.
Τον Μάιο λοιπόν του 1990, ύστερα από 2 χρόνια και τρεισήμισι μήνες στην Επιτροπή, μετακόμισα στον Πύργο, στον τέταρτο ή στον πέμπτο όροφο δεν θυμάμαι καλά. Ο προϊστάμενος, ο Μάρκος Δραγούμης, ήταν σημαντική προσωπικότητα στον καιρό του, με πολιτική δράση, αρχικά στην Αριστερά και μετά στον φιλελεύθερο χώρο, με σημαντικό συγγραφικό έργο, δυνατός διανοούμενος με μεγάλο όμως ταλέντο στο να προκαλεί διχασμό και έριδες· τοξικός, θα λέγαμε σήμερα. [Το άρθρο της Βικιπαίδειας κατά λάθος γράφει ότι ο Δραγούμης ήταν «διευθυντής της ελληνικής μεταφραστικής υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες». Αλλά ενιαία μεταφραστική υπηρεσία δεν υπάρχει, κάθε θεσμικό όργανο έχει τη δική του, ο δε Δραγούμης ήταν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Λουξεμβούργο]
Πέρα από αυτό, στο Κοινοβούλιο υπήρχαν αρκετές διαφορές και στο αντικείμενο της δουλειάς και στον τρόπο που την κάναμε. Για το αντικείμενο δεν θα σας πω πολλά, δεν έχει αλλάξει πολύ από τότε, άρα το ξέρετε. Ο τρόπος, βέβαια, έχει αλλάξει άρδην.
Το πρώτο πράγμα που πρόσεξα όταν πήγα στο Κοινοβούλιο ήταν ότι οι προθεσμίες των κειμένων ήταν πολύ πιο σύντομες. Κείμενο αυθημερόν παραδοτέο δεν είχα δει δυόμισι χρόνια στην Κομισιόν, στο Κοινοβούλιο ήταν συχνό. Γνώρισα και την υπαγόρευση απευθείας στην ή στον δακτυλογράφο, όταν το κείμενο ήταν επείγον, ιδίως στο Στρασβούργο.
Το Στρασβούργο ήταν βέβαια η μεγάλη ειδοποιός διαφορά του μεταφραστικού τμήματος του Κοινοβουλίου. Όχι μόνο επειδή η σύνοδος ολομελείας αποτελεί την κορυφαία στιγμή του μήνα και όλα υποτάσσονται σε αυτήν· αυτό ισχύει και σήμερα. Εννοώ την επίσκεψη στο Στρασβούργο. Διότι βέβαια τον καιρό εκείνο, όταν γινόταν σύνοδος ολομελείας, ένα κλιμάκιο του τμήματος, πέντε μεταφραστές, πέντε γραμματείς και ένας επικεφαλής, πήγαινε στο Στρασβούργο για 4 μέρες προκειμένου να υποστηρίξει μεταφραστικά τη σύνοδο.
Πέρασαν μερικοί μήνες μέχρι να πάω πρώτη φορά στο Στρασβούργο· μετά, πήγαινα ταχτικά, ίσως επειδή ήμουν γρήγορος. Πάντοτε έπιανα δωμάτιο στο ξενοδοχείο Αρκάντ, όπου έμεναν και οι περισσότεροι Έλληνες συνάδελφοι· αλλά και μερικοί ευρωβουλευτές. Θυμάμαι τον Βασίλη Εφραιμίδη του ΚΚΕ στο πρωινό, να πίνει τον καφέ του βυθισμένος στην εφημερίδα του.
Το Στρασβούργο τότε ήταν περιζήτητο· έσπαζες τη ρουτίνα, άλλαζες τον αέρα σου, έγραφες πολλές υπερωρίες, διότι τότε τις γράφαμε ακόμα τις υπερωρίες, οι δε γραμματείς τις πληρώνονταν κιόλας σε χρήμα, επίσης μπορούσες να βγάλεις και λίγα χρήματα από την ημερήσια αποζημίωση. Αν είχες όρεξη, στο μπαρ των βουλευτών μπορούσες να δεις τους Έλληνες ευρωβουλευτές· σε κάθε περίπτωση, όταν τελείωνε το ωράριο, κάποτε τα μεσάνυχτα, θα γνώριζες τις τοπικές σπεσιαλιτέ, ας πούμε ταρτ φλαμπέ, στα εστιατόρια και τα μπαρ του Στρασβούργου. Να πω εδώ ότι τον καιρό εκείνο στο Λουξεμβούργο ήταν πολύ λίγα τα εστιατόρια όπου μπορούσες να φας αργά, μετά τις 10.
Όμως, δουλεύαμε πολύ, ακόμα κι αν κάποιες φορές περνούσες ώρες άπρακτος, περιμένοντας να έρθουν οι τελικές τροποποιήσεις σε κάποιο επείγον κείμενο π.χ. στον λόγο του Προέδρου.
Ενώ στην αρχή διαγκωνιζόμασταν ποιος θα πρωτοπάει στο Στρασβούργο, με τον καιρό η καινοτομία ξεθώριασε και έχασε την αίγλη της. Κάθε θάμα τρεις ημέρες, λέει η παροιμία, το μεγάλο τέσσερις. Κι επειδή τα επιδόματα δεν αναπροσαρμόζονταν ενώ οι τιμές εκεί ολοένα ανέβαιναν, έπαψε να είναι και προσοδοφόρα η επίσκεψη. Έπειτα, πολλοί κάναμε οικογένειες, η μετακίνηση δεν ήταν πια ελκυστική, ιδίως τον χειμώνα με τα χιόνια, κι έτσι στο τέλος μάλλον αγγαρεία είχε γίνει η επίσκεψη στο Στρασβούργο και δύσκολα βρίσκονταν εθελοντές για το κλιμάκιο. Είχαμε κι ένα πολύ θλιβερό γεγονός: καθώς επέστρεφαν από το Στρασβούργο τέσσερις συνάδελφοι, τέσσερις κοπέλες, στο σημείο που γίνεται η διχάλα προς Λονγκουί, μεταξύ Μετς και Τιονβίλ όπως έρχεσαι από Γαλλία, η οδηγός δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα ότι πρέπει να πάει δεξιά και όταν το επιχείρησε το αυτοκίνητο έφυγε από τον δρόμο και μία συνάδελφος τραυματίστηκε σοβαρά και τελικά έμεινε ανάπηρη.
Οπότε, όταν ανακοινώθηκε ότι σταματάει η μηνιαία μετάβαση του κλιμακίου (δεν θυμάμαι πότε έγινε αυτό, ίσως κάποιος από τους παλιούς να μπορεί να βοηθήσει) οι περισσότεροι χάρηκαν (αν και για μερικά χρόνια συνέχισαν να πηγαίνουν ένας μεταφραστής και ένας γραμματέας).
Κάτι άλλο καινούργιο για μένα στο Κοινοβούλιο ήταν οι τροπολογίες. Στην αρχή τις κάναμε χειρωνακτικά. Τι εννοώ; Πηγαίναμε στη βιβλιοθήκη, βρίσκαμε το έγγραφο COM πάνω στο οποίο γίνονταν οι τροπολογίες, το βγάζαμε φωτοτυπίες πολλές φορές, κόβαμε με το ψαλίδι δύο φορές κάθε παράγραφο του κειμένου που αφορούσε κάθε τροπολογία, κολλούσαμε τα αποκόμματα με κόλλα πάνω σε χαρτιά Α4 και μετά γράφαμε με το χέρι τις αλλαγές (διαγραφές, τροποποιήσεις ή προσθήκες) στην αριστερή και στη δεξιά στήλη -ή, αν η τροπολογία ήταν καινούργια, γράφαμε στη δεξιά στήλη το κείμενο με το χέρι.
Αυτή η άκρως χειρωνακτική περίοδος κράτησε μερικά χρόνια· σταδιακά, η ηλεκτρονική μορφή των κειμένων εκτόπιζε τη χάρτινη ενώ οι μεταφραστές αρχίσαμε όλο και περισσότερο να πληκτρολογούμε, καθώς αποκτήσαμε και προσωπικούς υπολογιστές στα γραφεία μας. Εγώ, παρόλο που πληκτρολογούσα γρήγορα, ήμουν από τους τελευταίους δεινοσαύρους που μείναμε να χρησιμοποιούμε ντικταφόν, λόγω της ταχύτητας. Συνεργαζόμουν πολύ καλά με τη Ράνια τη Φωτοπούλου σε αυτό· ο Γρηγόρης ο Γιαννούτσος που ήταν εκείνον τον καιρό προϊστάμενος στο πουλ, μια λέξη που δεν την ακούτε σήμερα, [pool, το σύνολο των δακτυλογράφων του τμήματος] είχε πλάσει τον όρο «μεθετοιμασία», διότι έκανα εγώ το κείμενο στο ντικταφόν και η Ράνια το έβαζε στο Word. Είπα για Word, παραλείποντας ότι στην αρχή είχαμε WordPerfect.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό της δουλειάς στο Κοινοβούλιο είναι ότι τα κείμενά μας είχαν μεγάλο βαθμό επαναληψιμότητας, αφενός επειδή λόγω της νομοθετικής διαδικασίας, όπου ένα σχέδιο έκθεσης μετατρέπεται σε τελική έκθεση αφού ενσωματωθούν σε αυτό οι τροπολογίες, και αφετέρου επειδή κάποια κείμενα έχουν περιοδικό χαρακτήρα.
Η πρώτη προσπάθεια για τυποποίηση ώστε να εκμεταλλευτούμε την επαναληψιμότητα και να αποφεύγουμε να ξανακάνουμε την ίδια δουλειά, ήταν τα λεγόμενα μοντέλα, σκελετοί για κάθε είδος εγγράφου με κάποια στοιχεία που επαναλαμβάνονταν, οπότε ο μεταφραστής δεν είχε να τα μεταφράσει ξανά. Η αρχική κατάρτιση και η διαρκής συντήρηση των μοντέλων ήταν ηράκλειο έργο, που το έφερε σε πέρας κυρίως ο αξέχαστος φίλος, ο Θέμης Κατσούλης, μαζί με τη Βάνα Μυνιόζ.
Η δεύτερη μεγάλη επανάσταση που άλλαξε ριζικά τον τρόπο που κάναμε τη δουλειά μας ήταν τα προγράμματα μεταφραστικής μνήμης τύπου Studio.
Η τρίτη και φαρμακερή ήταν η επικούρηση από την αυτόματη μετάφραση. Επειδή έχω πολύ φλυαρήσει, δεν θα αφηγηθώ πώς εφαρμόστηκαν μέσα στο Κοινοβούλιο αυτές οι δύο, καθοριστικές ωστόσο, επαναστάσεις.
Τώρα που φτάνω στο τέλος της δικής μου επαγγελματικής σταδιοδρομίας, θυμάμαι κάτι που έχει γράψει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, γεννημένος το 1953 σε ένα χωριό της Λακωνίας. Λέει λοιπόν ο Ζουμπουλάκης πως, όταν ήταν παιδί, οι αγρότες στο χωριό του καλλιεργούσαν τη γη με πανάρχαιες μεθόδους, όχι πολύ διαφορετικές από τις μεθόδους της εποχής του Ησιόδου πριν από 28 αιώνες. Κι όμως, στη διάρκεια της ζωής του, μέσα από διαδοχικές τεχνολογικές επαναστάσεις, ο τρόπος δουλειάς τους άλλαξε άρδην.
Κάτι ανάλογο θαρρώ πως έγινε και στη μετάφραση. Οι μεταφραστές της γενιάς μου ξεκινήσαμε να δουλεύουμε μεταφράζοντας όχι πολύ διαφορετικά από τον τρόπο που μετέφραζαν οι μεταφραστές τον 17ο αιώνα, για να μην πάω στους Εβδομήκοντα· δηλαδή με χαρτί και μολύβι και με μόνα βοηθήματα τα λεξικά. Κι όμως, κλείνουμε τον επαγγελματικό μας βίο στον 21ο αιώνα με το επάγγελμα να έχει αλλάξει σε σημείο που να είναι αγνώριστο στην επιφάνεια. Μέσα σε 2-3 δεκαετίες γίναμε μάρτυρες μιας ριζικής μεταλλαγής του μεταφραστικού επαγγέλματος, ενώ οι προηγούμενοι από εμάς, εκείνοι που άσκησαν το επάγγελμα είκοσι μόλις χρόνια νωρίτερα, άρχισαν και τελείωσαν τον επαγγελματικό τους βίο χωρίς να δουν κάποια επαναστατική αλλαγή στον τρόπο δουλειάς τους.
Κάποιες αλλαγές είναι αναμενόμενες, καθώς με το πέρασμα του χρόνου είναι λογικό να συσσωρεύονται πόροι. Ας πούμε, όταν ξεκινούσαμε το επάγγελμα, στη δεκαετία του 80, δεν υπήρχε κανένα καλό και σύγχρονο νεοελληνικό λεξικό. Στις αρχές της δεκαετίας του 90, το 1993, εκδόθηκε το λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη και στο κατώφλι του 21ου αιώνα ήρθε η λεξικογραφική άνθιση, με τη σχεδόν ταυτόχρονη έκδοση του λεξικού Μπαμπινιώτη και του ΛΚΝ, για ν’ ακολουθήσουν το Χρηστικό λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών, το ηλεκτρονικό ΜΗΛΝΕΓ, τα πολλά άλλα ειδικά λεξικά Μπαμπινιώτη, σε σημείο που σήμερα να είμαστε ικανοποιητικά καλυμμένοι από τη λεξικογραφία.
Επίσης, πανεπιστημιακές σχολές μετάφρασης δεν υπήρχαν στην Ελλάδα, εκτός από το μεταπτυχιακό της Κέρκυρας· οι περισσότεροι μεταφραστές στη δεκαετία του 80 είμαστε αυτοδίδακτοι, όπως ήδη είπαμε.
Και βέβαια, αυτό που έχει διευκολύνει απροσμέτρητα τη δουλειά όλων των μεταφραστών, εννοώ όχι μόνο στις υπηρεσίες της ΕΕ αλλά παγκοσμίως, είναι το Διαδίκτυο και οι ανυπολόγιστοι πόροι του. Τώρα, για την παραμικρή απορία ή αμφιβολία ανατρέχουμε στο Γκουγκλ -και με ένα κλικ του ποντικιού παίρνουμε την απάντηση ακόμα και στα πιο δύσκολα ερωτήματα, ενώ επίσης υπάρχουν τα κάθε λογής φόρουμ για να πληροφορηθούμε τη γνώμη των ειδικών κάθε τομέα ή των ομοτέχνων μας. Τότε, τέτοια δυνατότητα δεν υπήρχε.
Θα φέρω ένα παράδειγμα. Στο Γεράκι της Μάλτας, που ανέφερα νωρίτερα, υπάρχει μία σκηνή στην οποία ο Σαμ Σπέιντ, ο ντετέκτιβ, πλησιάζει έναν κακοποιό, το τσιράκι του χοντρού που κυνηγάει το Γεράκι (για όσους ξέρουν το έργο). Ο νεαρός είναι νεοφερμένος στο Σαν Φραντσίσκο, οπότε ο Σπέιντ του λέει: Πώς και από τα μέρη μας; Ο νεαρός δεν απαντάει, οπότε ο Σπέιντ επιμένει: Baumes rush? Aν είχα σήμερα να το μεταφράσω αυτό, θα έβαζα τη φράση στο Γκουγκλ και θα έπαιρνα αμέσως την απάντηση· αλλά το 1986 τέτοιο βοήθημα δεν υπήρχε. Μόνο αφού άνοιξα ένα σωρό εγκυκλοπαίδειες, στη βιβλιοθήκη του British Council, έμαθα ότι ο Caleb Baumes ήταν γερουσιαστής της πολιτείας της Νέας Υόρκης, ο οποίος το 1928 εισηγήθηκε έναν νόμο, που πήρε το όνομά του, βάσει του οποίου όσοι καταδικάζονταν για τέταρτη φορά υποχρεωτικά τιμωρούνταν με ισόβια. Αποτέλεσμα ήταν όλοι οι κακοποιοί που είχαν ήδη τρεις καταδίκες να εγκαταλείψουν την πολιτεία (αφού ο νόμος του Baumes ίσχυε μόνο εντός της πολιτείας της Ν. Υόρκης). Αυτή η μαζική φυγή ονομάστηκε Baumes rush, κάτι πολύ γνωστό στους Αμερικανούς αναγνώστες του Χάμετ το 1930, όχι όμως και στους Έλληνες το 1986.[.......................................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου