Η σύγχρονη γοητεία της μπαρόκ μουσικής – Συνέντευξη με τον Δήμο Γκουνταρούλη
του Δημήτρη Καλαντζή.
Ακανόνιστο, παράξενο και ιδιαίτερο σαν ακατέργαστο μαργαριτάρι, το μπαρόκ γεννήθηκε τον 17ο αιώνα στην Ευρώπη μεταξύ των αντικρουόμενων δυνάμεων της απόλυτης μοναρχίας και της ανερχόμενης αστικής τάξης. Κύρια χαρακτηριστικά του η παντελής έλλειψη «αυτοκυριαρχίας» και «αντικειμενικότητας» προς χάρη της συγκινησιακής απελευθέρωσης, της αχαλίνωτης δημιουργικότητας και της ικανότητας να οργανώνει σε ολότητες χίλιες λεπτομέρειες.
Ο φορμαλιστικός κλασικισμός που το διαδέχτηκε, επιχείρησε να το απαξιώσει, αποκαλώντας το «επιτηδευμένο», «μπερδεμένο» και «ασεβές» ως προς τις αισθητικές αρχές της κλασικής αρχαιότητας, αλλά από τα μέσα του 20ου αιώνα – και πολύ περισσότερο στις ημέρες μας όπου η «διαφορετικότητα» βρίσκεται σε κεντρική θέση της κοινωνικής ατζέντας – το μπαρόκ προβάλλει ξανά, λαμπερό, ιδιαίτερο, αυτή τη φορά πιο «μελετημένο» αλλά καθόλου αποστειρωμένο στις μουσικές αίθουσες όλου του κόσμου.
Με αφορμή το Φεστιβάλ Μπαρόκ στην Αθήνα που πραγματοποιείται από τον ΟΜΜΘ σε συνεργασία με την Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ζητήσαμε από τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ και διακεκριμένο διεθνώς μουσικό Δήμο Γκουνταρούλη να μιλήσουμε για τη… σύγχρονη γοητεία της μπαρόκ μουσικής.
- Κύριε Γκουνταρούλη, διανύουμε την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα και περιμένουμε – κάποιοι με αδημονία – το Φεστιβάλ Μπαρόκ Μουσικής στην Αθήνα, μίας μουσικής που γράφτηκε τον 17ο αιώνα… Υπάρχει κάτι παράδοξο σε αυτό, δεν βρίσκετε;
Φαινομενικά πραγματικά είναι παράδοξο αλλά στην πραγματικότητα είναι αποτέλεσμα της ιστορικής ερμηνείας της παλαιάς μουσικής. Η βαθιά μελέτη, η κατασκευή οργάνων, όπως ήταν τον 17ο και τον 18ο αιώνα και όχι όπως εξελίχθηκαν, έθεσαν τους όρους για μία νέα ερμηνεία της κλασικής μουσικής. Στη δεκαετία του 1960 και κυρίως του 1970 ξεκίνησε το κίνημα των μουσικών που αφιερώθηκαν στην παλαιά μουσική και ανακάλυψαν εκ νέου την αισθητική της, τον τρόπο που έφτιαχναν και έπαιζαν τα όργανα εκείνη την εποχή, τον ήχο τους, την ιδιαιτερότητα που το καθένα προτείνει, άρα κι έναν διαφορετικό τρόπο να παίζουμε τη μουσική. Διότι ο τρόπος που παίζαμε τη μουσική του 17ου και του 18ου αιώνα μέσα τον 20ο αιώνα ήταν ο ίδιος τρόπος που παίζαμε και τη μουσική του 20ου αιώνα. Αν μου επιτρέπεται η έκφραση, ήταν ένας «ισοπεδωτικός» τρόπος, που αντιμετώπιζε τα πάντα με τους ίδιους όρους. Το κίνημα της ιστορικής ερμηνείας πρότεινε ακριβώς το αντίθετο: πλουραλισμό, διαφορετικές αισθητικές, διαφορετικές τεχνικές, διαφορετικούς ήχους και άποψη στην ερμηνεία και την εκτέλεση κάθε μουσικής δημιουργίας. Πλέον κοιτάμε τη μουσική του παρελθόντος με άλλη οπτική. Στην πραγματικότητα είναι μία πολύ μοντέρνα οπτική της εποχής μας για την παλαιά μουσική.
- Ίσως αυτό να εξηγεί και τον λόγο που μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα η μουσική μπαρόκ αντιμετωπίζονταν απαξιωτικά, με πολλά «σηκωμένα φρύδια»…
Ακριβώς, διότι επικρατούσε, ας το πούμε χαριτολογώντας, μία «δαρβινιστική άποψη» που έλεγε ότι το νέο αντικαθιστά το παλαιό, ότι το νέο είναι καλύτερο από το παλαιό και ότι κοιτάμε μόνο μπροστά, την «πρόοδο» και όχι το παρελθόν. Όχι, τα πράγματα είναι απλώς διαφορετικά. Ούτε καλύτερα, ούτε χειρότερα. Διαφορετικά. Αυτή η διαφορετικότητα είχε χαθεί με τη βιομηχανική επανάσταση, τη μαζική κατασκευή μουσικών οργάνων, τα ωδεία που έθεταν κοινούς κανόνες για όλα τα είδη της μουσικής. Από τον 18ο αιώνα επιχειρήθηκε η ομοιογένεια της μουσικής, ακριβώς δηλαδή το αντίθετο από αυτό που πρότεινε η μουσική του 17ου και 18ου αιώνα: την ανομοιομορφία, την ανισότητα και την ιδιαιτερότητα. Στην Ευρώπη εκείνης της εποχής έχουμε πάρα πολλά στιλ μουσικής, το γαλλικό, το ιταλικό, το γερμανικό, το φλαμανδικό, το αγγλικό, το ισπανικό με πολύ διαφορετικά ύφη αλλά και μουσικά όργανα. Σήμερα, για παράδειγμα γνωρίζουμε μόνο το βιολοντσέλο, το οποίο παίζουν όλοι με τον ίδιο τρόπο, το ίδιο κούρδισμα, τον ίδιο αριθμό χορδών. Εκείνη την εποχή μόνο το βιολοντσέλο είχε μία οικογένεια οργάνων δική του. Μπορεί να παιζόταν da gamba (ανάμεσα στα πόδια), όπως σήμερα, μπορεί να παιζόταν στον ώμο σαν μία πολύ μεγάλη βιόλα, μπορούσες να το έχεις όρθιος και να περπατάς με μία μπάντα στον δρόμο, να είχε τρεις, τέσσερις ή πέντε χορδές, υπήρχε βιολοντσέλο piccolo με τέσσερις χορδές ή με πέντε χορδές… Υπήρχε μία τεράστια ποικιλία. Το μπαρόκ εμπεριέχει έναν πειραματισμό που σήμερα είναι πιο σύγχρονος από ποτέ.
- Διαχρονικά, ποια θα λέγατε ότι είναι τα στοιχεία που μας γοητεύουν στη μουσική μπαρόκ, τόσο εσάς τους ερμηνευτές, όσο και εμάς το κοινό;
Η γοητεία βρίσκεται στις πλούσιες μελωδίες – μην ξεχνάμε ότι η όπερα γεννήθηκε στο μπαρόκ αλλά και όλες οι φόρμες της μουσικής: η σονάτα, το κοντσέρτο, το κοντσέρτο grosso, η σουίτα και η συμφωνία. Ακόμα και τα όργανα, η οικογένεια του βιολιού, για παράδειγμα, άνθισε στην μπαρόκ εποχή μαζί με όλο αυτό το εκπληκτικό ρεπερτόριο για την οργανική και τη φωνητική μουσική. Με το μπαρόκ είναι σαν να γυρνάμε στη βάση, στην αρχή όλων, σαν να ανακαλύπτουμε ξανά τη μουσική. Με τη χρήση μάλιστα οργάνων εκείνης της εποχής, έχουμε έναν ήχο ιδιαίτερα ζεστό και πολύ αληθινό, κόντρα στην ψηφιακή εποχή που ζούμε. Αυτή η «αλήθεια» είναι νομίζω πολύ σαγηνευτική.
- Και στο συναίσθημα; Είναι, νομίζω, διαφορετικός ο τρόπος που δρα το μπαρόκ σε σύγκριση με το ρομαντικό κίνημα.
Το μπαρόκ έχει την ένταση, τις μεγάλες αντιθέσεις, τις φοβερές δυναμικές, τα ιδιαίτερα ηχοχρώματα και φυσικά τις πανέμορφες μελωδίες. Ο Vivaldi έχει πίσω του όλη την παράδοση του bel canto, η γαλλική μουσική είναι απίστευτα εκλεπτυσμένη… Το μπαρόκ κινητοποιεί όλον τον συναισθηματικό κόσμο τόσο των μουσικών που παίζουν όσο και των ακροατών.
- Μιλάμε όμως για μία μουσική που γεννήθηκε σε βασιλικές αυλές και καθεδρικούς ναούς, σε ένα κοινωνικό πλαίσιο εντελώς διαφορετικό από το σημερινό. Πως καταφέρνει να συνομιλεί με το σήμερα και να έχει τόσο μεγάλη αποδοχή;
Το μπαρόκ μπορεί να γεννήθηκε σε βασιλικές αυλές και ναούς, όπως λέτε, αλλά είναι λαϊκή μουσική. Οι χοροί μίας σουίτας κωδικοποιήθηκαν στην αυλή του Λουδοβίκου ΙΔ’, όμως ήταν χοροί με τους οποίους διασκέδαζε ο κόσμος σε όλη την Ευρώπη. Οι μουσικοί του μπαρόκ άκουγαν και «προχώραγαν» τη λαϊκή μουσική της εποχής τους. Όπως είπαμε και πριν, ήταν μία εποχή που δεν ήταν τίποτα δεδομένο αλλά όλα «εφευρίσκονται», οι φόρμες ήταν ανοιχτές και η επαφή με το γίγνεσθαι σε όλη την Ευρώπη, στις αυλές, τις εκκλησίες αλλά και τις λαϊκές γιορτές ήταν άμεση.
- Στην Ελλάδα, συνολικά η κλασική μουσική αντιμετωπίστηκε με αρκετό σκεπτικισμό, ιδιαίτερα τη δεκαετία του ’90 με την έναρξη λειτουργίας του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών που κάποιοι αντιμετώπισαν ως αρένα επίδειξης οικονομικού και κοινωνικού στάτους.
Τίποτα από όλα αυτά δεν έχει σχέση με το βάθος και την ομορφιά της μουσικής και το ήθος των μουσικών που παίζουν και είναι αφιερωμένοι ψυχή τε και σώματι σε αυτό που κάνουν. Όλα τα άλλα είναι πολύ «εξωτερικά» και ο μουσικός δεν έχει καμία δυνατότητα να τα ελέγξει.
- Θυμάμαι χαρακτηριστικά στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του Μεγάρου, στις συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, που υπήρχε ένα σχεδόν συμβολικό εισιτήριο, πήγαιναν 100, άντε 200 άτομα, ενώ στις εκδηλώσεις των «χρυσών χορηγών», με εισιτήρια των 100 και 200 ευρώ (σε σημερινά χρήματα) γινόταν το αδιαχώρητο…
Σίγουρα η Ελλάδα δεν έχει τη μουσική παράδοση άλλων ευρωπαϊκών χωρών, η χώρα μας δεν πέρασε από την Αναγέννηση και το Μπαρόκ, αλλά υπάρχει πάντα κοινό που ψάχνει όμορφη μουσική, διαφορετική μουσική και, όταν έρθει με κάποιον τρόπο σε επαφή μαζί της, είναι σίγουρο ότι θα το αγγίξει. Προϋπόθεση είναι η μουσική να γίνεται με αλήθεια, ο μουσικός να «δίνεται» στη μουσική του, να έχει βάθος και να την κάνει με αγάπη. Οποιαδήποτε μουσική, από την Αναγεννησιακή μέχρι τη μουσική του Γιάννη Ξενάκη ή την παραδοσιακή μουσική κάθε μέρους του κόσμου, θα αγγίξει τον άνθρωπο, αν έχει κάτι να πει ο μουσικός και η μουσική που παίζει.
- Δεν είναι αναγκαία και η παιδεία;
Η παιδεία στη μουσική ακρόαση γίνεται με εμπειρικό τρόπο. Όσο πιο πολύ ακούς, τόσο πιο πολύ «ανοίγει» το αυτί σου και με τον χρόνο εκτιμάς, προσλαμβάνεις και απολαμβάνεις περισσότερο τη μουσική. Είναι χαρακτηριστικό ότι ξεκινήσαμε δειλά το Φεστιβάλ Μπαρόκ Μουσικής στη Θεσσαλονίκη και πλέον βρισκόμαστε να παίζουμε σε κατάμεστες αίθουσες.
- Έχετε διανύσει μία λαμπρή πορεία στην Ελλάδα και περισσότερο στο εξωτερικό με εκατοντάδες συναυλίες, σπουδαία δισκογραφία και σημαντικές διακρίσεις. Θέλω να μου πείτε, όταν βρίσκεστε μπροστά σε μία παρτιτούρα τριών αιώνων, τι είναι αυτό που σας κινητοποιεί για να την ερμηνεύσετε; Είναι ζητούμενο να βάλετε τη δική σας σφραγίδα;
Το να βάλει ο ερμηνευτής τη δική του ματιά σε ένα έργο οποιουδήποτε συνθέτη και οποιασδήποτε εποχής είναι αυτό που αναμένεται από αυτόν να κάνει και αυτό που θέλει ο ίδιος να κάνει. Εάν επρόκειτο να αποδίδαμε τη μουσική, όπως ακριβώς την είχε γράψει ο συνθέτης, τότε θα κάναμε άπαξ μία ηχογράφηση και θα την παίζαμε ξανά και ξανά. Ο ερμηνευτής είναι και δημιουργός με έναν διπλό τρόπο: από την μία πλευρά διαβάζει, επεξεργάζεται και «μεταφράζει» αυτό που έγραψε ο συνθέτης και από την άλλη είναι εκείνος που παρουσιάζει αυτό το πνευματικό έργο στο κοινό. Η μουσική δεν υπάρχει στο χαρτί. Δεν ακούγεται από εκεί. Ακούγεται μόνο στο μυαλό των μουσικών. Η μουσική γεννιέται ή ξανα-γεννιέται την ώρα που ο μουσικός την παρουσιάζει με τον δικό του τρόπο στο κοινό.
- Κύριε Γκουνταρούλη, έχετε βραβευτεί για την ηχογράφησή σας με τις 6 Σουίτες για Βιολοντσέλο Solo του Bach. Επειδή είναι από τα δικά μου πιο αγαπημένα έργα, θέλω να μου μιλήσετε γι αυτό.
Αυτό το έργο συνοδεύει όλη μου τη ζωή, από μικρός που άρχισα το βιολοντσέλο μέχρι σήμερα που έφτασα 52 χρονών. Εάν έπρεπε να πω μόνο ένα έργο που ερεύνησα, μελέτησα και αφοσιώθηκα σε αυτό μέσα στα 40 χρόνια πορείας μου στη μουσική είναι οι 6 Σουίτες για Βιολοντσέλο Solo του J.S.Bach. Είναι ένα συναρπαστικό έργο που ακόμα με εκπλήσσει, ιδιαίτερα βαθύ, που προτείνει στην εποχή που γράφτηκε μία «γλώσσα» για το όργανο που παίζω, το βιολοντσέλο, ένα έργο αινιγματικό και τόσο «ανοιχτό» που μου επιτρέπει να αλλάζω άποψη και να το παίζω κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο. Είναι ένας μεγάλος εσωτερικός μονόλογος για τον βιολοντσελίστα. Βρίσκεσαι μόνος σου πάνω στη σκηνή και καλείσαι να απαγγείλεις ένα απίστευτο ποίημα, τόσο τεχνικά όσο και αισθητικά.
- Να κλείσουμε, παρακαλώ, με μία δική σας πρόσκληση για το Φεστιβάλ Μπαρόκ Μουσικής στην Αθήνα. Τι να περιμένει το κοινό, τόσο αυτό που είναι εξοικειωμένο με τη μουσική μπαρόκ όσο κι αυτό που θέλει να τη γνωρίσει;
Το κοινό μπορεί να περιμένει ένα υπέροχο, πανέμορφο ρεπερτόριο με μεγάλες εναλλαγές, από γαλλική και αγγλική μουσική του 17ου αιώνα μέχρι το απίστευτο έργο του J.S.Bach που ονομάζεται «Μουσική Προσφορά», ένα από τα τελευταία του έργα, έχουμε επίσης τις σονάτες για βιολοντσέλο του A.Vivaldi, μία υπέροχη δεξιοτεχνική μουσική, γενικά θα ακούσει μουσική δωματίου, ιδιαίτερα εκλεπτυσμένη, που σπάνια παρουσιάζεται στις αίθουσες συναυλιών. Θα πρότεινα στο κοινό να αφεθεί στη μουσική και να ταξιδέψει με τις μελωδίες.
ΒΙΟ:
Ο Δήμος Γκουνταρούλης γεννήθηκε το 1970 στη Λάρισα και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, όπου μελέτησε τσέλο, αποφοιτώντας από το Νέο Ωδείο Θεσσαλονίκης με την υψηλότερη διάκριση. Σε ηλικία μόλις 18 χρονών έφυγε από την Ελλάδα και με υποτροφία του γαλλικού κράτους εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου συνέχισε τις σπουδές του και ξεκίνησε να παίζει τζαζ και αυτοσχεδιαστική μουσική, εξερευνώντας νέες δυνατότητες για το τσέλο που τον οδήγησαν σε συνεργασίες με θρυλικούς μουσικούς. Το 1996 μετακόμισε στη Βραζιλία και αφιερώθηκε στην ιστορική ερμηνεία της παλαιάς μουσικής, μελετώντας το ρεπερτόριο για μπαρόκ και κλασικό τσέλο. Συνέπραξε με σημαντικά σύνολα και μουσικούς, παίζοντας σε μεγάλες ευρωπαϊκές και βραζιλιάνικες αίθουσες και φεστιβάλ. Το 2003 κέρδισε στη Βραζιλία το Βραβείο Carlos Gomes ως ο καλύτερος σολίστ της χρονιάς, ενώ το 2008 η ηχογράφησή του με τις Σουίτες για βιολοντσέλο σόλο του J.S.Bach έλαβε το Βραβείο Κουλτούρας “Bravo” (Prêmio Bravo de Cultura) για το καλύτερο CD κλασικής μουσικής του έτους. Το 2010 κέρδισε το Βραβείο του Συνδέσμου Βραζιλιάνων Κριτικών Τέχνης (APCA) με την Camerata Aberta, ένα ειδικευμένο σύνολο σύγχρονης μουσικής και την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε με τον τσεμπαλίστα Nicolau de Figueiredo το διπλό άλμπουμ “Ο Χαμένος Τενόρος”, με πρώτες παγκόσμιες ηχογραφήσεις μουσικής για violoncello piccolo με 4 χορδές, λαμβάνοντας ενθουσιώδεις κριτικές. Το 2012 διηύθυνε και παρουσίασε το πολυθέαμα “Logos – Dialogos / 6 Suites for violoncello solo and dance by J.S.Bach”. Ο Δήμος Γκουνταρούλης διδάσκει βιολοντσέλο στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης και εμφανίζεται τακτικά σε όλη την Ευρώπη, στη Λατινική Αμερική, στις Η.Π.Α. και στον Καναδά.
Φεστιβάλ Μπαρόκ Μουσικής «Flora instrumentalis»
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
1. Συνέντευξη του Δήμου Γκουνταρούλη στη δημοσιογράφο Δήμητρα Μακρή, λίγο πριν από το πρόσφατο 5ο Φεστιβάλ Μπαρόκ Μουσικής Flora instrumentalis
2.ΜουσιΚΩΘτροπίες - ΔΗΜΟΣ ΓΚΟΥΝΤΑΡΟΥΛΗΣ
Μέρος 1ο
Το πρώτο μουσικό αφιέρωμα του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης για τον κορυφαίο βιολοντσελίστα Δήμο Γκουνταρούλη.
'Ερευνα - αρχισυνταξία: Μαριάνα Μποζαπαλίδου
Παρουσίαση: Μαριάνα Μποζαπαλίδου, Γιώργος Κωνσταντινίδης
Σκηνοθεσία: Χρήστος Βουλγαράκης
Παραγωγή: Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης
Εκτέλεση παραγωγής: ARTICON PRODUCTIONS
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου