Jacques Prévert: «Βροχή και λιακάδα»
Ο Γάλλος ποιητής και σεναριογράφος Ζακ Πρεβέρ (Jacques Prévert, 1900-1977) αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση δημιουργού, ιδιαίτερα αγαπητού στο ελληνικό κοινό, όπως φαίνεται από τις συχνές μεταφράσεις έργων του στα ελληνικά. Αυτόν τον ιδιαίτερο διάλογο του Πρεβέρ με τα ελληνικά γράμματα ενισχύει ουσιαστικά η εκδοτική πρόταση των Εκδόσεων Καλέντη, που κυκλοφόρησαν το 2019 την ποιητική συλλογή του Βροχή και λιακάδα (γαλλ. La Pluie et le beau temps, 1955) σε μετάφραση Γιάννη Θηβαίου και πρόλογο της Μάρως Βαμβουνάκη. Η εξαιρετική μετάφραση του Θηβαίου και η περιεκτική εισαγωγή της Βαμβουνάκη στον αισθητικό λόγο του Πρεβέρ συνιστούν έναν σημαντικό σταθμό για την περαιτέρω συνάντηση της ελληνικής πολιτισμικής ζωής με την πολυσχιδή προσωπικότητα του Γάλλου λογοτέχνη.
Τα κείμενα της συλλογής συγκροτούν ένα ετερόκλητο σώμα από μακροσκελή ποιήματα, σύντομα θεατρικά και ελλειπτικές αφηγήσεις. Παρά τον ειδολογικό πλουραλισμό των έργων, διακρίνονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ποιητικής τέχνης του Πρεβέρ, όπως αυτή συστήθηκε στο αναγνωστικό κοινό με τη συλλογή Κουβέντες (γαλλ. Paroles) του 1946. Ο αντιμιλιταριστής ποιητής, με τις αριστερές ιδεολογικές καταβολές και τη γόνιμη μαθητεία στον Σουρεαλισμό, καταγγέλλει την κοινωνική αναλγησία του μεταπολεμικού κόσμου και υμνεί τον έρωτα, τη νιότη και την ομορφιά της φύσης ως δρώσες δυνάμεις της ζωής, που ξεσκεπάζουν κάθε ψέμα. Διαβάζουμε:
[…] ο πόλεμος και ο θάνατος είναι χαραγμένα
μέσα στο μυαλό του
[…] τρέχει στο ερωτικό του ραντεβού
[…] το αίμα είναι πάντα
ο πιο θερμός της ζωής εραστής
[…]
Όσο υπάρχει μια καράφα δροσερό νερό στη βεράντα
του ήλιου […]
Όσο υπάρχει
Ένα κορίτσι ανήσυχο […]
Που καρτερεί […].
(«Έξω», σ. 23)
Ο ίδιος ο τίτλος της συλλογής οργανώνει ερμηνευτικά αυτή την πολυσημία των κειμένων, καθώς η φράση στα γαλλικά αναφέρεται νοηματικά σε αυτόν/ή που διαμορφώνει τους κανόνες και αποφασίζει για το παρόν και το μέλλον. Η «βροχή και λιακάδα», επομένως, συνιστά μια υπόμνηση του αέναου κύκλου της ζωής, που ταιριάζει να ορίζεται από τους νέους και από όσους ζουν ελεύθεροι από τα πλαστά διλήμματα κάθε κοινωνικού κομφορμισμού, όπως οι δημιουργοί. Την ίδια στιγμή, λειτουργεί ως σκοτεινό σύμβολο κάθε λογής εξουσιαστικών κέντρων (πολιτικής, κοινωνικής, θρησκευτικής), αφού στο ποιητικό σύμπαν του Πρεβέρ η εξουσία αποδίδεται ως τροχοπέδη της ανθρωπότητας, που παλεύει να ακρωτηριάσει την ορμητική δύναμη των απλών ανθρώπων κάθε έθνους και κάθε εποχής. Γράφει χαρακτηριστικά:
Όχι
δεν θα είμαι ποτέ ο άνθρωπός τους
αφού ο άνθρωπός τους είναι σκεπτόμενο καλάμι
όχι ποτέ δεν θα γίνω φυτό σαρκοβόρο που σκο-
τώνει τον θεό του […]
Κι ακούω χαμογελώντας το παιδί που ήμουν […].
(«Το παιδί που ήμουν όταν ζούσα», σ. 249)
Ο ποιητής, όπως επισημαίνει και η Μ. Βαμβουνάκη, «[βρίσκει] σημασίες στο ασήμαντο. […] Μαζεύει με εμμονή συλλέκτη ό,τι πιο τετριμμένο, καθημερινό, ελάχιστο […] και τα κάνει πολύτιμη ποίηση».[1] Η καθημερινότητα των οικονομικά ασθενέστερων, ακόμα και των περιθωριακών, στα ποιήματά του απεικονίζεται με μια προπατορική αθωότητα και φορτίζεται συγκινησιακά με την ενάργεια της νεότητας, της λαχτάρας για συνάντηση με τον Άλλο χωρίς υστεροβουλία. Διαβάζουμε:
[…] Ακούτε άνθρωποι του Βιετνάμ […]
Αυτά τα κατώτερα όντα
ήξεραν να μισούν μόνο το μίσος
[…] δεν φοβούνταν το θάνατο καθόλου
[…] ομορφιά γινόταν η φτώχεια για την αγάπη. […]
(«Ακούτε άνθρωποι του Βιετνάμ…;», σ. 24-25)
Οι βιοπαλαιστές στα κείμενά του έχουν σχεδόν μια ηλικία, ιδιοσυγκρασία και σκοπό: αγαπούν τη ζωή και τις προκλήσεις της καθημερινής πάλης για επιβίωση, γεύονται τον έρωτα ως φυσική δύναμη, γιατί ακόμα και όσοι ζουν στην πόλη μοιάζουν να είναι σε ειρήνη με τα πλάσματα και τις παραστάσεις του φυσικού κόσμου και πενθούν για την αναίτια φθορά του.
[…] Χόρεψε χόρεψε νιότη
χόρεψε χόρεψε για την Ειρήνη
χόρεψε χόρεψε μαζί της
ποτέ μην την ξεχνάς […]
(«Cagnes-sur-Mer», σ. 37-38)
Ακόμα:
[…] ένα κοριτσάκι τραγουδούσε
ακολουθώντας τις εποχές […]
Έχω πάρα πολλά δάκρυα για να κλάψω
πόλεμο κάνουνε στη φύση
Εγώ που στον ενικό μιλούσα του ήλιου
δεν τολμώ καταπρόσωπο να τον κοιτάξω.
(«Λαχανιασμένος χρόνος», σ. 60)[2]
Γι’ αυτό κάθε μορφή αντίστασης στον καθωσπρεπισμό και στη συμμόρφωση έχει θετικό χαρακτήρα στη συλλογή και εκφράζει έκδηλα τον σεβασμό των ποιητικών υποκειμένων στη φύση, στην αξιοπρέπεια και στον αυτοσεβασμό.
Στον αντίποδα του εξιδανικευμένου πορτρέτου του λαϊκού κόσμου υψώνονται ως δαιμονικοί γίγαντες όσοι ηγέτες λερώνουν το πραγματικό νόημα αξιών και λέξεων στην προσπάθειά τους να χειραγωγήσουν με τη βία του λόγου τους και του στρατού τους κάθε ανυπεράσπιστη μονάδα ή ομάδα που τους είναι χρήσιμη. Η αντιπολεμική διάθεση των έργων του στρέφεται προς όλες τις κατευθύνσεις χωρίς διακρίσεις: στην αποικιοκρατική πολιτική της Δύσης, στην υποκρισία της Εκκλησίας και στην ανικανότητα των ανθρώπων της εξουσίας να ζήσουν ειρηνικά, καθώς έχουν εθιστεί να καταστρέφουν ό,τι δεν κατανοούν.
[…] Νέα ερείπια ολοκαίνουρια
φόρος πόλεμου
παιχνίδια ανοικοδόμησης
κέρδη κι απώλειες
[…] Στο όνομα της προόδου
(«Όλα φεύγαν», σ. 19)
Επίσης:
Υπήρχαν κι ερχόμενοι από μακριά
οι Μονοπωλιτάνοι
από τις Μητροπόλεις και της κερδοσκοπίας τα κέντρα
Μεγαλέμποροι λαθρέμποροι εξέχοντες πάροικοι […]
Κι ακολουθούν οι ιεραπόστολοι κι οι προσηλυτιστές
[…] έρχονται να τους γιατρέψουν απ’ τον έρωτα για
τη ζωή […]
(«Ακούτε άνθρωποι του Βιετνάμ…;», σ. 24-25)
Η αμεσότητα της ποίησης του Πρεβέρ, παρά τις όποιες αμφισβητήσεις έχει δεχτεί το ύφος του στο παρελθόν από την ακαδημαϊκή κριτική, δεν είναι άτεχνη. Αντιθέτως, τα ελευθερόστιχα κατά κανόνα ποιήματά του με τη σποραδική, αλλά πάντοτε προσεκτική αξιοποίηση ομοιοκαταληξιών, επαναλήψεων ή λογοπαίγνιων διακρίνονται για τον υπόγειο ρυθμό τους, που ενισχύει τον παιγνιώδη χαρακτήρα τους. Ειδικότερα, η λειτουργία της ειρωνείας (ακόμα πιο έντονη στα αφηγήματα και θεατρικά της συλλογής) φτάνει στα όρια της παρωδίας και ενδυναμώνει την καταγγελτική δύναμη των έργων του απέναντι σε όποια Αρχή αγωνίζεται να επισκιάσει τις φωτεινές δυνάμεις της πλάσης.
Είστε καλοί… καλοί όσο καλός είναι
ο σκύλος που κυνηγά τον ποντικό
αλλά μια μέρα… […]
ο ποντικός θα σας δαγκώσει.
Προχωρήστε στο δρόμο σας
άνθρωποι καλοί […].
(«Πού πηγαίνω, από πού έρχομαι», σ. 139).
Παρά τους εύληπτους θεματολογικούς άξονες του Πρεβέρ, ο συνδυασμός των τεχνικών αυτόματης γραφής και της σχεδόν κινηματογραφικής λήψης ή του εικαστικού βλέμματος που διακρίνει συχνά τα έργα του παράγει μια πολυσημική γραφή, η οποία απευθύνεται σε όλες τις αισθήσεις του αναγνώστη και οργανώνει δευτερογενείς σημασιακές σχέσεις που μόνο η εμβριθής ανάλυσή της είναι σε θέση να αποκαλύψει. Οι ιδιαίτερες οπτικές γωνίες με τις οποίες αποδίδεται ο ποιητικός του κόσμος, διάχυτος από το κέφι της άδολης νιότης που σχεδόν μυθοποιείται στα κείμενά του, συγκροτούν έναν ύμνο στην ελπίδα, την ελευθερία και τη δικαιοσύνη. Ενδεικτικά:
[…] Ήλιε
λεμόνι πράσινο παρασυρμένο από το χρόνο
η φωνή της σειρήνας
είναι μια φωνή παιδιού.
(«Τραγούδι για σας», σ. 68)
Αντίθετα, ο θάνατος που φέρνει η συμπεριφορά των ισχυρών δεν γεννιέται από το μέτρο των φυσικών νόμων, αλλά από την ανθρώπινη απληστία που δεν έχει όριο. Γι’ αυτό κάθε μορφή αντίστασης στον καθωσπρεπισμό και στη συμμόρφωση έχει θετικό χαρακτήρα στη συλλογή και εκφράζει έκδηλα τον σεβασμό των ποιητικών υποκειμένων στη φύση, στην αξιοπρέπεια και στον αυτοσεβασμό.
Παιδί
[…] Γνώριζα την κίνηση να μένω ζωντανός
[…] για να μην αφήνω να μπαίνουν οι ιδέες των ανθρώπων
Να κουνώ το κεφάλι για να πω όχι […].
(«Τώρα μεγάλωσα», σ. 66)
Ο τρόπος που αντιλαμβάνεται, πάντως, την αληθινή και πλήρη βίωση δεν ισοδυναμεί με μια διαρκή αφελή χαρά, εφόσον δεν εξοβελίζει ούτε παραβλέπει τη θλίψη, τον πόνο και την απώλεια ως δομικά στοιχεία της. Θεωρεί, εν τέλει, ότι οι αντίρροπες αυτές δυνάμεις βρίσκονται σε ισορροπία, ενώ καθετί αυθεντικό συμβάλλει στη βαθύτερη γνωριμία με τον εαυτό μας και συνιστά μια ακόμα κατάφαση στη ζωή:
[…] πάντα υπάρχει μια τρύπα στον τοίχο του χει-
μώνα για να δεις το πιο ωραίο καλοκαίρι […]
(Κάτω απ’ το υνί…», σ. 63)[3]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βαμβουνάκη, Μ. «Ο μυστικισμός των “μικρών” και των “τίποτα”», Βροχή και λιακάδα, σ. 7.
[2] Βλ. επίσης «Τόσα δάση», σ. 224.
[3] Επίσης: «Όταν ο θάνατος μιλά για έρωτα/ η ζωή σιγοβράζει […]». «Όταν…», σ. 61.
Βροχή και λιακάδα
Ζακ Πρεβέρ
Μετάφραση: Γιάννης Θηβαίος
Πρόλογος: Μάρω Βαμβουνάκη
Καλέντης
σ. 256
ISBN: 978-960-594-045-4
Τιμή: 14,00€
___________________
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
1. Ντοκουμέντο
Δύο Αυγούστου 1955. Ο Ζακ Πρεβέρ διαβάζει ποιήματα από τη συλλογή του" Η Βροχή και η λιακάδα" , στο πλαίσιο της λογοτεχνικής εκπομπής "Αναγνώσεις για όλους".
2. Ο Ιβ Μοντάν απαγγέλλει και τραγουδά στο θέατρο Ολυμπιά το ποίημα του Πρεβέρ Νεκρά φύλλα , μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στην ιστορία του Γαλλικού τραγουδιού ,σε μελοποίηση του Joseph Kosma.
Les Feuilles mortes
Oh, je voudrais tant que tu te souviennes,
Des jours heureux quand nous étions amis,
Dans ce temps là, la vie était plus belle,
Et le soleil plus brûlant qu’aujourd’hui.
Les feuilles mortes se ramassent à la pelle,
Tu vois je n’ai pas oublié.
Les feuilles mortes se ramassent à la pelle,
Les souvenirs et les regrets aussi,
Et le vent du nord les emporte,
Dans la nuit froide de l’oubli.
Tu vois, je n’ai pas oublié,
La chanson que tu me chantais.
C’est une chanson, qui nous ressemble,
Toi qui m’aimais, moi qui t’aimais.
Nous vivions, tous les deux ensemble,
Toi qui m’aimais, moi qui t’aimais.
Et la vie sépare ceux qui s’aiment,
Tout doucement, sans faire de bruit.
Et la mer efface sur le sable,
Les pas des amants désunis.
Nous vivions, tous les deux ensemble,
Toi qui m’aimais, moi qui t’aimais.
Et la vie sépare ceux qui s’aiment,
Tout doucement, sans faire de bruit.
Et la mer efface sur le sable
Les pas des amants désunis…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου