Η άγνωστη ιστορία των Ελλήνων της Στάζι
Στράτος Δορδανάς, Βάιος Καλογρηάς, Οι ζωές των άλλων. Η Στάζι και οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Γερμανία (1949-1989), Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2020, σελ. 280
Αν και από τη λήξη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου έχουν περάσει 70 ολόκληρα χρόνια και τα γεγονότα έγιναν αντικείμενο συστηματικής μελέτης εδώ και 20 χρόνια, η διερεύνησή τους δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη. Σχεδόν καθημερινά έρχονται στην επιφάνεια καινούργια στοιχεία και εκδίδονται βιβλία, έρευνες και μελέτες που παρουσιάζουν πλευρές του εμφυλίου αλλά και των παρεπόμενών του οι οποίες μας είναι άγνωστες ή σχεδόν άγνωστες ως σήμερα. Οι νέες οπτικές των ερευνών επικεντρώνονται κυρίως στα βιώματα των μη πρωταγωνιστών και μέσω αυτών έρχεται στην επιφάνεια η φυσιογνωμία του εμφυλίου. Ο εμφύλιος κατ’ αυτόν τον τρόπο μετατρέπεται από ιστορική πραγματικότητα, απαρίθμηση και περιγραφή γεγονότων, σε κοινωνική πραγματικότητα και διατομικές σχέσεις.
Μια τέτοια εξαιρετική μελέτη είναι αυτή των Στράτου Δορδανά και Βάιου Καλογρηά που κυκλοφόρησε πρόσφατα και φέρει τον τίτλο της γνωστής ταινίας Οι ζωές των άλλων και υπότιτλο «Η Στάζι και οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Γερμανία (1949-1989)».
Μια από τις επιπτώσεις του εμφυλίου ήταν και η πολιτική προσφυγιά 120.000 περίπου ανθρώπων, όλων των ηλικιών, που σκορπίστηκαν στα ανατολικά κράτη και οι περισσότεροι παρέμειναν εκεί πάνω από 25 χρόνια. Στον καινούργιο τόπο της διαμονής τους οι πολιτικοί πρόσφυγες για να επιβιώσουν βρέθηκαν στην ανάγκη να προσαρμοστούν, αναπροσαρμόζοντας την ταυτότητά τους. Κυρίαρχο ρόλο στην αναπροσαρμογή της ταυτότητας έπαιξε το ελληνικό κομμουνιστικό κόμμα με τις ποικίλες παρεμβάσεις του στη ζωή των πολιτικών προσφύγων καθώς και το πολιτικό καθεστώς των χωρών υποδοχής.
Οι συγγραφείς μελετούν τις δύο όψεις της ελληνικής πολιτικής προσφυγιάς στο νεοσύστατο κράτος της Λαoκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Deutsche Demokratische Republik). Ως πολιτικό φαινόμενο, καθώς είναι αποτέλεσμα του εμφυλίου πολέμου, αλλά παράλληλα και ως κοινωνικό.
Το βιβλίο, καρπός έρευνας και μελέτης πολλών ετών, χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο παρουσιάζεται ο αριθμός των Ελλήνων στη Γερμανία και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες βρέθηκαν εκεί. Στη συνέχεια παρουσιάζεται ο αριθμός των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων στην Αν. Γερμανία και οι συμφωνίες που έγιναν για να επιτραπεί η είσοδος και η παραμονή τους καθώς και η διασπορά τους μέσα στα όρια της χώρας. Ο αναγνώστης-μελετητής σχηματίζει μια καθαρή εικόνα για τις ιδιαιτερότητες του νεοσύστατου ανατολικού γερμανικού κράτους, τις συνθήκες που επικρατούσαν και για τα προβλήματα που και το ίδιο αντιμετώπιζε ώσπου να αποκτήσει μια ταυτότητα. Πληροφορείται επίσης για το Υπουργείο της Εθνικής Ασφάλειας, την περιβόητη Στάζι, την ιστορία της, για τις φάσεις από τις οποίες πέρασε και τις μετεξελίξεις της ώσπου να πάρει την τελική οργανωτική της δομή. Η Στάζι ιδρύθηκε στις 8 Φεβρουαρίου του 1950, μόλις λίγους μήνες μετά την ίδρυση της Deutsche Demokratische Republik (DDR) τον Οκτώβριο του προηγούμενου έτους. Στην ουσία επρόκειτο για τη μετεξέλιξη της «Κεντρικής Υπηρεσίας για την προστασία της Λαϊκής Οικονομίας στη ΓΛΔ» και όχι για μια τελείως νέα υπηρεσία.
Στις 6 Αυγούστου του 1949, λίγες μέρες πριν από την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού στον Γράμμο, έγιναν δεκτοί οι πρώτοι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Αν. Γερμανία, στη Σοβιετική Ζώνη Κατοχής, ενώ ακόμη αυτή δεν είχε συγκροτηθεί επίσημα σε ξεχωριστό κράτος (7 Οκτωβρίου 1949). Παρ’ όλα αυτά, μέσα σε ένα πνεύμα κομμουνιστικής αλληλεγγύης και επιθυμίας για προβολή και αναγνώριση, συγκατένευσε να δεχτεί ένα μικρό αριθμό παιδιών, μεγάλων σε ηλικία (7-20 ετών) ώστε να είναι εύκολη η φροντίδα τους. Έτσι σε πρώτη φάση δέχτηκε 342 Ελληνόπουλα, μετά τη συμφωνία που είχε γίνει ανάμεσα στον Πέτρο Κόκκαλη, ως πρόεδρο της Επιτροπής «Βοήθεια στο παιδί» (ΕΒΟΠ), και τον Ανατολικογερμανό υπουργό Παιδείας Πάουλ Βάντελ (Paul Wandel). Ένα χρόνο αργότερα (Ιούλιος 1950) η Αν. Γερμανία δέχτηκε άλλα 700 παιδιά με 40 συνοδούς που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Δρέσδης, στο Ραντεμπόιλ. Συνολικά τον Ιανουάριο του 1952 ο αριθμός των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων ανερχόταν σε 1244 άτομα και τόσος περίπου παρέμεινε και τα επόμενα χρόνια, παρ’ όλες τις μετακινήσεις των Ελλήνων προσφύγων στο εσωτερικό των ανατολικών κρατών. Ανάμεσα στους πρόσφυγες ήταν και 125 ανάπηροι που εστάλησαν από το Κόμμα για ιατρικούς λόγους. Η Αν. Γερμανία είχε πολύ αναπτυγμένη Ιατρική και κυρίως τον τομέα της προσθετικής.
Η ζωή των πολιτικών προσφύγων στο νεοσύστατο κράτος της Αν. Γερμανίας παρουσιάζει πολλές ιδιαιτερότητες σε σχέση με τη ζωή των προσφύγων στα υπόλοιπα κράτη υποδοχής τους. Λόγω του μικρού αριθμού τους δεν υπήρξαν ποτέ η προτεραιότητα του Κόμματος και αισθάνονταν απομονωμένοι. Η αυστηρότητα και η μεθοδικότητα επίσης του ανατολικογερμανικού κομμουνιστικού κόμματος δυσκόλευε τη ζωή τους. Παρ’ όλο που ο κύριος όγκος των πολιτικών προσφύγων ήταν συγκεντρωμένος στην περιοχή της Δρέσδης και εκεί έδρευε και η Κομματική Οργάνωση, μια σειρά από εσωτερικές διενέξεις και αντιπαλότητες στους κόλπους της, που προκάλεσαν τις επεμβάσεις του Κόμματος, δεν μπόρεσαν να καλλιεργήσουν ένα πνεύμα ενότητας στην ελληνική προσφυγική κοινότητα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ενός παλιού στελέχους του Κόμματος, του Θανάση Γεωργίου. Ο Γεωργίου ήταν ο πρώτος Έλληνας που εστάλη από το Κόμμα στη Σοβιετική Ζώνη Επιρροής τον Ιανουάριο του 1949 ως δημοσιογράφος και ανταποκριτής για τη διαφώτιση της κοινής γνώμης, όσον αφορά τον αγώνα τους στην Ελλάδα και στη συνέχεια ήταν αυτός που ετοίμασε το έδαφος για την υποδοχή των παιδιών και των υπολοίπων προσφύγων στη χώρα. Το Κόμμα, για δικούς του λόγους, τον καθαίρεσε και του αφαίρεσε το κομματικό βιβλιάριο, απαγορεύοντάς του να ασχολείται πλέον με την προσφυγική κοινότητα, αν και ο ίδιος έχαιρε εκτίμησης από το ανατολικογερμανικό κράτος και μετά την καθαίρεσή του. Επίσης το Κόμμα άλλαξε δύο φορές μέλη της Κομματικής Οργάνωσης, γεγονός που προκάλεσε αντιδράσεις. Μεγάλη αντίδραση προκλήθηκε επίσης με την απόφαση της 3ης Συνδιάσκεψης του Κόμματος, όπου μεταξύ των άλλων είχε αποφασιστεί να διαλυθούν οι ελληνικές οργανώσεις και οι πρόσφυγες να εγγράφονται στο Κόμμα των χωρών διαμονής τους και στους τοπικούς συλλόγους και οργανώσεις. Αυτό σε συνδυασμό με την απόφαση για ανακαταγραφή των μελών του Κόμματος, τα γεγονότα της εξέγερσης του 1953 στην DDR, τα οποία έζησαν οι ίδιοι από κοντά, την προσπάθεια αποσταλινοποίησης μετά τον θάνατο του Στάλιν, τα γεγονότα της Τασκένδης, την καθαίρεση του Ζαχαριάδη και την εξέγερση στην Ουγγαρία το 1956, δημιούργησε ένα κλίμα αστάθειας και ανασφάλειας το οποίο στην Αν. Γερμανία ήταν πιο έντονο και λόγω του μικρού μεγέθους της κοινότητας, αλλά και των συναισθημάτων που οι πρόσφυγες έτρεφαν προς τους Γερμανούς. Παρ’ όλη την ευγνωμοσύνη που ομολογουμένως αισθάνονταν απέναντι στο κράτος, ποτέ δεν είχαν ξεχάσει την Κατοχή στην Ελλάδα και όσα υπέστησαν εξαιτίας τους. Το αίσθημα αυτό πολύ συχνά έβγαινε στην επιφάνεια με αποτέλεσμα να είναι πάντα επιφυλακτικοί απέναντί τους.
Οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες, εκτός όλων των άλλων προβλημάτων που αντιμετώπιζαν, έπρεπε να δείχνουν πάντα καλή διαγωγή και να είναι εντάξει ως προς τις υποχρεώσεις τους και απέναντι στο Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανίας (Sozialistische Einheitspartei Deutschlands, SED) και απέναντι στο Κόμμα. Αυτό ήταν ιδιαίτερα δύσκολο, γιατί, λόγω της απομόνωσης που αναφέραμε παραπάνω, δεν είχαν έναν σταθερό καθοδηγητή, όπως είχαν οι άλλοι πρόσφυγες στα υπόλοιπα σοσιαλιστικά κράτη. Το ίδιο το Κόμμα μάλιστα το 1952, επειδή είχε διαπιστώσει ότι ο έλεγχος της κοινότητας των προσφύγων ήταν πλημμελής, είχε προτείνει στο SED να αναλάβει αυτό την εποπτεία και την καθοδήγηση της κοινότητας, προβαίνοντας σε όποιες απαραίτητες αλλαγές και το ίδιο θα ακολουθούσε τις αποφάσεις του, διατηρώντας απλώς μια επαφή μαζί της. Η στάση αυτή του Κόμματος είναι ασυνήθιστη από τη στιγμή που γνωρίζουμε ότι το ίδιο Κόμμα πάλευε με νύχια και με δόντια στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες να διατηρήσει τον έλεγχο των προσφύγων, γιατί από αυτούς αντλούσε δύναμη και εξουσία και δικαίωνε την ύπαρξή του.
Επιπλέον η ελληνική κοινότητα στη DDR είχε να αντιμετωπίσει το άγρυπνο μάτι της Στάζι που ήλεγχε τα πάντα και παντού για να εξακριβώσει τον βαθμό της αφοσίωσής τους στο κομμουνιστικό καθεστώς. Με τον τεράστιο αριθμό των πρακτόρων της η Στάζι παρακολουθούσε τους Έλληνες που ζούσαν στην επικράτεια της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, αλλά χρησιμοποιούσε και τους ίδιους ως πράκτορες και σπιούνους για να κατασκοπεύει άλλους.[................................]
ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου