Γιατί οι υποκλοπές δεν μπορούν να ξεχαστούν: Τη Δευτέρα έγινε κάτι σημαντικό στην Αθήνα
Του Δημήτρη Χριστόπουλου*
Το σκάνδαλο των υποκλοπών βρίσκεται στο προσκήνιο της πολιτικής -και όχι μόνο- συζήτησης, όπως είθισται. Και μια σημαντική πρωτοβουλία του Ινστιτούτου Γκαίτε φρόντισε η υπόθεση να μην βρεθεί στο περιθώριο.
Πολύ έχει συζητηθεί τις τελευταίες μέρες η εντυπωσιακή στροφή Μαρινάκη και του «συγκροτήματος» του. Ο μέχρι πρότινος φίλος πλέον κουνάει το δάχτυλο στον πρωθυπουργό μιλώντας για «υπόκοσμο» και «καθεστώς παρανομίας» κατονομάζοντας τον Δημητριάδη, ενώ τα πρωτοσέλιδα των Νέων που, με διαφορά περίπου ενός μήνα, μοιάζουν να ανήκουν σε άλλη εφημερίδα… Και μύρια έπονται…
Εύκολα θα αποδώσει κανείς αυτή τη μετατόπιση στους ανοιχτούς λογαριασμούς Μητσοτάκη – Μαρινάκη και σε ένα διαφιλονικούμενο γκολ στο 96ο λεπτό του ντέρμπυ. Αυτό είναι μόνο η επιφάνεια. Πίσω όμως από αυτούς τους λογαριασμούς βρίσκεται ένα ατράνταχτο δεδομένο που αφορά τους πάντες: η ιδιωτική ζωή δεν είναι πολυτέλεια. Είναι ζωτική ανάγκη. Όλων.ADVERTISING
Την ώρα που την Δευτέρα το βράδυ (7/11) η Πρωτοβουλία «Ώρα 0» για την Υπεράσπιση της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου διοργανώναμε τη δημόσια συζήτηση «Ελληνικό Watergate: από την αποκάλυψη στη συγκάλυψη» η τηλεόραση του Αντένα έδειχνε την βιντεοσκοπημένη συνέντευξη του πρωθυπουργού της χώρας στον Ν. Χατζηνικολάου στην οποία ο κύριος Μητσοτάκης συνέχισε τον ανεπίγνωστο δρόμο που έχει ξεκινήσει από την αρχή: τον δρόμο που θα διδάσκεται στα πανεπιστήμια του μέλλοντος ως η ολέθρια πορεία προς την πολιτική αυτοκαταστροφή.
Την συνταγή είχε αποδώσει υποδειγματικά ο διευθυντής του Βήματος, Αντώνης Καρακούσης, την προηγούμενη μέρα:
«Όταν η εξουσία προσφέρεται αφειδώς και συναντάται με την υπεροψία του νεοφώτιστου, το απαιτούμενο μέτρο και η επιβεβλημένη αυτοσυγκράτηση χάνονται. Αντί αυτών αναδεικνύονται και επικρατούν η υπεροψία, η οίηση, η αυθαιρεσία και εν τέλει το σκάνδαλο. Το χειρότερο ίσως είναι ότι η συγκεκριμένη στάση και συμπεριφορά αναμεταδίδεται, μεταφέρεται και έτσι ένας ευρύτερος κύκλος φτάνει να κινείται αναλόγως, χωρίς αυτοέλεγχο και ενοχές».
Τη Δευτέρα το βράδυ το κατάμεστο αμφιθέατρο του Ινστιτούτου Γκαίτε στο κέντρο της Αθήνας θεωρώ πως συνιστούσε ένα πολιτικό γεγονός. Από αυτά τα γεγονότα που μπορούν να σε κάνουν να ελπίζεις ότι αυτά που μαθαίνουμε στα εγχειρίδια, το ότι δηλαδή η κοινωνία των πολιτών μπορεί να θέτει την ατζέντα και να αλλάζει τα πράγματα προς το δικαιότερο, δεν είναι πάντα ματαιοδοξία, αλλά βάσιμη ελπίδα.
Στην αρχή η Πρωτοβουλία «Ώρα 0» αυτοσυστήθηκε με σύντομες τοποθετήσεις των ιδρυτικών της μελών (Στεύη Κίτσου, Κωστής Παπαϊωαννου) και αναλυτική εισήγηση από τον καθηγητή Γιώργο Σωτηρέλη που κατέδειξε εναργώς τις θεσμικές διαστάσεις του θέματος.
Στη συνέχεια το λόγο πήρε ένα πάνελ ερευνητών δημοσιογράφων που συντόνισε ο υπογράφων. Οι δημοσιογράφοι αυτοί είτε πρωταγωνίστησαν στην διαλεύκανση της υπόθεσης (ο Δημήτρης Τερζής από την Εφημερίδα των Συντακτών, ο Τάσος Τέλλογλου από το inside story, o Nικόλας Λεοντόπουλος από τους reporters united), είτε υπήρξαν οι ίδιοι θύματα υποκλοπών, (όπως ο Θανάσης Κουκάκης), είτε κάλυπταν την υπόθεση παρακολουθώντας οι ίδιοι τις επιπτώσεις της στην εικόνα της χώρας και του πρωθυπουργού στο εξωτερικού (Μαρίνα Ράφενμπεργκ από τη Le Monde) και ο Γιάννης Παλαιολόγος (πρώην ανταποκριτής της Καθημερινής και του Σκάι στις Βρυξέλλες).
Τα συμπεράσματα, κατά τη γνώμη μου, είναι τα εξής:
- Το σύστημα παράνομων και νομιμοφανών υποκλοπών γιγαντώνονταν όλα τα τελευταία χρόνια αλλά με την τελευταία κυβέρνηση εδραιώθηκε με αποτέλεσμα το παρακράτος να εγκατασταθεί στο σαλόνι του «επιτελικού κράτους». Για τον εφιαλτικό αυτό μετασχηματισμό ευθύνεται ο πρωθυπουργός.
- Πλέον το σπυρί έσπασε και η χώρα θα ζει διαρκώς εφεξής σε νέες αποκαλύψεις για τα θύματα των παρακολουθήσεων. Και σε αυτά δεν περιλαμβάνονται μόνο δημοσιογράφοι, πολιτικοί αντίπαλοι ή λοιποί «επικίνδυνοι» για τη δημόσια ασφάλεια, αλλά και προβεβλημένα στελέχη της συμπολίτευσης. Εξάλλου, από την αρχή ήταν προφανές ότι ο Ανδρουλάκης δεν θα μπορούσε να είναι ο μοναδικός στόχος.
- Τα θεσμικά αντίβαρα στην Ελλάδα ασθενούν χαρακτηριστικά: ο κοινοβουλευτικός έλεγχος αδρανοποιήθηκε από την κυβερνητική πλειοψηφία, οι ανεξάρτητες αρχές ουδετεροποιήθηκαν και με τη φαεινή εξαίρεση της ΑΔΑΕ σίγησαν, ο συστημικός τύπος ντροπιαστικά αδιαφόρησε για την υπόθεση, με ελάχιστες μεμονωμένες εξαιρέσεις δημοσιογράφων μέχρις ότου ο Μαρινάκης επέλεξε να ασχοληθεί, ενώ η δικαιοσύνη ασχολείται με το πώς οι δημοσιογράφοι βρίσκουν στοιχεία από τις πηγές τους κι όχι με το περιεχόμενο των στοιχείων αυτών.
- Η πορεία της χώρας προς μια δημοκρατίας με ανελεύθερα χαρακτηριστικά (illiberal democracy) δεν είναι προδιαγεγραμμένη ούτε φυσικά γραμμική. Ωστόσο τα συμπτώματα που αναδείξαμε προηγουμένως είναι κοινά σε όλα τα δημοκρατικά πολιτεύματα που εκφυλίζονται με τον τρόπο που συμβαίνει στο ελληνικό.
- Η εικόνα του πρωθυπουργού πλέον στον εξωτερικό έχει τρωθεί ανεπανόρθωτα. Ο έως πρότινος φιλελεύθερος κεντροδεξιός με ισχυρά διαπιστευτήρια από τις διεθνείς ελίτ ηγέτης, τώρα δεν αντιμετωπίζεται ως η καλύτερη παρέα τους. «He went too far», όπως πρόσφατα έλεγε ένας ευρωπαίος διπλωμάτης. Τέλος, οι ελληνικές επιδόσεις στα του κράτους δικαίου τοποθετούν τη χώρα στο ίδιο γκρουπ με κράτη, όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία. Κι αυτό δεν περιποιεί τιμή.
Κρατώ για το τέλος ότι χθες στο Γκαίτε, ανάμεσα στους εκατοντάδες παρευρισκόμενους βρέθηκαν πολλά προβεβλημένα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ περιλαμβανομένου του Αλέξη Τσίπρα όπως και του ΠΑΣΟΚ (δυστυχώς –για τον ίδιο– όχι ο Νίκος Ανδρουλάκης). Αυτό έχει τη σημασία του διότι το πάνελ –και κυρίως οι δημοσιογράφοι– δεν χαρίστηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ και στις δικές του ευθύνες στην υπόθεση. Με τρόπο που σε μερικά σημεία, να έχω κάποιες επιφυλάξεις στις αποχρώσεις. Δεν είναι όμως το κρίσιμο αυτό.
Το κρίσιμο είναι ότι μίλησαν εμπεριστατωμένα, με ανεξαρτησία και ειλικρίνεια. Και γι’ αυτό, η εκδήλωση ήταν σημαντική. Διότι δεν μίλησαν οι σεσημασμένοι αντικυβερνητικοί, άλλα άλλοι άνθρωποι. Τιμή λοιπόν στην ερευνητική δημοσιογραφία διότι όταν η σιωπή κυβερνούσε αυτή μίλησε. Πολύ πριν ανοίξουν τα υπόλοιπα στόματα.
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον π.χ. ότι οι μισοί δημοσιογράφοι στο πάνελ αυτοσυστήθηκαν ως «μνημονιακοί» και επομένως μάλλον «αντισύριζα». Ωστόσο, οι ίδιοι που υπογράμμισαν ότι αυτό που συμβαίνει σήμερα στη χώρα δεν έχει προηγούμενο από πλευράς ρηγμάτωσης των θεσμών με συγκεκριμένες πολιτικές ευθύνες που εξατομικευμένα καταλήγουν στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Και αυτό έχει τη σημασία του.
Και όλα αυτά γιατί όντως, η ιδιωτική ζωή δεν είναι πολυτέλεια. Όσο σημαντικός ή ασήμαντος κι αν είναι κάποιος, όσο φτωχός ή πλούσιος, η ιδιωτική ζωή του είναι το πολυτιμότερο αγαθό του. Μπορεί να μην είναι το βιοτικά πιο κρίσιμο, αλλά είναι το ακριβότερο. Αυτό το ζωτικό παραβίασε ο Κυριάκος Μητσοτάκης με την ομάδα του.
Γι’ αυτό και θα πρέπει να πάει σπίτι του. Με την έναν ή με τον άλλον τρόπο. Γιατί στις δημοκρατίες η πολιτική ευθύνη ανήκει στους αιρετούς άρχοντες. Δεν μετακυλίεται στους μετακλητούς μανδαρίνους τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου