Πριν από σχεδόν έναν αιώνα το Νοέμβριο του 1920 πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα το δημοψήφισμα-παρωδία για την επάνοδο του βασιλιά στην Ελλάδα. Οι παρεμβάσεις των ξένων πρεσβειών, οι εσωτερικές ισορροπίες και οι πολιτικοί ελιγμοί της εποχής έχουν πολλά να μας διδάξουν για το σήμερα. Για αυτό αναδημοσιεύουμε με άδεια των εκδόσεων Τόπος ένα σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο του πάντα εξαιρετικού Σπύρου Αλεξίου με τίτλο «Η Μεγάλη Ιδέα: Από τους εθνικούς μύθους στη φωτιά της Σμύρνης».
«Μετά τις εκλογές σχηματίστηκε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Δ. Ράλλη. Η προεκλογική υπόσχεση για επιστροφή του Κωνσταντίνου συνάντησε την αντίδραση των μεγάλων δυνάμεων. Στην αρχή στάλθηκαν μέσω των πρέσβεων της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας δύο διακοινώσεις, στις 8/21 Νοεμβρίου και στις 12/25 Νοεμβρίου αντίστοιχα. Η πρώτη προειδοποιούσε για την αποφυγή της παλινόρθωσης του «ανεπιθύμητου» Κωνσταντίνου, καθώς αυτή η κίνηση θα προκαλούσε ρήξη στις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Αντάντ. Η δεύτερη διευκρίνιζε ότι η επαναφορά του έκπτωτου βασιλιά θα διέκοπτε την οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα. Παράλληλα, ο Γάλλος γενικός πρόξενος στη Σμύρνη Λαπόρτ μετέφερε στον ύπατο αρμοστή της Στεργιάδη τις προειδοποιήσεις σε κείμενο, το οποίο εκφωνήθηκε δημοσίως από ασύρματο γαλλικού θωρηκτού, με ύφος αυστηρό. Η κυβέρνηση θεώρησε πως μπορούσε να τις παρακάμψει αναζητώντας νομιμοποίηση στη λαϊκή ετυμηγορία και προκήρυξε δημοψήφισμα για τις 22 Νοεμβρίου (με το παλαιό ημερολόγιο), με ερώτημα την επιστροφή ή όχι του Κωνσταντίνου στον θρόνο. Στο δημοψήφισμα αρνήθηκαν να πάρουν μέρος οι Φιλελεύθεροι, κάνοντας αποχή, καθώς προέβλεπαν εκτεταμένη νοθεία. Σε αποχή καλούσε και το ΣΕΚΕ.
Οι Φιλελεύθεροι προέβλεπαν σωστά, όμως ο λόγος της αποχής τους δεν ήταν αυτός, άλλωστε δεν έκαναν οτιδήποτε για να εμποδίσουν την εκτροπή. Στις τάξεις τους επικρατούσε βαθιά απογοήτευση, ο ίδιος ο Βενιζέλος «αυτοεξορίστηκε» στο Παρίσι μετά την ήττα. Η ήττα τους στο δημοψήφισμα υπό αυτές τις συνθήκες φάνταζε βέβαιη, οπότε επέλεξαν να μην το νομιμοποιήσουν. Το κωμικοτραγικό στοιχείο, το οποίο έδειχνε και όλη την παρακμή του αστικού πολιτικού συστήματος, είναι πως ενώ η νίκη του Κωνσταντίνου ήταν δεδομένη, ειδικά μετά την αποχή των Φιλελευθέρων, η φιλοβασιλική παράταξη προχώρησε σε όργιο νοθείας, χωρίς να υπάρχει καν η ανάγκη…
Όπως είδαμε στις εκλογές που προηγήθηκαν ψήφισαν 746.946 ψηφοφόροι. Μόλις δεκατέσσερις ημέρες αργότερα εμφανίζονται να ψήφισαν στο δημοψήφισμα… 1.010.343 ψηφοφόροι (!), εμφανίστηκαν δηλαδή περίπου 260.000 νέοι. Καταπληκτικό, ειδικά αν συνυπολογίσουμε πως τα δύο κόμματα που καλούσαν σε αποχή είχαν συγκεντρώσει περίπου 400.000 ψήφους! Η συνέχεια είναι ακόμη καλύτερη: από αυτούς τους ψηφοφόρους υπέρ του Κωνσταντίνου ψήφισαν 999.960 και κατά μόνο… 10.383. Δηλαδή όχι μόνο εμφανίστηκαν εκατοντάδες χιλιάδες νέοι ψηφοφόροι αλλά και οι 400.000 των άλλων κομμάτων μεταστράφηκαν μέσα σε δύο εβδομάδες και ψήφισαν με πάθος τον Κωνσταντίνο. Ακόμη και οι κομμουνιστές!
Προφανώς, πρόκειται για άλλη μία μαύρη σελίδα της ελληνικής πολιτικής ιστορίας, δεν αξίζει περαιτέρω ανάλυση. Να επαναλάβουμε πως δεν υπήρχε εκλογικός λόγος να προχωρήσουν σε νοθεία. Ήταν στην πραγματικότητα μια ακραία επίδειξη δύναμης, μια ακραία εκδίκηση του παλιού πολιτικού κατεστημένου, με όρους όμως άλλων εποχών και χωρίς να εκτιμάται η τρομερά επικίνδυνη κατάσταση που αντιμετώπιζε η χώρα. Το αίσθημα δύναμης και εκδίκησης εξέφραζε το κυρίαρχο σύνθημα που ακουγόταν στους πανηγυρισμούς στα σαλόνια της αριστοκρατικής Αθήνας: «Έτσι θέλαμε και τον φέραμε». Στους δρόμους της Αθήνας χιλιάδες οπαδοί του Κωνσταντίνου πανηγύριζαν έξαλλα και τα συνθήματα που ακούστηκαν εκεί αποτέλεσαν άλλη μία μαύρη σελίδα για την ελληνική κοινωνία συνολικά.
Οι εκλογές τελείωσαν, ο Κωνσταντίνος γύρισε, ζήτω η Μεγάλη Ιδέα! «Θα συνεχίσωμεν την εξωτερικήν πολιτικήν του Βενιζέλου. Η Ελλάς θα συνεχίση τον αγώνα κατά των κεμαλικών στρατευμάτων»: αυτή η δήλωση ανήκει στον νέο πρωθυπουργό της Ελλάδας Δ. Ράλλη και δημοσιεύτηκε στους Times του Λονδίνου στις 17 Νοεμβρίου 1920, μόνο τρεις ημέρες μετά τις εκλογές! Τόσο κράτησαν οι φήμες πως η Ηνωμένη Αντιπολίτευσις θα «έφερνε τα παιδιά μας πίσω». Σαφέστερος ο Δ. Γούναρης, στην ίδια εφημερίδα, στις 30 του μηνός: «Η πολιτική μας θα είναι συνέχεια της πολιτικής της προκατόχου κυβερνήσεως. Είμεθα πεπεισμένοι ότι αι αγγλικαί απόψεις διά την Εγγύς Ανατολήν συμπίπτουν απολύτως με τας ελληνικάς».
Στη συνέχεια, πήρε τη σκυτάλη ο ίδιος ο Κωνσταντίνος. Λίγες μέρες
πριν από το δημοψήφισμα, στις 19 Νοεμβρίου, μιλώντας στην ιταλική
εφημερίδα Il Messaggero δήλωνε: «Πάντα ηκολούθησα και θα ακολουθήσω
νομιμόφρονα πολιτικήν απέναντι των συμμάχων. […] Επί του επιπέδου της
εξωτερικής πολιτικής όλοι οι Έλληνες είναι σύμφωνοι προς τον κ.
Βενιζέλον». Τρεις ημέρες αργότερα, στις 22 του μηνός, έλεγε στην
εφημερίδα Le Matin: «Ουδέποτε συνεμερίσθην τας ιδέας του Κάιζερ.
Ουδέποτε επέδειξα συμπαθείας προς τας θεωρίας του, ενώ ήμουν πάντα
έτοιμος να φανώ πιστός απέναντι των συμμάχων. Εν ουδεμία στιγμήν ετάχθην
με τους εχθρούς της Αντάντ». Ο βασιλιάς δεν μιλούσε στον αέρα, τα
χρόνια της «εξορίας» είχε ανοιχτή γραμμή με την Αγγλία, με σύνδεσμο τον
ναύαρχο Καρ.585 Ο Σακελλαρόπουλος παρατηρεί πως οι αντιδράσεις για την
επιστροφή του Κωνσταντίνου δεν προήλθαν από τους Άγγλους, αλλά «από τους
άλλους ακριβώς εκείνους συμμάχους, και δη τους Γάλλους, διά τους
οποίους η εις Ανατολή βρετανική επικράτησις είχε γίνει εφιάλτης»,586 ενώ
ο Καρολίδης εκτιμά πως οι διακοινώσεις ήταν έργο των Γάλλων σε
συνεργασία με τον Βενιζέλο.
Στους όρκους πίστης του Κωνσταντίνου και της παράταξής του απάντησε ο Λόιντ Τζορτζ από την αγγλική Βουλή: «Αλλά, σας παρακαλώ, μην περιπλέκετε ολόκληρον την εν Ανατολή πολιτικήν μας με μικροεπεισόδια ως των ελληνικών εκλογών. […] Εις την Μεσόγειον έχομεν ζωτικά συμφέροντα, έχομεν δε ανάγκη την φιλίαν του ελληνικού λαού». Πλέον έχουμε περάσει στην τελική φάση της τραγωδίας, με το κίνημα του Κεμάλ να ισχυροποιείται συνεχώς, τη ρήξη μεταξύ της Αγγλίας και των συμμάχων της στο εσωτερικό της Αντάντ να είναι ανοιχτή και στη μέση την ελληνική άρχουσα τάξη να πιστεύει πως η μόνη της επιλογή ήταν η ολοκληρωτική πρόσδεση στο άρμα της Αγγλίας, η οποία ανοιχτά χρησιμοποιούσε τον ελληνικό στρατό ως μοχλό πίεσης».
Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα για το βιβλίο του Σπύρου Αλεξίου εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου