Η αλληγορία σαν πρόσχημα
Ινώ Βαρβαρίτη, Expédition scientifique de Morée 1829- 2014, 370 x 110 εκ. |
ΤΗΣ
ΑΝΘΟΥΛΑΣ ΔΑΝΙΗΛ
Κωνσταντίνος
Μπούρας, Είκοσι
και πέντε “προσευχές” ταπεινών και
αδύναμων όντων (το καθένα προς τον δικό
του “θεό”).
Και μετάφραση στα ισπανικά, Χοσέ Αντόνιο
Μορένο Χουράδο, Εκδόσεις Αγγελάκη, σελ.
144
Άνθρωπος
της ποίησης και του θεάτρου ο Κωνσταντίνος
Μπούρας συνθέτει το καινούριο ποιητικό
βιβλίο του, με Είκοσι
και πέντε “προσευχές” των ταπεινών
και αδύναμων όντων
(το
καθένα στο δικό του “θεό”)
σαν έργο που παίζεται ενόσω γράφεται.
Καλοκαίρι και Αύγουστος 2017, στην ορχήστρα
του παραδείσου-κήπου στη Χηλή Ευβοίας.
Μέσα σε ένα ντεκόρ, που η φύση προνόησε
ερήμην μας να είναι και θεατρικό, όπως
μας έδειξε ο Σαίξπηρ -το Όνειρο
της καλοκαιρινής νύχτας, το
καλύτερο παράδειγμά του-, το πανάρχαιο
και παράδοξο δράμα της ζωής αενάως
παίζεται και στην παρούσα περίσταση
ωριμάζει όπως η πανσέληνος, που σαν
προβολέας γέρνει πάνω από τον υπολογιστή
του. Στη σειρά περιμένουν όλα τα πρόσωπα
του δράματος να του πουν την προσευχή
τους, το φόβο τους και το παράπονό τους.
Στη
φύση αρέσει να κρύβεται και στην ποίηση
επίσης. Όμως ο μέγας Όμηρος μας έδωσε
μέσα από το παράδειγμα της, τη φύση των
ανθρωπίνων πραγμάτων. Ο ποιητής την
οσφραίνεται, την βλέπει την ακούει.
Ωτακουστεί. Στήνει αυτί.
Η
μυθολογία μας έχει συνηθίσει από
μεταμορφώσεις. Ζώα, δέντρα, φυτά, βουνά
κι αστέρια αδύναμα όντα ήταν πριν
μεταμορφωθούν. Επομένως τίποτα δεν
εμποδίζει το μπαλάκι να πηγαινοέρχεται
από τον άνθρωπο σ’ αυτά και πάλι πίσω
και μεταφορά και κυριολεξία, αρμονικά
να συνυπάρχουν, όπως μας δείχνει το
παράδειγμα μιας πεταλούδας: «Εσείς
θεοί,
αθάνατοι,
αιώνιοι,
/ που
ζείτε πάνω από σαράντα οκτώ ώρες,
… σάς
εκλιπαρούμε, σάς παρα-/καλούμε,
σάς ικετεύουμε ταπεινά/γονυπετείς
(τρόπος τού λέγειν)…
πείτε,
αν θέλετε,
στούς /οδηγούς
…
να
φρενάρουν όταν μάς βλέπουν/(αν
μάς βλέπουν) να μη λερώνουμε/
κι
εμείς – τα ταλαίπωρα ζωντανά – /παρμπρίζ,
τζάμια κι υαλοκαθαριστήρες/
με
τα λιωμένα κορμιά μας…
Αφού
τον
κοπετό/δεν
γλίτωσε
ποτέ κανένας/άπαξ
και σε σώμα/
βρεθεί /φυλακισμένος/
ακόμα
κι αν είναι πεταλούδας/
φαιάς.../».Προσέχω
δυο γράμματα σ’ αυτό το ποίημα. Όπου
«θήτα» και «φι» έντονο, σαν να υπενθυμίζει
τον θάνατο και τα φτερά της ψυχής.
Και
είναι φανερό το μήνυμα: να θυμόμαστε
πως ο κόσμος δεν γεννήθηκε μόνο για μας
και το αυτοκίνητό μας και πως ακόμα και
αν ζούμε περισσότερο από το 48ωρο μιας
πεταλούδας, θνητοί
είμαστε και
«δεν
γλίτωσε ποτέ κανένας»
αφού ταυτοχρόνως με την εντολή της ζωής
παίρνει και την εντολή του θανάτου.
Το
δικαίωμα του στην πάσης φύσεως Ελευθερία
ζητά το αγριοκάτσικο:
«Την
ελευθερία μου κι ας μην έχω/
να
φάω, θεέ μου. Τη γλώσσα μου/
καθαρή
…/
ύδωρ
να πίνω/στη
λακκούβα τού βράχου
συναγμένο
από τη βροχή/
κι
έπειτα τις ιερές νύχτες/
με
την πανσέληνο τού Αυγούστου/
… να
βγαίνω
…/ στο
παχύ χορτάρι/
να
ξαπλώνω ανάσκελα/
και
να μεθώ.../
Τη δική μου θεά/τη
λένε Ελευθερία».
Ωστόσο,
όλα τα δικαιώματα των ζώων και στη στεριά
και στη θάλασσα καταπατήθηκαν. Τα
θαλασσινά θηλαστικά σφάζονται ανηλεώς
στον Ειρηνικό ωκεανό, που «Σφαγιαστικός
θα έπρεπε/
να
λεγόταν»
και
«αιματοβαμμένος
χασάπης».
Γιατί ο αλαζών
άνθρωπος, θεωρώντας εαυτόν κυρίαρχο
του κόσμου και αδιαφορώντας για τη φύση
γενικώς, καταστρέφει. Να
θυμίσω ότι ο βραβευμένος με Νόμπελ
Ειρήνης (1952) Αλβέρτος Σβάιτσερ, στο
βιβλίο του Σεβασμός
στη Ζωή
συμπεριλάμβανε όλη την ζωική αλυσίδα:
φυτά, ζώα, άνθρωπο, γιατί όπως
υποστηρίζει και ο συγγραφέας Φάνης
Κωστόπουλος «Δεν
είσαι
υποχρεωμένος
να
αγαπάς τα ζώα.
Είσαι
όμως υποχρεωμένος
να
σέβεσαι τα δικαιώματά τους, αν θέλεις
να λογίζεσαι πολιτισμένος».
Και
η ζωή είναι τόσο ωραία που κι ένα τζιτζίκι
αναπέμπει ύμνο στο φως:
«Δοξάζω
το θεό/
για
την ευτυχία να είμαι εδώ και τώρα/
στο
θείο
ελληνικό καλοκαίρι/
να
ανασαίνω το θυμάρι,
ρίγανη, πεύκο,/ακονιζό
κι έλατο/και
να ποθώ
/να
ζήσω εδώ για πάντα/τη
στιγμή που κρατάει/αιώνες/
κι
όλα τα δίχτυα/τής
αράχνης/αν
έπεφταν πάνω μου/για
να με συντρίψουν,
…θα
εύρισκα τρόπο εγώ/
για
ν' αποδράσω/
σε
αυτή την ευλογημένη /γωνιά
τής γης/
όπου
είναι εύκολο να υπάρχεις/είναι
εύκολο και να πεθαίνεις.
Μέσα
στην τόση πλησμονή/συμφιλιώνεσαι
με το Θάνατο».
Και
το τζιτζίκι εδώ «έκανε οίστρο της ζωής
το φόβο του θανάτου» (όπως ο Ανδρέας
Εμπειρίκος, μια μέρα Ιουλίου «Εις την
οδόν των Φιλελλήνων» και πίσω του μακρά
σειρά φωτολουσμένων ποιητών).
Σ’
αυτόν τον φωτολουσμένο παράδεισο, με
το φεγγάρι να στάζει δροσιά και τον ήλιο
χρυσάφι, τα μοσχοβολούντα μυριστικά,
θυμάρι,
ρίγανη, πεύκο,
ακονιζό
κι έλατο,
μας προσφέρουν σημαντικές υπηρεσίες
και ας μην τις υποψιαζόμαστε. Στο άγνωστο
«ακονιζό», για λίγο θα σταθώ, στο φάρμακο
για την αιμορραγία. Κι έπειτα πάλι στο
μυρμήγκι
που επιτελεί «Έργο
μυστικό …/το
καλύτερο γονιδίωμα/…
συνάζουμε/στην
κιβωτό που θα αντέξει/και
την επομένη συντέλεια/τού
Κόσμου»,
λέει.
Ο
Κωνσταντίνος Μπούρας έδωσε ιθαγένεια
στα όντα του, τα βάφτισε στο φως, τα
έντυσε με λόγο ελληνικό, αντλημένο από
τον πλούσιο γλωσσικό κορμό, τον τρέχοντα,
τον λόγιο και τον ποιητικό, δηλωτικό
και συνυποδηλωτικό, προτρεπτικό και
αποτρεπτικό, συντόνισε το στίχο του
δίνοντας έμφαση στο περιεχόμενο που
έχει το βάρος, χωρίς να ξεχνάει τη μορφή
που έχει τη χάρη. Έκανε αισθητή τη φωνή
των όντων και παράλληλα τον διθύραμβο
στην ελληνική φύση.
.:BiblioNet : Μπούρας, Κωνσταντίνος B., 1962-
ΔΕΙΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ
Βιοτή
Πλούσια ελληνική γλώσσα:
Είναι άλλο ο «βίος» κι άλλο η «ζωή»,
Άλλο η «βιοτή» κι άλλο η «επιβίωση»,
Άλλο η «βιοπάλη» κι άλλο ο «βιοπορισμός»…
Και το «ζω» δεν είναι ταυτόσημο με το «επιβιώνω»
Και το «βίος και πολιτεία» δεν είναι το ίδιο
Με τη «βιογραφία»
Και το «βιός» δεν έχει πάντα σχέση με την «περιουσία»
Και το «ταλέντο» με το «τάλαντον»…
Μόνο το «βάσανο» ομοιοκαταληκτεί με το «υποφέρω».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου