«Μαλέαν δε κάμψας, επιλάθου των οίκαδε» (= αν αποφασίσεις να περάσεις τον Μαλέα, ξέχνα πως έχεις οικογένεια)
Σταμάτησε του ρολογιού τους δείχτεςτώρα που είμαστε αγκαλιά
πάρε τις πίκρες τις πίκρες μου και ρίχ' τες
στο βράχο του καβο-Μαλιά.
καλέ μου, στο βράχο του καβο-Μαλιά.
Ακρωτήριο Μαλέας - Βικιπαίδεια
Ο ΜΑΛΕΑΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΚΑΒΟΜΑΛΙΑΣ
Διήγημα του Ανδρέα Καρκαβίτσα!
Τι
βοριάς και θρακιάς μου λέτε μένα!... Τι
βοριάς και θρακιάς!... είπε ο Χούρχουλας
κινώντας σοβαρά το κεφάλι. Άκου που σας
λέω. Τις φουρτούνες του Καβομαλιά δεν
τις κάνουν ανέμοι.
- Αμ ποιοι
τις κάνουν;
- Ποιοι τις
κάνουν; Εγώ να σας πω. Όχι, σου λέει, είναι
χοντρός κάβος και χύνει το βουνό αέρα
κι έρχεται ο θρακιάς από πάνω και βγάζουν
αψάδα οι Βελανιδιώτισσες. Κολοκύθια!
Μωρέ τις φουρτούνες του Καβομαλιά δεν
τις κάνουν ανέμοι…
- Μα ποιοι
τις κάνουν, διάολε; πες μας το λοιπόν!
φώναξε ανυπόμονα ο Αλέξης ο Σκιαθίτης,
πάντα αράθυμος.
- Τις φουρτούνες
του Καβομαλιά; Εγώ να σας πω· εγώ το
ξέρω… Τις φουρτούνες του Καβομαλιά δεν
τις κάνουν ανέμοι· εγώ να σας πω…
- Όχι· να μη
μας πεις! τον έκοψε ξαφνικά ο Κώστας ο
θερμαστής. Διάολε! κοντεύεις να μας
βγάλεις την ψυχή με τον Καβομαλιά σου!
Για κάβο τάχα θα τον περάσεις κι αυτόν,
που τον κατάντησαν πουτάνα οι ψαρόβαρκες…
Δε θέλουμε να μας πεις τίποτα!
Και γύρισε
αλλού το πρόσωπο, δυσαρεστημένος τάχα,
κι άρχισε να ψιθυρίζει κάτι στ’ αυτί
του συντρόφου του με αγανάχτηση, σα να
του έλεγε: «δεν υποφέρεται, βρε αδερφέ!
δεν υποφέρεται!...» Ο Χούρχουλας πήρε το
πράμα στα σοβαρά, κοίταξε τους άλλους,
ηθέλησε να χαμογελάσει, και μη βρίσκοντας
θαρρετή απάντηση, αναψοκοκκίνισε σαν
παπαρούνα.
- Γιατί, ρε
παιδί; τόλμησε μόλις να ρωτήσει το
θερμαστή.
Ο Γιαννιός
ο Χούρχουλας είχε τη μανία να διηγείται.
Μόλις παρουσιαζόταν η παραμικρή ευκαιρία
να καθίσει το πλήρωμα, έτοιμος ν’ αρχίσει
τη διήγηση. Ποια διήγηση; Οποιαδήποτε.
Δεν τον έμελε ούτε για την υπόθεση ούτε
για το μάκρος της. Ούτε αν ήταν αστεία
ούτε αν ήταν τραγική. Ούτε αν έβγαινε
από τα ξάστερα νερά της αλήθειας ή από
την ελεφαντένια πύλη των ονείρων και
το χρυσόθρονο αίσθημα. Ούτε κι αν ήταν
της ώρας φρόντιζε. Είχε πεποίθηση στον
εαυτό του κι είχε τη δύναμη να βαμπακοστρώνει
το δρόμο και να σέρνει σιγά κι ανάλαφρα
τα πιο περασμένα στα τωρινά ή και να
μεταφέρνει τους ακροατές του στις
μουχλιασμένες θήκες των περασμένων. Κι
είχε την τέχνη απάνω στην αλήθεια ν’
απλώνει τη μεταξωτή σκέπη του όνειρου
και κάτω από τ’ όνειρο να θεμελιώνει
την ύλη την αληθινή, τεχνίτης θαυμαστός,
όπως ο μέγας ήλιος, που σύγκαιρα ιδανικεύει
το πέτρινο βουνό και το ανεμόπλεχτο
σύγνεφο. Κι έβρισκε πάντα τον τρόπο,
κατά την περίσταση, να μακραίνει ή να
πλαταίνει την υπόθεσή του, χωρίς ποτέ
να την αφήνει τέρας των άλλων και σίχαμα.
Όλα τα ήθελε ισόμετρα, ξάστερα και
αρμονικά. Κι ήθελε μόνο να τον ακούει
το πλήρωμα.
Οι ναύτες
τον ήξεραν και διασκέδαζαν με τις
αδυναμίες του. Πότε τον έδιωχναν τάχα
από κοντά τους, πότε στην ώρα που διηγόταν
άρχιζαν όλοι ομόφωνοι το βήχα· πότε
έπιαναν φιλονικία και τον εσύγχυζαν
και κάποτε έφευγαν ένας ένας και τον
άφηναν ολομόναχο να λέει και να ακούει.
Ο Γιαννιός φουρκιζόταν κι έβανε όρκο
στης μάνας του τα κόκαλα, στη θάλασσα
που αρμενίζει, να μη διηγηθεί πλια
τίποτα. Όχι μόνο να μη τους διηγηθεί,
αλλ’ ούτε και να τους μιλήσει· ούτε να
τους κάμει συντροφιά ποτέ! Κι ήταν
βέβαιος πως, άμα χάσουν τη συντροφιά
του, τα διηγήματά του μάλιστα άμα
στερηθούν, πάει, θα σκάσουν από το κακό
τους. Δεν ήταν καταλαχάρης άνθρωπος ο
Γιαννιός ούτε έλεγε λόγια του ανέμου!...
Μπορεί αυτή
του η πεποίθηση να μην ήταν και καθόλου
άδικη. Γιατί το πλήρωμα, μόλις τον έφερνε
σε κείνη τη θέση, έπεφτε πάλι και τον
προσκαλούσε κοντά του και τον παρακαλούσε
να ξαναρχίσει, δίνοντάς του υπόσχεση
πως θα τον ακούσει με προσοχή.
Κι ο Γιαννιός
ασυνέριστος, ξέχανε τους όρκους και
άρχιζε τη διήγηση δίχως χρονοτριβή.
Συνήθιζε όμως πρώτα με λόγια μισοκομμένα
να συσταίνει στους ακροατές του εκείνο
που θα διηγηθεί. Τώρα, με τις πρώτες
φωνές του θερμαστή και τον κρύο τρόπο
των άλλων, ο Γιαννιός έχασε το θάρρος
του. Οι συμφωνίες άργησαν να έρθουν κι
αυτό τον απέλπιζε. Μα ξαφνικά πλησίασε
ο μπαρμα-Γιώργης ο ναύκληρος, είδε την
ψεύτικη κατσούφια που έδειχναν οι
ναύτες, τη στεναχώρια του Γιαννιού και
μάντεψε όλα.
- Σώπα ρε συ·
είπε στον Κώστα με αυστηρή φωνή. Άσε το
Γιαννιό να μας πει τίποτα.
- Ναι, έλα,
Γιαννιέ, πες μας! είπαν παρακαλεστικά
κι οι άλλοι ναύτες.
- Εγώ να σας
πω, ναι· άρχισε αμέσως εκείνος
ξαναβρίσκοντας την ευθυμία του· κι αν
δε σας λέω αλήθεια, να τον έχω αντίδικο.
Τις φουρτούνες του Καβομαλιά δεν τις
κάνουν άνεμοι· τις κάνουν τα στοιχειά.
- Τα στοιχειά!
μωρέ λόγο που μας είπες! φώναξε αναμπαιχτικά
ο θερμαστής. Κι οι άνεμοι τάχα δεν είναι
στοιχειά; Ο βοριάς δεν είναι στοιχειό
που καταλεί πέντε στο φαγί και δέκα στην
καθισιά του, και αν γεράσει δεν ταξιδεύεται!
Η νοτιά δεν είναι σαν πουτάνα, που όσο
γεράζει τόσο και ξετσιπώνεται! Ο σορόκος,
ο γαρμπής, ο γρέγος, ο πουνέντες τι άλλο
είναι παρά στοιχειά, που αναταράζουν
τη θάλασσα και καταντούν σανίδια τα
καμαρωτά πλεούμενα; Μωρέ, λόγο που μας
τον είπε κι ο Γιαννιός!
Εκείνος
γύρισε και τον είδε με βλέμμα παθιασμένο
κι αδύνατο.
- Μα τι
πειραχτήριο είσαι συ, δε μου λες; του
είπε με παράπονο. Ποιος διάολος σ’ έφερε
μέσα για τις αμαρτίες μου; Άσε ν’ ακούσεις
πρώτα, μωρέ παλιόγυφτα! Τα στοιχειά του
Καβομαλιά είναι ξωτικά. Όποιον ρωτήσεις
στα Βάτικα, την ίδια ιστορία θα σου
ειπεί. Είναι χρόνια τώρα· πάππου προς
πάππου! Είδες όταν φτάνουμε ανάμεσα
Τσιρίγου κι Αλαφονησιού, που φαίνονται
κρεμασμένα στο βουνό τέσσερα πέντε
χωριά; Είναι τα χωριά των Βατίκων. Κι
από αυτά το Φαρακλό είναι το μεγαλύτερο.
Εκείνα τα χρόνια ο πλουσιότερος και
δυνατότερος μπέης των Βατίκων ήταν ο
μπέης του Φαρακλού. Ο κάμπος κάτω ως την
Πεζούλα – τη Νεάπολη να ειπούμε – ήταν
δικός του. Το Καστράκι στο ρίζωμα εκείνος
τ’ όριζε. Ακόμη και τα είκοσι τέσσερα
μοναστήρια του Καβομαλιά πλήρωναν φόρο
σε κείνον. Οι πύργοι του ακόμη σώζονται
σπαρμένοι εδώ κι εκεί σ’ όλα τα κορφοβούνια
από τον Αρχάγγελο ως τη Μοναβάσια. Μα
καμιά φορά τα πλούτη και η δύναμη δε
φέρνουν τη χαρά και την ανάπαψη.
Ο μπέης κι η
μπέισσα είχαν οχιά τη λύπη που δεν
αποχτούσαν ένα παιδί. Όσο μετρούσε το
βιος του κείνος και το έβλεπε αμέτρητο,
τόσο θλιβότανε που δεν ήξερε τον κληρονόμο
του. Όσο έβλεπε κείνη τα ρούχα της,
σαμούρια και λαχούρια, τα ολόχρυσα
στολίδια της, τόσο στέναζε που δεν είχε
μια κόρη να τα χαρεί και να τα ξανανιώσει.
Κι όταν βράδυ έσμιγαν οι δυο τους στην
κρεβάτα, πόσοι πόθοι και τι καημοί
σεμνοφτέρωτοι γοργοπετούσαν γύρω στο
πικραμένο το αντρόγυνο!
Τέλος, θες
από το Θεό, θες από τα μαγικά της μπέισσας,
απόχτησαν ένα παιδί· μια μπεοπούλα
παρόμοια της Ηλιογέννητης. Οι γονείς
της δεν είχαν πλια πού να κρύψουν τη
χαρά τους, πώς να προφυλάξουν από κάθε
κακό την ακριβή τους. Δεν πρόφτασε να
γίνει δέκα χρονών κι άρχισαν τα προξενιά.
Από το Μωριά, από τη Ρούμελη, την Έγριπο
και την Αθήνα οι πλουσιότεροι κι
αντρειότεροι μπέηδες κι αγάδες, έστειλαν
πλούσια κανίσκια ν’ αρρεβωνιάσουν τη
Γκιουλχανούμ. Αλλά ο μπέης, όταν αποφάσισε
να την παντρέψει, δεν ήβρε καλύτερο από
το Μωσά Μπαρδούνια, τον ξακουσμένο μπέη
των Μπαρδουνοχωριών. Με κείνον την
αρρεβώνιασε.
Αχ! κακό μάτι
παράστεκε στη χαρά της άμοιρης. Δεν
πέρασαν τρεις μέρες κι έπεσε στο κρεβάτι
χτυπημένη από κρυφή και άσχημη αρρώστια.
Τρέχουν αμέσως οι διαλαλητάδες ολούθε,
σε Μωριά και Ρούμελη, στα Δωδεκάνησα
και τα Φραγκονήσια, στην Πόλη και τη
Βενετιά, διαλαλούν και λένε:
- Όποιος
βρεθεί και γιατρέψει τη μπεοπούλα του
Φαρακλού, θα τον ντύσει στο μάλαμα ο
μπέης ο αφέντης της και στ’ ασημάρματα
ο Μωσά Μπαρδούνιας ο άντρας της!...
Το ακούν και
τρέχουν οι γιατροί με τα γιατροσόφια,
οι γιάτρισσες με τα βότανα, οι δερβισάδες
με τα ξόρκια, οι παπάδες με τα τετραβάγγελα
και τα θαυματουργά εικονίσματα. Μα όλα
τίποτα δεν μπορούν να κάμουν στην πικρή
αρρώστια της πεντάμορφης! Λιώνει και
σβήνει σαν τον ανθό στο ανθογυάλι του.
Πάνε τα κάλλη, πάνε και τ’ αρώματα. Μέσα
στο απόμερο δωμάτιο του πύργου, το
στρωμένο με χνουδωτούς τάπητες, στο
απαλό κρεβατοστρώσι απάνω, δράκοι
παλεύουν δυνατά η ψυχή και το σώμα της.
Απάνω της σκυμμένοι, αφνοί κι άλαλοι
παραστέκουν οι γονείς, ανίκανοι να
βοηθήσουν την κόρη στο χαροπάλεμα. Και
δεν ακούεται άλλο μέσα στο θλιμμένο
δωμάτιο παρά το ανάλαφρο αγκομαχητό
της μπεοπούλας, σαν φτεροκόπημα ψυχής.
Εκείνη την
ώρα μπαίνει ένας και κράζει το μπέη
παράμερα:
- Ένας γέροντας,
λέει, φάνηκε στην πεζούλα ερχάμενος από
τη θάλασσα. Έρχεται να γιατρέψει την
μπεοπούλα.
Καθώς τ’
ακούει εκείνος, αναγάλλιασε.
- Τρέξε
γλήγορα! λέει στους ανθρώπους του·
γλήγορα να μου φέρτε το γέροντα!
Τρέχουν,
βρίσκουν έναν κοντό και κακοτράχαλο
γεροντάκι καβάλα σε μια κασέλα. Ήταν
κασέλα κι έμοιαζε σα χελώνα· ήταν χελώνα
κι έμοιαζε σαν κασέλα. Τρέχει ο μπέης,
κατεβαίνει τη σκάλα και του πέφτει στα
πόδια.
- Αμάν, γέροντά
μου· σώσε μου το χανουμάκι κι ό,τι θες
από μένα.
- Μη φοβάσαι,
μπρε! του φωνάζει εκείνος άγρια· όσο
είμαι εδώ, μη φοβάσαι! Μόνο ένα πράμα θα
κάμεις· να πάρεις τη μπέισσα να φύγετε
από τον πύργο. Και να διαλαλήσεις στο
χωριό, με το ηλιόγυρμα οι χωριανοί να
κλειόνται στα σπίτια τους συφάμελοι
για τρεις μέρες.
Ο μπέης κι η
μπέισσα στην αρχή δεν ήθελαν να φύγουν
και ν’ αφήσουν μοναχή τη θυγατέρα τους.
Μα ο γέροντας επίμενε στο λόγο του.
- Αν δε θέλτε,
είπε, αφήστε την να πεθάνει.
Τέλος έφυγαν
οι γονέοι κι ο γέροντας έμεινε ολομόναχος
με την ομορφονιά. Ο γέροντας ήταν μάγος,
από κείνους τους μάγους που με το λόγο
μπορούν να μαρμαρώσουν τη θάλασσα και
να θαλασσώσουν τις στεριές. Η δύναμή
του όλη και τα μάγια του ήταν σε κείνη
την κασέλα· την έκανε όπως ήθελε:
γοργοπόδαρο άλογο στη στεριά, τρεχαντήρι
άφταστο στη θάλασσα και πουλί πετούμενο
στον αγέρα. Είχε κλεισμένα μέσα της εφτά
φουσάτα ξωτικών· το ένα φουσάτο φοβερότερο
από το άλλο. Και με κείνα έλεγε να
γιατρέψει τη Γκιουλχανούμ. Πιάνει γοργά
κι ανοίγει την κασέλα· χύνει έξω όλα τα
ξωτικά. Καθώς τα έχυσε, κάποιο βαθύ
βογκητό ακούστηκε και τα όρη γύρω άρχισαν
να χτυπιόνται σα δαιμονισμένα.
Πέρασαν τέλος
τα τρία μερονύχτια, έγινε καλά η μπεοπούλα.
Όχι μόνον έγινε καλά, μα και πιο όμορφη
και γλυκιά και δροσερή από πρωτύτερα.
Οι δύστυχοι γονείς κατάντησαν τρελοί
από τη χαρά τους· δεν ήξεραν με τι τρόπο
ν’ αντιπληρώσουν το γέροντα. Μα κείνος
δε φρόντιζε για τέτοια. Έτσι ήρθε· ήθελ’
έτσι και να φύγει. Άρχισε να μαυλίζει
τα φουσάτα για να τα κλείσει πάλι στην
κασέλα. Μα κείνα δε θέλουν να τον
ακούσουν. Μαυλίζει, ξαναμαυλίζει·
τίποτα! Κάπως θύμωσαν με τα λόγια του
και ρίχτηκαν λυσσασμένα, κάνοντας άνω
κάτω τον τόπο περίγυρα. Άκουες φωνές,
κλάματα, βρισιές, βλαστήμιες, δοντοτριξίματα,
μουγκρίσματα, τραγούδια, τούμπανα,
βιολιά και λαγούτα, συγκρατητά σφυρίγματα.
Ο αέρας γέμισε από γλώσσες αόρατες που
καθεμιά είχε και το σκοπό της.
Έκανες εδώ,
άκουες τ’ όνομά σου· έκανες εκεί, έχανες
τη σκούφια σου. Έσκυφτες χάμω κι ένιωθες
άξαφνα φοβερή σφήνα να σου χωρίζει τα
μηριά. Βρέθηκαν άνθρωποι που γύρισαν
μέρα μεσημέρι θεόγυμνοι στα σπίτια
τους. Τα χωριά ρήμαξαν· οι κάτοικοι
σφιχτομανταλώθηκαν· τα ζωντανά δεν
έτρωγαν το χόρτο τους· τ’ αγρίμια
κλείστηκαν στις μονιές τους· άδειασαν
τα βουκολιά και τα βαλμαδιά· και τα
γιδοπρόβατα του Σαρίγκαλου, του πλούσιου
αρχιτσέλιγκα του Καβομαλιά, συνεπήραν
τα μαντριά και γκρεμοτσακίστηκαν στη
θάλασσα.
Ο γέροντας
πήγε να σκάσει από το θυμό του. Όλα τα
ξόρκια είπε, μα κανένα δεν πιτύχαινε.
Τα ξωτικά, που άλλοτε έτρεχαν συμμαζωχτά
σα σκυλιά στα πόδια του, τώρα γύριζαν
και τον περιγελούσαν, του τραβούσαν τα
γένια κι έπλεκαν πλεξίδες άλυτες τα
μακριά του τα μαλλιά. Και κείνος δε
μπορούσε να καταλάβει τι έτρεχε τάχα,
γιατί τα μάτια του δεν έχαναν τόσο τη
δύναμή τους. Έπεσε στη σκέψη κι άρχισε
ν’ ανασκαλίζει με το νου τα περασμένα.
- Μπρε! είπε
άξαφνα χτυπώντας το μέτωπό του.
Τώρα φωτίστηκε.
Ναι, τώρα θυμήθηκε πως μια στιγμή, όταν
η μπεοπούλα έμεινε ακίνητη εμπρός του,
βλέποντας το χυτό κορμί έκραξε αστόχαστα:
- Μωρέ, μήλο
για δάγκωμα!
Κι έσυρε το
τρεμάμενο χέρι του γλυκά κι ανάλαφρα
απάνω της. Με τούτο όμως ο γέροντας
μολεύτηκε, και μολεμένου ανθρώπου δεν
πιάνουν τα μάγια ποτέ!
Άρχισε τώρα
να κλαίει και να μύρεται. Τέλος δεήθηκε
στο Θεό, ακόμη μια φορά να πιάσουν τα
μάγια του για να σώσει τον τόπο από τα
ξωτικά. Ο Θεός τον άκουσε και μ’ ένα
λόγο συνάζει ο μάγος τα φουσάτα, και σα
να έριχνε θανάσιμους οχτρούς, τα
διασκορπίζει περίγυρα. Τρία ρίχνει στις
Νεραϊδοσπηλιές, κάτι σταχτιές πέτρες,
που κρέμονται απάνω από τη χούνη του
Λαχιού· άλλα τρία ρίχνει στο Κούνο, ψηλά
στο Παραδείσι· και το φοβερότερο με
βρισιές κι αναθέματα, γυρίζει και το
ρίχνει στον πάτο της θάλασσας αντίκρυ
στο Τσιρίγο.
Για τούτο,
σας λέω, τις φουρτούνες του Καβομαλιά
δεν τις κάνουν ανέμοι! Ακούτε μένα· τις
κάνουν τα στοιχειά!...
Ο Γιαννιός
ο Χούρχουλας, όταν τελείωσε, γύρισε
περήφανο βλέμμα να ιδεί τους συντρόφους
του. Πριν, αφαιρεμένος στη διήγησή του,
δεν είδε τα χαμόγελα ούτε τα κρυφονοήματά
τους. Μα τώρα τους βλέπει όλους γύρω να
κοιμόνται και να ροχαλίζουν. Δρόλαπας
τον πλάκωσε ο θυμός. Με τους ίσκιους
λοιπόν μιλούσε τόσην ώρα! Αναψοκοκκίνησε,
τινάχτηκε ορθός κι αρπάζοντας τη σκάλα
θέλησε ν’ ανεβεί, βρίζοντας θεούς κι
ανθρώπους. Αλλά οι ναύτες ξύπνησαν
μεμιάς, έσκασαν δυνατά γέλια κι ο
θερμαστής, το πειραχτήριο του Γιαννιού,
τον ακολούθησε φωνάζοντάς του:
- Άλλο ένα,
Γιαννιέ!... άλλο ένα και σώνει σου!..
_______________________
____________________________________
_______________________
*Ανδρέας Καρκαβίτσας (1865-1922) - Βικιπαίδεια
____________________________________
ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑ
Το διήγημα σε μία "δυναμική" μεταφορά του στη αγγλική γλώσσα από τον ακαταπόνητο ελλόγιμο φίλο Βασίλη Μηλίτση, γνωστό ρέκτη για την προβολή της καλής ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας.
Το διήγημα σε μία "δυναμική" μεταφορά του στη αγγλική γλώσσα από τον ακαταπόνητο ελλόγιμο φίλο Βασίλη Μηλίτση, γνωστό ρέκτη για την προβολή της καλής ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας.
KAVOMALIAS
(THE
HAUNTED CAPE 1)
“Don’t
talk to me about northern or eastern winds! They make no difference!”
said Hourhoulas with a grave nod of his head. “You ought to listen
to me. The storms at Kavomalias are not created by winds.
“What
are they created by, then?”
“I’ll
tell you what they’re caused by. No, they say, the cape is craggy
and the mountain blows down the wind and then the north wind gets the
upper hand and the womenfolk from Velanidia2
gets irritable. Nonsense! Take my word; the storms of Kavomalias are
not raised by winds…”
“What
the hell are they raised then by? Tell us at last!” Exclaimed with
impatience Alexis, the Skiathite, who was always being irascible.
“The
storms of Kavomalias? I’ll tell you; I know… The storms of
Kavomalias are not made by winds; I’m telling you…”
“No,
don’t tell us!” he was suddenly interrupted by Kostas, the
stoker. “The hell with you! You’ve nearly driven us at our wits’
end with your damned Kavomalias! Do you take it for a cape when even
the fishing boats have reduced it to a whore…? We don’t want you
to tell us anything!”
And
he averted his face pretending to be disgruntled and began to whisper
to his companion’s ear in indignation as though he were telling
him: “Oh, brother! He’s really unbearable!...” Hourhoulas took
it to heart, looked at the rest, was about to smile and, not finding
a bold answer, blushed like a poppy.
“Why
not, buddy?” he dared ask the stoker.
Yannios
Hourhoulas was addicted to telling stories. When the crew had a short
break to rest, he grabbed at the chance of yarn telling. About what,
though? About anything. He did not care either about the plot of the
tale or its length; it did not matter to him whether the story was
funny or tragic. Nor did he mind if the story came from the outright
source of truth or from the pearly gates of dreams and the
gold-seated sentiment; nor was he conscious of its opportune time. He
possessed self-confidence and the power of paving the way smoothly in
advance and drawing up slowly and lightly forward the most
fore-passed events or transporting his listeners back to the moldy
pigeonholes of the past. Moreover, he had the art of spreading over
the truth the silky veil of dream and underneath the dream of laying
the foundations of true material; he was a wonderful artist, like the
great sun, which at the same time idealizes the rocky mountain and
the wind-woven cloud. And he always had a way, according to
circumstance, to lengthen and broaden the tale, without making it a
freak and abomination before the eyes of others. He wanted everything
to be symmetrical, straightforward and balanced. And all he wanted
was be listened to by the crew.
His
companions knew him and took pleasure in his foibles. Sometimes they
pretended that they did not want him around. Some other times, while
he was telling a story, they were ostensibly being attacked by a
unanimous coughing fit; still again they would start a quarrel and
upset him; and occasionally they would march out one by one leaving
him all alone to talk and listen to himself. Then Yannios blew his
top taking an oath on his dead mother’s bones as well as on the sea
he sailed not only no longer to tell stories but not to be on
speaking terms with them, not even to associate with them, either!
And he was certain that if they lost his comradeship, especially if
they forfeited his tales, that was it, they would grow furious and
green with envy. Yiannios was not fickle; nor did he talk
nonsense!...
This
belief in himself could not have been unjust at all; for as soon as
the crew brought him to that position, they would call him to them
again, falling down at his feet, and imploring him to restart his
narration pledging that they would listen attentively.
And
Yiannos, forbearing, forgot his oaths and resumed his tales without
delay. He used, however, in advance and with solecisms, to usher his
listeners in his tale. Now at the stoker’s first shouts and the
cold behavior of the others Yiannios lost heart. The pleadings were
being delayed and he felt dejected. But suddenly he was approached by
Uncle Giorgis, the boatswain, who, seeing the fake sullenness of the
sailors and the Yiannios’s distress, guessed everything.
“You
shut your mouth,” he told Kostas sternly. “Let Yiannios tell us
some of his tales.”
“Yeah,
come on, Yiannios, tell us!” the rest of the crew appealed to him.
“I
will tell you, all right!” he began at once recovering his gaiety.
And if I don’t stick to real facts, so help me God! The storms at
Kavovalias are not made by winds; they’re made by elementals.3
“Elementals,
my foot!” exclaimed the stoker pooh-poohing his assertion. “And
what are the winds if not elementals? Isn’t the northerly wind an
elemental that consumes five people at its meal and ten at its rest,
and when it grows old, it’s impossible to sail? Isn’t the
southerly wind a whore that the older she grows, the more shameless
she becomes? And the easterly, the northeasterly, the westerly winds
are but elementals that stir and roil the seas and sink the proud
ships turning them into mere planks. Yannios isn’t really telling
us something new!”
And
then Yiannios, vexed, stared at him lamely:
“What
a pixy you are, buddy!” he said plaintively. “Which demon sent
you to pester me for my sins? Listen to me first, you filthy bum! The
Kavomalias elementals are elves. Ask anybody at Vatika and he’ll
tell the same story; it’s been going on for long years; handed down
from father to son! Have you noticed while sailing the straits
between Cythera and Alafonissi that you can see four to five hamlets
perched on the mountains? They’re the so-called Vatika villages,4
among which Faraclo is the biggest. In the olden times the bey5
of Faraclo
was the richest and the most powerful bey in the Vatika region. The
lands in the plains as far down as Pezoula – that is Neapoli –
was his property. He also owned the village of Kastraki at the
mountain foot. Even the two dozen monasteries of Kavomalias used to
pay tribute to him. His fortresses still exist scattered here and
there upon the mountain tops from Archangel to Monemvassia. But
sometimes wealth and power do not bring joy and peace.
The
bey and his begum were greatly grieved for not being blessed with a
child. The more he counted his possessions and found them
immeasurable, the more he grieved over not leaving an heir. The more
his wife saw her clothes – her furs, her paisleys, and her jewelry
of fine gold – the more she sighed for not having a daughter to be
proud of and rejoice in them. And when they both made love in the big
bed at night, so many yearnings and pains hovered modestly over the
doleful couple!
Finally,
whether God willed it or the bey’s wife’s sorcery it, they
managed to have a child: a daughter that was identical to the Sunborn
Maiden of the fairy tales. Her parents’ happiness was rampant and
they took every caution to protect their dear daughter from all
evils. Hardly ever was she ten years old when matches began to come;
from all over Peloponnese, from Roumeli, from Euboea and Athens the
wealthiest and bravest beys and aghas would send rich baskets to ask
Gülhanım’s (Fair Lady’s) hand. But when the bey decided to
marry off her daughter, he didn’t find a better match than Musa
Bardounia, the renowned bey of the Bardounia villages, so he
betrothed her to him.
Alas!
Evil eye envied the happiness of the ill-fated daughter. No sooner
had three days elapsed than she fell ill with an obscure and nasty
malady. Criers were sent at large, to all parts of Peloponnese and
Roumeli, to the Aegean and Ionian Islands, to Constantinople and
Venice in order to spread around the message:
“He
who will be able to restore the bey’s dear daughter back to health,
the bey, her lord and father, shall invest him with gold and her
husband to be, Musa Bardounia, with silver arms!...”
No
sooner the word went about than doctors with their nostrums, quacks
with their herbs, dervishes with their conjurations and priests with
their gospels and miracle-working icons hasten to the girl’s
rescue. But they can do nothing to cure the belle of her virulent
illness! She’s pining and blighting like a flower in its vase. Gone
is her beauty; gone are her perfumes. In her remote chamber of the
castle, its walls covered in fluffy tapestries, her soul and body are
fighting like two dragons upon her bed. Her parents bending over her,
bewildered and mute, are standing by, unable to help their daughter
in her death agony. And nothing else can be heard in the gloomy room
save the daughter’s gentle gasps, which are like the fluttering of
her soul.
At
that moment someone comes in and says to the bey aside:
“An
old man has appeared on the mountain terrace coming from the sea.
He’s come to heal your dear daughter.”
No
sooner the bey hears it than he is filled with joy.
“Run
quickly!” he orders his men; “bring the old man to me at once!”
They
hurry on and meet a short, wizen old man astraddle a chest. Was it a
chest that resembled a turtle, or a turtle resembling a chest? The
bey hastens down the stairs and falls at his feet.
“Please,
oh venerable one; save my little princess and ask whatever you desire
from me.”
“Do
not fear, lad!” he addresses him harshly; “as long as I’m here,
do not fear! All I ask is take your wife and leave the castle. Spread
word in the village that by sunset its dwellers should shut up
themselves in their houses along with their household for three
days.”
At
first the bey and his wife were loath to leave and let their daughter
alone with the old man. But the whitebeard insisted.
“If
you don’t want to leave,” he said, “then let her die.”
Finally,
the parents left and the old man was left alone with the beautiful
maiden. The old man was one of those wizards who could turn the sea
into stone and transform dry land into sea. All his power and
witchcraft was inside that chest, which he could change it into what
he wished: a swift horse on land, a speedy boat at sea or a flying
bird. In his chest he had locked seven hosts of elves; one elf more
horrid than the other. By invoking their powers he hoped to heal the
Gülhanım. He hastily opens up the chest and pours out all the
elves. As the elves were out a deep groan was heard abroad and the
mountains around began shaking demoniacally.
After
finally three days and three nights had elapsed, the bey’s daughter
fully recovered. Not only was she restored to health but she also
grew more beautiful, sweeter and fresher than before. Her poor
parents went mad with delight; they did not know how to repay the old
man; however, he was not concerned with material gains. As he came,
so he would leave. That was the way he wished. He began to lure the
hosts back into the chest but they would not comply; he went on
coaxing them back but no use! They were incensed by his words and
stormed the surroundings in rage bringing about an upheaval. You
could hear voices, wails, imprecations, blasphemies, gnashing of
teeth, growls, singing, drum beatings, violin and lute music and
protracted whistling. The air was filled with invisible tongues, each
of which had its own purpose.
You
did something here, you heard your name; you did something there, you
lost your head. You bent down, and you suddenly felt a horrible wedge
splitting your legs. There were people found stark naked in full
daylight as they were going home. The villages were devastated; their
inhabitants were locked up in their houses; the animals were not fed
their fodder; the wild beasts did not dare budge out of their dens;
herds of cows and horses left their stables in panic; and the flock
of sheep and goats of Sarigalos, the rich shepherd in Kavomalias,
stormed out of their corral and tumbled down into the sea.
The
old man was in high dudgeon over the incident. He employed all his
wizardry, but in vain. The elves, which had groveled like cringing
dogs at his feet before, revolved around him now and mocked him,
pulling at his beard and braiding his long hair. And he could not
understand what was going on, for his eyesight was dimming. So he
fell into deep thought delving into the foregoing events.
“Hey!”
he exclaimed suddenly slapping at his brow.
Now
all has become clear. Indeed, he remembered that when the maiden was
still before him, seeing her shapely figure, he exclaimed
thoughtlessly:
“Well,
here’s an apple to bite!” and reached out his trembling hand and
stroked her sweetly and lightly. With this, however, the old man
became unclean and being unclean his wizardry was rendered absolutely
powerless.
And
now he began to weep and deplore his predicament. Finally he appealed
to God, once more, to make his sorceries potent so he could deliver
the place from the elves. God heard him and, in short, the wizard
musters the hosts and scatters them around as if they were mortal
enemies. He casts three of them into the Fairy Caves, some crags that
hang above the gorge of Lachio; he casts three more at Kouno, high up
in Paradeisi; and finally he turns around and casts, with
imprecations and curses, the most fearsome one of all into the bottom
of the sea across at Cythera.
That’s
why, I’m telling you, the Kavolalias’ storms are not caused by
winds! You should listen to me; it’s the elementals that make
them!..”
When
Yiannios Hourhoulas ended his tale, he looked around at his
companions. Being immersed in his narration, he had not registered
their secret smiles and winks exchanged among them. But now he saw
them all around him sleeping and snoring. He stood aghast. Had he
been wasting his breath? Going red in the face, he sprang up and made
for the gangway blackguarding everyone. Whereupon the sailors woke up
at once and burst out in roaring laughter. The stoker, Yiannios
trickster, followed behind hollering:
“One
more story, Yiannios; one more and that’s enough!”
1Wikipedia:
https://en.wikipedia.org › wiki › Cape_Maleas
3Wikipedia:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου