Κυριακή, Νοεμβρίου 27, 2022

Κρίνοντας το υπό ψήφιση νέο Νομοσχέδιο για τις παρακολουθήσεις

 

13259596.jpg

Δημήτρης Τσαραπατσάνης στην «Α» / Από φιλελεύθερη και δικαιοκρατική σκοπιά το νομοσχέδιο είναι εξόχως καταθλιπτικό


Η κριτική που άσκησε η ΑΔΑΕ στο κυβερνητικό νομοσχέδιο για τις παρακολουθήσεις «είναι απολύτως καταλυτική» τονίζει ο Δημήτρης Τσαραπατσάνης

Η κριτική που άσκησε η ΑΔΑΕ στο κυβερνητικό νομοσχέδιο για τις παρακολουθήσεις «είναι απολύτως καταλυτική και σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα θα αποτελούσε πολιτικό γεγονός πρώτου μεγέθους», σημειώνει ο αναπληρωτής καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Γιορκ (ΗΒ) Δημήτρης Τσαραπατσάνης, που την Πέμπτη θα παρουσιάσει την μελέτη του “Υποκλοπές και απόρρητο: Θεσμικό πλαίσιο και προτάσεις πολιτικής” σε εκδήλωση του Eteron στις 18:00 στον 1ο όροφο της ΕΣΗΕΑ. «Δεν απαντά καθόλου στην ανάγκη προστασίας της ιδιωτικότητας και των δημοκρατικών θεσμών» και «συνολικά, το νομοσχέδιο είναι, από φιλελεύθερη και δικαιοκρατική άποψη, εξόχως καταθλιπτικό», αναφέρει και επισημαίνει ότι στο ζήτημα της νομιμότητας της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας «συγκρούεται, χοντρικά, μια φιλελεύθερη αντίληψη με μια αντίληψη που δίνει προτεραιότητα στην προστασία του κράτους από πραγματικούς ή φανταστικούς εχθρούς».

Ερ: Την ερχόμενη Πέμπτη, σε μια εξαιρετικά επίκαιρη εκδήλωση του Ινστιτούτου Έτερον, παρουσιάζετε έρευνά σας που συνιστά μια συγκριτική νομική μελέτη της στοχευμένης άρσης απορρήτου επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας. Μπορείτε να μας βάλετε στο κλίμα;

Από τότε που ξέσπασε το σκάνδαλο των υποκλοπών το Έτερον έχει αναλάβει μια σειρά πρωτοβουλιών για τη βαθύτερη -και πέραν της επικαιρότητας- διερεύνηση όψεων του σκανδάλου αυτού. Στο πλαίσιο αυτό, ανέλαβα να συντάξω μια νομική μελέτη που, αφενός, να ανασυνθέτει τον προβληματισμό που έχει ήδη αναπτυχθεί και, αφετέρου, να αναδεικνύει κάποιες από τις νομικές πτυχές του ζητήματος οι οποίες δεν είχαν αναδειχθεί από την εξαιρετικά πυκνή πρόσφατη αρθρογραφία. Η μελέτη προσθέτει δύο τέτοιες διαστάσεις. Πρώτον, επιμένει στην ιδεολογική διάσταση του ζητήματος. Για να το θέσουμε απλά, στο ζήτημα της νομιμότητας της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας συγκρούεται, χοντρικά, μια φιλελεύθερη αντίληψη με μια αντίληψη που δίνει προτεραιότητα στην προστασία του κράτους από πραγματικούς ή φανταστικούς εχθρούς. Η ιδεολογική διάσταση είναι σύμφυτη με τη νομική συζήτηση, όχι κάτι ξεχωριστό από αυτήν. Και η δεύτερη αυτή αντίληψη κυριαρχεί απολύτως στην ερμηνεία και εφαρμογή του παρόντος πλαισίου.

Δεύτερον, συγκρίνω το πλαίσιο που ισχύει στην Ελλάδα και τις προτάσεις για την αναμόρφωσή του που πρόσφατα δόθηκαν στη δημοσιότητα από την κυβέρνηση με όσα ισχύουν στη Γαλλία, υπό το φως της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Καταλήγω, έτσι, στη διατύπωση κάποιων προτάσεων από φιλελεύθερη οπτική γωνία.

Ερ: Στην υπόθεση των παρακολουθήσεων. Πώς ο ελέγχων μπορεί να αρνείται τον έλεγχο από το Κοινοβούλιο; Τα πρόσωπα-κλειδιά που εξετάστηκαν είτε στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας είτε στην Εξεταστική για την υπόθεση των παρακολουθήσεων και επικαλέστηκαν το απόρρητο το έκαναν βάσιμα; Αύριο έχουν κληθεί στην Επιτροπή Θεσμών ο πρώην γ.γ. του πρωθυπουργού Γρηγόρης Δημητριάδης και οι επιχειρηματίες Γιάννης Λαβράνος, Φέλιξ Μπίτζιος και Ταλ Ντίλιαν. Μπορούν να επικαλεστούν κάποιο απόρρητο ή υποχρεούνται να απαντήσουν σε κάθε ερώτηση που θα τους διατυπωθεί;

Ο πρώην γενικός γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου και ο πρώην διοικητής της ΕΥΠ επικαλέστηκαν, κατά βάση, κάτι που αποκαλείται «καθήκον εχεμύθειας» και προβλέπεται στοΝ νόμο που ρυθμίζει τα της ΕΥΠ (πρόκειται για το άρθρο 14 του Νόμου 3649/2008). Το αν μπορούσαν ή όχι να το κάνουν είναι θέμα ερμηνείας αρκετά περίπλοκο, στο οποίο δεν χρειάζεται να μπούμε εδώ. Θα παρατηρήσω απλώς ότι, όπως και σε πολλά άλλα νομικά ζητήματα, μπορούν και ως προς αυτό να υποστηριχθούν δύο απόψεις διαμετρικά αντίθετες. Αυτό θα έπρεπε να μας λέει ήδη αρκετά σε σχέση με την επιστημονικότητα της λεγόμενης «νομικής επιστήμης». Σε κάθε περίπτωση, είναι σίγουρο ότι τη διάταξη αυτή δεν μπορούν να επικαλεστούν ιδιώτες που δεν έχουν καμία σχέση με την ΕΥΠ, έστω ως πολιτικοί της προϊστάμενοι. Θεωρητικά, τουλάχιστον, τα πρόσωπα αυτά είναι υποχρεωμένα να απαντήσουν στις ερωτήσεις που τους τίθενται. Θα μπορούσε, βέβαια, να τεθεί και ένα ερώτημα σε σχέση με το αν η διάταξη που προανέφερα σχετίζεται με τον Δημητριάδη ως πρώην γενικό γραμματέα· αν ναι, πάντως αυτό δεν προκύπτει από το γράμμα της. Φυσικά, αυτό εκ νέου μας επιστρέφει στη συζήτηση για τις διακριτές ερμηνείες των διατάξεων που υποστηρίζουν οι μεν και οι δε.

Ερ: Η ΑΔΑΕ εγείρει σημαντικότατες αντιρρήσεις για το νομοσχέδιο που φέρνει η κυβέρνηση για τις παρακολουθήσεις. Εκτιμάτε ότι απαντά στην ανάγκη για ένα ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο που ταυτόχρονα θα προστατεύει την ιδιωτικότητα, τους δημοκρατικούς θεσμούς και την εθνική ασφάλεια;

Είμαι απολύτως βέβαιος ότι το νομοσχέδιο αυτό δεν απαντά καθόλου στην ανάγκη προστασίας της ιδιωτικότητας και των δημοκρατικών θεσμών. Μοναδικό του μέλημα είναι η ύψιστη ανάγκη προστασίας της εθνικής ασφάλειας, όπως, φυσικά, κυριαρχικά την ερμηνεύουν και την αντιλαμβάνονται οι κυβερνώντες. Το νομοσχέδιο εμφορείται απολύτως από την αντίληψη της πάση θυσία διαφύλαξης των συμφερόντων του κράτους και των κρατικών μυστικών, την οποία προανέφερα. Η κριτική που άσκησε η ΑΔΑΕ στο νομοσχέδιο είναι απολύτως καταλυτική και σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα θα αποτελούσε πολιτικό γεγονός πρώτου μεγέθους. Συνοψίζοντας κανείς κάποια σημεία κριτικής στο νομοσχέδιο, θα μπορούσε να αναφέρει τα εξής. Πρώτον, η ΑΔΑΕ επί της ουσίας παροπλίζεται απολύτως. Δεύτερον, οι διατάξεις του εισαγγελέα με τις οποίες δίνεται η δυνατότητα νόμιμων υποκλοπών παραμένουν αναιτιολόγητες και απλώς προστίθεται ο αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ως δεύτερο φίλτρο. Τρίτον, δεν υπάρχει (αλλά και δεν προβλέπεται) κανένα άλλο θεσμικό αντίβαρο, όπως κάποιο ένδικο βοήθημα που θα μπορούσε να ασκηθεί από ενδιαφερόμενο πρόσωπο σε δικαστήριο -π.χ., στη Γαλλία τέτοιο υπάρχει ενώπιον του εκεί Συμβουλίου της Επικρατείας- ή η ενίσχυση των εποπτικών εξουσιών της ΑΔΑΕ και της Βουλής (ιδίως της Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας). Τέταρτον, η δυνατότητα ενημέρωσης επανέρχεται, αλλά με αλυσιτελή τρόπο μετά την πάροδο τριετίας. Συνολικά, το νομοσχέδιο είναι, από φιλελεύθερη και δικαιοκρατική άποψη, εξόχως καταθλιπτικό.

Ερ: Τελικά, τι συνιστά «λόγο εθνικής ασφάλειας» για την παρακολούθηση κάποιου πολιτικού προσώπου; Το νομοσχέδιο, μεταξύ άλλων, δεν ορίζει την αιτιολογία άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, ενώ ο «ξεχειλωμένος» ορισμός της έννοιας εγκυμονεί κινδύνους καταχρήσεων.

Ισχυρίζομαι ότι, ακόμη και αν προσπαθήσει κανείς να ορίσει όσο καλύτερα μπορεί τον όρο «εθνική ασφάλεια», πάντοτε θα υπάρχουν διαφωνίες, με αποτέλεσμα, ανάλογα με την υιοθετούμενη οπτική γωνία, αυτό που φαίνεται σε κάποιους «φυσικό» να φαίνεται σε κάποιους άλλους «κατάχρηση» και το αντίστροφο. Επιπλέον, ανάλογα με την ιδεολογική τοποθέτηση εμφανίζονται πολλές και αντικρουόμενες ιεραρχήσεις ή, όπως λέμε στα νομικά, «σταθμίσεις» μεταξύ ιδιωτικότητας/απορρήτου των επικοινωνιών και εθνικής ασφάλειας. Αν θέλουμε, ωστόσο, να επιμείνουμε σε μια φιλελεύθερη διευθέτηση, η οποία αποδίδει προτεραιότητα στα ατομικά δικαιώματα, πρέπει: (α) να υιοθετήσουμε έναν στενό ορισμό της εθνικής ασφάλειας (κατά βάση, μια εξωτερική διάσταση που να αναφέρεται στην εδαφική ακεραιότητα και στην αμυντική ικανότητα της χώρας, και την εσωτερική διάσταση αποκλειστικά της προστασίας του δημοκρατικού πολιτεύματος) και (β) να επιμείνουμε ότι άρση απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας νοείται μόνο αν υπάρχει σοβαρός και επιτακτικός λόγος, διάσταση που, επιπλέον, πρέπει να μπορεί να κριθεί και από εποπτικούς μηχανισμούς ελέγχου (πρωτίστως την ΑΔΑΕ). Κατά τα άλλα, τα πολιτικά πρόσωπα, αλλά και άλλες ειδικές κατηγορίες (στη Γαλλία, π.χ., αυτό αφορά δικαστικούς λειτουργούς, δικηγόρους και δημοσιογράφους) πρέπει να απολαύουν ειδικής προστασίας για τους προσήκοντες σε κάθε κατηγορία λόγους (επαγγελματικό απόρρητο, έλεγχος της εξουσίας μέσω της ελευθερίας του Τύπου κ.λπ.).

* Ο Δημήτρης Τσαραπατσάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Γιορκ (ΗΒ). Είναι διδάκτορας του Πανεπιστημίου Παρίσι Χ-Ναντέρ και δικηγόρος Αθηνών. Διδάσκει Θεωρία του Δικαίου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, Ανθρώπινα Δικαιώματα και Συνταγματική Θεωρία

Δεν υπάρχουν σχόλια: