1. Βιβλιοβούλιο : Καλεσμένος το Μανόλη Πιμπλή ο συγγραφέας Αλέξης Πανσέληνος (18/12/2022)
Το «Βιβλιοβούλιο», η εκπομπή βιβλίου που μεταδίδεται από τη Βουλή-Τηλεόραση κάθε Κυριακή στις 20:00, φιλοξένησε , στις 18/12/2022 , τον συγγραφέα Αλέξη Πανσέληνο, με αφορμή το τελευταίο βιβλίο του "Λάδι σε καμβά".
Ο Αλέξης Πανσέληνος γεννήθηκε το 1943. Γιος των συγγραφέων Ασημάκη Πανσέληνου και Έφης Πανσελήνου, εργάστηκε ως δικηγόρος και στα γράμματα εμφανίστηκε το 1977. Μέχρι σήμερα έχει κυκλοφορήσει οκτώ μυθιστορήματα, δύο συλλογές διηγημάτων και δύο τόμους με δοκίμια.
Ο Αλέξης Πανσέληνος έχει βραβευτεί με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το μυθιστόρημά του «Η μεγάλη πομπή» (1986). Έχει λάβει επίσης Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω» (2012) για τις «Σκοτεινές Επιγραφές» και Βραβείο Μυθιστορήματος της Ακαδημίας Αθηνών (2018) για το «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια». Το 2021 αναγορεύτηκε Επίτιμος Διδάκτωρ του Ιονίου Πανεπιστημίου. Μυθιστορήματα του Αλέξη Πανσέληνου έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά και πολωνικά.
Με αφορμή την κυκλοφορία του μυθιστορήματός του «Λάδι σε καμβά» ο συγγραφέας συζητά με τον Μανώλη Πιμπλή για την πορεία του στην πεζογραφία, για την αγάπη του για τις τέχνες, για τους συγγραφείς γονείς του, για το πώς μεγάλωσε στο κέντρο της Αθήνας, για τα ελλείμματα παιδείας στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία αλλά και για τις επιπτώσεις που είχε στους ανθρώπους της γενιάς του, τους 20άρηδες της δεκαετίας του ’60, η έλευση της δικτατορίας, ακριβώς την ώρα που ξεκινούσαν την πορεία τους στη ζωή. Γεγονός που είναι και ένα από τα θέματα του νέου του μυθιστορήματος.
____________________
Επίσης, στην εκπομπή αυτής της εβδομάδας η δημοσιογράφος Σταυρούλα Παπασπύρου συζητά με τον Μανώλη Πιμπλή για τα πρόσφατα μεταφρασμένα στα ελληνικά βιβλία της Ανί Ερνό (Νόμπελ Λογοτεχνίας 2022) «Αναμνήσεις ενός κοριτσιού» και «Ο νεαρός άνδρας» (μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη, εκδ. Μεταίχμιο 2022) καθώς και για την επανέκδοση της συλλογής διηγημάτων της Άλις Μονρό «Πάρα πολλή ευτυχία» (μετάφραση: Σοφία Σκουλικάρη, εκδ. Μεταίχμιο 2022).
Αρχισυνταξία-Παρουσίαση: Μανώλης Πιμπλής
Κριτική: Βαγγέλης Χατζηβασιλείου
Ρεπορτάζ: Σταυρούλα Παπασπύρου
_________________________________
2. Διαβάστε ένα απόσπασμα του μυθιστορήματος
Τότε ακόμα τα καλοκαίρια είχαν τη γεύση της αιωνιότητας. Έρχονταν και έμοιαζε πως ποτέ δεν θα τελειώσουν. Τρεις μήνες διακοπές μετά το σχολείο ήταν ένα διάστημα που χωρούσε μια ολόκληρη ζωή. Το ίδιο αργότερα, σαν άρχισα να σπουδάζω. Τότε πια μπορούσα να διαθέσω τον χρόνο κατά τις επιθυμίες μου, να φύγω στα νησιά με φίλους παλιούς ή τους καινούργιους που είχα κάνει στην ΑΣΚΤ, ζωγράφους, γλύπτες, χαράκτες∙ και δυο που σπούδαζαν σκηνογράφοι και μια μέρα, κάποτε, θα διέπρεπαν στο θέατρο, όπως άλλωστε διέπρεψαν οι περισσότεροι από τους συμμαθητές μου.
Το 1966 οι γονείς μου θα επαναλάμβαναν την καλοκαιρινή ρουτίνα που είχαν καθιερώσει χρόνια, ένα δεκαπενθήμερο στο ξενοδοχείο της πλατείας Πλάτανου στην Κηφισιά, απογεύματα στον Βάρσο παραδίπλα, στο ζαχαροπλαστείο Μιλάνου επί της λεωφόρου σπανιότερα και περιπάτους ως το Coq d’Or στο Κεφαλάρι, κάτω από τα μεγάλα πλατάνια και τους σκουριασμένους κορμούς των ευκαλύπτων. Ο πατέρας μου θα κολλούσε με σελοτέιπ μια καλλιγραφημένη επιγραφή «Επιστρέφουμε 25 Αυγούστου» στο κρύσταλλο της πόρτας του μαγαζιού και η μητέρα μου ετοίμαζε βαλίτσες λες και ήταν να ταξιδέψουν στο εξωτερικό – το άπιαστο όνειρό της.
Εκείνη τη χρονιά ο πατέρας μου το είχε πια αποδεχτεί πως δεν θα ασχοληθώ με το κατάστημα όπου πουλούσε ηλεκτρικά είδη, πλυντήρια, ψυγεία, ανεμιστήρες, κουζίνες και κάτι φτηνούς αμερικάνικους δίσκους, ευκαιρία, που του είχε υποδείξει κάποιος φίλος του, μουσικός της Κρατικής Ορχήστρας. Οι δίσκοι αυτοί ήταν το αντίστοιχο του paperback στα βιβλία: φτηνό σέλακ, σκληρό και εύθραυστο, θήκες από χαρτόνι, χωρίς εσωτερικό περίβλημα προστασίας, με κάποια ζωγραφιά στο μπρος μέρος και φωτογραφίες των άλλων δίσκων της σειράς στο πίσω∙ όσο για τους εκτελεστές οι περισσότεροι ήσαν άγνωστοι, οι ορχήστρες συχνά ήταν γραμμένες με διαφορετικά ονόματα, ψευδώνυμα και τα δύο, στο εξώφυλλο και στη μικρή ετικέτα που θύμιζε τους παλιούς 78άρηδες. Ενώ οι γνωστές εταιρείες πουλούσαν τους δίσκους τους διακόσιες δραχμές (οι στερεοφωνικοί έκαναν διακόσιες είκοσι), οι Remington που πουλούσε ο πατέρας μου, μέσω κάποιας μυστήριας διαδικασίας για την εισαγωγή τους, έκαναν εκατό μόνο. Η εταιρεία είχε κλείσει από το ’57 και ένα μέρος του στοκ πουλήθηκε, σε εξευτελιστική τιμή, σε κάποιους. Ένας δίσκος τού κόστιζε γύρω στις δέκα δραχμές∙ το υπόλοιπο ήταν κέρδος. Το πρόβλημα είναι πως πολύ λίγοι αγόραζαν αυτούς τους άγνωστους εκτελεστές και μάλιστα στις μονοφωνικές ηχογραφήσεις τους, ενώ οι στερεοφωνικές είχαν πια επικρατήσει.
Με τα ψυγεία και τις κουζίνες ο ανταγωνισμός ήταν σκληρός. Υπήρχαν στην Ομόνοια και στην αρχή της Σταδίου, καθώς και στην πιο περίοπτη πλατεία Κλαυθμώνος, μεγάλα καταστήματα που και πιο φτηνά πουλούσαν και δόσεις έκαναν – κάτι που ο πατέρας μου στο μαγαζάκι της Ιπποκράτους δεν μπορούσε να το κάνει. Πριν ακόμα μπω στη Σχολή, οικονομικά είχαμε πάρει μια κατηφόρα που θα συνεχιζόταν για χρόνια έπειτα από την αποφοίτησή μου. Αλλά δεν θέλω από τώρα να φτάσω εκεί.
Ο πατέρας μου δεν ήταν αυτό που λέμε «έμπορος». Προερχόταν από καλή νησιώτικη οικογένεια, ανήκε δηλαδή στην κατηγορία των ανθρώπων που δεν έχουν ανάγκη να κοπιάσουν πολύ για να ζήσουν. Το εμπόριο ήταν ένας συμβιβασμός, μια επιλογή που δεν βασίστηκε στην ικανότητά του να αγοράζει φτηνά και να πουλά ακριβά, αλλά στην προτίμησή του να κάθεται πίσω από ένα γραφείο, να κάνει τα βασικά για την ενημέρωση του Βιβλίου Αποθήκης και του Καθολικού, και κατά τα άλλα να κλείνει την ώρα που τα καταστήματα έκλειναν και να συναντά τις παρέες του.
Η πραγματική του αγάπη ήταν η μουσική, που ποτέ δεν μπόρεσε να σπουδάσει επειδή οι δικοί του είχαν εναντιωθεί κάθετα στην επιθυμία του να κάνει μαθήματα με μια ντόπια δασκάλα του πιάνου και αργότερα να μπει σε Ωδείο στην Αθήνα. Έφυγε από το νησί για να σπουδάσει στην Ανωτάτη Εμπορική, πάντα ελπίζοντας να γίνει δεκτός στο Ωδείο, ακόμα και σε μια ηλικία που πια δεν είχε νόημα. Έχοντας παντρευτεί και συμβιβαστεί με τη ματαίωση του ονείρου του, σχημάτισε μια καλή δισκοθήκη και αγαπούσε να διευθύνει την ορχήστρα που φανταζόταν απλωμένη μπρος του, στο μικρό σαλόνι του σπιτιού μας, κραδαίνοντας μια βελόνα του πλεξίματος της μητέρας μου. Κυριακές στην Κρατική, στον Ορφέα, και σπανιότερα με τη μητέρα μου στη Λυρική. Κάτω από τον αποτυχημένο έμπορο κρυβόταν ένας γεννημένος μαέστρος.
Η μητέρα μου, που ζούσε κάτω από τη συνεχή απειλή της πτώχευσης, και είχε αναλάβει να κουμαντάρει τα λιγοστά χρήματα που έφταναν στο οικογενειακό ταμείο, κατά βάθος θα προτιμούσε κι αυτή να με έβλεπε να αναλαμβάνω την επιχείρηση, με την ενέργεια του νέου ανθρώπου και την απαραίτητη επιμέλεια, για να αισθανθεί ασφάλεια. Και τούτο, παρά το γεγονός πως η δική της αγάπη για τη ζωγραφική ήταν που καθόρισε τόσο νωρίς τις προσωπικές μου καλλιτεχνικές επιλογές. Είχε αμέτρητα άλμπουμ από τα μεγάλα μουσεία, το Πράδο, το Ερμιτάζ, το Λούβρο, την Άλτε Πινακοτέκ, το Βατικανό, την Ουφίτσι, την Ακαντέμια της Φλωρεντίας, και πολλά άλλα, όπως του Ορσέ, της Νάσιοναλ Γκάλερι και της Τέιτ Γκάλερι του Λονδίνου. Την έβλεπα να τα φυλλομετράει και να ξεχνιέται στις ανοιχτές τους σελίδες, τις ώρες που δεν είχε δουλειές στο σπίτι, αναπολώντας τα λίγα που είχε επισκεφτεί, παλιά, στο Παρίσι και στο Λονδίνο, και ονειροπολώντας τα ταξίδια που τώρα πια δεν μπορούσε να κάνει για να δει από κοντά και τα άλλα. [........................]
ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου