Το παιδομάζωμα
Γράφει ο ιστορικός Μανόλης Πλούσος
Πηγή: eranistis.net
13-17 λεπτά
Η Οθωμανική αυτοκρατορία ξεκίνησε από ένα μικρό και μάλλον ασήμαντο εμιράτο της Ανατολίας για να εξελιχθεί σε μια από τις μεγαλύτερες και επιβλητικότερες αυτοκρατορίες της ιστορίας. Η εισβολή των τουρκομανικών φυλών στην Μ. Ασία περί τον 11ο αιώνα κατέλυσε ουσιαστικά την βυζαντινή εξουσία και οδήγησε πολλούς χριστιανούς στους κόλπους του Ισλάμ. Κάτοικοι πολλών χριστιανικών πόλεων και περιοχών ασπάστηκαν από νωρίς το Ισλάμ εκουσίως. Η προϊούσα κατάρρευση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, που μαστιζόταν από συνεχείς εμφύλιους πολέμους, είχε κουράσει τους κατοίκους οι οποίοι έβλεπαν στην αναδυόμενη εξουσία των Οθωμανών έναν πόλο σταθερότητας και ειρήνης. Γράφει χαρακτηριστικά ο Κ. Παπαρηγόπουλος: «Πραγματικά οι χριστιανοί κάτοικοι της Ανατολής είχαν πάθει για εκατονταετίες και δεν έπαψαν να πάσχουν αδιάκοπα τόσες συμφορές από αναρίθμητους εμφύλιους πολέμους και ξενικές επιδρομές […] απελπισμένοι απ’ τη διαλυμένη ομόθρησκη πολιτεία (ενν. το Βυζάντιο), δε δίστασαν να έρθουν στην καινούργια κυριαρχία που άνθιζε, μεταπηδώντας στις τάξεις του ισλαμισμού». Ειδικά για τους πλούσιους γαιοκτήμονες ο εξισλαμισμός σήμαινε διατήρηση του κοινωνικού τους status καθώς και της περιουσίας τους. Εκτός τούτων, ο εξισλαμισμός άνοιγε ένα ευρύ πεδίο επαγγελματικής σταδιοδρομίας για τους άνεργους στρατιώτες των βυζαντινών συνόρων και απάλλασσε τους αγρότες από τον κεφαλικό φόρο που πλήρωναν οι άπιστοι. Γενικά οι Οθωμανοί απέναντι στους κατακτημένους φρόντισαν να ακολουθήσουν την τακτική που εφάρμοζαν και οι Σελτζούκοι πριν από αυτούς, δηλαδή της αρμονικής συμβίωσης μαζί τους και του κατευνασμού (Istimalet) υπό ένα συγκεντρωτικό και δεσποτικό καθεστώς, που σκοπό είχε την σταθεροποίηση της κυριαρχίας τους μέσω της αξιοποίησης των υποτελών.
Αξίζει να έχουμε κατά νου ότι οι Οθωμανοί δεν αποτελούσαν έθνος, με την έννοια που δίνουμε σήμερα στη λέξη, αλλά μάλλον ένα μωσαϊκό λαών, το οποίο συνέχεε η ισλαμική πίστη. Πολύ σωστά σχολιάζει ο Κ. Παπαρηγόπουλος ότι: «Απ’ όλη λοιπόν την ιστορία του οσμανικού κράτους μαρτυρείται ότι το κράτος αυτό δεν έγινε από κάποιο έθνος ίδιο, αλλά μόνο από ίδια θρησκεία˙ γι’ αυτό και ποτέ δεν ονόμασε τον εαυτό του τουρκικό αλλά οσμανικό, δημιούργημα δηλαδή του Οσμάν, ή μουσουλμανικό, δηλαδή άθροισμα των πιστών, ανεξάρτητα από κάθε εθνική διαφορά». Πολλοί χριστιανοί που αλλαξοπίστησαν βρήκαν γρήγορα, χάρη κυρίως στην παιδεία τους, θέσεις σε υψηλά αξιώματα. Και ήταν τέτοια η επιτυχία τους που οδήγησε από νωρίς τους Οθωμανούς να δίνουν τις νευραλγικές θέσεις του κρατικού μηχανισμού σε πρώην χριστιανούς. Πλήθος βεζύρων και πασάδων ήταν πρώην χριστιανοί Έλληνες, Σέρβοι ή Αλβανοί. Έτσι ο εξισλαμισμός αποδείχτηκε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για επαγγελματική σταδιοδρομία και πλούτο, κυρίως για τις βυζαντινές αρχοντικές οικογένειες.
Στα πλαίσια της αξιοποίησης των υποτελών λαών για τις ανάγκες της αυτοκρατορίας αναπτύχθηκε και ο θεσμός του παιδομαζώματος (devshirme), με σκοπό την επάνδρωση των περιβόητων Γενίτσαρων (Yeni Ceri), των «νέων στρατιωτών», καθώς και την στελέχωση διαφόρων κρατικών υπηρεσιών. Οι απαρχές αυτού του θεσμού βρίσκονται στην βασιλεία του Μουράτ Α΄ στα 1362, ενώ συστηματοποιήθηκε αρτιότερα επί Σουλεϊμάν Α΄ τον 15ο αιώνα. Το παιδομάζωμα αφορούσε αποκλειστικά τους υποτελείς και αλλόθρησκους πληθυσμούς, κυρίως χριστιανικούς, οι οποίοι προμήθευαν περίπου κάθε πέντε χρόνια την αυτοκρατορία με νέα παιδιά, 8 με 15 ετών, τα οποία προσηλυτίζονταν στο Ισλάμ και έπειτα δέχονταν ειδική εκπαίδευση ανάλογα με τις ικανότητές τους. Στόχος ήταν να δημιουργηθούν στρατιώτες και κρατικοί υπάλληλοι απόλυτα αφοσιωμένοι στον Σουλτάνο. Η επιλογή γινόταν με βάση καταλόγους γεννήσεων που κρατούσαν μεθοδικά οι κοτζαμπάσηδες των χριστιανικών πόλεων και χωριών, από όπου οι στρατολόγοι των Γενίτσαρων επέλεγαν τα πιο ικανά παιδιά των χριστιανικών οικογενειών. Σύμφωνα με το σουλτανικό νόμο κάθε χριστιανική οικογένεια έδινε μέχρι ένα αρσενικό παιδί στην στρατολόγηση, αλλά πολλές φορές οι Γενίτσαροι έπαιρναν δια της βίας περισσότερα τα οποία έπειτα τα πουλούσαν ως δούλους σε πλούσιους άρχοντες. Μάλιστα, συνέβαινε να επιλέγονται και παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας, μέχρι και 20 ετών, και για τούτο οι γονείς τους συχνά φρόντιζαν να τα παντρεύουν ανήλικα, αφού ο νόμος όριζε ότι τα παντρεμένα τέκνα εξαιρούνταν του παιδομαζώματος. Σε έκθεσή του ο Βενετσιάνος πρέσβυς στην Κωνσταντινούπολη, Βερνάρδος Ναβαγέρο, το 1513 βεβαιώνει: «Αυτοί οι απεσταλμένοι γυρίζουν πόλεις και χωριά, καλώντας τους Πρωτόγερους να παρουσιάσουν όλα τα παιδιά ηλικίας δώδεκα έως δεκαπέντε χρόνων. Από τον γονέα που έχει 4-5 διαλέγουν το καλύτερο, αλλά και από εκείνον που έχει ένα μόνο, του το παίρνουν κι αυτό».
Η αρπαγή, πάντως, του μοναδικού τέκνου μιας οικογένειας ήταν απαγορευμένη με σουλτανικό φιρμάνι, αφού η αποψίλωση των επαρχιών από τους ικανούς νέους αγρότες θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στα φορολογικά έσοδα της αυτοκρατορίας. Ο περιορισμός αυτός αποτελούσε μια δικλίδα ασφαλείας για να μην αραιώνει ο αγροτικός πληθυσμός, που στις περιοχές των Βαλκανίων αποτελούταν κατά πλειοψηφία από χριστιανούς φορολογούμενους. Οι Γενίτσαροι παραβαίνοντας τις σουλτανικές εντολές είχαν βρει έναν πονηρό τρόπο να πλουτίζουν. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Κ. Παπαρηγόπουλος: «…οι διατάξεις αυτού του νόμου γίνονταν ακόμη βαρύτερες από τις καταχρήσεις που έκαναν οι υπάλληλοι που τις εκτελούσαν, με το να αρπάζουν περισσότερα παιδιά από όσα χρειάζονταν και να τα πουλούν ως δούλους, και με το να επιτρέπουν στους πιο πλούσιους να απαλλάσσονται πληρώνοντας χρήματα σε βάρος των πιο φτωχών».
Σε ένα υπόμνημά του ο Sieur De Breves, πρεσβευτής της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη από το 1590 έως το 1606 γράφει για το παιδομάζωμα: «Το παιδομάζωμα γίνεται κάθε πέντε χρόνια σαν φόρος του λαού όλων των ελληνικών περιοχών από ειδικούς επιτρόπους επιφορτισμένους για τη συγκρότηση των γενιτσαρικών σωμάτων. […] Τα παιδιά οδηγούνται στην Πόλη κι εκεί αρχίζει η προσεχτική και συστηματική εκπαίδευση σε ειδικούς χώρους όπου δεν επιτρέπεται διόλου η έξοδος. Φρουρούνται από ευνούχους, όπως ακριβώς οι γυναίκες του χαρεμιού. Έχουν εκπαιδευτές που τους διδάσκουν τη μουσουλμανική γλώσσα, τα καθήκοντα και τις ευθύνες τους και, προπαντός, την τυφλή υπακοή στους ανωτέρους τους. Τα παιδιά μένουν έγκλειστα εφτά χρόνια, όσο να ολοκληρωθή η εκπαίδευση».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου