Η «σχεδία» της μνήμης και του σεβασμού Γεμάτη πλούσια ρεπορτάζ και συνεντεύξεις η πρώτη «σχεδία» του 2023 (Ιανουάριος, τεύχος #107). Κυκλοφόρησε από την Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου στους δρόμους της πόλης.
Στο ρεπορτάζ με τίτλο «Στα ίχνη του Καρυωτάκη», καταδεικνύουμε ότι η μνήμη του νεότερου παρελθόντος μας, από την τέχνη ώς την προσφυγιά και την κατοχή, απουσιάζει από τις πόλεις μας, εις βάρος της αυτογνωσίας μας. «Στην Αθήνα, δεν υπάρχει κάποιο μνημονικό ίχνος για τους 45.000 νεκρούς από την πείνα, κατά τη διάρκεια του κατοχικού λιμού», σημειώνει ο ιστορικός Μενέλαος Χαραλαμπίδης.
Στον «σεβασμό της κυριολεξίας» υπογραμμίζουμε πως οι συνάνθρωποί μας με αναπηρίες δεν είναι άτομα με «ειδικές δεξιότητες». Το ζητούμενο είναι να μην παίζουμε κρυφτό με τις λέξεις, αλλά να επιδεικνύουμε σεβασμό και αποδοχή. «Ανάπηρος ή άτομο με αναπηρία είναι η κυριολεκτική λέξη και όχι άνθρωποι με υπερδυνάμεις, υπερήρωες ή ειδικές ικανότητες…» τονίζει η ψυχολόγος-οικογενειακή σύμβουλος Γεωργία-Χριστίνα Κανελλοπούλου.
Η πνευματικότητα και οι επιστήμες του ψυχισμού αλληλοσυμπληρώνονται και δεν υποκαθιστούν η μία την άλλη, ενώ και η υγιής θρησκευτικότητα είναι θετικός δείκτης ψυχικής υγείας. Αυτό τονίζεται στο ρεπορτάζ με τίτλο «Στο ντιβάνι της ύπαρξης». «Οι άνθρωποι που πιστεύουν σε έναν Θεό αγάπης και συγχώρησης βιώνουν χαμηλότερα επίπεδα στρες και άγχους και έχουν πιο αισιόδοξες σκέψεις», επισημαίνει η αναπληρώτρια καθηγήτρια Ψυχολογίας Ελεωνόρα Παπαλεοντίου-Λουκά.
«Οι “Γιώργηδες” της ξενιτιάς». Ο συγγραφέας Ερβίν Σέχου ρίχνει φως σε πτυχές της καθημερινότητας των Αλβανών γειτόνων μας που παραμένουν στη σκιά, εξηγεί γιατί θεωρούσαν τους εαυτούς τους στον τόπο μας απρόσκλητους φιλοξενούμενους, πού οφείλεται η διεκδίκηση εκ μέρους τους οποιαδήποτε εργασίας, αλλά και γιατί νιώθει διπλά ξένος.
Στην «Ανάδυση της μνήμης», η ιστορικός Οντέτ Βαρών-Βασάρ εξηγεί γιατί η εξόντωση των Ελλήνων Εβραίων αποτελούσε κάτι το ανείπωτο επί δεκαετίες, ποια είναι η σημασία των προσωπικών μαρτυριών στη διαφύλαξη της μνήμης του Ολοκαυτώματος, αλλά και για ποιο λόγο οι οικογενειακές ιστορίες αποτελούν μία συλλογική κληρονομιά.
Στον 2ο διαγωνισμό παιδικού σκίτσου της «σχεδίας», η φαντασία ντύθηκε με τα χρώματα της ελπίδας και της ενσυναίσθησης.
Aκόμη, ο Χρήστος Αλεφάντης, στα «Λόγια της πλώρης», θυμάται την Μπονεγκίλα της νιότης μας. Ο Αλέκος Παπαδάτος, σχεδιαστής κόμικς και ο Τάσος Αποστολίδης, σεναριογράφος κόμικς, μας μιλούν για μια σχέση γεμάτη φαντασία και αρχαιότητα. Οι φακοί του Κωστή Μπακόπουλου και του Βασίλη Μαραμή καταγράφουν στιγμιότυπα της πόλης, την ίδια στιγμή που σε ένα μεζεδοπωλείο της πόλης, η γαστρονομία συνδιαλέγεται με το θέατρο και την τέχνη της οροφογραφίας. Επιπλέον, ένας δάσκαλος μάς ανεβάζει στον Όλυμπο της μεταξουργίας, των καπνών.
Αυτά και άλλα πολλά στη «σχεδία» Ιανουαρίου (τεύχος #107)
«σχεδία»
Λευτέρης Ελευθεράκης
Γεννήθηκα το 1958 στο Ηράκλειο Κρήτης, όπου και μεγάλωσα με τους γονείς και τους δύο αδερφούς μου. Το κλίμα στην οικογένεια ήταν βαρύ. Αυτό το αποδίδω στο γεγονός ότι οι γονείς μου παντρεύτηκαν, χωρίς να έχει γνωρίσει ούτε μια μέρα ο ένας τον άλλον. Ήταν ένας κατά παραγγελία γάμος. Παρέμειναν, μέχρι το τέλος, ξένοι μεταξύ τους. Δεν υπήρχε ούτε ανθρώπινη ζεστασιά ούτε οικογενειακή αγάπη. Εμένα αυτό με έκανε μελαγχολικό και ίσως εξηγεί και την προσκόλλησή μου στο αλκοόλ, μόλις από την ηλικία των 17 χρόνων. Μάλλον έψαχνα να βρω μια διέξοδο και το αλκοόλ απάλυνε τον ψυχικό μου πόνο. Έκανα, δε, και το σημαντικότερο λάθος που μπορεί να κάνει ένα παιδί και για το οποίο μετάνιωσα: παράτησα το σχολείο στην πρώτη λυκείου, απαξιώνοντάς το, παρόλο που ήμουν καλός μαθητής. Αυτό προϋπόθετε την εκτέλεση ενός καθημερινού προγράμματος. Μόλις πήγα στην πρώτη γυμνασίου και είδα τοιχοκολλημένο το ημερήσιο πρόγραμμα, έπαθα πανικό. Από τη δευτέρα γυμνασίου, μάλιστα, πήγαινα σε νυχτερινό, καθώς το πρωί δούλευα στο καφενείο του πατέρα μου. Σκεφτόμουν, δε, ότι μόλις θα τελείωνα τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις θα έβρισκα κάποια δουλειά ή θα αναλάμβανα το καφενείο, καθώς ο πατέρας θα συνταξιοδοτούνταν. Καθώς έπινα, όμως, τα βράδια, δεν μπορούσα να σηκώνομαι το πρωί για να δουλεύω στο καφενείο, και έτσι στράφηκα σε νυχτερινές εργασίες. Για περίπου επτά χρόνια, δούλευα ως σερβιτόρος και μπάρμαν σε μπαρ και ντισκοτέκ. Η ζωή μου κυλούσε πολύ βασανιστικά, λόγω της παγίδευσής μου στο αλκοόλ.
Με προτροπή του αδερφού μου, ανέβηκα στη
Θεσσαλονίκη, όπου παρακολούθησα ένα πρόγραμμα απεξάρτησης
του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης, το οποίο και ολοκλήρωσα.
Στάθηκα και τυχερός, γιατί βρήκα δουλειά σε ένα βιβλιοπωλείο της πόλης.
Από μικρός μου άρεσε το βιβλίο. Τα πήγαινα πολύ καλά στην εργασία μου.
Ξεκίνησα με το να πηγαίνω εξωτερικές παραγγελίες και, στη συνέχεια,
κρατούσα την αποθήκη, έδινα παραγγελίες στους εκδότες της Αθήνας. Ήταν
μια ευκαιρία να γνωρίσω αξιόλογους ανθρώπους. Αυτό κράτησε τέσσερα
χρόνια. Εκείνη την εποχή είχα ερωτευτεί μια γυναίκα, αλλά, καθώς είχα
ξανακυλήσει στο ποτό, μοιραία, χωρίσαμε. Τούτος ο χωρισμός με ισοπέδωσε,
παράτησα τη δουλειά και κατέβηκα ηττημένος στο Ηράκλειο, με την
προοπτική να δουλέψω σε κάτι συγγενείς μου που είχαν επιχειρήσεις.
Έμεινα στην Κρήτη δύο χρόνια, αλλά δεν τα κατάφερα και ανέβηκα στην
Αθήνα, όπου εντάχθηκα στο πρόγραμμα των Ανώνυμων Αλκοολικών. Ευτυχώς που
δύο άνθρωποι μου παραχώρησαν ένα σπίτι για να μείνω, έως ότου σταθώ στα
πόδια μου. Πίστευα ότι θα μπορέσω να βρω δουλειά σε κάποιο
βιβλιοπωλείο, μέχρι που κατάλαβα ότι υπήρχαν άνθρωποι που είχαν δουλέψει
περισσότερα χρόνια από μένα, γνώριζαν καλύτερα τη δουλειά και αγαπούσαν
το βιβλίο πιο πολύ από μένα και ήταν άνεργοι. Ένα απόγευμα που περνούσα
από το σταθμό του μετρό στους Αμπελοκήπους, μου έκανε εντύπωση μια
κυρία που φορούσε ένα κόκκινο γιλέκο και κρατούσε ένα περιοδικό,
«σχεδία» το όνομά του. Πιάσαμε την κουβέντα και μου είπε ότι είχε
σπουδάσει Ιστορία της Τέχνης στην Ιταλία. Σκέφτηκα: «Είμαι που είμαι
άνεργος, δεν έχω άλλη επιλογή». Πήρα τηλέφωνο, λοιπόν, στα γραφεία του
περιοδικού. Ήταν το 2013. Την πρώτη μέρα που φόρεσα το κόκκινο γιλέκο,
ήμουν πολύ διστακτικός. Το ότι αντιμετώπισα από τον κόσμο μια πολύ
μεγάλη συμπάθεια και όχι απλώς «σου δίνω κάτι για να ζήσεις», καθώς και
το ότι κρατούσα στα χέρια μου ένα περιοδικό με υψηλή ποιότητα, οδήγησαν
στο να φύγει από μέσα μου η αίσθηση της φιλανθρωπίας.
Η «σχεδία», για μένα, πλέον, είναι μια οικογένεια. Μέσα έστω από αυτές τις σύντομες συναντήσεις που έχω με τους ανθρώπους, παίρνω τέτοια συμπάθεια και αγάπη, που δεν τη λαμβάνω από κάπου αλλού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου