Βλέπουμε μονίμως προς την Δεξιά , φτάνουμε
άντε ως την κεντροδεξιά
Για παραπέρα... ανορεξιά, αφού με την Αριστερά κομμένη είναι η αρμεξιά,
Για το κοινό συμφέρον μας έχουμε στήσει μια πανίσχυρη κοινοπραξία
Παράγουμε ψεύδη ως αλήθειες , μες στου Μαξίμου είναι η αρχισυνταξία.
Οι αρνητικές επιδόσεις των Ελληνικών ΜΜΕ σε μια σειρά από παραμέτρους (αξιοπιστία, ανεξαρτησία, σύνδεση με κρατικούς ή άλλους φορείς, τήρηση δεοντολογίας κ.α.), είναι αποτέλεσμα πολύχρονων διεργασιών και του στρεβλού τρόπου λειτουργίας τους ο οποίος έχει μια ιστορία που έρχεται από μακριά.
Tα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης στη χώρα μας έχουν πολλές αδυναμίες – μια από αυτές είναι ν’ αποφεύγουν την δημοσίευση αρνητικών ειδήσεων που αφορούν στα ίδια. Το περασμένο καλοκαίρι το Reuters Institute Digital News δημοσιοποίησε την ετήσια έρευνά του, η οποία μεταξύ άλλων παραμέτρων καταγράφει την αξιοπιστία των ΜΜΕ σε πολλές χώρες, μετράει δηλαδή πώς οι ίδιοι οι πολίτες κρίνουν τα Μέσα από τα οποία ενημερώνονται. Συνεχίζοντας μια παράδοση αρκετών πια χρόνων, η χώρα μας διατήρησε ιδιαίτερα αρνητικές επιδόσεις οι οποίες έχουν αρχίσει να έρχονται από το μακρυνό παρελθόν. Σύμφωνα με την έρευνα του Ινστιτούτου, μόνο το 28% των Ελλήνων/-ίδων εμπιστεύεται συνολικά τις ειδήσεις που διαβάζουν, βλέπουν ή ακούνε από τα ΜΜΕ, πρόκειται για ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά που παρατηρούνται παγκοσμίως. Η συντριπτική πλειονότητα των Μέσων απέφυγε να αναφερθεί στα αποτελέσματα της έρευνας, δεν κατέγραψε δηλαδή μια σημαντική είδηση σαν κι αυτή.
Η απόκρυψη μιας είδησης, δεν σημαίνει ότι αυτή δεν υπάρχει, πολύ περισσότερο δεν σημαίνει πως μια τέτοια είδηση αφορά μόνο τα Μέσα και τους ανθρώπους τους. Η ποιότητα των παρεχόμενων πληροφοριών σε συνδυασμό με το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ΜΜΕ, την σύνδεσή τους με το κράτος, επιχειρηματικούς ή κομματικούς φορείς, τις εξαρτήσεις δημοσιογράφων με πολλά διαφορετικά συμφέροντα, την βιωσιμότητα των ΜΜΕ, γενικά τη λειτουργία τους και τα ειδησεογραφικά προϊόντα που παράγουν, αφορούν πολλούς περισσότερους από τους άμεσα εμπλεκόμενους σε αυτά.
Συνδέονται με την ίδια την ποιότητα της δημοκρατίας. Όταν ο πολίτης οδηγείται στις κάλπες ή καθημερινά καλείται να εκδηλώσει μια πολιτική συμπεριφορά, οι πληροφορίες που έχει εισπράξει αποτελούν βασικό κριτήριο για τις επιλογές του. Τα Μέσα επηρεάζουν μυαλά, συνειδήσεις και τρόπους αντίδρασης, διαμορφώνουν βασικές παραμέτρους απόψεων και πεποιθήσεων που αφορούν σε πολλά και διαφορετικά επίπεδα.
Μια ιστορία που έρχεται από μακριά
Οι αρνητικές επιδόσεις των Ελληνικών ΜΜΕ σε μια σειρά από παραμέτρους (αξιοπιστία, ανεξαρτησία, σύνδεση με κρατικούς ή άλλους φορείς, τήρηση δεοντολογίας κ.α.), είναι αποτέλεσμα πολύχρονων διεργασιών και του στρεβλού τρόπου λειτουργίας τους ο οποίος έχει μια ιστορία που έρχεται από μακριά.
Το φαινόμενο εντάθηκε και πήρε μεγάλες διαστάσεις ιδιαίτερα από τα μέσα της δεκαετίας του ‘90. Μερικά μόλις χρόνια μετά από την εμφάνιση της ιδιωτικής ραδιοφωνίας και τηλεόρασης (που σκόπιμα, παραπλανητικά και λανθασμένα χαρακτηρίστηκε «ελεύθερη»), οι έρευνες της κοινής γνώμης προειδοποιούσαν με χαρακτηριστικό τρόπο. Ολοένα και περισσότεροι πολίτες έδειχναν δυσαρεστημένοι από την ποιότητα των ειδησεογραφικών προϊόντων που παρείχαν τα ΜΜΕ και σταδιακά έχαναν την εμπιστοσύνη τους σε αυτά.
Με το πέρασμα των χρόνων και την οριστική διαμόρφωση ενός νέου τοπίου στο χώρο των ΜΜΕ (με κυριαρχία της ιδιωτικής τηλεόρασης, η οποία είχε αποκτήσει μεγάλη παρεμβατικότητα σε πολλά επίπεδα στην κοινωνία) το πρόβλημα μεγεθύνθηκε και απέκτησε σχεδόν δραματικές διαστάσεις. Είναι ενδεικτική η έρευνα που πραγματοποιήθηκε περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 2000 κρίνοντας συνολικά 45 θεσμούς της χώρας και είχε ερωτήματα που αφορούσαν στην εμπιστοσύνη των πολιτών σε αυτούς. Η έρευνα έδειξε πως η τηλεόραση – από την οποία ενημερωνόταν η συντριπτική πλειονότητα της Ελληνικής κοινωνίας – καταλάμβανε την 41η θέση στη γενική κατάταξη, οι εφημερίδες την 23η και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί την 10η. Αρκετές ακόμα έρευνες που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν αυτά τα ευρήματα.
Οι υπεύθυνοι των Μέσων (ιδιαίτερα οι ιδιοκτήτες τους αλλά και γενικότερα όσοι είχαν άμεση ή έμμεση εμπλοκή με αυτά) δεν έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι’ αυτές τις σαφείς και ξεκάθαρες ενδείξεις που αρκετά νωρίς κατέγραφαν την αυξανόμενη απώλεια εμπιστοσύνης από αριθμητικά μεγάλες ομάδες της κοινωνίας. Είχαν στραμμένο το ενδιαφέρον τους σε άλλα πεδία. Ήταν άλλωστε η εποχή κυριαρχίας μιας εικονικής σε μεγάλο βαθμό οικονομικής ευδαιμονίας, ήταν και τα χρόνια που ισχυροί μιντιάρχες δεν ανησυχούσαν ιδιαίτερα για τα Μέσα ιδιοκτησίας τους αφού αυτά αποτελούσαν περισσότερο μοχλούς πίεσης προς την κεντρική εξουσία για τις παράλληλες οικονομικές δραστηριότητές τους. Μεγάλα δημόσια έργα και προμήθειες του δημοσίου κατά προτίμηση.
Οι αιτίες για την δραματική μείωση της αξιοπιστίας των ΜΜΕ είναι πολλές. Μια από τις σημαντικότερες συνδέεται με την αδυναμία εφαρμογής κάποιων κανόνων λειτουργίας ιδιαίτερα στους τηλεοπτικούς σταθμούς, όχι με την έννοια του ελέγχου του παραγόμενου προϊόντος αλλά της τήρησης στοιχειωδών κανόνων δεοντολογίας, σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων, περιορισμού της κίτρινης δημοσιογραφίας κ.ο.κ. Κανόνες υπάρχουν, διάθεση εφαρμογής τους όχι απαραίτητα. Αυτή η άρνηση τήρησης στοιχειωδών διατάξεων που διέπουν τη λειτουργία των ΜΜΕ συνδέεται με τις συχνά ανάρμοστες σχέσεις ιδιοκτητών τους με την κεντρική εξουσία.
Μια νέα μιντιακή εποχή
Από την εποχή κυριαρχίας της ιδιωτικής τηλεόρασης ως τις ημέρες μας έχουμε διανύσει πολλά χρόνια αναξιοπιστίας των ΜΜΕ ενώ ήδη – από αρκετά χρόνια νωρίτερα – βιώνουμε μια νέα μιντιακή εποχή. Στο παλιό τοπίο όπου παραδοσιακές εφημερίδες είχαν χάσει σε θεαματικό βαθμό τις άλλοτε ισχυρές κυκλοφορίες τους και την συνεπαγόμενη επιρροή τους, οι ραδιοφωνικοί σταθμοί είχαν περιορίσει τον επιδραστικό ρόλο τους και τα ειδησεογραφικά προϊόντα των τηλεοπτικών σταθμών είχαν πάψει να είναι ελκυστικά και κυρίως έγκυρα και αξιόπιστα, έχουν προστεθεί νέα δεδομένα. Βιώνουμε μια νέα πραγματικότητα και θα αποτελούσε ισοπεδωτική γενίκευση να την χαρακτηρίζαμε μ’ έναν αφοριστικό τρόπο. Πρόκειται για ένα νέο πολύπλοκο και πολυσύνθετο μιντιακό τοπίο το οποίο συνέχεια εξελίσσεται.
Ο σχετικά καινούργιος παράγοντας – το διαδίκτυο – διατηρεί ορισμένες παθογένειες των παλιών Μέσων (διείσδυση ισχυρών επιχειρηματιών, αθέμιτος ανταγωνισμός, διασύνδεση με πολιτικά και επιχειρηματικά συμφέροντα κ.α.), αλλά δεν μοιάζει ιδιαίτερα με εκείνα. Σε αυτό έχουν προστεθεί δυο νέα χαρακτηριστικά τα οποία έχουν αλλάξει με θεαματικό τρόπο τα δεδομένα στο χώρο της πληροφόρησης:
1ον. Οι πολίτες-αποδέκτες των νέων Μέσων δέχονται καθημερινά έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών οι οποίες αντικειμενικά είναι αδύνατον να ελεγχθούν για την ακρίβειά τους, να ιεραρχηθούν ως προς την σημασία τους, να αξιολογηθούν για την αλήθεια τους. Δεν είναι δουλειά των πολιτών η διαχείριση της ειδησεογραφίας και δεν έχουν την ικανότητα διασταύρωσης αφενός της αλήθειας μιας πληροφορίας, αφετέρου της σημασιολογικής τους αξίας ανάμεσα σε χιλιάδες ειδήσεις που διακινούνται καθημερινά.
2ον. Στο νέο τοπίο οι πολίτες δεν είναι πια μόνο παθητικοί αποδέκτες πληροφοριών τις οποίες μεταφέρουν επαγγελματίες δημοσιογράφοι, αλλά και οι ίδιοι έχουν αποκτήσει έναν παρεμβατικό ρόλο. Από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης μεταφέρουν πληροφορίες που κάπου είδαν ή άκουσαν χωρίς παράλληλα να έχουν τις δυνατότητες ή και την διάθεση ακόμα να ελέγξουν την αλήθεια τους. Συχνά δημοσιοποιούν τις δικές τους αλήθειες ως πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν. Πρόκειται για την «δημοσιογραφία των πολιτών» ή «Συμμετοχική δημοσιογραφία» όπως ονομάστηκε από Αμερικανό επιστήμονα, αν και δεν αποτελεί ακριβώς δημοσιογραφία αλλά μαζική, καθημερινή παρέμβαση της κοινωνίας σε θέματα ειδησεογραφίας.
Η δεύτερη παράμετρος – η οποία φυσικά δεν αφορά μόνο στη χώρα μας – δημιουργεί συχνά ένα σκηνικό χάους στην ειδησεογραφία αφού από αυτή τη «δημοσιογραφία των πολιτών», απουσιάζει η κλασσική αλλά αναγκαία συνθήκη που θέλει διασταύρωση μιας πληροφορίας, έλεγχο της αλήθειας, τήρηση κανόνων δεοντολογίας κ.ο.κ. Οι πολίτες που παρεμβαίνουν από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν έχουν τέτοια θεσμική υποχρέωση, απλά δημοσιοποιούν πληροφορίες που οι ίδιοι εκτιμούν πως αξίζουν να δημοσιοποιηθούν. Χωρίς αντικειμενικά κριτήρια και χωρίς προϋποθέσεις. Με μεγάλη συχνότητα, στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης διακινούνται καθημερινά σκόπιμα ή όχι εκατοντάδες ψεύτικες πληροφορίες (fake news) για τις οποίες οι μετρήσεις δείχνουν ότι μεταφέρονται στους αποδέκτες τους με τεράστιες ταχύτητες, σίγουρα μεγαλύτερες από εκείνες των πραγματικών ειδήσεων.
Το σχετικά νέο τοπίο βρήκε την πλειονότητα των ελληνικών Μέσων Ενημέρωσης με λαβωμένη την αξιοπιστία και αυτό είχε ως αποτέλεσμα ένα μεγάλο ποσοστό πολιτών να στραφεί στο διαδίκτυο αναζητώντας εκεί αλήθειες για γεγονότα που συμβαίνουν. Το πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό (αν και όχι με θετικό πρόσημο) είναι πως οι πολίτες καταφεύγουν στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης πιστεύοντας – συνήθως μάταια – ότι εκεί θα βρουν αυτό που τα ΜΜΕ κρύβουν ή αλλοιώνουν τις πραγματικές του διαστάσεις. Η προαναφερόμενη έρευνα του Reuters Institute Digital News κατέγραψε ότι το 71% των Ελλήνων/-ίδων ενημερώνεται από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Σχεδόν αντίστοιχο ποσοστό (74%) καταγράφτηκε και τέσσερα χρόνια πριν, δεδομένα που επιβεβαιώνουν πως πρόκειται για μια συνήθεια που έχει παγιωθεί σ’ ένα εξαιρετικά μεγάλο αριθμητικά μέρος της κοινωνίας. Τα σχετικά ποσοστά αναζήτησης της ειδησεογραφίας από τα social media είναι από τα μεγαλύτερα διεθνώς.
Πολλά Μέσα έδειξαν αδιαφορία ή και αδυναμία να αντιμετωπίσουν αυτή την εξαιρετικά ανησυχητική (και για τα ίδια) νέα πραγματικότητα. Αρκετά από αυτά συνέχισαν να παράγουν ειδησεογραφία με όρους εντυπωσιασμού, λαϊκισμού, κιτρινισμού και απουσίας όλων των πληροφοριών που είναι αναγκαίες για ένα γεγονός ώστε ο αποδέκτης του να είναι αυτός που τελικά θα κρίνει. Η μονομέρεια στην παράθεση αντικειμενικών στοιχείων για κάτι που συμβαίνει, εξακολουθεί να είναι κυρίαρχη στην παράθεση των ειδήσεων που συμβαίνουν. Σε αρκετά τουλάχιστον ΜΜΕ.
Παραδείγματα από την περίοδο του lock down
Αυτή η διάσταση – μιας ακόμα δημοσιογραφικής ήττας – μπορεί να καταγραφεί με ιδιαίτερα χαρακτηριστικό τρόπο μέσα από ένα γεγονός που παρατηρήθηκε την περίοδο του lock down, εποχή που λόγω των δραματικών εξελίξεων εξ αιτίας της πανδημίας, η πλειονότητα της κοινωνίας αναζητούσε με αγωνία από τα ΜΜΕ πληροφορίες για όσα συνέβαιναν και αφορούσαν (στην κυριολεξία) τις ζωές μας. Ο μέσος αποδέκτης των μίντια, δεν έβρισκε όλες τις πληροφορίες, τουλάχιστον εκείνες που είχαν αρνητικό αποτύπωμα για την κυβέρνηση. Υπάρχει αιτία γι’ αυτό. Οι στενές διασυνδέσεις μεγάλης μερίδας ιδιοκτητών των ΜΜΕ με την εκτελεστική εξουσία οι οποίες έγιναν ακόμα στενότερες λόγω της περίφημης λίστας Πέτσα. Έναν αδιαφανή τρόπο μεταφοράς δημόσιου χρήματος σε Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, ακόμα και σε εξαιρετικά χαμηλής ή ανύπαρκτης επισκεψιμότητας ιστοσελίδες.
Οι πολίτες που αναζητούσαν με δικαιολογημένη αγωνία πληροφορίες για τον αριθμό κλινών στις ΜΕΘ ή την εν γένει θωράκιση του συστήματος υγείας, δεν έπαιρναν επαρκείς απαντήσεις από τα Μέσα. Συνήθως κυριαρχούσε η σύγχυση μεταξύ πραγματικότητας και προπαγάνδας. Πολλές αρνητικές πληροφορίες για την κυβέρνηση δεν έβρισκαν χώρο φιλοξενίας στην πλειονότητα των Μέσων Ενημέρωσης και υπάρχει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που συνέβη εκείνη την περίοδο.
Όταν εμφανίστηκε ο διαβλητός τρόπος τηλε-εκπαίδευσης των επιστημόνων (που έμεινε γνωστός ως «σκοιλ ελικίκου»), πολλά Μέσα δεν δημοσιοποιούσαν όλα τα στοιχεία γι’ αυτόν ή περιοριζόντουσαν σε επιφανειακές και όχι ουσιαστικές προσεγγίσεις. Μια σειρά από επιστήμονες που συμμετείχαν στα προγράμματα ανέλαβαν από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης να περιγράψουν με επάρκεια και στοιχεία αυτό που πραγματικά συνέβαινε. Ό,τι δεν κατέγραφαν αυτοί που είχαν την υποχρέωση να κάνουν, το έκαναν οι πολίτες. Αυτή ήταν μια καλή εκδοχή της «δημοσιογραφίας των πολιτών» και μια ακόμα κακή εκδοχή της δημοσιογραφίας των Μέσων.
Οι παθογένειες στο χώρο των ΜΜΕ είναι πολλές και σίγουρα δεν περιορίζονται στις προαναφερόμενες. Αν άμεσα όλοι οι εμπλεκόμενοι σε αυτά δεν αναλάβουν πρωτοβουλίες για μια δημόσια συζήτηση και αντιμετώπισή τους, είναι σίγουρο πως οι επόμενες έρευνες για την αξιοπιστία τους θα είναι ακόμα πιο επιβαρυμένες γι’ αυτά. Και για όλους μας…
(Ο Γιάννης Παντελάκης είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Το κείμενο περιλαμβάνεται στη συλλογή «Ενημέρωση & ΜΜΕ στην Ελλάδα σήμερα. Παθογένειες, τάσεις και προοπτικές» που κυκλοφορεί ηλεκτρονικά από το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς και είναι διαθέσιμη ΕΔΩ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου