|
|
H Σίρλεϊ Τζάκσον
Όταν το αριστούργημά της «Η λοταρία» (The Lottery)***
δημοσιεύθηκε το 1948 στο περιοδικό «The New Yorker», προκάλεσε τις
περισσότερες αντιδράσεις από οποιοδήποτε άλλο διήγημα στην ιστορία του
εντύπου, με τις επιστολές των αναγνωστών, κυρίως υβριστικές, να
κατακλύζουν τα γραφεία. Ακόμα και η μητέρα της Τζάκσον διαμαρτυρήθηκε
για το περιεχόμενο της ιστορίας που αφορά έναν ασυνήθιστο διαγωνισμό
στην κεντρική πλατεία ενός μικρού χωριού στη Νέα Αγγλία. «Σε λίγο
άρχισαν να συγκεντρώνονται οι άντρες, επιτηρώντας τα παιδιά τους,
συζητώντας για τη σπορά και τη βροχή, τα τρακτέρ και του φόρους.
Στέκονταν μαζί μακριά από τον σωρό με τις πέτρες στη γωνιά, τα αστεία
τους ήταν ήσυχα κι μάλλον χαμογελούσαν παρά γελούσαν. Οι γυναίκες,
φορώντας ξεθωριασμένα ρούχα και πρόχειρα πουλόβερ, έφτασαν λίγο αργότερα
από το αντρομάνι. Χαιρέτισαν η μια την άλλη και αντάλλαξαν λίγα
κουτσομπολιά καθώς πήγαιναν να συναντήσουν τους συζύγους τους» (το απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο «Γοτθικές ιστορίες – μοντέρνες συγγραφείς»
από τις εκδόσεις Ars Nocturna και η μετάφραση είναι της Μαριάννας
Παπουτσοπούλου). Οι τριακόσιοι κάτοικοι συγκεντρώνονται μια ειδυλλιακή
μέρα του Ιουνίου για την κλήρωση μιας λοταρίας. Το έπαθλο όμως δεν είναι
αυτό που θα περίμενε κάποιος. Ο νικητής εδώ κερδίζει έναν δημόσιο
λιθοβολισμό. Το έργο παραπέμπει στην Αν Χάτσινσον η οποία καταδικάστηκε
σαν αιρετική και εξορίστηκε από την αποικία της Μασαχουσέτης τον 17ο
αιώνα, ωστόσο αποτελεί ταυτόχρονα σχόλιο για τις πληγές που άφησε ο Β΄
Παγκόσμιος Πόλεμος.
Η Τζάκσον έγινε παγκοσμίως γνωστή το 1959 με τους «Δαίμονες του Χιλ Χάους».
«Κανένας ζωντανός οργανισμός δεν μπορεί να διατηρήσει για καιρό τα
λογικά του, καθηλωμένος σε συνθήκες απόλυτης πραγματικότητας· ακόμη και
οι κορυδαλλοί και οι ακρίδες ισχυρίζονται κάποιοι, ονειρεύονται. Το Χιλ
Χάους, περιφρονώντας κάθε λογική, στεκόταν μόνο στους λόφους, φυλάγοντας
μέσα του στο σκοτάδι· έτσι στεκόταν για ογδόντα χρόνια κι ίσως έτσι
συνέχιζε για άλλα ογδόντα» (Μετάφραση Χρύσα Τσαλικίδου, Εκδόσεις Θύραθεν/Επιλογή). Το μυθιστόρημα, που θεωρείται το καλύτερο στο είδος του μαζί με το «Στρίψιμο της βίδας»
του Χένρι Τζέιμς αποτελεί την ιστορία μιας ομάδας ανθρώπων που
κλείνονται σε μια στοιχειωμένη έπαυλη για να πάρουν μέρος σε ένα
ψυχολογικό πείραμα. Το σπίτι, που εδώ έχει τη λειτουργία που έχει ο
πύργος στη γοτθική λογοτεχνία, μέρα με τη μέρα ρουφάει τη ζωή των
επισκεπτών με ολέθρια αποτελέσματα.
Το 2016 με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννησή της, το «Ζούσαμε πάντα σ’ ένα κάστρο» (We
Have Always Lived in the Castle) κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στα
ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, σε μετάφραση της Βάσιας Τζανακάρη. Η
ιστορία αφορά δύο αδελφές που ζουν με τον άρρωστο ηλικιωμένο θείο τους
έξω από ένα χωριό. Οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού τις αποφεύγουν
επιδεικτικά από τότε που η μεγάλη αδελφή κατηγορήθηκε ότι δηλητηρίασε
όλη την οικογένεια με αρσενικό, με αποτέλεσμα τον ομαδικό επώδυνο θάνατό
τους. Η έλευση ενός ξαδέλφου θα πυροδοτήσει εξελίξεις που μόνο καλό
τέλος δεν θα έχουν. «Οι κάτοικοι του χωριού πάντα μας μισούσαν» σπεύδει
να ξεκαθαρίσει της η Κάθριν Μπλάκγουντ καθώς ξετυλίγεται η ιστορία της
οικογένειας, σε ένα μυθιστόρημα που αποφεύγει τις κλασικές συνταγές και
μοιάζει περισσότερο με συμφωνία νευρώσεων και ζοφερών ενστίκτων.
________________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου