Ανατρεπτική εμπειρία αρχαιογνωσίας
Τζοσάια Όμπερ. Η άνοδος και η πτώση της κλασικής Ελλάδας, Μια νέα πολιτική και οικονομική ιστορία. Μετάφραση: Μιχάλης Λαλιώτης. ΔΩΜΑ 2020. Σελ. 654
Πώς αλλάζει η παγιωμένη οπτική μας για την αρχαία Ελλάδα; Κάποια νέα αρχαιολογικά ή παπυρικά ευρήματα μπορούν ενδεχομένως να φωτίσουν άγνωστες πτυχές του αρχαίου κόσμου, δεν αρκούν όμως για να αλλάξουν τη γενική εικόνα. Οι ανατροπές, όταν έρχονται, προκύπτουν συνήθως από τολμηρές συνθέσεις, που εντάσσουν τα γνωστά υλικά σε νέα καλούπια. Μια τέτοια φιλόδοξη προσπάθεια αποτυπώνει το νέο βιβλίο του Τζοσάια Ομπερ (καθηγητής στο Στάνφορντ, ήδη γνωστός στο ελληνικό κοινό από το έργο του «Μάζες και Ελίτ στη δημοκρατική Αθήνα», Πολύτροπο 2003), θαυμάσια μεταφρασμένο λίγο μετά την αγγλική του έκδοση, η οποία έχει ήδη προκαλέσει έντονη συζήτηση.
Το βιβλίο δεν ασχολείται με τα πολιτιστικά επιτεύγματα της κλασικής Ελλάδας – τα θεωρεί δεδομένα, χωρίς αυτά δεν θα είχε άλλωστε λόγο ύπαρξης μια τέτοια μελέτη. Από τα πολεμικά γεγονότα, που εξαντλούν συνήθως την ύλη της σχολικής ιστορίας, κρατά απλώς τον ιστό, ώστε ο ανενημέρωτος αναγνώστης να μπορεί να παρακολουθήσει τη χρονολογική εξέλιξη της ιστορίας της αρχαίας Ελλάδας.
Αντιθέτως, επιμένει στις πολιτικές εξελίξεις του ελληνικού χώρου και τις πολιτειακές δομές των ελληνικών πόλεων, αφού τα στοιχεία αυτά θα αξιοποιηθούν και ως ερμηνευτικές δομές στη δική του αφήγηση. Και καινοτομεί, εισάγοντας στη μελέτη της αρχαίας ιστορίας εργαλεία που ανήκουν σε «ξένα» πεδία: στη μακροοικονομική ανάλυση και στην πολιτική θεωρία, αλλά και στην εξελικτική βιολογία και τη θεωρία των παιγνίων.
Η θεωρητική κατασκευή του Όμπερ δεν θα ήταν δυνατή αν δεν είχε προηγηθεί η εκπληκτική εργασία του Copenhagen Polis Center (και του διευθυντή του, Mogens Hansen), που συγκέντρωσε μέσα στον ελάχιστο χρόνο μιας δεκαετίας κάθε δυνατό πληροφοριακό υλικό για 1.135 (!) ελληνικές πόλεις της αρχαϊκής και της κλασικής εποχής, διάσπαρτες σε όλο τον μεσογειακό χώρο.
Ολόκληρος ο τόμος στη διάθεσής σας στα αγγλικά (1390 σελίδες) => : «Inventory of Archaic and Classical Poleis - Ancient Ports »...
_________________________________________________
Στηριζόμενος στα στοιχεία που συγκέντρωσε η ομάδα του Hansen, αλλά και σε πρόσφατα πορίσματα της οικονομικής ιστορίας του ελληνικού κόσμου, ο Ομπερ καταλήγει σε δύο σημαντικές θέσεις, που αναπτύσσονται στο πρώτο μέρος του βιβλίου του. Και οι δύο αναφέρονται στην αρχαϊκή και την κλασική Ελλάδα, στην περίοδο δηλαδή από τον Ομηρο ώς τον Αριστοτέλη, από το 800 π.Χ. ώς τη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ.
1. Στη διάρκεια των τεσσάρων αυτών αιώνων ο ελληνικός χώρος γνώρισε μια εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη, πρωτοφανή για οποιονδήποτε αρχαίο πολιτισμό, συγκρίσιμη μόνο με την αντίστοιχη ανάπτυξη των πιο ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών κρατών ανάμεσα στον 16ο και τον 19ο αιώνα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η Ελλάδα στην ακμή της κλασικής εποχής ήταν ιδιαίτερα πλούσια. Ο ελληνικός πληθυσμός είχε αυξηθεί κατά 10-20 φορές, φθάνοντας τα 7,5-9,5 εκατομμύρια (όσο η σύγχρονη Ελλάδα του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα), το 32% του πληθυσμού ζούσε σε μεγάλες πόλεις άνω των 5.000 κατοίκων, το μέγεθος των ιδιωτικών κατοικιών είχε τετραπλασιαστεί, η νομισματική κυκλοφορία και οι εμπορικές συναλλαγές είχαν φτάσει σε πρωτόγνωρα επίπεδα.
2. Σε όλη αυτήν τη μεγάλη διάρκεια όλες οι μικρές και μεγάλες ελληνικές πόλεις παρέμειναν αυτόνομες πολιτικές οντότητες (πόλεις-κράτη). Καμία προσπάθεια ενοποίησης σε ενιαίους πολιτικούς οργανισμούς δεν επιχειρήθηκε, καμία ελληνική πόλη δεν θέλησε να καταλάβει ή να υποδουλώσει την άλλη (με την εξαίρεση της Μεσσηνίας από τους Σπαρτιάτες).
Στο εσωτερικό των πόλεων, παρά τις έντονες πολιτικές συγκρούσεις και τις επιμέρους διαφοροποιήσεις των πολιτευμάτων, επικράτησε παντού μια «πολιτοκρατική» (ο όρος του Ομπερ) μορφή οργάνωσης της κοινωνίας, χωρίς ισχυρή κεντρική εξουσία - η μοναρχία παραμερίστηκε οριστικά ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια, ενώ οργανωμένο ιερατείο δεν υπήρξε. Η πολιτειακή οργάνωση, σε μια διαβαθμισμένη κλίμακα από την ολιγαρχία στην άμεση δημοκρατία, ευνοούσε την ελευθερία, την κινητικότητα και την ατομική πρωτοβουλία των πολιτών σε όλα τα επίπεδα (οικονομικό, πολιτικό και πνευματικό). Η φορολόγηση των πλουσίων πολιτών οδήγησε σε μια άμβλυνση των οικονομικών ανισοτήτων και στη δημιουργία μιας «μέσης τάξης».
Και μόνο αυτές οι δύο θέσεις αρκούν για να κλονίσουν κάποια στερεότυπα. Η περίφημη λιτότητα λ.χ. της ζωής στις αρχαίες ελληνικές πόλεις δεν είναι καθόλου δεδομένη. Το «ελληνικό θαύμα» παύει να είναι τόσο «θαύμα», αφού αναπτύχθηκε στην περισσότερο ανεπτυγμένη περιοχή του αρχαίου κόσμου.
Η διασπορά του ελληνισμού σε πολλές αυτόνομες πόλεις-κράτη γίνεται μάλλον πλεονέκτημα παρά αδυναμία. Και για να προχωρήσω ένα βήμα περισσότερο, ακόμη και η αντίσταση της ηρωικής Αθήνας κατά του Πέρση εισβολέα (μια εικόνα Δαυίδ και Γολιάθ) φωτίζεται με άλλο φως αν συνειδητοποιήσει κανείς ότι, λίγα χρόνια μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, η Αθήνα είναι η μεγαλύτερη, η πλουσιότερη και πιθανόν η ισχυρότερη πόλη όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ο Ομπερ δεν θα μείνει απλώς στην παράθεση των δεδομένων και στις διαπιστώσεις. Αναπτύσσει ένα ερμηνευτικό σχήμα, που ανάγει την οικονομική ανάπτυξη, την ευμάρεια και την πνευματική άνθηση της Ελλάδας στις πολιτικές συνθήκες που επικράτησαν στις ελληνικές πόλεις, στο γεγονός δηλαδή ότι επέλεξαν τη μικρή αποκεντρωμένη πολιτική δομή, την εξωστρέφεια (στις ανταλλαγές προϊόντων, πληροφοριών και ιδεών) και τη συμμετοχή στην εξουσία ενός διευρυμένου σώματος ισότιμων και ελεύθερων πολιτών.
Η ανθεκτικότητα αυτών των θεσμών και των πρακτικών για αιώνες, ακόμη και έπειτα από έναν καταστρεπτικό πανελλήνιο πόλεμο, όπως ο Πελοποννησιακός, δείχνει πόσο αποτελεσματικός ήταν αυτός ο τρόπος οργάνωσης και πόσο εναρμονισμένος με το φυσικό περιβάλλον και τη γεωγραφία του ελληνικού χώρου αλλά και με τις ίδιες τις αξίες των Ελλήνων. Αν ο Ομπερ γνώριζε το άγνωστο στους Αγγλοσάξονες έργο του Καστοριάδη, ίσως να μιλούσε για ένα πρόταγμα αυτονομίας.
Ο Ομπερ όμως δεν αποφεύγει και τις τολμηρές γενικεύσεις, αναζητώντας το καθολικό – μια τάση που χαρακτηρίζει περισσότερο τους κοινωνικούς επιστήμονες παρά τους ιστορικούς. Η διαρκής σύγκριση της αρχαϊκής και της κλασικής Ελλάδας με την αναπτυσσόμενη Ευρώπη της νεωτερικότητας, αλλά και οι θετικές αξιολογικές του κρίσεις, υποβάλλουν την ιδέα ότι ο «πολιτοκρατικός» και δημοκρατικός τρόπος οργάνωσης της πόλεως-κράτους δεν είναι μια ελληνική ιδιαιτερότητα, αλλά ένα μοντέλο κατάλληλο για κάθε «ανοικτή» κοινωνία.
Ο Αριστοτέλης θα επιστρατευτεί από τον Ομπερ ως αντίβαρο στον Χομπς και τους επιγόνους του. Η φυσική κατάσταση του ανθρώπου δεν είναι ριζικά εγωιστική ούτε η «φυσική» κοινωνία είναι μια κοινωνία πολέμου και κατίσχυσης. Αν ο άνθρωπος είναι «φύσει ζώον πολιτικόν», τότε η συνύπαρξη και η συνεργασία με τον άλλον είναι οντολογική συνθήκη της ύπαρξης του ανθρώπου και μια κοινωνία που τείνει προς ανάλογες πρακτικές και αξίες είναι ακριβώς το πλαίσιο που δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να εκδηλώσει την πραγματική του φύση.
Εύλογες είναι οι αντιδράσεις που προκαλεί και θα προκαλέσει μια τόσο φιλόδοξη σύνθεση. Μήπως η εικόνα της αρχαίας Ελλάδας που προβάλλει ο Ομπερ είναι εξιδανικευμένη; Είναι το ερμηνευτικό του πρίσμα αναχρονιστικό; Υποτιμάει τα παραδοσιακά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας; Ήταν τελικά ασήμαντος ο ρόλος των δούλων στην παραγωγική διαδικασία; Τα ερωτήματα αυτά είναι προφανώς νόμιμα. Δεν μπορούν όμως κατά τη γνώμη μου να αναιρέσουν τη γενική εικόνα. Αν το ενδιαφέρον του αναγνώστη δεν είναι ειδικά η αρχαία ιστορία αλλά η αρχαιογνωσία, το βιβλίο του Ομπερ προσφέρει μια σπάνια συναρπαστική και ανατρεπτική εμπειρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου