Ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο ιστορίας που διαβάσατε;
Το θυμάμαι καλά: Μια Εικονογραφημένη Ιστορία για Αγόρια και Κορίτσια, έχω ακόμα ένα αντίγραφο. Περιγράφει την ιστορία της Βρετανίας σε 46 επεισόδια, από την προϊστορία μέχρι το 1911, κάθε επεισόδιο έχει μια υδατογραφία κι αναφέρει καθαρά τη χρονολογία, το μέρος και τους ανθρώπους που εικονίζονται. Τα επεισόδια έχουν φυσικά απλοποιηθεί και η Βρετανία παρουσιάζεται παντού ως το Καλό Έθνος, γίνεται λόγος όμως και για τις τεχνολογικές εξελίξεις όπως η ταχυδρομική άμαξα, τα τρένα, η τυπογραφία, αλλά και για κοινωνικά ζητήματα, όπως η δουλεία και η παιδική εργασία. Οι νεαροί αναγνώστες προειδοποιούνται πολλές φορές ότι κάποιες ιστορίες ίσως να μην είναι εντελώς αληθινές. Μ’ όλα του τα ελαττώματα, αυτό το βιβλίο είναι ένα πρότυπο για το πώς πρέπει να γράφεται η ιστορία. Είναι ακριβές σε ό,τι αφορά τον χρόνο, αναφέρει προσεκτικά τις πηγές και σε κάθε επεισόδιο περιγράφει μια συναρπαστική ιστορία.
Πώς επιλέξατε τις κλασικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης;
Όταν ήμουν 14 χρονών, στις αρχές της δεκαετίας του 1940, έπρεπε να διαλέξω ανάμεσα στις κλασικές σπουδές (λατινικά – αρχαία ελληνικά), ιστορία, ξένες γλώσσες ή φυσικές επιστήμες και, καθώς είχα αρχίσει να μαθαίνω για μερικά χρόνια αρχαία ελληνικά και λατινικά, επέλεξα τις κλασικές σπουδές. Η αντίληψη που κυριαρχούσε τότε ήταν ότι οι κλασικές σπουδές ήταν η κορωνίδα των επιστημών, αν μπορούσες να χειριστείς αυτές τις δύο γλώσσες μπορούσες να κάνεις τα πάντα. Θα μπορούσα να είχα διαλέξει και την ιστορία, που πραγματικά μου άρεσε, όμως ο περίγυρος έπαιξε τον ρόλο του. Δεν μου άρεσε ιδιαίτερα το περιβάλλον των κλασικών σπουδών στην Οξφόρδη. Εκτός των άλλων, έπρεπε να διαβάσουμε στο πρωτότυπο τα 12 βιβλία της Αινειάδας, τα 24 βιβλία της Οδύσσειας και τα 24 βιβλία της Ιλιάδας, μια πραγματική αγγαρεία. Η Ρωμαϊκή και η Αρχαία Ελληνική Ιστορία ήταν περισσότερο βοηθητικά μαθήματα για το υπόβαθρο της γλώσσας και λιγότερο αυτόνομα γνωστικά αντικείμενα. Το τρίτο είδος μαθημάτων, τα φιλοσοφικά, ήταν πολύ μπερδεμένα και αφορούσαν περισσότερο τη χρήση των λέξεων παρά κάποια θεμελιώδη ερωτήματα. Ωστόσο, δεν έχω μετανιώσει για την επιλογή μου να σπουδάσω κλασικές επιστήμες, κυρίως επειδή τα αρχαία ελληνικά ήταν το εφαλτήριο για να μάθω τη σύγχρονη γλώσσα της πατρίδας σας.
Τι σας οδήγησε να γράψετε το πρώτο σας βιβλίο για τον πόλεμο της ελληνικής ανεξαρτησίας;
Πρώτη φορά ταξίδεψα στην Ελλάδα το 1959. Ένιωσα αμέσως τη γοητεία της ελληνικής γλώσσας κι άρχισα να τη μαθαίνω. Έμαθα να διαβάζω αρκετά καλά, όμως η πρόοδός μου στα προφορικά ήταν ελάχιστη. Συνειδητοποίησα ότι ο πόλεμος της ανεξαρτησίας ήταν ένα γεγονός καθοριστικό για τη χώρα. Υπήρχαν εξαιρετικά βιβλία για κάποιες πλευρές του πολέμου, όμως ελάχιστα είχαν γραφτεί τον 20ό αιώνα στα αγγλικά που να αναφέρονται στην αναμέτρηση που έλαβε χώρα, οπότε σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να γραφτεί ένα βιβλίο σχετικό. Για ένα διάστημα επισκέφτηκα τις περισσότερες τοποθεσίες, όπου συνέβησαν οι πιο σημαντικές συγκρούσεις. Ανακάλυψα ότι για να γράψεις καλά για κάθε συμβάν, ήταν απαραίτητο να εξετάσεις τον χώρο όπου συνέβη. Αυτό που μου κίνησε το ενδιαφέρον ήταν τα εμπόδια που έθεσαν στους Έλληνες οι τοπικές διαμάχες και οι πολιτικές αντιπαλότητες, κι ακόμα έπρεπε να βρω πώς χρηματοδοτήθηκε ο πόλεμος των Ελλήνων. Αφιέρωσα δυο κεφάλαια στον χρυσό που στάλθηκε από το Λονδίνο. Η υπόλοιπη βοήθεια προς τους Έλληνες αφορούσε το κίνημα του φιλελληνισμού, το οποίο αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό λόγω του λόρδου Βύρωνα, και η στρατιωτική υποστήριξη. Η υπόθεση ήταν πολύ πιο περίπλοκη από την παραδοσιακή σύλληψη της σύγκρουσης των μοναχικών Ελλήνων με τους Τούρκους καταπιεστές. Η επίσημη ημερομηνία έναρξης του αγώνα ήταν η 25η Μαρτίου 1821, πλησιάζουμε στη συμπλήρωση διακοσίων ετών κι ανυπομονώ για τους εορτασμούς.
«Η αντικειμενικότητα είναι όνειρο, η ειλικρίνεια καθήκον».Τι σας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση γράφοντας το βιβλίο αυτό, Ελλάδα 1453-1821: Οι άγνωστοι αιώνες;
Η έρευνα και το γράψιμο αυτού του βιβλίου ήταν για μένα ένα ταξίδι αποκαλύψεων. Πολλά απ’ αυτά που νόμιζα ως αληθινά πρωτύτερα ήταν εν μέρει ή δεν ήταν καθόλου όπως τα περίμενα. Είχα την εντύπωση ότι το βιβλίο θα αφορούσε μόνο την οθωμανική κυριαρχία στην Ελλάδα, όμως υπήρχαν περιοχές που είχαν κατακτηθεί από τις ιταλικές πόλεις της Βενετίας και της Γένοβας. Αυτές οι κτήσεις είναι επίσης μέρος της ιστορίας μου. Πίστευα ότι η οθωμανική κυριαρχία ήταν εντελώς καταπιεστική και βρήκα πολλά παραδείγματα καταπίεσης και καταστολής εξεγέρσεων, καθώς και ολέθρια φορολόγηση. Όμως διαπίστωσα με έκπληξη ότι οι Οθωμανοί ήταν ανεκτικοί απέναντι στην ελληνική θρησκεία. Οι χριστιανοί είχαν γνωρίσει την αποκάλυψη του Θεού μέσα απ’ το ιερό τους κείμενο, κι έτσι τους σέβονταν ως «ανθρώπους της Βίβλου». Ο Έλληνας πατριάρχης παρέμεινε ως ο θρησκευτικός και σε μεγάλο βαθμό ο πολιτικός τους ηγέτης, η υπόθεση της εκπαίδευσης των Ελλήνων επίσης ανατέθηκε στην Εκκλησία. Στο ζήτημα της υποχρεωτικής μεταστροφής των Ελλήνων στη μουσουλμανική θρησκεία φαίνεται ότι υπήρξαν λίγες σχετικά περιπτώσεις, αν και οι ιερείς επέσειαν διαρκώς τον κίνδυνο του εξισλαμισμού. Το πιο πιθανό είναι ότι τέτοιες μεταστροφές αφορούσαν περισσότερο προσωπικές περιπτώσεις, όταν για παράδειγμα μια χριστιανή παντρευόταν έναν μουσουλμάνο ή όταν κάποιος Έλληνας επιθυμούσε να εισέλθει πιο εύκολα στις τάξεις του τουρκικού στρατού. Σύμφωνα με μια αντίληψη που έγινε ευρέως πιστευτή αργότερα, οι Έλληνες αναγκάζονταν να εκπαιδεύουν κρυφά τα παιδιά τους. Γνωρίζουμε ότι αυτή η αντίληψη έχει την καταγωγή της στον δημοφιλή πίνακα του 1888, που έδειχνε τα παιδιά να διδάσκονται από έναν ιερέα σε μια εκκλησία υπό το φως των κεριών, και δέκα χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε ένα ποίημα με τον τίτλο «Το κρυφό σχολειό», βασισμένο σ’ αυτόν τον πίνακα. Το πιο πιθανό όμως είναι ότι τα παιδιά κι ο ιερέας παρακολουθούσαν μαθήματα το βράδυ, επειδή όλη την ημέρα έπρεπε να δουλέψουν στα χωράφια. Τα κρυφά σχολειά είναι ένας μύθος. Τέλος, υπάρχει η υπόθεση του παιδομαζώματος, η υποχρεωτική απόσπαση των παιδιών από τις οικογένειές τους για να στελεχώσουν την Αυλή του σουλτάνου ή τα στρατόπεδα των γενίτσαρων. Θα πρέπει να υπήρχαν πολλές περιπτώσεις σκληρού αποχωρισμού, όμως οι γενίτσαροι είχαν πολλά πλεονεκτήματα. Το αγόρια της ελληνικής οικογένειας μπορούσαν να ανέλθουν ως τον βαθμό του Μεγάλου Βεζίρη και οι γονείς πολλές φορές έδιναν τα παιδιά με τη θέλησή τους, καθώς ο στρατός των γενίτσαρων ήταν μια λαμπρή ευκαιρία για στρατιωτική σταδιοδρομία. Έτσι, λοιπόν, πολλές από τις αντιλήψεις που υπήρχαν στο μυαλό μου αποδείχτηκαν σε μεγάλο βαθμό μυθοπλασίες. Όμως ο μύθος έχει τη δική του αξία για το καλό και το κακό, οδηγώντας άλλοτε σε υπερβολές και φανατισμούς κι άλλοτε κρατώντας τα έθνη σε συνοχή, όταν οι καιροί είναι δύσκολοι.[..............................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου